Από τις Ελικωνιάδες Μούσες το τραγούδι ας αρχίσουμε,
που του Ελικώνα το βουνό κατέχουν, το μεγάλο και πανίερο,
κι από την κρήνη γύρω τη μενεξεδιά με πόδια απαλά
χορεύουν και το βωμό του παντοδύναμου του γιου του Κρόνου.
Κι αφού το τρυφερό τους σώμα λούσουν στην πηγή
του Περμησσού ή του Αλόγου ή του πανίερου Ολμειού,
στήνουν χορούς στο πιο ψηλό σημείο του Ελικώνα,
ωραίους, θελκτικούς, ζωηρά κινώντας με τα πόδια τους.
Αποδώ πέρα ορμούνε με πολύ ομίχλη καλυμμένες
10 και προχωρούνε μες στη νύχτα κι αφήνουνε περικαλλή φωνή,
το Δία υμνώντας που βαστά αιγίδα και τη σεβάσμια Ήρα,
την Αργίτισσα, που πάνω σε πέδιλα χρυσά πατά,
και του αιγιδοφόρου Δία την κόρη, την Αθηνά την αστραπόματη,
τον Φοίβο Απόλλωνα, την Άρτεμη που χύνει βέλη,
τον Ποσειδώνα που τη γη κυκλώνει και σείει,
τη σεβαστή τη Θέμιδα, την Αφροδίτη με το γοργό το βλέμμα,
τη χρυσοστέφανη Ήβη, την ωραία Διώνη,
τη Λητώ και τον Ιαπετό, το δολοπλόκο Κρόνο,
την Αυγή, το μέγα Ήλιο και τη λαμπρή Σελήνη,
20 τη Γαία, τον Ωκεανό το μέγα και τη μαύρη Νύχτα
και των υπόλοιπων αθάνατων θεών το ιερό το γένος των αιώνιων.
Αυτές δίδαξαν κάποτε στον Ησίοδο το ωραίο τραγούδι,
καθώς τ᾽ αρνιά του ποίμαινε απ᾽ τον πανίερο Ελικώνα κάτω.
Τούτα τα λόγια πρώτα απ᾽ όλα μού είπανε οι θεές,
οι Ολυμπιάδες Μούσες, κόρες του Δία που βαστά αιγίδα:
«Ποιμένες της υπαίθρου, κακές ντροπές, στομάχια σκέτα,
γνωρίζουμε να λέμε ψέματα πολλά, με την πραγματικότητα όμοια,
μα ξέρουμε, σαν θέλουμε, να ψάλλουμε κι αλήθειες».
Έτσι είπαν του μεγάλου Δία οι κόρες με τον τέλειο λόγο
30 και μου ᾽δωσαν σκήπτρο, κόβοντας δάφνης πολύβλαστης κλωνί,
θαυμάσιο. Θεόπνευστη φωνή φύσηξαν μέσα μου,
για να υμνώ όσα στο μέλλον θα συμβούν κι όσα στο παρελθόν γινήκανε.
Και με προέτρεψαν να υμνώ των μακαρίων θεών το γένος των αιώνιων
κι αυτές τις ίδιες πρώτα κι ύστατα πάντοτε να ψάλλω.
Μα τί το όφελος να λέω αυτά για τη βαλανιδιά ή για την πέτρα;
Ε! συ, από τις Μούσες αρχή ας κάνουμε, που υμνούν
και τέρπουν του Δία, του πατέρα, το μέγα νου μέσα στον Όλυμπο,
και για τα τωρινά, τα μέλλοντα, τα περασμένα λεν,
με μια φωνή μιλώντας. Ρέει ακάματα η φωνή αυτών
40 γλυκιά απ᾽ το στόμα. Γελούν τα δώματα του Δία,
του πατέρα, του βαρύβροντου, καθώς σκορπά λεπτή σαν κρίνο
η φωνή των θεαινών, και ηχεί η κορφή του χιονισμένου Ολύμπου
και των αθάνατων τα δώματα. Κι αυτές αθάνατη αφήνουνε φωνή
και πρώτα των σεβαστών θεών το γένος υμνούν με το τραγούδι τους,
απ᾽ την αρχή, αυτό που γέννησε η Γη κι ο Ουρανός ο ευρύς,
μα κι όσους θεούς, χορηγούς των αγαθών, από αυτούς γεννήθηκαν.
Ύστερα πάλι υμνούν το Δία, θεών κι ανθρώπων τον πατέρα,
[καθώς αρχίζουν, μα κι όταν τελειώνουν το τραγούδι τους οι θεές,]
πόσο καλύτερος είναι απ᾽ τους θεούς και μέγιστος στη δύναμή του.
50 Ύστερα πάλι των ανθρώπων τη γενιά υμνούν μα και των δυνατών Γιγάντων
και τέρπουνε του Δία το νου μέσα στον Όλυμπο,
οι Ολυμπιάδες Μούσες, του αιγιδοφόρου Δία οι κόρες.
Αυτές η Μνημοσύνη, που διαφεντεύει του Ελευθήρα τα υψώματα,
σαν έσμιξε με το γιο του Κρόνου, τον πατέρα, στην Πιερία γέννησε
λησμονιά απ᾽ τις συμφορές κι ανάπαυση απ᾽ τις έγνοιες.
Εννιά μαζί της νύχτες έσμιγε ο συνετός ο Δίας,
μακριά από τους αθανάτους, στην ιερή ανεβαίνοντας την κλίνη της.
Μα όταν συμπληρώθηκε ο καιρός κι έκαναν κύκλο οι εποχές
με των μηνών το σβήσιμο, και μέρες συμπληρώθηκαν πολλές,
60 γέννησε αυτή κόρες εννιά, ομόνοες, που μες στα στήθια τους
τις νοιάζει το τραγούδι, κι έχουνε ξέγνοιαστη ψυχή
λίγο πιο κάτω απ᾽ την ακρότατη κορφή του χιονισμένου Ολύμπου.
Κι έχουνε χοροστάσι εκεί λαμπρό και δώματα ωραία
και δίπλα τους οι Χάριτες κι ο Ίμερος σπίτι έχουν
στις ευωχίες μέσα. Και τραγουδούν, φωνή απ᾽ το στόμα αφήνουνε
εράσμια, και υμνούν των αθανάτων όλων τις συνήθειες
και τ᾽ αγαθά τα ήθη, ευφρόσυνη βγάζοντας φωνή.
Τότε πορεύθηκαν στον Όλυμπο με το τραγούδι τους το αθάνατο
κι αγαλλιάζανε με την ωραία τους φωνή. Κι αντιλαλούσε με τον ύμνο τους ολόγυρα
70 η μαύρη γη κι εράσμιος χτύπος απ᾽ τα πόδια τους σηκώνονταν,
καθώς πορεύονταν προς τον πατέρα τους. Εκείνος είναι βασιλιάς στον ουρανό,
γιατί κατέχει ο ίδιος τη βροντή και τον πυρώδη κεραυνό,
αφού τον Κρόνο, τον πατέρα του, νίκησε στη δύναμη. Κι όλους ωραία
τους νόμους διευθέτησε για τους αθανάτους κι όρισε προνόμια.
Αυτά οι Μούσες έψελναν που στα Ολύμπια κατοικούνε δώματα,
οι εννέα κόρες που γεννήθηκαν απ᾽ το μεγάλο Δία,
η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη,
η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η Ουρανία, η Πολύμνια,
κι η Καλλιόπη: αυτή η εξοχότατη απ᾽ όλες είναι.
80 Γιατί αυτή τους σεβαστούς τους βασιλιάδες συνοδεύει.
Όποιον απ᾽ τους θεόθρεφτους τους βασιλείς προσέξουν σαν γεννιέται
και τον τιμήσουνε του Δία του μεγάλου οι κόρες,
γλυκιά δροσιά τού χύνουνε στη γλώσσα του επάνω
και ρέουνε μειλίχια τα λόγια του απ᾽ το στόμα. Κι όλος ο κόσμος
στρέφει το βλέμμα του σ᾽ αυτόν και κρίνει τις διαφορές
με δίκαιη κρίση. Αυτός σαν αγορεύει αλάθητα
γοργά κι επισταμένα καταπαύει ακόμη και φιλονικία μεγάλη:
γι᾽ αυτό υπάρχουνε οι βασιλείς οι εχέφρονες, για να προσφέρουνε
στην αγορά με ευκολία στον κόσμο που αδικείται εκδίκηση,
90 αφού τον κατευνάσουν με λόγια μαλακά.
Αυτός στη σύναξη σαν έρχεται τον εξευμενίζουν σαν θεό
με σεβασμό μειλίχιο κι ανάμεσα στους μαζεμένους διαπρέπει.
Τέτοιο το ιερό δώρο των Μουσών για τους ανθρώπους είναι.
Γιατί απ᾽ τις Μούσες κι απ᾽ τον Απόλλωνα που μακριά τοξεύει
γίνονται οι τραγουδιστές και οι κιθαριστές πάνω στη γη,
από το Δία όμως οι βασιλιάδες. Μακάριος αυτός που αγαπούν οι Μούσες.
Γλυκιά απ᾽ το στόμα του κυλά η φωνή.
Ακόμη κι αν κανείς έχει ένα πένθος στην ψυχή που τώρα δα πληγώθηκε
και με θλιμμένη την καρδιά μαραίνεται, μόλις ο αοιδός,
100 ο υπηρέτης των Μουσών, τη δόξα των παλιών υμνήσει ανθρώπων
και τους μακάριους που τον Όλυμπο κατέχουνε θεούς,
αμέσως εκείνος λησμονεί τις θλίψεις του κι ούτε καθόλου τις έγνοιες του
θυμάται. Γοργά τον μεταβάλλουνε των θεαινών τα δώρα.
Του Δία τέκνα χαίρετε και θελκτικό τραγούδι δώστε.
Το ιερό υμνείτε των αθανάτων γένος των αιώνιων
που από τη Γη γεννήθηκαν κι από τον Ουρανό που ᾽ναι γεμάτος άστρα,
από τη ζοφερή τη Νύχτα, κι όσους μεγάλωσε ο αλμυρός ο Πόντος.
Πέστε πώς έγιναν στην αρχή οι θεοί και η γη
και οι ποταμοί κι ο πόντος ο απέραντος που ορμάει με το κύμα,
110 τ᾽ άστρα που λάμπουν κι ο πλατύς ο ουρανός επάνω.
[Κι όσοι απ᾽ αυτούς θεοί, των αγαθών οι χορηγοί, γεννήθηκαν.]
Και πώς μοιράστηκαν τα πλούτη τους και τ᾽ αξιώματα χωρίσανε.
Αλλά και πώς πήραν στην αρχή τον Όλυμπο με τα πολλά φαράγγια.
Αυτά πέστε μου Μούσες που κατοικείτε τα Ολύμπια δώματα,
απ᾽ την αρχή, και πέστε ποιό απ᾽ αυτά έγινε πρώτο.
Στ᾽ αλήθεια πρώτα‒πρώτα το Χάος έγινε. Κι ύστερα
η πλατύστερνη η Γη, η σταθερή πάντοτε έδρα όλων των αθανάτων
που την κορφή κατέχουνε του χιονισμένου Ολύμπου,
και τα ζοφώδη Τάρταρα στο μυχό της γης με τους πλατιούς τους δρόμους.
120 Αλλά κι ο Έρωτας που ο πιο ωραίος είναι ανάμεσα στους αθάνατους θεούς,
αυτός που παραλύει τα μέλη και όλων των θεών κι ανθρώπων την καρδιά
δαμάζει μες στα στήθη και τη συνετή τους θέληση.
Κι από το Χάος έγινε το Έρεβος κι η μαύρη Νύχτα.
Κι από τη Νύχτα πάλι έγιναν ο Αιθέρας και η Ημέρα:
αυτούς τους γέννησε αφού συνέλαβε σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος.
Και η Γη γέννησε πρώτα ίσον μ᾽ αυτή
τον Ουρανό που ᾽ναι γεμάτος άστρα, να την καλύπτει από παντού τριγύρω
και να ᾽ναι έδρα των μακαρίων θεών παντοτινά ασφαλής.
