Τον Ιανουάριο του 1958 ο τότε έφορος αρχαιοτήτων στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου Δ.Ρ. Θεοχάρης δημοσίευσε στο έγκυρο αμερικανικό περιοδικό Archeology [1] τα αποτελέσματα μιας δοκιμαστικής ανασκαφής που είχε πραγματοποιήσει τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1956 στην Μυκηναϊκή Ιωλκό.
Μεταξύ των άλλων ευρημάτων της ανασκαφής ήταν κι ένα θραύσμα από πήλινο αγγείο με την πιθανή απεικόνιση της πλώρης (;) ενός κωπήλατου πλοίου που χρονολογήθηκε από την Μεσοελλαδική περίοδο (περίπου 1600 π.Χ.) και το οποίο ο Θεοχάρης έξυπνα το συνδύασε με ένα άλλο θραύσμα με παρόμοια παράσταση, χρησιμοποιώντας μια παχιά γραμμή στο δεύτερο ως υποθετικό τιμόνι, παρατηρούσε δε ότι: «Η αλλαγή από την Μεσοελλαδικήν εις την Υστεροελλαδικήν εποχήν –ή Μυκηναϊκήν, όπως είναι κοινώς γνωστή –ήτο εδώ, όπως και αλλού βαθμιαία, και φαίνονται ότι οφείλεται εις την αυξάνουσα επαφήν με τον Μινωϊκόν πολιτισμόν της Κρήτης. Η επαφή διετηρήθη φυσικά μέσω των πλοίων και δια τούτο είναι ενδιαφέρον ότι μερικά κομμάτια αγγείου της μεταβατικής αυτής περιόδου – μεταξύ Μέσης και Ύστερης Ελλαδικής –είναι διακοσμημένα με σειρά των πολυκόπων πλοίων. Αυτό είναι αξιοσημείωτος ένδειξις των αναπτυσσομένων ναυτικών επιχειρήσεων της Ιωλκού, η οποία τελικώς οδήγησεν εις την καθέλκυσιν ενός αρίστου πλοίου, της Αργούς».
[2]. Η αποκατάσταση της εικόνας του πρώτου πλοίου από τον Θεοχάρη έγινε δεκτή από πολλούς [3] ειδικούς αρχαιολόγους. Εκφράσθηκαν όμως και αντιρρήσεις [4] ως προς την ακρίβεια της αποκαταστάσεως ή αν σε τελευταία ανάλυση επρόκειτο γι’ αναπαραστάσεις πλοίων, άλλοι πάλι, όπως ο L. Casson και ο G.F. Bass [5] την αγνόησαν.
Από τα πλοία διακρίνονταν το έμβολο και μέρος της πλώρης. Το σκάφος ήταν διακοσμημένο με ένα μία κυματοειδή γραμμή (ζικ – ζακ) μέσα σε ένα ελλειψοειδές σχήμα, κάτι παρόμοιο που παρατηρείται και σε μερικά από τα Κυκλαδικά πλοία τα χαραγμένα στα τηγανοειδή αντικείμενα της περιόδου Κέρος – Σύρος (2800 –2200 π.Χ.).
Υπήρχαν ακόμη πέντε διαγώνιες γραμμές ζωγραφισμένες στην καρίνα ακριβώς κάτω από το έμβολο, χωρίς οι γραμμές αυτές να συνεχίζονται στο σκάφος, θα μπορούσαν λοιπόν να θεωρηθούν ότι αναπαραστούσαν κουπιά, σε αυτή όμως την περίπτωση είναι περίεργο πως είχαν τοποθετηθεί τόσο κοντά στο έμβολο.
Αν παρατηρήσουμε την πλώρη του δεύτερου πλοίου φαίνεται να υπήρχαν παρόμοιες διαγώνιες γραμμές και πάνω από την πλώρη και έτσι η επάνω γωνία της πλώρης του πρώτου πλοίου αποκαταστάθηκε με βάση την απεικόνιση αυτή (σχ. 1Α). Ο Θεοχάρης σχεδίασε ακόμη μία δεύτερη ομάδα από κουπιά προς την πρύμνη προκειμένου να ισορροπήσει εκείνα της πλώρης, δεν υπάρχει όμως απόδειξη γι’ αυτά ούτε για το σχήμα της πρύμης. Ένα μικρό κομμάτι από μια χονδρή διαγώνια γραμμή μπροστά από την πλώρη του δεύτερου θραύσματος σχεδιάστηκε σαν τιμόνι του πρώτου πλοίου.
Η πρώτη αυτή αποκατάσταση φαίνεται να μην ικανοποίησε και να έδωσε αφορμή στον αρχαιολόγο, αφού αργότερα ο ίδιος ή ίσως κάποιος μαθητής του, να παρουσιάσει μια καινούργια βελτιωμένη αναπαράσταση, διαφορετική από εκείνη του 1958 και οποία ως πρόσφατα παρουσιάζονταν στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου [6], με τρεις ομάδες κουπιών από κάθε πλευρά αντί για δύο που είχαν σχεδιασθεί αρχικά.
Παρ’ όλες τις αμφιβολίες που εκφράσθηκαν, καθώς δεν υπάρχουν γραπτές ή άλλου είδους μαρτυρίες για κωπήλατα πλοία με τα κουπιά σε ομάδες, η απεικόνιση θεωρείται ως η πιο παλιά καθαρά ελληνική αναπαράσταση κωπήλατου πλοίου [7].
