Η Σελήνη ήταν κυρία της σεληνιακής ψυχής, η θεά της Νύχτας, η θεά του Φεγγαριού και η θεά των Μηνών.
Το όνομά της ετυμολογείται από το σέλας (φως). Εμφανίζεται σαν όμορφη παρθένος, με ασημένιες ανταύγειες και με τη λάμψη της σβήνουν μπροστά της τα άστρα του ουρανού.
Είναι η κόρη του Τιτάνα Υπερίωνα και της Τιτανίδας Θείας. Είναι αδελφή της Ηούς (Αυγής) και του Ήλιου ο οποίος την φωτίζει πάντα φανερώνοντας την αδελφική του αγάπη. Αναπαρίσταται συνήθως είτε να ιππεύει στο πλάι έναν ίππο είτε να οδηγεί ένα άρμα από ένα ζευγάρι δυνατών αλόγων (ή ταύρων). Η Σελήνια σφαίρα της ή η ημισέληνός της αναπαρίσταται συνήθως είτε ως στέμμα στο κεφάλι, είτε ως μια ανυψωμένη πτυχή της λαμπερής κάπας. Αρκετοί μύθοι την θέλουν να οδηγεί ένα κοπάδι από ταύρους και γι’ αυτό και παρομοιάζουν την ημισέληνό της με τα κέρατα του ταύρου.
Οι αρχαίοι Έλληνες μετρούσαν τον χρόνο με τους κύκλους του φεγγαριού, με τον σεληνιακό μήνα, τον οποίο διαιρούσαν σε τρία δεκαήμερα ανάλογα με το πόσο γεμάτη ή άδεια ήταν η Σελήνη. Έτσι κατά το πρώτο δεκαήμερο το φεγγάρι γεμίζει, κατά το δεύτερο βρίσκεται στο μέγιστο της φωτεινότητάς του και κατά το τρίτο αδειάζει, γι’ αυτό και την θεωρούσαν θεά των Μηνών. Επίσης θεωρούσαν ότι την νύχτα που η θεά έβγαινε οδηγώντας το άρμα της έτρεφε την φύση και όταν είχε πανσέληνο η Σελήνη λουζόταν στα νερά του Ωκεανού, ο οποίος την έκανε ακόμη πιο λαμπερή.
Ο μεγάλος της έρωτας είναι ένα όμορφο αγόρι, ο βοσκός και πρίγκιπας Ενδυμίωνας, ο οποίος κέρδισε την αιώνια νεότητα και αθανασία από τον Δία μπαίνοντας σε μία κατάσταση αιώνιου ύπνου, σε μία σπηλιά του όρους Λάτμου. Εκεί κατέβηκε για να τον συναντήσει η Σελήνη και πέρασε μαζί του το βράδυ. Από τον Ενδυμίωνα απέκτησε πενήντα παιδιά, τους πενήντα μήνες (κάθε πενήντα μήνες, δηλαδή τέσσερα χρόνια, γινότανε η Ολυμπιάδα). Από τον Δία απέκτησε την θεά Παιδία (παν θεία) και την Έρσα (Δροσιά). Ακόμη παιδιά της ήταν όπως μερικοί λένε πως και οι ώρες (εποχές).
Στο θεολογικό και συμβολικό επίπεδο, η Θεά Σελήνη αποτελεί τη θηλυκή αρχή της δημιουργίας του Κόσμου, καθώς και την πόρτα προς την απόκρυφη φύση της ανθρωπότητaς και του Σύμπαντος, προς εκείνο δηλαδή που μένει άφατο στη συνηθισμένη θέαση της Φύσεως. Υπό αυτή την έννοια θεωρείται ότι στοιχειώνει άμεσα το φαντασιακό και το υποσυνείδητο.
Στην αθηναϊκή της λατρεία τής προσέφεραν σπονδές καθαρού ύδατος και μικρούς άρτους σε σχήμα ημισελήνου (σελήνιοι πλακούντες). Ιερό χρώμα της το ασημένιο και το λευκό, και ιερό της μέταλλο ο άργυρος.
Ορφικός Ύμνος Σελήνης
«Άκουσε, θεά βασίλεια, φαεσφόρε, δία Σελήνη,
ταυρόκερως Μήνη, νυκτιδρόμε, που συχνάζεις στον αέρα,
εννυχία, δαδούχε, κόρη, ευάστερε, Μήνη,
αυξομένη & λειπομένη, θυληκή & αρσενική,
αυγάστειρα, φίλλη των ίππων, μητέρα του χρόνου, φερέκαρπε,
ηλεκτρίς, βαρύθυμε, καταυγάστειρα, νυχία,
πανδερκής, φιλάγρυπνε, που είσαι πλήρης καλών άστρων,
που χαίρεσαι με την ησυχία και τους ολβιόμοιρους εύφρωνες,
λαμπετία, χαριδώτι, τελεσφόρε, νυκτός άγαλμα, αστράρχη,
τανύπεπλε, ελικοδρόμε, πάνσοφη κόρη,
ελθέ μακάρια, εύφρων, ευάστερη, που λάμπεις με τριπλό
φέγγος, σώζοντας τους νέους ικέτες σου, κόρη.»
Ομηρικός Ύμνος – Εις Σελήνην
«Την μακροφροφτέρουγη Σελήνη ακολουθήστε, Μούσες,
γλυκόλαλες κόρες του Κρονίδη Δία, γνώστριες τη ωδής.
Λάμψη ουρανόφαντη χύνεται γύρω στη γη από εκείνην,
από τα αθάνατο κεφάλι της, και πολλή χάρη ξεσικώνεται
με τη δική της λάμψη. Ο σκοτεινός αέρας λαμπυρίζει
απο το χρυσό στεφάνι της. Οι ακτίνες της φεγγοβολούν,
όσο, αφού λούσει στον Ωκεανό το όμορφο κορμί της
κι αφού ντυθεί ρούχα που λάμπουν, η θεϊκή Σελήνη
ζεύει στα αμάξι τους δασύτριχους, λαμπρούς ίππους
και βιαστικά κάνει να τραβήξουν μπροστά οι ομορφότριχοι
ίπποι, βραδινή κι ολοφέγγαρη. Η μεγάλη πορεία της είναι
γεμάτη κι οι λαμπρές ακτίνες της, καθώς μεγαλώνει,
απλώνονται από τον ουρανό. Ένδειξη και σημάδι έχουν οι θνητοί.
Με αυτήν κάποτε έσμιξε σε κλίνη του Κρόνου ο γιός.
Εκείνη γκαστρώθηκε και γέννησε την Πάνδεια,
που είχε μορφή ξεχωριστή ανάμεσα στους αθανάτους.
Νε έχεις χαρές, αρχόντισαα, ασπροχέρα θεά Σελήνη,
καλοδιάθετη, ομορφοπλέξουδη. Με εσένα αρχή θα μιλήσω
για δόξες ημίθεων, που έργα τους τραγουδιστές δοξάζουν,
των Μουσών οι υπηρέτες, με τις γοητευτικές φωνές τους.»