Γέννησε και τα όρη τα ψηλά, τις όλο χάρη κατοικίες των θεών Νυμφών
130 που κατοικούνε στα βουνά τα φαραγγώδη,
μα και το πέλαγος το άκαρπο γέννησε που ορμάει με το κύμα,
τον Πόντο, δίχως ζευγάρωμα ευφρόσυνο. Κι έπειτα
ξάπλωσε με τον Ουρανό και γέννησε τον Ωκεανό το βαθυδίνη
τον Κοίο, τον Κρείο, τον Υπερίονα, τον Ιαπετό,
τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη,
τη χρυσοστέφανη τη Φοίβη και την εράσμια Τηθύ.
Μαζί μ᾽ αυτούς γεννήθηκε, πιο νέος απ᾽ όλους, ο δολοπλόκος Κρόνος,
ο πιο δεινός απ᾽ τα παιδιά. Και το γονιό του το θαλερό εχθρεύτηκε.
Γέννησε και τους Κύκλωπες, που ᾽χουν πανίσχυρη καρδιά,
140 το Βρόντη, το Στερόπη και τον Άργη με τη δυνατή ψυχή,
που δώσανε στο Δία τη βροντή και του ᾽φτιαξαν τον κεραυνό.
Αυτοί σε όλα τ᾽ άλλα με τους θεούς παρόμοιοι ήταν,
μα ένα μονάχα μάτι στη μέση του μετώπου τους βρισκόταν.
Και πήραν το φερώνυμο όνομα Κύκλωπες,
γιατί στο μέτωπό τους ένα βρισκόταν μάτι κυκλικό.
Και ισχύς, δύναμη και τεχνάσματα στα έργα τους υπήρχαν.
Και άλλοι πάλι από τη Γη κι από τον Ουρανό γεννήθηκαν
τρεις γιοι, μεγάλοι κι ισχυροί, ακατονόμαστοι,
ο Κόττος, ο Βριάρεως κι ο Γύγης, τέκνα αλαζονικά.
150 Από τους ώμους τους χέρια εκατό σαλεύανε,
απλησίαστοι, και στον καθένα κεφαλές πενήντα
φυτρώνανε απ᾽ τους ώμους πάνω στα στιβαρά τους μέλη.
Και δύναμη άπλετη και κρατερή στο μέγα ανάστημά τους.
Όσοι γεννήθηκαν από τη Γη κι από τον Ουρανό,
τα φοβερότερα παιδιά, ήτανε στο γονιό τους μισητοί
απαρχής. Και μόλις γεννιόταν ο καθένας τους,
ευθύς όλους τους έκρυβε στης Γης τα σπλάχνα και δεν τους άφηνε
ν᾽ ανέβουνε στο φως. Κι ευχαριστιότανε ο Ουρανός
με το κακό του έργο. Και μέσα της στέναζε στενεμένη
160 η πελώρια Γη και δόλιο τέχνασμα κακό στοχάστηκε.
Γέννησε αμέσως το γένος του γκρίζου αδάμαντα
και μέγα δρεπάνι έφτιαξε κι έδωσε οδηγίες στα παιδιά της.
Τους είπε θάρρος δίνοντας, θλιμμένη στην καρδιά της:
«Παιδιά δικά μου και μοχθηρού πατέρα, αν θέλετε
υπακούστε με. Την ύβρη την κακή μπορούμε να εκδικηθούμε
του πατέρα σας. Αφού πρώτος αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.»
Έτσι είπε. Και όλους δέος τούς κυρίευσε, κανένας τους
δε μίλησε. Παίρνοντας θάρρος ο δολοπλόκος μέγας Κρόνος
ευθύς στη φρόνιμη μητέρα του απάντησε μ᾽ αυτά τα λόγια:
170 «Μητέρα, εγώ αν αναλάμβανα θα τέλειωνα αυτό το έργο,
αφού τον ακατονόμαστο πατέρα μου δεν υπολογίζω.
Γιατί νωρίτερα αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.»
Έτσι είπε. Και χάρηκε πολύ η πελώρια Γη μες στην καρδιά της.
Τον έβαλε να κάθεται σ᾽ ενέδρα κρύβοντάς τον και του ᾽βαλε
στο χέρι του το κοφτερόδοντο δρεπάνι κι όλο το δόλιο σχέδιο του δίδαξε.
Ήρθε και έφερε τη νύχτα ο Ουρανός ο μέγας και γύρω απ᾽ τη Γη
απλώθηκε ποθώντας έρωτα και σ᾽ όλα τα μέρη της
τεντώθηκε. Κι ο γιος του απ᾽ την ενέδρα τ᾽ αριστερό του χέρι
άπλωσε και με το δεξιό του άδραξε το πελώριο δρεπάνι,
180 το μακρύ, το κοφτερό, κι ορμητικά τα αιδοία του πατέρα του
τα θέρισε και πάλι τα ᾽ριξε να πέσουν προς τα πίσω.
Κι εκείνα ανώφελα απ᾽ το χέρι του δεν έφυγαν:
όσες σταγόνες ματωμένες έσταξαν,
όλες τις δέχτηκε η Γη. Κι όταν παρήλθε ο χρόνος
τις Ερινύες γέννησε τις δυνατές και τους μεγάλους Γίγαντες,
που έλαμπαν στα όπλα τους και δόρατα μακρά στα χέρια τους κρατούσαν,
μα και τις Νύμφες που τις λεν Μελίες επάνω στην απέραντη γη.
Και όπως ευθύς τα αιδοία με τον αδάμαντα απέκοψε
και τα ᾽ριξε μακριά απ᾽ τη στεριά στον πολυτάραχο τον πόντο,
190 έτσι αυτά στο πέλαγος χρόνο πολύ πλανώνταν, κι αφρός λευκός
ολόγυρα απ᾽ την αθάνατη τη σάρκα σηκωνόταν. Μέσα σ᾽ αυτόν
μεγάλωσε μια κόρη. Πρώτα τα πανίερα τα Κύθηρα πλησίασε,
και από εκεί κατόπιν έφτασε στην Κύπρο που από γύρω τα νερά τη ζώνουν.
Και βγήκε έξω μια σεβαστή, ωραία θεά, κι από τα λυγερά της πόδια κάτω
μεγάλωνε η χλόη ολόγυρα. Αφροδίτη αυτήν
[και αφρογέννητη θεά και Κυθέρεια καλοστεφανωμένη]
την ονομάζουν οι θεοί και οι άνθρωποι, γιατί μες στον αφρό
μεγάλωσε. Μα και Κυθέρεια, γιατί προσέγγισε τα Κύθηρα.
Και Κυπρογέννητη, γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που από γύρω τα νερά τη ζώνουν.
200 Και φιλομειδή, γιατί απ᾽ τα αιδοία αναφάνηκε.
Αυτήν, μόλις γεννήθηκε κι ανέβαινε προς των θεών το γένος,
την συνόδεψε ο Έρωτας και ο ωραίος Ίμερος την ακολούθησε.
Και τούτο το αξίωμα έχει απαρχής και τούτο το μερίδιο
έλαχε ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους:
παρθενικά αγκαλιάσματα, χαμόγελα, απάτες,
τέρψη γλυκιά, μειλίχια αγάπη.
Και τα παιδιά του βρίζοντας Τιτάνες τα ονόμαζε
ο πατέρας τους, ο μέγας Ουρανός, που τα γέννησε ο ίδιος.
Γιατί ισχυριζόταν πως τα χέρια τους τα άπλωσαν στην ασέβεια, να κάνουν
210 αμαρτία μεγάλη, και πως θα υπάρξει στο μέλλον πληρωμή γι᾽ αυτήν.
Κι η Νύχτα γέννησε το στυγερό το Μόρο και τη μαύρη Κήρα
και το Θάνατο, γέννησε και τον Ύπνο, γέννησε και το γένος των Ονείρων.
Ύστερα πάλι γέννησε το Μώμο και την οδυνηρή Αθλιότητα,
δίχως να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς η ερεβώδης Νύχτα,
και τις Εσπερίδες που φυλάν τα μήλα τα ωραία, τα χρυσά,
στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού, και τα δέντρα που δίνουν τον καρπό.
Γέννησε και τις Μοίρες και τις Κήρες που τιμωρούνε ανελέητα,
[την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο,
που δίνουν στους θνητούς όταν γεννιούνται το καλό και το κακό,]
220 που διώκουνε τις παραβάσεις ανθρώπων και θεών
κι ούτε ποτέ τους παύουν τη δεινή οργή οι θεές,
προτού τιμωρία κακή αποδώσουνε σ᾽ εκείνον που έσφαλλε.
Γέννησε και τη Νέμεση, συμφορά για τους θνητούς ανθρώπους,
η ολέθρια Νύχτα. Έπειτα την Απάτη γέννησε και τη Φιλότητα,
τα καταραμένα Γηρατειά, γέννησε και την Έριδα με τη δυνατή καρδιά.
Και η στυγερή η Έριδα γέννησε τον οδυνηρό τον Πόνο,
τη Λήθη, το Λιμό και τα γεμάτα δάκρυα Άλγη,
τις Μάχες, τους Πολέμους, τους Φόνους, τις Αντροφονίες,
τις Φιλονικίες, τα Ψεύδη, τα Λόγια, τις Αντιλογίες,
230 την Ανομία και την Άτη, που φίλες μεταξύ τους είναι,
τον Όρκο, που απ᾽ όλα πιο πολύ τους ανθρώπους που ζουν πάνω στη γη
τους βλάπτει, όταν τυχόν κανείς εκούσια ορκιστεί ψεύτικο όρκο.
Το Νηρέα τον αψευδή, τον ειλικρινή, γέννησε ο Πόντος
γεροντότερο απ᾽ όλα τα παιδιά του. Γέροντα όμως τον καλούν,
γιατί ᾽ναι αλάθευτος και μαλακός και δεν ξεχνάει τους νόμους,
μα τους δίκαιους και ήπιους στοχασμούς γνωρίζει.
Έπειτα πάλι το μέγα Θαύμαντα και τον αντρείο Φόρκη γέννησε,
σμίγοντας με τη Γη, και την Κητώ με τα ωραία μάγουλα
και την Ευρυβίη που ᾽χει στα στήθη της καρδιά από αδάμαντα.
240 Κι απ᾽ το Νηρέα και την καλλίκομη Δωρίδα,
την κόρη του Ωκεανού, του τέλειου ποταμού,
γεννήθηκαν κορίτσια θεϊκά αναρίθμητα στον πόντο μέσα τον ατρύγητο,
η Πρωθώ, η Ευκράντη, η Σαώ, η Αμφιτρίτη,
η Ευδώρη, η Θέτις, η Γαλήνη, η Γλαύκη,
η Κυμοθόη, η γοργή Σπειώ κι η θελκτική Θαλίη,
η Πασιθέη, η Ερατώ και η Ευνίκη με τα χέρια τα ροδαλά,
η Μελίτη η γεμάτη χάρη, η Ευλιμένη, η Αγαυή,
η Δωτώ, η Πρωτώ, η Φέρουσα, η Δυναμένη,
η Νησαίη, η Ακταίη, η Πρωτομέδεια,
250 η Δωρίς, η Πανόπη, η εύμορφη Γαλάτεια,
η Ιπποθόη η θελκτική και η Ιππονόη με τα χέρια τα ροδαλά,
η Κυμοδόκη που μες στο σκοτεινό τον πόντο τα κύματα
και τις πνοές των μανιασμένων των ανέμων εύκολα ηρεμεί
μαζί με την Κυματολήγη και την Αμφιτρίτη που ωραίους αστραγάλους έχει,
η Κυμώ, η Ηιόνη και η ομορφοστέφανη Αλιμήδη,
η Γλαυκονόμη που αγαπά να μειδιά και η Ποντοπόρεια,
η Λειαγόρη, η Ευαγόρη, η Λαομέδεια,
η Πουλυνόη, η Αυτονόη, η Λυσιάνασσα,
η Ευάρνη εράσμια στο παράστημα και στη μορφή αψεγάδιαστη,
260 η Ψαμάθη γεμάτη χάρη στο κορμί, η θεϊκή Μενίππη,
η Νησώ, η Ευπόμπη, η Θεμιστώ , η Προνόη,
η Νημερτής που απ᾽ τον αθάνατο πατέρα της ο νους της έχει πάρει.
Αυτές γεννήθηκαν από τον άμωμο Νηρέα
κόρες πενήντα που ξέρουν άψογες δουλειές να κάνουν.
Κι ο Θαύμας την κόρη του Ωκεανού με το βαθύ το ρεύμα
πήρε γυναίκα του, την Ηλέκτρα. Κι εκείνη γέννησε τη γοργή την Ίριδα
και τις Άρπυιες με την ωραία κόμη, την Ωκυπέτη και την Αελλώ,
που τρέχουν ίσα με των ανέμων τις πνοές και τα πουλιά
χάρη στις γοργές φτερούγες τους. Γιατί ψηλά πάνω απ᾽ τη γη ορμούνε.
270 Στο Φόρκη πάλι η Κητώ τις γριές του γέννησε με τα ωραία μάγουλα,
εκ γενετής μ᾽ άσπρα μαλλιά, που Γραίες τις καλούνε
οι θεοί οι αθάνατοι και οι άνθρωποι που χάμω σέρνονται,
την Πεμφρηδώ την ομορφόπεπλη και την κροκόπεπλη Ενυώ.
Και τις Γοργόνες γέννησε που κατοικούν στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού,
στις εσχατιές, κοντά στη νύχτα, όπου και οι Εσπερίδες μένουν οι γλυκύφωνες,
τη Σθεννώ, την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που έπαθε συμφορά ολέθρια.
Γιατί αυτή ήταν θνητή, ενώ οι άλλες δυο αγέραστες κι αθάνατες.
Μ᾽ αυτήν κοιμήθηκε ο Μαυρομάλλης
σε μαλακό λιβάδι και μες στα άνθη τα εαρινά.
280 Κι όταν της έκοψε απ᾽ το λαιμό την κεφαλή ο Περσέας,
ξεπήδησε ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος το άλογο.
Κι εκείνος πήρε αυτό το όνομα, γιατί στου Ωκεανού γεννήθηκε
πλάι τις πηγές, κι ο άλλος γιατί χρυσό σπαθί στα χέρια του κρατούσε.
Κι ο Πήγασος πέταξε κι άφησε πίσω του τη γη, μητέρα των ποιμνίων,
και στους αθανάτους έφτασε. Και κατοικεί στου Δία τα δώματα
την αστραπή και τη βροντή για το συνετό το Δία κουβαλώντας.
Και ο Χρυσάωρ γέννησε το Γηρυόνη τον τρικέφαλο,
σμίγοντας με την Καλλιρόη, κόρη του ξακουστού Ωκεανού.
Αυτόν τον φόνευσε ο δυνατός ο Ηρακλής
290 πλάι στα βόδια τα στριφτόποδα, στην Ερύθεια που τη ζώνουν τα νερά,
τη μέρα εκείνη που τα βόδια οδήγησε τα πλατυμέτωπα
στην Τίρυνθα την ιερή, αφού διάβηκε του Ωκεανού το πέρασμα
και σκότωσε τον Όρθο και το βουκόλο Ευρυτίωνα,
στη σκοτεινή του κατοικία στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού.
Κι εκείνη άλλο γέννησε τέρας απροσμάχητο, που διόλου
στους θνητούς ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς δεν έμοιαζε,
σε βαθουλή σπηλιά, τη θεϊκή γενναιόψυχη Έχιδνα,
μισή νύμφη με ωραία μάγουλα, με μάτια ζωηρά,
και μισή πελώριο φίδι, δεινό και μέγα,
300 πλουμιστό, ωμοφάγο, στης πανίερης γης τα βάθη.
Έχει εκεί σπηλιά κάτω απ᾽ τον κοίλο βράχο,
μακριά απ᾽ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους,
όπου της δώσανε οι θεοί να κατοικεί δώματα μεγαλόπρεπα.
Ενώ η άλλη, η ολέθρια Έχιδνα, κρατιόταν στους Αρίμους κάτω απ᾽ τη γη,
νύμφη αθάνατη κι αγέραστη για όλες της τις μέρες.
Λένε πως έσμιξε μ᾽ αυτήν ερωτικά ο Τυφώνας,
ο δεινός, ο υβριστής και άνομος, με την κόρη που ᾽χει ζωηρά τα μάτια.
Κι εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε παιδιά γενναιόψυχα.
Τον Όρθο πρώτα γέννησε σκυλί του Γηρυόνη.
310 Έπειτα πάλι γέννησε, τον ανίκητο, τον ακατονόμαστο,
τον ωμοφάγο Κέρβερο, το σκύλο του Άδη τον χαλκόφωνο,
πενηντακέφαλο, ανήλεο και δυνατό.
Τρίτη την Ύδρα πάλι γέννησε που μόνο το κακό γνωρίζει,
τη Λερναία, που την ανέθρεψε η Ήρα, η θεά με τα λευκά τα μπράτσα,
άπληστα οργισμένη με το δυνατό Ηρακλή.
Αυτήν ο γιος του Δία ο Ηρακλής τη θανάτωσε με το χαλκό τον ανελέητο,
από το σόι του Αμφιτρύωνα, μαζί με τον Ιόλαο, το φίλο του Άρη,
χάρη στις συμβουλές της Αθηνάς που το στρατό οδηγάει.
Κι εκείνη γέννησε τη Χίμαιρα που πνέει φωτιά ακατάβλητη,
320 δεινή, μεγάλη, γοργόποδη και δυνατή.
Τρία ήταν τα κεφάλια της: ένα λιονταριού με μάτια αστραφτερά,
ένα κατσίκας κι ένα φιδιού, δράκοντα δυνατού.
[Από μπροστά ήταν λέων, από πίσω φίδι, στη μέση γίδα,
και ξεφυσούσε δύναμη φοβερή φωτιάς που καίει.]
Αυτήν ο Πήγασος τη σκότωσε κι ο έξοχος Βελλεροφόντης.
Κι εκείνη γέννησε την ολέθρια Σφίγγα, για τους Καδμείους όλεθρο,
με τον Όρθο σμίγοντας, και το λιοντάρι της Νεμέας,
που η Ήρα το ανέθρεψε, η ένδοξη του Δία η σύζυγος,
και το εγκατέστησε στης Νεμέας τα υψώματα, για τους ανθρώπους βλάβη.
330 Έμεινε αυτό εκεί και τα γένη των ανθρώπων έφθειρε,
στον Τρητό της Νεμέας και στον Απέσαντα κυριαρχώντας.
Μα αυτό το δάμασε η δύναμη του ισχυρού Ηρακλή.
Και η Κητώ, γέννησε τελευταίο, αφού με το Φόρκη έσμιξε ερωτικά,
φίδι δεινό που στης γης της σκοτεινής τα βάθη,
στα μακρινά τα πέρατα, τα ολόχρυσα φυλάγει μήλα.
Αυτή η γενιά απ᾽ την Κητώ κι από το Φόρκη είναι.
Και η Τηθύς γέννησε στον Ωκεανό τους στροβιλώδεις ποταμούς,
το Νείλο, τον Αλφειό και τον Ηριδανό το βαθυδίνη,
το Στρυμόνα, το Μαίανδρο και τον Ίστρο με τα ωραία ρείθρα,
340 το Φάση, το Ρήσο και τον Αχελώο τον αργυροδίνη,
το Νέσσο, το Ροδίο, τον Αλιάκμονα και τον Επτάπορο,
το Γρανικό, τον Αίσηπο, το θεϊκό Σιμόεντα,
τον Πηνειό, τον Έρμο και τον Κάικο με το ωραίο ρεύμα,
το μέγα Σαγγάριο, το Λάδωνα και τον Παρθένιο,
τον Εύηνο, τον Αλδήσκο και το θείο Σκάμανδρο.
Γέννησε και των Νυμφών το ιερό γένος, που πάνω στη γη
ωριμάζουνε τους άντρες μαζί με τον Απόλλωνα το βασιλιά
και με τους ποταμούς. Αυτόν τον κλήρο από το Δία έχουν,
η Πειθώ, η Αδμήτη, η Ιάνθη, η Ηλέκτρα,
350 η Δωρίδα, η Πρυμνώ, η Ουρανία η θεόμορφη,
η Ιππώ, η Κλυμένη, η Ρόδεια, η Καλλιρόη,
η Ζευξώ, η Κλυτίη, η Ιδυία, η Πασιθόη,
η Πληξαύρη, η Γαλαξαύρη και η εράσμια Διώνη,
η Μηλόβοση, η Θοή, η εύμορφη Πολυδώρη,
η Κερκηίς εράσμια στο παράστημα, η βοϊδομάτα η Πλουτώ,
η Περσηίς, η Ιάνειρα, η Ακάστη, η Ξάνθη,
η θελκτική Πετραίη, η Μενεσθώ, η Ευρώπη,
η Μήτις, η Ευρυνόμη, η Τελεστώ η κροκόπεπλη,
η Χρυσηίς, η Ασία, η ποθητή η Καλυψώ,
360 η Ευδώρη, η Τύχη, η Αμφιρώ, η Ωκυρόη
και η Στύγα που η πλέον έξοχη απ᾽ όλες είναι.
Αυτές του Ωκεανού και της Τηθύος γεννήθηκαν
οι πιο παλιές οι κόρες. Γιατί πολλές ακόμη υπάρχουν άλλες:
τρεις φορές χίλιες είναι οι Ωκεανίδες με τα λυγερά τα πόδια,
που διάσπαρτες παντού τη γη και τα βάθη της θάλασσας
εξίσου διατρέχουν, κορίτσια θεϊκά λαμπρά.
Μα κι άλλοι τόσοι υπάρχουν ποταμοί που ρέουν βουερά,
γιοι του Ωκεανού, που η σεβαστή Τηθύς τούς γέννησε.
Όλων τα ονόματα δύσκολο είναι άνθρωπος θνητός να πει,
370 μα τα γνωρίζουν χώρια εκείνοι που ολόγυρά τους κατοικούν.
Κι η Θεία τον Ήλιο το μεγάλο γέννησε και τη λαμπρή Σελήνη
και την Ηώ που δίνει φως σε όλους όσους κατοικούν πάνω στη γη
και στους αθάνατους θεούς που τον πλατύ τον ουρανό κατέχουν.
Τους γέννησε αφού υποτάχθηκε στον έρωτα του Υπερίονα.
Και η Ευρυβίη γέννησε σμίγοντας με τον Κρείο ερωτικά
τον Αστραίο και το μεγάλο Πάλλαντα, των θεαινών η θεά,
και τον Πέρση που ξεχώριζε στη γνώση απ᾽ όλους.
Και στον Αστραίο γέννησε η Ηώ τους γενναιόψυχους ανέμους,
το Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά και το γοργόδρομο Βοριά
380 και το Νοτιά, αφού η θεά με το θεό ερωτικά κοιμήθηκε.
Μετά απ᾽ αυτούς η Ηριγένεια γέννησε τ᾽ άστρο τον Αυγερινό
και τα λαμπρά αστέρια που ᾽χει στεφάνι ο ουρανός.
Και η Στύγα, του Ωκεανού η κόρη, έσμιξε με τον Πάλλαντα
και γέννησε μες στο σπίτι της το Ζήλο και τη Νίκη που ωραίους αστραγάλους έχει,
το Κράτος και τη Βία, παιδιά περίφημα.
Σπίτι γι᾽ αυτούς μακριά απ᾽ το Δία δεν υπάρχει, ούτε κάθισμα,
ούτε και δρόμος που ο θεός να μην τους οδηγεί,
μα κάθονται πάντα πλάι στο Δία το βαρύβροντο.
Αφού έτσι αποφάσισε η Στύγα, η άφθαρτη η Ωκεανίδα,
390 τη μέρα εκείνη που ο Ολύμπιος αστραπορίχτης
όλους τους αθανάτους κάλεσε θεούς στον υψηλό τον Όλυμπο.
Κι είπε πως όποιος από τους θεούς μαζί του τους Τιτάνες θα πολέμαγε,
αυτός δε θα ᾽χανε τα προνόμιά του, πως ο καθένας θα ᾽χει τις τιμές
που ᾽χε και πριν μες στους αθάνατους θεούς.
Εκείνον πάλι που χωρίς τιμή, χωρίς προνόμια, απ᾽ τον Κρόνο ήταν,
είπε πως θα του έδινε μερίδιο στις τιμές και τα προνόμια καθώς του αρμόζει.
Και πρώτη η Στύγα η άφθαρτη ανέβηκε στον Όλυμπο
μαζί με τα παιδιά της, με του πατέρα της τη συμβουλή.
Κι αυτήν ο Δίας την τίμησε και δώρα περισσά τής έδωσε.
400 Γιατί την ίδια όρισε να είναι των θεών ο μέγας όρκος
και τα παιδιά της για όλους τους καιρούς συγκάτοικοί του να ᾽ναι.
Κι ο Δίας όπως τα υποσχέθηκε, έτσι και σ᾽ όλους ακριβώς τα εκπλήρωσε
πέρα ώς πέρα. Κι ο ίδιος μέγας είναι κυρίαρχος και βασιλιάς.
Η Φοίβη πάλι στου Κοίου το πολυέραστο κρεβάτι ανέβηκε.
Κι έπειτα έμεινε έγκυος η θεά με του θεού τον έρωτα
και γέννησε τη Λητώ την κυανόπεπλη, πάντα μειλίχια,
ήπια στους ανθρώπους και τους αθάνατους θεούς,
μειλίχια εξαρχής, την πιο ευμενή μέσα στον Όλυμπο.
Γέννησε και την Αστερίη με το καλό το όνομα, που ο Πέρσης κάποτε
410 την έφερε στο μέγα δώμα του, για να την πουν γυναίκα του αγαπημένη.
Κι εκείνη μένοντας έγκυος γέννησε την Εκάτη που ο Δίας, του Κρόνου ο γιος,
πάνω απ᾽ όλους τίμησε. Δώρα τής έδωσε λαμπρά:
να ᾽χει μερίδιο απ᾽ τη γη μα κι απ᾽ το πέλαγος το ατρύγητο.
Όμως αυτή κι από τον έναστρο ουρανό μερίδιο έλαχε τιμής
και την τιμούν οι αθάνατοι θεοί απ᾽ όλους περισσότερο.
Γιατί και τώρα, όταν κανείς απ᾽ τους ανθρώπους που ζουν πάνω στη γη
κάνει θυσίες καλές κατά τα έθιμα και προσπαθεί τους θεούς να εξευμενίσει,
την Εκάτη επικαλείται. Τιμή πολλή πανεύκολα ακολουθεί αυτόν
που πρόθυμα η θεά τις προσευχές του δέχεται.
420 Και ευτυχία τού δίνει, αφού τη δύναμη αυτήν την έχει.
Γιατί απ᾽ όσους γέννησε ο Ουρανός κι η Γη
κι αξίωμα έλαχαν, απ᾽ όλους τούτους έχει μερίδιο στον κλήρο τους.
Κι ούτε ο γιος του Κρόνου σε τίποτα την πίεσε, ούτε και της αφαίρεσε
όσα της λάχανε μες στους Τιτάνες, τους προγενέστερους θεούς,
μα τα κατέχει αυτή όπως η μοιρασιά απαρχής πρωτόγινε.
Κι ούτ᾽ επειδή μοναχοκόρη ήταν έλαχε η θεά προνόμια και τιμή
κατώτερη στη γη, τον ουρανό, τη θάλασσα,
μα έλαχε πολύ ακόμη περισσότερα, γιατί την τιμάει ο Δίας.
Κι όποιον θελήσει, πολύ του παραστέκει και τον ωφελεί.
Στις δίκες κάθεται πλάι στους σεβαστούς τους βασιλείς.
430 Στις συναθροίσεις ξεχωρίζει μες στον κόσμο εκείνος που αυτή τυχόν θελήσει.
Κι όταν οι άντρες αρματώνονται για πόλεμο ανδροκτόνο,
τότε δίνει βοήθεια η θεά σ᾽ όποιους επιθυμεί
τη νίκη πρόθυμα να δώσει και δόξα να προσφέρει.
Είναι αγαθή βοηθός για τους ιππείς που θα θελήσει.
Είναι αγαθή κι όταν οι άντρες αμιλλώνται στους αγώνες:
τότε η θεά και σε τούτους παραστέκει και βοηθά.
Κι αφού κανείς νικήσει στη ρώμη και τη δύναμη, εύκολα το ωραίο βραβείο
το κατακτά και χαίρεται και στους γονείς του δόξα δίνει.
440 Και σ᾽ εκείνους που στη γλαυκή, τη θυελλώδη θάλασσα δουλεύουν
και στην Εκάτη και τον βαρύχτυπο προσεύχονται Εννοσίγαιο,
εύκολα η ένδοξη η θεά άφθονη την ψαριά τούς δίνει,
μα κι εύκολα, εάν το θέλει στην καρδιά της, την αφαιρεί, κι ας φαίνεται εμπρός τους.
Κι είναι αγαθή, μαζί με τον Ερμή, στις στάνες τα ποίμνια να πληθαίνει.
Και τα κοπάδια των βοδιών και τις πλατιές αγέλες των γιδιών
και των πυκνόμαλλων αρνιών τα ποίμνια, αν στην καρδιά το θέλει,
πλήθος τα κάνει από λίγα κι από πολλά τα λιγοστεύει.
Έτσι, αν και μοναχοκόρη είναι της μητέρας της,
μέσα στους αθανάτους έχει τιμηθεί με όλα τα προνόμια.
450 Κι ο γιος του Κρόνου την όρισε τροφό των νέων, όσων μετά απ᾽ αυτήν
είδανε με τα μάτια τους το φως της Αυγής που τα πάντα βλέπει.
Έτσι εξαρχής τροφός των νέων ήταν κι ήταν αυτά τα αξιώματά της.
Κι η Ρέα στον Κρόνο υποταγμένη γέννησε τέκνα λαμπρά,
την Εστία, τη Δήμητρα και τη χρυσοπέδιλη Ήρα,
το δυνατό τον Άδη, που κατοικεί παλάτια κάτω από τη γη
κι έχει καρδιά ανήλεη, τον Εννοσίγαιο το βαρύχτυπο,
το συνετό το Δία, πατέρα θεών και ανθρώπων,
που απ᾽ τη βροντή του τρέμει η πλατιά η γη.
Κι αυτούς ο μέγας Κρόνος τούς κατάπινε, όπως καθένας τους
460 από την ιερή της μάνας τους κοιλιά στα γόνατα κατέβαινε,
αυτό στο νου του έχοντας, πώς απ᾽ τους γόνους τ᾽ Ουρανού τους ένδοξους
άλλος κανείς βασιλικό αξίωμα ανάμεσα στους αθανάτους να μην έχει.
Γιατί έμαθε από τη Γη κι από τον έναστρο Ουρανό
πως ήταν πεπρωμένο του να νικηθεί από παιδί δικό του,
—κι ας ήταν κρατερός— με του μεγάλου Δία το θέλημα.
Γι᾽ αυτό ο Κρόνος τυφλά δεν παραφύλαγε, αλλά καραδοκούσε
και τα τέκνα του κατάπινε. Και πένθος δίχως λησμονιά κυρίευε τη Ρέα.
Μα όταν έμελλε το Δία, θεών κι ανθρώπων τον πατέρα, να γεννήσει,
τότε τους ακριβούς ικέτευε γονείς της,
470 τη Γη και τον γεμάτο άστρα Ουρανό,
να καταστρώσουνε μαζί της κάποιο σχέδιο, πώς να περάσει απαρατήρητη
σαν θα γεννά το γιο της, και πώς να ξεπληρώσει ο Κρόνος τις ερινύες
του πατέρα της και των παιδιών της που ο μέγας δολοπλόκος τα κατάπινε.
Κι αυτοί στη θυγατέρα τους έδιναν μεγάλη προσοχή και πείθονταν,
και της εξήγησαν όσα να γίνουν ήταν πεπρωμένο
σε σχέση με τον βασιλιά τον Κρόνο και το γιο του με τη γενναία την ψυχή.
Τη στείλανε στη Λύκτο, στην πλούσια της Κρήτης χώρα,
όταν το τελευταίο απ᾽ τα παιδιά της να γεννήσει έμελλε,
το Δία το μεγάλο. Κι αυτόν δέχτηκε η πελώρια Γη
480 στην Κρήτη να τον θρέψει την πλατιά και να τον μεγαλώσει.
Και τότε φέρνοντάς τον μέσα απ᾽ τη μαύρη νύχτα τη γοργή ήρθε
στη Λύκτο πρώτα η Ρέα. Στα χέρια της τον πήρε και τον έκρυψε
σε άντρο απόκρημνο, στα σπλάχνα της πανίερης γης,
στο όρος Αιγαίο το δασοσκέπαστο, το δασωμένο.
Κι αφού σπαργάνωσε μεγάλο λίθο τον πρόσφερε σ᾽ εκείνον,
στο μέγα άνακτα, του Ουρανού το γιο, το βασιλιά των παλαιότερων θεών.
Στα χέρια του τον πήρε τότε ο Κρόνος και τον έριξε μες στην κοιλιά του,
ο άθλιος, και με το νου του δεν κατάλαβε πως πίσω του ᾽μενε,
στου λιθαριού τη θέση, δικός του γιος ανίκητος και δίχως έγνοιες
490 που έμελλε γοργά να τον νικήσει με τη βία και τα χέρια του,
να τον εκδιώξει από τ᾽ αξίωμα και μέσα στους αθάνατους να βασιλέψει.
Και γοργά κατόπιν η δύναμη και τα λαμπρά του βασιλιά τα μέλη
μεγαλώσανε. Και σαν ο χρόνος έφτασε,
παγιδευμένος απ᾽ τις παμπόνηρες τις προτροπές της Γης,
ο μέγας Κρόνος, ο δολοπλόκος, έβγαλε έξω και πάλι τα παιδιά του,
από τη δύναμη και τα τεχνάσματα του παιδιού του νικημένος.
Πρώτα το λίθο ξέρασε, αφού τελευταίο τον κατάπιε.
Αυτόν ο Δίας τον έστησε πάνω στη γη με τους πλατιούς τους δρόμους
στην ιερότατη Πυθώ, μέσα στις κοιλάδες του Παρνασσού,
500 για να ᾽ναι σημάδι στο εξής, θαύμα για τους θνητούς ανθρώπους.
Και τα αδέλφια του πατέρα του τα έλυσε απ᾽ τα ολέθρια δεσμά τους,
τους γιους του Ουρανού, που ο πατέρας τους τους έδεσε από την αφροσύνη του.
Κι εκείνοι τού αναγνώρισαν τη χάρη της ευεργεσίας του
και του ᾽δωσαν τη βροντή, τον κεραυνό που καίει
και την αστραπή. Πριν η πελώρια Γη τα έκρυβε.
Σ᾽ αυτά στηρίζεται και κυβερνά θνητούς και αθανάτους.
Και ο Ιαπετός την κόρη του Ωκεανού με τους ωραίους αστραγάλους
πήρε γυναίκα του, την Κλυμένη, κι ανέβηκε μαζί της σε κοινό κρεβάτι.
Εκείνη τον Άτλαντα το γενναιόψυχο του γέννησε παιδί,
510 γέννησε και το μεγαλοφάνταστο Μενοίτιο και τον Προμηθέα,
τον εύστροφο με τους ποικίλους δόλους, και τον Επιμηθέα τον ασυλλόγιστο,
που έγινε του κακού η αρχή για τους θνητούς τους σιτοφάγους.
Αφού πρώτος αυτός υποδέχτηκε την πλασμένη από το Δία γυναίκα,
την παρθένα. Τον υβριστή Μενοίτιο ο Δίας που μακριά ηχεί
στο έρεβος ξαπέστειλε χτυπώντας τον με τον γεμάτο αιθάλη κεραυνό
για την αλαζονεία του και την υπεροπτική του ανδρεία.
Κι ο Άτλας τον πλατύ ουρανό βαστά με το κεφάλι και τα χέρια του τ᾽ ακάματα
σε κρατερή ανάγκη υποταγμένος, στα πέρατα στέκοντας της γης,
μπροστά απ᾽ τις Εσπερίδες τις γλυκόφωνες.
520 Γιατί αυτόν τον κλήρο τού μοίρασε ο συνετός ο Δίας.
Και μ᾽ αλυσίδες έδεσε πιεστικές τον Προμηθέα τον πολυμήχανο,
μ᾽ αφόρητα δεσμά, αφού τα πέρασε απ᾽ τη μέση ενός κίονα,
και μακροφτέρουγο σήκωσε εναντίον του αετό. Κι αυτός
του ᾽τρωγε το αθάνατο συκώτι, μα εκείνο τη νύχτα αύξαινε
από παντού το ίδιο, όσο τη μέρα ολόκληρη του ᾽τρωγε το μακροφτέρουγο πουλί.
Κι αυτόν τον αετό ο γιος της Αλκμήνης της καλοστράγαλης ο δυνατός,
ο Ηρακλής, τον σκότωσε και τούτη την κακιά αρρώστια απομάκρυνε
από το γιο του Ιαπετού κι από τις στεναχώριες του τον ελευθέρωσε,
όχι χωρίς τη θέληση του Δία που κυβερνά ψηλά,
530 για να ᾽ναι η δόξα του Ηρακλή του Θηβογέννητου
ακόμη πιο πολλή από πριν πάνω στη γη που πλήθος τρέφει ανθρώπους.
Αυτήν σεβόμενος τιμούσε το γιο του τον επιφανή.
Και την οργή του που ᾽χε πριν την έπαψε, κι ας ήταν θυμωμένος
που ο Προμηθέας τον παντοδύναμο το γιο του Κρόνου παράβγαινε στις γνώμες.
Γιατί όταν οι θεοί και οι θνητοί οι άνθρωποι χώριζαν μεταξύ τους
στη Μηκώνη, τότε μεγάλο βόδι με πρόθυμη ψυχή ο Προμηθέας
μοίρασε και παράθεσε, του Δία το νου να εξαπατήσει προσπαθώντας.
Για το Δία τις σάρκες και τα πλούσια σε λίπος σπλάχνα
μες στο πετσί τα έβαλε και με του βοδιού την κοιλιά τα σκέπασε.
540 Για τους ανθρώπους τα άσπρα του βοδιού οστά τακτοποιώντας τα με δόλια
τέχνη τα παρέθεσε, αφού με λίπος τα κάλυψε λευκό.
Τότε του είπε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων:
«Γιε του Ιαπετού, απ᾽ όλους τους άρχοντες επιφανέστερε,
καλέ μου, πόσο μεροληπτικά χώρισες τις μερίδες!»
Έτσι είπε ο Δίας που αθάνατες σκέψεις έχει περιπαίζοντάς τον.
Κι ο Προμηθέας πάλι ο δολοπλόκος τού απάντησε,
με ήσυχο μειδίαμα, και το πανούργο τέχνασμά του δεν το ξέχασε:
«Δία ενδοξότατε, μέγιστε απ᾽ τους αιώνιους θεούς,
από τις δυο μερίδες διάλεξε όποια η καρδιά σου μες στα στήθη σε προστάζει.»
550 Έτσι είπε και δόλια σχέδια είχε. Κι ο Δίας που αθάνατες σκέψεις έχει
κατάλαβε κι ο δόλος δεν του ξέφυγε. Πρόβλεπε όμως στην καρδιά του συμφορές
για τους θνητούς ανθρώπους που έμελλε να γίνουν.
Και με τα δυο του χέρια σήκωσε το λευκό το λίπος,
θύμωσε μες στα σπλάχνα του κι οργή τού ήρθε στην καρδιά του,
σαν είδε κόκαλα βοδιού λευκά με το δόλιο τέχνασμα.
Και από τότε πάνω στη γη τα γένη των ανθρώπων
στους αθανάτους καίνε οστά λευκά επάνω στους ευωδιαστούς βωμούς.
Κι ο Δίας που τα νέφη συγκεντρώνει του είπε βαριά θλιμμένος:
«Γιε του Ιαπετού, που απ᾽ όλους πιο οξύνους είσαι,
560 καλέ μου, λοιπόν τη δόλια τέχνη σου δεν ξέχασες ακόμα.»
Έτσι είπε ο Δίας, που αθάνατες σκέψεις έχει, οργισμένος.
Και στο εξής την οργή του πάντα δίχως να ξεχνά
δεν έδινε πλέον στις μελιές τη δύναμη της ακάματης φωτιάς
για τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη.
Μ᾽ αυτόν τον εξαπάτησε ο γενναίος γιος του Ιαπετού
κλέβοντας της ακάματης φωτιάς τη λάμψη τη μακρόφωτη
μες σε καλάμι κούφιο. Και αυτό τον δάγκωσε κατάβαθα μες στην ψυχή
το Δία που από ψηλά βροντά και μες στην καρδιά του τον εξόργισε,
σαν είδε τη μακρόφωτη τη λάμψη της φωτιάς μες στους ανθρώπους.
570 Ευθύς σαν αντιστάθμισμα για τη φωτιά ετοίμασε συμφορά για τους ανθρώπους.
Γιατί από χώμα έπλασε ο ξακουστός Χωλός,
με εντολή του γιου του Κρόνου, ομοίωμα σεβαστής παρθένας.
Την έζωσε και τη στόλισε η θεά Αθηνά η αστραπομάτα
με φόρεμα που έλαμπε σαν ασήμι. Και στο κεφάλι της επάνω
καλύπτρα πολυποίκιλτη με τα χέρια της τής έριξε, θαύμα να τη βλέπεις.
[Και γύρω στο κεφάλι της στεφάνια νιόβλαστα, άνθη της χλόης,
ποθητά, της έβαλε η Αθηνά Παλλάδα.]
Και γύρω στο κεφάλι της διάδημα χρυσό τής έβαλε,
που ο ίδιος το ᾽φτιαξε ο ξακουστός Χωλός
580 αφού το φιλοτέχνησε με τις παλάμες του, τη χάρη κάνοντας στο Δία, τον πατέρα του.
Πάνω σ᾽ αυτό, θαύμα να τα βλέπεις, ποικίλματα πολλά ετοίμασε,
όσα θηρία φοβερά η στεριά και η θάλασσα τα τρέφει.
Κι έβαλε πολλά απ᾽ αυτά —πάνω σε όλα μια χάρη έπνεε—
στολίδια θαυμαστά που μοιάζανε με ζωντανά που πάνε να μιλήσουν.
Κι αφού ο Δίας ετοίμασε τούτο το καλό κακό, του αγαθού αντιστάθμισμα,
έξω την έβγαλε, εκεί που βρίσκονταν οι θεοί οι υπόλοιποι κι οι άνθρωποι,
γεμάτη από χαρά για τα στολίδια της αστραπόματης θεάς που δυνατό πατέρα έχει.
Και θαυμασμός κυρίευσε τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους,
σαν είδαν το βαθύ το δόλο, τον αναπότρεπτο για τους ανθρώπους.
590 Γιατί απ᾽ αυτήν κατάγεται των τρυφερών των γυναικών το γένος,
[αυτής είναι το ολέθριο γένος και η φυλή των γυναικών,]
μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, των ανδρών συγκάτοικοι,
συντρόφισσες όχι της καταραμένης φτώχειας, αλλά της αφθονίας.
Όμοια όπως οι μέλισσες στις σκεπαστές κυψέλες
τους κηφήνες τρέφουνε, που είναι συνεργάτες στα έργα τα κακά.
Γιατί αυτές όλη τη μέρα μέχρι να δύσει ο ήλιος
τρέχουν καθημερινά και φτιάχνουνε λευκές κερήθρες,
ενώ εκείνοι μένουνε στις σκεπαστές κυψέλες
και τον ξένο κάματο στη δική τους την κοιλιά μαζεύουν.
600 Έτσι ακριβώς κι ο Δίας, που από ψηλά βροντά, για τους θνητούς τους άνδρες συμφορά
όρισε τις γυναίκες, που είναι συνεργάτιδες στα έργα τα πικρά.
Κι ακόμη ένα κακό τούς έδωσε στη θέση του αγαθού:
όποιος το γάμο και των γυναικών τα φθαρτικά τα έργα προσπαθώντας ν᾽ αποφύγει
να παντρευτεί τυχόν δε θέλει, αυτός να φτάνει στα ολέθρια γηρατειά
δίχως κανέναν να τον γηροκομήσει. Αυτός ζει δίχως να έχει έλλειψη από βιος,
μα σαν πεθάνει μοιράζονται τα υπάρχοντά του
οι συγγενείς οι μακρινοί. Σε όποιον πάλι λάχει μοίρα παντρειάς
κι έχει γυναίκα φρόνιμη και σταθερή στο νου της,
σ᾽ όλη του τη ζωή το κακό επίμονα με το καλό θ᾽ αναμετριέται.
610 Μα όποιος λάχει γένος γυναίκας βλαβερό
ζει στα στήθη μέσα έχοντας άπαυτη θλίψη
στην ψυχή και την καρδιά. Και είναι τούτο το κακό αγιάτρευτο.
Άρα του Δία το νου δεν είναι δυνατόν να ξεγελάσεις και να τον ξεπεράσεις.
Ούτε κι ο Προμηθέας, ο άκακος γιος του Ιαπετού,
απ᾽ τη βαριά οργή του ξέφυγε, αλλά δεσμά μεγάλα απ᾽ την ανάγκη κάτω
τον κρατούν, πολύπειρος κι ας είναι.
Και το Βριάρεω, τον Κόττο και το Γύγη, απαρχής
μες στην καρδιά του τους μίσησε ο πατέρας τους, τους έδεσε με ισχυρά δεσμά,
γιατί φθονούσε την υπερβολικά ανδρεία τους, το ανάστημα,
620 τον όγκο τους. Και κάτω από τη γη τούς εγκατέστησε με τους πλατιούς τους δρόμους.
Εκεί μένανε αυτοί κάτω απ᾽ τη γη υποφέροντας
και κάθονταν στα έσχατα, στα πέρατα της μεγάλης γης
καιρό πολύ θλιμμένοι, κι είχανε πένθος μέγα στην καρδιά τους.
Μα αυτούς ο γιος του Κρόνου και οι αθάνατοι θεοί οι άλλοι,
που γέννησε η Ρέα η καλλίκομη από τον έρωτα του Κρόνου,
και πάλι τους ανέβασαν στο φως με συμβουλές της Γης.
Γιατί αυτή λεπτομερώς τους τα εξέθεσε όλα,
πως δηλαδή μ᾽ αυτούς τη νίκη και τη δόξα τη λαμπρή θα πάρουν.
Γιατί καιρό πολέμαγαν κι είχανε πόλεμο που θλίβει την ψυχή,
ενάντια μεταξύ τους σε μάχες κρατερές,
630 οι θεοί Τιτάνες κι όσοι απ᾽ τον Κρόνο γεννηθήκανε,
οι ένδοξοι Τιτάνες από την Όθρη την ψηλή,
κι από τον Όλυμπο οι θεοί, των αγαθών οι χορηγοί,
αυτοί που η Ρέα γέννησε σαν πλάγιασε με τον Κρόνο.
Κι εκείνοι πολέμαγαν μεταξύ τους συνεχώς για δέκα ολόκληρα χρόνια
κι είχανε μάχη που θλίβει την ψυχή.
Της φοβερής της έριδας λύση καμία και τέλος δεν υπήρχε
και για τις δυο πλευρές, και του πολέμου η έκβαση ήταν ισόρροπη.
Μα όταν πια σ᾽ εκείνους ο Δίας πρόσφερε όλα τα απαραίτητα,
640 νέκταρ και αμβροσία, αυτά που και οι ίδιοι οι θεοί τα τρώνε,
και σ᾽ όλων τα στήθη η καρδιά δυνάμωσε η γενναία,
[σαν φάγανε νέκταρ και ποθητή αμβροσία,]
τότε τους είπε των θεών και των ανθρώπων ο πατέρας:
«Ακούστε με τέκνα λαμπρά της Γης και τ᾽ Ουρανού,
για να σας πω αυτά που μες στα στήθη μου η καρδιά προστάζει.
Γιατί είναι πια καιρός πολύς που ενάντια μεταξύ μας
την κάθε μέρα για τη νίκη και την εξουσία πολεμάμε,
οι θεοί Τιτάνες κι όσοι εμείς από τον Κρόνο γεννηθήκαμε.
Μα εσείς τη μεγάλη δύναμη και τ᾽ απλησίαστα τα χέρια σας
650 να δείξετε ενάντια στους Τιτάνες μες στην ολέθρια μάχη,
την προσηνή φιλία μας έχοντας στο νου και πόσα αφού υποφέρατε
ήρθατε ξανά στο φως απ᾽ τα ανήλεα δεσμά σας,
από το νεφελώδη ζόφο, με τη δική μας θέληση.»
Έτσι είπε. Κι αμέσως του απάντησε ο άψογος ο Κόττος:
«Θεϊκέ, πράγματα άγνωστα δε μας φανερώνεις. Κι εμείς
οι ίδιοι ξέρουμε ότι πολλή είναι η σοφία, πολύς και ο νους σου,
πως έγινες προστάτης στους αθάνατους από την παγερή τη συμφορά,
και πως με τη δική σου σύνεση από το νεφελώδη ζόφο
και πάλι πίσω ήρθαμε από τ᾽ αμείλικτα δεσμά μας,
660 βασιλιά, του Κρόνου γιε, καλό ανέλπιστο παθαίνοντας.
Γι᾽ αυτό και τώρα με νου ακλόνητο και πρόθυμη ψυχή
θα προασπίσουμε την εξουσία σου στο φοβερό αγώνα,
με τους Τιτάνες πολεμώντας στις κρατερές τις μάχες.»
Έτσι είπε. Κι επαίνεσαν οι θεοί, των αγαθών οι χορηγοί,
το λόγο σαν ακούσανε. Και η ψυχή τους ακόμη πιο πολύ από πριν
τον πόλεμο ποθούσε. Και μάχη αζήλευτη σηκώσανε όλοι,
αρσενικοί και θηλυκοί θεοί, τη μέρα εκείνη,
οι θεοί Τιτάνες κι όσοι απ᾽ τον Κρόνο γεννηθήκανε,
μα κι όσοι ο Δίας απ᾽ το έρεβος, κάτω απ᾽ τη γη, στο φως τούς έφερε,
670 δεινοί και κρατεροί, που δύναμη υπερβολική κατείχαν.
Από τους ώμους τους χέρια εκατό σαλεύανε,
σε όλους όμοια, και στον καθένα κεφαλές πενήντα
φυτρώνανε απ᾽ τους ώμους πάνω στα στιβαρά τους μέλη.
Και τότε αυτοί ενάντια στους Τιτάνες στάθηκαν μες στην ολέθρια μάχη
και βράχια απόκρημνα στα στιβαρά τα χέρια τους βαστούσαν.
Μα οι Τιτάνες πρόθυμα απ᾽ την άλλη τις φάλαγγές τους δυναμώνανε.
Κι οι δυο πλευρές φανέρωναν της δύναμης και των χεριών τους
κατορθώματα κι ο πόνος ο απέραντος ολόγυρα φοβερά αντηχούσε,
αντιβοούσε δυνατά η γη και στέναζε μαζί κι ο ουρανός ο ευρύς
680 καθώς σειόταν, κι απ᾽ τα θεμέλια τιναζότανε ο ψηλός ο Όλυμπος
απ᾽ την ορμή των αθανάτων, και των ποδιών η δόνηση ισχυρή
στο νεφελώδη Τάρταρο έφτανε και η βοή η οξεία
από την άφατη την καταδίωξη κι από τις δυνατές ριξιές.
Έτσι ο ένας στον άλλο έριχναν βλήματα που φέρνουν στεναγμούς.
Κι έφτανε και των δυο η φωνή στον έναστρο ουρανό
καθώς φωνάζανε. Και με μεγάλο αλαλαγμό συγκρούστηκαν.
Ο Δίας πια το μένος του δε συγκρατούσε,
μα γέμισαν τα στήθη του ευθύς με ορμή και όλη του
τη δύναμη φανέρωσε. Κι εξίσου από τον ουρανό κι από τον Όλυμπο
690 προχώραγε και άστραφτε συνέχεια, και οι κεραυνοί
ευθύς μαζί με τη βροντή και με την αστραπή πετούσαν
από το στιβαρό του χέρι, την ιερή στριφογυρνώντας φλόγα,
απανωτοί. Κι ολόγυρα η ζωοδότρα η γη αντιβούιζε,
καθώς καιγότανε, κι έτριζε δυνατά από γύρω δάσος αμέτρητο.
Έβραζε όλη η γη και του Ωκεανού τα ρείθρα
κι ο πόντος ο ατρύγητος. Θερμή πνοή τους χθόνιους Τιτάνες
κύκλωνε κι άφατη φλόγα στο θεϊκό αιθέρα έφτανε,
και η ακτινοβόλα λάμψη του κεραυνού και της αστραπής
τους τύφλωνε τα μάτια, κι ας ήταν δυνατοί.
700 Άφατη πύρα το χάος γέμιζε. Φαινότανε σαν να ᾽βλεπαν τα μάτια
και ν᾽ άκουγαν τ᾽ αυτιά ήχο παρόμοιο,
όπως εάν ζυγώνανε η γη κι ο ουρανός ο ευρύς από πάνω.
Γιατί τόσο μεγάλος θα σηκωνόταν γδούπος,
αν έπεφτε σ᾽ ερείπια η γη και γκρεμιζόταν από ψηλά ο ουρανός.
Τόσος γινόταν γδούπος καθώς συγκρούονταν οι θεοί στη μάχη.
Και οι άνεμοι σηκώνανε με θόρυβο μαζί σεισμό, σκόνη,
βροντή, αστραπή, το φλογερό τον κεραυνό,
του μέγα Δία τα βέλη, και φέρνανε κραυγές και ιαχές
καταμεσής στα δύο μέτωπα. Κι ο θόρυβος της φοβερής της μάχης
710 σηκωνότανε άπλετος και φανερώνονταν της δύναμης τα έργα.
Η μάχη έκλινε. Πριν, όμως, ο ένας στον άλλο αντιστέκονταν
και μάχονταν σταθερά στην κρατερή τη μάχη.
Κι ανάμεσα στους πρώτους δριμεία μάχη σήκωναν
ο Κόττος, ο Βριάρεως κι ο Γύγης, ο ακόρεστος για πόλεμο.
Τριακόσια βράχια εκείνοι από τα στιβαρά τους χέρια
στέλνανε απανωτά και με τα βλήματά τους τους Τιτάνες
κατασκέπααν. Και τους Τιτάνες στείλανε κάτω από τη γη
με τους πλατιούς τους δρόμους και σε δεσμά σκληρά τους δέσανε,
αφού με τα χέρια τους τους νίκησαν κι ας ήσαν γενναιόψυχοι.
720 Και τόσο κάτω απ᾽ τη γη τούς ρίξανε, όσο απέχει από τη γη ο ουρανός.
Γιατί τόση είναι η απόσταση απ᾽ τη γη μέχρι το νεφελώδη Τάρταρο.
Μέρες εννιά και νύχτες αμόνι χάλκινο
από τον ουρανό αν έπεφτε, τη δέκατη στη γη θα έφτανε.
[Κι εξίσου πάλι από τη γη στο νεφελώδη Τάρταρο:]
Νύχτες και πάλι εννιά και μέρες χάλκινο αμόνι
από τη γη αν έπεφτε, τη δέκατη στον Τάρταρο θα έφτανε.
Χάλκινο φράγμα από γύρω τον κυκλώνει. Και γύρω του,
στο λαιμό του, τρίδιπλη νύχτα είναι χυμένη. Κι απάνω
της γης οι ρίζες και της ατρύγητης της θάλασσας φυτρώνουνε.
Εκεί οι θεοί Τιτάνες, κάτω απ᾽ το νεφελώδη ζόφο,
730 είναι κρυμμένοι μ᾽ απόφαση του Δία που τα σύννεφα μαζεύει,
σε τόπο μουχλιασμένο, στα έσχατα της πελώριας γης.
Έξοδο αποκεί δεν έχουν: χάλκινες θύρες ο Ποσειδώνας
έβαλε από πάνω τους και τείχος κι από τις δυο μεριές τούς ζώνει.
[Εκεί μένουν ο Κόττος, ο Γύγης κι ο μεγαλόψυχος Βριάρεως,
φύλακες του Δία πιστοί που την αιγίδα του βαστάει.
Εκεί της ζοφερής της γης, του νεφελώδη Τάρταρου,
του πόντου του ατρύγητου και τ᾽ ουρανού του έναστρου
είναι στη σειρά οι πηγές και τα πέρατα όλων,
πικρά και μουχλιασμένα, που κι θεοί μισούνε.
740 Χάσμα μεγάλο που και σ᾽ ένα ολόκληρο έτος, αυτό που φέρνει των καρπών τ᾽ ωρίμασμα,
δε θα ᾽φτανες μέχρι τον πυθμένα του —αν πρώτα πέρναγες μέσα από τις πύλες—
μα εδώ κι εκεί θα σε παρέσερνε η μια πάνω στην άλλη η φοβερή η θύελλα.
Είναι φοβερό και για τους αθάνατους θεούς ακόμα.]
[Πράγμα παράδοξο αυτό. Και τρομερή η οικία της σκοτεινής της Νύχτας
στέκει εκεί με μαύρες νεφέλες καλυμμένη.]
Μπροστά απ᾽ αυτές ο γιος του Ιαπετού όρθιος τον πλατύ ουρανό
βαστά με το κεφάλι και τα ακάματα τα χέρια του
ακλόνητος, στο μέρος που ζυγώνουνε η Νύχτα και η Ημέρα
κι η μια την άλλη χαιρετούν καθώς περνούν το χάλκινο κατώφλι
750 το μεγάλο: η μία μες στην οικία κατεβαίνει κι η άλλη βγαίνει έξω
και ποτέ δεν τις κρατά το σπίτι εντός του και τις δυο μαζί,
μα πάντα η μια απ᾽ τις δυο έξω απ᾽ το σπίτι
κυκλογυρνά τη γη, ενώ η άλλη μες στο σπίτι
μέχρι να φτάσει η ώρα της δικής της πορείας περιμένει.
Η μια κατέχει για όσους ζουν πάνω στη γη το φως που τα πάντα βλέπει,
κι η άλλη, η ολέθρια Νύχτα, έχει στα χέρια της τον Ύπνο,
τον αδερφό του Θανάτου, με ομιχλώδη νεφέλη καλυμμένη.
Εκεί και τα παιδιά της σκοτεινής της Νύχτας σπίτι έχουνε,
ο Ύπνος και ο Θάνατος, δεινοί θεοί. Ποτέ αυτούς
760 ο Ήλιος ο λαμπρός δεν τους κοιτά με τις ακτίνες του,
ούτε σαν ανεβαίνει, ούτε σαν κατεβαίνει από τον ουρανό.
Ο ένας απ᾽ τους δυο τη γη και την πλατιά της θάλασσας τη ράχη
ήσυχος γυρνά και στους ανθρώπους ήπιος,
ενώ του άλλου σιδερένια η καρδιά και χάλκινη η ψυχή
ανελέητη στα στήθια του είναι. Κι όποιον απ᾽ τους ανθρώπους πάρει
τον κρατά. Και είναι μισητός και στους αθάνατους θεούς ακόμα.
Εκεί μπροστά και του χθονίου θεού το ηχηρό το σπίτι,
[του δυνατού του Άδη και της φοβερής της Περσεφόνης,]
στέκεται, και σκύλος σκληρός από εμπρός φυλάγει,
770 ανελέητος, και ένα τέχνασμα κακό κατέχει:
σε όσους έρχονται κουνάει την ουρά και τα δυο του αυτιά συνάμα,
μα δεν αφήνει έξω να βγούνε πάλι, αλλά παραμονεύει
και καταβροχθίζει όποιον τυχόν θα πιάσει να βγαίνει έξω από τις πύλες
[του δυνατού του Άδη και της φοβερής της Περσεφόνης.]
Εκεί και η θεά η μισητή στους αθανάτους μένει,
η φοβερή η Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, που ρέοντας γυρνά στον εαυτό του
η πιο μεγάλη. Χώρια από τους θεούς μένει σε φημισμένα δώματα
που τα κυκλώνουνε μεγάλα βράχια. Κι από παντού ολόγυρα
με κίονες ασημένιους ακουμπούν στον ουρανό.
780 Καμιά φορά του Θαύμαντα η κόρη, η Ίριδα η γοργόποδη,
έρχεται απεσταλμένη πάνω απ᾽ τη ράχη την πλατιά της θάλασσας:
κάθε φορά που φιλονικία κι έριδα σηκώνονται μέσα στους αθανάτους
και τύχει ψέματα να πει κάποιος απ᾽ όσους κατοικούν τα Ολύμπια δώματα,
τότε ο Δίας στέλνει την Ίριδα να φέρει το μέγα όρκο των θεών,
κρύο νερό περίφημο από μακριά μες σε χρυσό σταμνί,
νερό που από το βράχο στάζει υψηλό και απόκρημνο.
Άφθονο ρέει το νερό από το ιερό ποτάμι μέσα στη μαύρη νύχτα
κάτω απ᾽ τη γη με τους πλατιούς τους δρόμους,
κέρας του Ωκεανού που της δόθηκε το ένα δέκατο απ᾽ τα νερά του.
790 Γιατί στα εννιά του δέκατα ο Ωκεανός γύρω απ᾽ τη γη κι από τη ράχη την πλατιά της θάλασσας
στριφογυρνά με ασημένιες δίνες και χύνεται στον πόντο,
ενώ το ένα δέκατο κυλά απ᾽ το βράχο, μεγάλη συμφορά για τους θεούς.
Όποιος απ᾽ τους αθάνατους που κατέχουνε την κορυφή του χιονισμένου Ολύμπου
κάνει σπονδή με το νερό αυτό και δώσει όρκο ψεύτικο
κείτεται άπνοος για έναν πλήρη χρόνο. Κι ούτε ποτέ σιμώνει για φαΐ
νέκταρ και αμβροσία, μα κείτεται δίχως πνοή, δίχως μιλιά,
σε απλωμένο στρώμα και τον τυλίγει λήθαργος κακός.
Και μόλις φτάσει στο τέλος της αρρώστιας, στο μέγα χρόνο απάνω,
800 άλλος μετά τον άλλον τον περιμένει μόχθος δυσκολότερος:
χρόνια εννιά στερείται τους θεούς που ζουν αιώνια,
κι ούτε ποτέ σε σύσκεψη μαζί τους συμμετέχει, ούτε σε συμπόσιο
για εννέα χρόνια ολόκληρα. Μα τη δέκατη χρονιά και πάλι
στα συμβούλια συμμετέχει των αθάνατων που κατέχουν τα Ολύμπια δώματα.
Τέτοιον ορίσανε όρκο οι θεοί το αθάνατο νερό της Στύγας,
το παμπάλαιο. Κι η Στύγα μέσα από τόπο απόκρημνο το ρίχνει.
Εκεί της ζοφερής της γης, του νεφελώδη Τάρταρου,
του πόντου του ατρύγητου και τ᾽ ουρανού του έναστρου
είναι στη σειρά οι πηγές και τα πέρατα όλων,
810 πικρά και μουχλιασμένα, που κι οι θεοί μισούνε.
Εκεί οι πύλες οι λαμπρές και το κατώφλι το ακλόνητο,
το χάλκινο, στερεωμένο με ρίζες ατελεύτητες,
αυτοφυές. Πέρα απ᾽ αυτό, χώρια απ᾽ όλους τους θεούς,
οι Τιτάνες μένουνε στου ζοφερού του χάους την άκρη.
Μα οι ξακουστοί του Δία του μεγαλόβροντου οι σύμμαχοι
δώματα κατοικούν πλάι στα θεμέλια του Ωκεανού,
ο Κόττος και ο Γύγης. Ενώ τον Βριάρεω, επειδή γενναίος ήταν,
τον έκανε γαμπρό του ο Ποσειδώνας ο βαρύβροντος που σείει τη γη
και του ᾽δωσε να παντρευτεί την Κυμοπόλεια, τη θυγατέρα του.
820 Μ᾽ αφού ο Δίας τους Τιτάνες έδιωξε από τον ουρανό,
γέννησε τελευταίο της παιδί η πελώρια Γη τον Τυφωέα,
σμίγοντας με τον Τάρταρο με τη βοήθεια της χρυσής της Αφροδίτης.
Ήταν τα χέρια του γεμάτα δύναμη στα έργα του
κι ακάματα τα πόδια του δυνατού θεού. Κι ήταν κεφάλια εκατό
φιδιού, δράκοντα φοβερού, στους ώμους του,
που γλείφανε με γλώσσες σκοτεινές. Και τα μάτια του,
στα άφατα κεφάλια μέσα, από τα φρύδια κάτω, έβγαζαν φωτιά.
[Απ᾽ όλα τα κεφάλια του έκαιε φωτιά, σαν κοίταζε.]
Κι είχαν μιλιά όλα τα φοβερά κεφάλια του
830 κι αφήνανε κάθε είδους ανείπωτες φωνές: άλλοτε έτσι μίλαγαν
σαν να μιλούσαν στους θεούς, άλλοτε πάλι βγάζανε φωνή ταύρου περήφανου
που μουγκανίζει δυνατά, στη δύναμη ακατάσχετου,
άλλοτε πάλι λιονταριού που ᾽χει καρδιά ανελέητη,
άλλοτε πάλι μοιάζανε με φωνές σκυλιών, πράγμα παράδοξο στο άκουσμα,
κι άλλοτε σφύριζε και τα ψηλά βουνά αντηχούσαν.
Και θα γινότανε κακό αγιάτρευτο τη μέρα εκείνη
και θα βασίλευε ο Τυφώνας στους αθάνατους και τους θνητούς,
αν γρήγορα δε το ᾽νιωθε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων.
Και βρόντησε ξερά και δυνατά, και γύρω η γη
840 φρικτά αντιβόησε και ο πλατύς ο ουρανός επάνω
κι ο πόντος και του Ωκεανού το ρεύμα και τα τάρταρα της γης.
Κι από τα πόδια τα αθάνατα του βασιλιά, καθώς κινούσε,
έτρεμε ο μέγας Όλυμπος. Και στέναζε μαζί κι η γη.
Και πύρωμα που ερχόταν κι απ᾽ τους δυο το μελανό κατείχε πόντο,
πύρωμα της βροντής, της ατραπής, και της φωτιάς που έβγαινε απ᾽ το τέρας,
των ορμητικών ανέμων, του κεραυνού που φλέγεται.
Έβραζε όλη η γη κι ο ουρανός κι η θάλασσα.
Μεγάλα κύματα μαίνονταν πλάι στις ακτές, από παντού ολόγυρα,
απ᾽ την ορμή των αθανάτων και άσβεστος σεισμός σηκώθηκε.
Από το βρόντο τον ασίγαστο κι απ᾽ το σκληρό αγώνα
850 τρόμαξε ο Άδης που βασιλεύει στους νεκρούς κάτω απ᾽ τη γη
και οι Τιτάνες μες στα τάρταρα που γύρω απ᾽ τον Κρόνο είναι.
Κι όταν κορύφωσε ο Δίας την ορμή του και τα όπλα πήρε,
τη βροντή, την αστραπή, τον αιθαλώδη κεραυνό,
τον χτύπησε πηδώντας απ᾽ τον Όλυμπο.
Κι έκαψε ολόγυρα όλα τ᾽ ανείπωτα κεφάλια του φοβερού θεριού.
Κι αφού το δάμασε με χτυπήματα μαστιγώνοντάς το,
σωριάστηκε ο Τυφώνας πληγωμένος, και στέναζε η πελώρια γη.
Και φλόγα τινάχτηκε απ᾽ τον κεραυνωμένο άρχοντα,
860 όταν αυτός χτυπήθηκε στα φαράγγια του βουνού,
σε τόπο απόκρημνο και σκοτεινό. Σε εύρος η πελώρια γη καιγότανε
μ᾽ άφατη θέρμη κι έλιωνε σαν κασσίτερος που θερμάνθηκε
σε χωνευτήρια καλοτρύπητα με την τέχνη των σφριγηλών μαστόρων,
ή σαν σίδηρος, που ᾽ναι το πιο δυνατό από τα μέταλλα,
που δαμάζεται στα φαράγγια των βουνών με καυτερή φωτιά
και λιώνει μέσα στη θεϊκή τη γη με τις τεχνικές του Ηφαίστου.
Έτσι λοιπόν έλιωνε η γη από τη λάμψη της φωτιάς που έκαιγε.
Κι ο Δίας, θλιμμένος στην καρδιά, τον έριξε στον πλατύ τον Τάρταρο.
Από τον Τυφωέα έρχεται η ορμή των ανέμων που υγρά φυσούν,
870 εκτός απ᾽ το Νοτιά και το Βοριά και το Ζέφυρο που φέρνει αιθρία:
αυτοί ᾽ναι στη γενιά απ᾽ τους θεούς και στους θνητούς μεγάλο όφελος.
Ενώ οι άλλοι άνεμοι φυσούνε άστατα πάνω στη θάλασσα.
Είναι αυτοί που πέφτουνε στο σκοτεινό τον πόντο,
μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, και μαίνονται με θύελλα κακή.
Κάθε φορά πνέουν κι αλλιώς και τα καράβια διασκορπίζουνε,
τους ναύτες αφανίζουν. Και δεν υπάρχει προστασία απ᾽ το κακό
για τους ανθρώπους που θα τους συναντήσουν μες στη θάλασσα.
Και άλλοι πάλι επάνω στην απέραντη τη γη, που ᾽ναι γεμάτη άνθη,
τα εράσμια αφανίζουνε των χαμογέννητων ανθρώπων τα χωράφια,
880 γεμίζοντάς τα σκόνη και συρφετό από φρύγανα αφόρητο.
Αφού οι μακάριοι θεοί τον πόλεμο τελειώσανε
και με τη βία κέρδισαν απ᾽ τους Τιτάνες τ᾽ αξιώματα,
παρότρυναν, με συμβουλές της Γης, τον Ολύμπιο Δία το μακρύβροντο
να βασιλέψει και να κυβερνήσει τους αθάνατους.
Κι εκείνος τους μοίρασε καλά τα αξιώματα.
Κι ο Δίας, των θεών ο βασιλιάς, πήρε τη Μήτιδα για πρώτη του γυναίκα,
που πιο πολλά γνωρίζει απ᾽ όλους τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους.
Μα όταν πια τη θεά Αθηνά, την αστραπόματη, έμελλε
εκείνη να γεννήσει, τότε με δόλο το νου της ο Δίας τον ξεγέλασε
890 και με χαριτωμένα λόγια στην κοιλιά του την κατάπιε,
με συμβουλές της Γης και του Ουρανού που ᾽ναι γεμάτος άστρα.
Γιατί έτσι τον συμβουλέψανε, για να μην πάρει άλλος κανείς
απ᾽ τους αιώνιους θεούς στη θέση του Δία τη βασιλική εξουσία.
Γιατί απ᾽ αυτήν ήταν μοίρα να γίνουνε παιδιά υπέρτερα στο νου απ᾽ όλους.
Πρώτα μια κόρη θα γεννούσε, την αστραπόματη την Τριτογένεια,
που θα ᾽χε ορμή και φρόνιμη βουλή ίσα με τον πατέρα της,
μα έπειτα έμελλε να γεννήσει γιο που θα γινόταν βασιλιάς
θεών κι ανθρώπων και θα ᾽χε καρδιά υπερδύναμη.
Μα πιο μπροστά ο Δίας στην κοιλιά του την κατάπιε,
900 για να στοχάζεται μαζί του η θεά το καλό και το κακό.
Δεύτερη πήρε σύζυγο τη λαμπερή τη Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες,
την Ευνομία, τη Δίκη και τη θαλερή Ειρήνη
που των ανθρώπων των θνητών φροντίζουνε τα έργα,
γέννησε και τις Μοίρες που ο συνετός ο Δίας τούς έδωσε τη μέγιστη τιμή,
τη Λάχεση, την Άτροπο και την Κλωθώ που στους ανθρώπους
δίνουν τους θνητούς και το καλό και το κακό να έχουν.
Τρεις Χάριτες μ᾽ ωραία μάγουλα του γέννησε η Ευρυνόμη,
η κόρη του Ωκεανού που ᾽χει όψη πολυέραστη,
την Αγλαΐα, την Ευφροσύνη και την εράσμια Θαλίη.
910 Από τα βλέφαρά τους στάζει καθώς κοιτάνε έρωτας
που παραλύει τα μέλη. Κι ωραία κάτω απ᾽ τα φρύδια βλέπουν.
Αλλά και στης πολύτροφης της Δήμητρας την κλίνη ανέβηκε.
Εκείνη γέννησε την Περσεφόνη με τα λευκά τα μπράτσα, που ο Άδης
την απήγαγε απ᾽ τη μητέρα της κι ο συνετός ο Δίας τού την έδωσε.
Κι ύστερα πάλι τη Μνημοσύνη αγάπησε με την ωραία κόμη,
και γεννηθήκανε απ᾽ αυτήν οι Μούσες που φορούν χρυσό διάδημα
οι εννιά, που τους αρέσουν οι ευωχίες και η τέρψη των ασμάτων.
Και η Λητώ γέννησε τον Απόλλωνα και τη σαϊτοβόλα Άρτεμη,
τα πιο αγαπητά παιδιά απ᾽ όλους τ᾽ Ουρανού τους απογόνους,
920 σαν με το Δία έσμιξε ερωτικά που την αιγίδα έχει.
Και τελευταία τη θαλερή την Ήρα ομόκλινή του έκανε.
Εκείνη την Ήβη και τον Άρη και την Ειλείθυια γέννησε,
σαν έσμιξε ερωτικά με των θεών το βασιλιά και των ανθρώπων.
Ο ίδιος γέννησε απ᾽ το κεφάλι του την αστραπόματη Αθηνά,
δεινή να ξεσηκώνει το θόρυβο της μάχης, στρατοδηγήτρια, αδάμαστη,
δέσποινα, που της αρέσουν οι κραυγές, οι πόλεμοι κι οι μάχες.
Η Ήρα τον ξακουστό τον Ήφαιστο —που απ᾽ όλους τους γόνους
του Ουρανού ήταν υπέρτερος στις τέχνες— δίχως να σμίξει ερωτικά
τον γέννησε, γιατί οργίστηκε πολύ και μάλωσε με τον ομόκλινό της.
930 Από την Αμφιτρίτη και τον βαρύχτυπο της γης το σείστη Ποσειδώνα
γεννήθηκε ο μέγας Τρίτων, ο πανίσχυρος, που κατοικεί
στου πόντου τον πυθμένα και μένει σε δώματα χρυσά
με τη μητέρα του και τον άνακτα πατέρα του, θεός δεινός.
Στον Άρη που τις ασπίδες διαπερνά γέννησε η Κυθέρεια το Δείμο και το Φόβο,
φοβερούς, που των ανδρών ταράζουν τις πυκνές τις φάλαγγες
στον παγερό τον πόλεμο μαζί με τον πορθητή των πόλεων Άρη.
Γέννησε και την Αρμονία που ο Κάδμος με τη γενναία καρδιά την πήρε ομόκλινή του.
Η Μαία, η θυγατέρα του Άτλαντα, στο Δία γέννησε τον ξακουστό Ερμή,
των αθανάτων κήρυκα, στο ιερό ανεβαίνοντας κρεβάτι.
940 Του Κάδμου η κόρη, η Σεμέλη, στο Δία γέννησε γιο λαμπρό,
σαν έσμιξε ερωτικά μαζί του, τον πολύτερπνο Διόνυσο,
έναν αθάνατο η θνητή. Μα τώρα και οι δυο είναι θεοί.
Η Αλκμήνη γέννησε το δυνατό Ηρακλή,
σαν έσμιξε με το Δία ερωτικά που σύννεφα μαζεύει.
Κι ο Ήφαιστος ο περίφημος κουτσός, την Αγλαΐα,
την πιο μικρή από τις Χάριτες, ομόκλινή του θαλερή την έκανε.
Και ο χρυσόμαλλος Διόνυσος την Αριάδνη την ξανθή,
του Μίνωα την κόρη, θαλερή την πήρε ομόκλινή του.
Κι αυτήν αθάνατη κι αγέραστη την έκανε ο γιος του Κρόνου.
950 Και της Αλκμήνης με τους ωραίους αστραγάλους ο ρωμαλέος γιος,
ο κραταιός ο Ηρακλής, αφού εκτέλεσε άθλους πολυστέναχτους,
σεβάσμια πήρε ομόκλινη στο χιονισμένο Όλυμπο την Ήβη,
της χρυσοπέδιλης της Ήρας κόρη και του μεγάλου Δία.
Ο ευτυχισμένος, που έργο μεγάλο στους αθανάτους μέσα επιτέλεσε,
τώρα ανάμεσα στους αθανάτους κατοικεί άβλαπτος και αγέραστος για πάντα.
Στον Ήλιο τον ακάματο του Ωκεανού η κόρη η ξακουστή,
η Περσηίς, του γέννησε την Κίρκη και το βασιλιά Αιήτη.
Ο Αιήτης, ο γιος του Ήλιου, του φωτοδότη των θνητών,
την κόρη του Ωκεανού, του τέλειου ποταμού,
960 την Ιδυία με τα ωραία μάγουλα, παντρεύτηκε με των θεών τη βούληση.
Κι αυτή τη Μήδεια τού γέννησε με τους ωραίους αστραγάλους,
αφού νικήθηκε απ᾽ τον έρωτα χάρη στην Αφροδίτη τη χρυσή.
Χαίρετε τώρα εσείς που τα Ολύμπια δώματα κατέχετε,
οι νήσοι, οι στεριές κι ο αλμυρός ανάμεσά σας πόντος.
Τώρα, γλυκόλαλες Ολυμπιάδες Μούσες, του Δία κόρες
που την αιγίδα του βαστά, των θεαινών το γένος τραγουδήστε,
αυτών που πλάι σε άντρες πλαγιάσανε θνητούς αθάνατες
και γέννησαν παιδιά που ᾽μοιαζαν στους θεούς.
Η Δήμητρα τον Πλούτο γέννησε, η πιο ευγενής απ᾽ τις θεές,
970 σ᾽ αγάπη εράσμια σμίγοντας με τον ήρωα Ιασίωνα,
μέσα σε νιάμα τρίσκαφτο, στην πλούσια της Κρήτης χώρα.
Τον γέννησε αγαθό, αυτόν που σ᾽ όλη τη γη γυρνά και στην πλατιά
της θάλασσας τη ράχη. Όποιον πετύχει, σ᾽ όποιου τα χέρια πέσει,
αυτόν τον κάνει πλούσιο και πλούτο πολύ τού δίνει.
Στον Κάδμο η Αρμονία, η θυγατέρα της χρυσής της Αφροδίτης,
γέννησε την Ινώ, τη Σεμέλη, την Αγαύη με τα ωραία μάγουλα,
την Αυτονόη, που ο βαθυχαίτης ο Αρισταίος την παντρεύτηκε,
γέννησε και τον Πολύδωρο στη Θήβα που ωραία τη στεφανώνουν κάστρα.
Η Καλλιρόη, του Ωκεανού η κόρη, με το Χρυσάορα το γενναιόψυχο
980 σαν έσμιξε, με της πολύχρυσης της Αφροδίτης την αγάπη,
γέννησε γιο που ήτανε απ᾽ όλους τους θνητούς ο κραταιότερος,
το Γηρυόνη, που ο δυνατός ο Ηρακλής τον σκότωσε,
για τα στριφτόποδα τα βόδια στην Ερύθεια που τα νερά τη ζώνουν.
Στον Τιθωνό η Ηώ τού γέννησε τον χαλκοντυμένο Μέμνονα,
των Αιθιόπων βασιλιά, μα και τον άνακτα Ημαθίωνα.
Στον Κέφαλο γέννησε γιο λαμπρό,
το δυνατό Φαέθοντα, άντρα που έμοιαζε με τους θεούς.
Αυτόν, σαν είχε ακόμα φρέσκο το απαλό λουλούδι της ξακουστής της νιότης,
ένα παιδί με σκέψεις τρυφερές, η Αφροδίτη που αγαπάει τα χαμόγελα
990 τον σήκωσε αναρπάζοντάς τον και στα βάθη των πανίερων των ναών της
φύλακα τον έκανε, δαίμονα θείο.
Την κόρη του Αιήτη, του θεόθρεφτου του βασιλιά,
ο γιος του Αίσονα με των αιώνιων θεών τη βούληση
την πήρε απ᾽ τον Αιήτη, αφού επιτέλεσε άθλους πολυστέναχτους,
που άφθονους τους διέταξε ο υπερόπτης μέγας βασιλιάς,
ο υβριστής Πελίας, ο ανόσιος κακούργος.
Αυτούς αφού ολοκλήρωσε στην Ιωλκό κατέφτασε, αφού πολλά υπέφερε,
πάνω σε πλοίο φέρνοντας την κόρη που ᾽χε ζωηρά τα μάτια,
ο γιος του Αίσονα, και θαλερή την έκανε ομόκλινή του.
1000 Κι εκείνη, δαμασμένη απ᾽ τον Ιάσονα, τον ηγεμόνα του λαού,
γέννησε γιο το Μήδειο που πάνω στα βουνά ο Χίρων τον ανέθρεψε,
ο γιος της Φιλύρας. Και του μεγάλου Δία το σχέδιο εκπληρωνόταν.
Κι από τις κόρες του Νηρέα, του θαλάσσιου γέροντα,
η Ψαμάθη το Φώκο γέννησε, η ευγενέστερη απ᾽ τις θεές,
από τον έρωτα του Αιακού, με τη βοήθεια της χρυσής της Αφροδίτης.
Κι η θεά η Θέτιδα με τ᾽ ασημένια πόδια, απ᾽ τον Πηλέα νικημένη
τον Αχιλλέα τού γέννησε το λεοντόκαρδο που των ανδρών τις φάλαγγες τις σπάει.
Και η Κυθέρεια Αφροδίτη με τα ωραία στεφάνια γέννησε τον Αινεία,
σαν έσμιξε με τον ήρωα Αγχίση σ᾽ αγάπη εράσμια
1010 πάνω στις κορυφές της Ίδης της πολύπτυχης, της ανεμοδαρμένης.
Και η Κίρκη, η κόρη του Ήλιου, του γιου του Υπερίονα,
από τον έρωτα του καρτερόψυχου Οδυσσέα
τον Άγριο και τον Λατίνο γέννησε, τον άψογο και δυνατό.
[Γέννησε και τον Τηλέγονο με τη βοήθεια της χρυσής της Αφροδίτης.]
Κι εκείνοι πολύ μακριά, στο μυχό των ιερών νησιών,
σ᾽ όλους τους ξακουστούς τους Τυρρηνούς βασίλευαν.
Και η Καλυψώ, η ευγενέστερη απ᾽ τις θεές, στον Οδυσσέα το Ναυσίθοο
του γέννησε και το Ναυσίνοο, σαν έσμιξε μαζί του σ᾽ εράσμιο έρωτα.
Αυτές είναι οι αθάνατες που με θνητούς ανθρώπους πλάγιασαν
1020 και γέννησαν παιδιά όμοια με τους θεούς.
[Μα τώρα των γυναικών το γένος τραγουδήστε, γλυκόλαλες
Ολυμπιάδες Μούσες, κόρες του Δία που την αιγίδα του βαστά.]
ΠΗΓΕΣ:
Μετάφραση από κ. Στ.Γκιργκένη.