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΟΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΛΛΩΝΙΑΔΑΣ ΛΙΜΝΗΣ (ΤΟΥ DORAK)
Ευρήματα λαθρανασκαφής
Στην έκδοση με ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 1959 τo περιοδικό Illustrated London News δημοσίευσε ένα άρθρο του Βρετανού αρχαιολόγου James Mellaart, αναγνωρισμένου κύρους επιστήμονα, ανασκαφέα των πλέον αρχαίων πολιτισμών της Μικράς Ασίας και μέλους του Βρετανικού Ινστιτούτου στην Άγκυρα.
Το ενδιαφέρον αυτό άρθρο αναφερόταν στα ευρήματα μιας λαθρανασκαφής που διεξήχθη μεταξύ 1919 και 1922, στη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου, σε δύο βασιλικούς τάφους της 3ης χιλιετίας, που ανήκαν στον πολιτισμό τον λεγόμενο του Yortan (Τουρκία).
Οι τάφοι αυτοί βρίσκονταν σε λόφο κοντά στο σημερινό τουρκικό χωριό Ντοράκ που βρίσκεται ανάμεσα στην Προύσα και την Πάνορμο, στη νότια όχθη της λίμνης Απολλωνιάδας, νότια της θάλασσας του Μαρμαρά, περίπου 190 χιλιόμετρα ανατολικά από τη θέση όπου ο Σλήμαν είχε αποκαλύψει την πόλη της Τροίας.
Εκτός από τους τρεις σκελετούς που βρέθηκαν, οι τάφοι ήταν πλούσιοι σε ποικίλα κτερίσματα που παραμένανε άγνωστα ως την παρουσίασή τους από τον Μέλλααρτ. Ανάμεσά τους υπήρχαν αγαλματίδια θεαινών, κοσμήματα χρυσά και αργυρά, βραχιόλια και στολίδια, σκήπτρα από μάρμαρο, λάπις λαζούλι, οψιδιανό, κεχριμπάρι και μία δωδεκάδα πολύτιμα εγχειρίδια.
Από μία τυχαία σύμπτωση, ο θησαυρός μπορούσε να χρονολογηθεί με ακρίβεια καθώς σ΄ αυτό περιλαμβάνονταν και ένα κομμάτι από φύλλο χρυσού που προέρχονταν από ένα ξύλινο θρόνο ο οποίος έφερε ιερογλυφικά που αποδίδονταν στην περίοδο της βασιλείας του Φαραώ Sahoure (5η Δυναστεία, περίπου 2487 –2473 π.Χ.). Εκείνο όμως που ενδιαφέρει στην περίπτωσή μας είναι τα χαράγματα από δύο σειρές πολύκοπων πλοίων πάνω στις όψεις της λεπίδας σε ένα από τα εγχειρίδια (ακινάκης) που βρέθηκαν σε ένα από τους βασιλικούς αυτούς τάφους και σε μερικά από τα πλοία αυτά τα κουπιά, όπως και εκείνα του πλοίου της Ιωλκού, ήταν διατεταγμένα σε ομάδες. (Σχ. 2 αρ. 2,9,19,11 και 14). Θα προσθέσουμε ακόμη ότι κοντά στην αιχμή του εγχειρίδιου υπήρχε χαραγμένο άλλο ένα θαλάσσιο θέμα, ένα δελφίνι και στις δύο όψεις, στη δε λαβή δύο δελφίνια το ένα απέναντι στο άλλο [8].
Η παρουσία χαραγμάτων ενός στόλου πλοίων διαφόρων τύπων στο ένα από τα εγχειρίδια μπορούμε να πούμε πως δείχνει την υπερηφάνεια μιας δυναστείας με εμπιστοσύνη στη θαλάσσια δύναμη της και συνεπώς στην ύπαρξη ενός αξιόλογου και καλά οργανωμένου στόλου στην περιοχή της Τροίας στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. Η ακτίνα δράσεως του στόλου αυτού θα πρέπει να ήταν αξιόλογη αφού πιθανόν να υπήρξε και το μέσον μεταφοράς του βασιλικού αιγυπτιακού θρόνου, δώρο του Φαραώ ή ίσως και προϊόν διαρπαγής.
Η ύπαρξη μιας ναυτικής κυριαρχίας, θα μπορούσαμε να πούμε θαλασσοκρατίας, σε μια τόσο παρωχημένη χρονική περίοδο, στο βόρειο Αιγαίο παρουσιάζεται κατ’ αρχήν εκπληκτική. Οι ανασκαφές της Τροίας Ι (3000 – 2500) αποκάλυψαν ότι ο πολιτισμός της Ανατολίας, διέφερε από τους σύγχρονους πολιτισμούς της ενδοχώρας και ήταν πιθανόν συγγενής με τους νησιωτικούς πολιτισμούς της Λέσβου και της Λήμνου, είχε δε εξ’ άλλου, σχέσεις με τη Θράκη, τη Μακεδονία, την ηπειρωτική Ελλάδα και τις Κυκλάδες.
Ο πολιτισμός λοιπόν, της Τροίας Ι είχε κατ’ ανάγκην ναυτική χροιά. Η ύπαρξη λοιπόν, μιας ναυτικής δυνάμεως στην Τροία, σύγχρονη με την Τροία ΙΙ (περ. 2500 – 2200) δεν παρουσιάζεται συνεπώς αδύνατη.
Το άρθρο αυτό του Μέλλααρτ έδωσε αφορμή για πολλές συζητήσεις καθώς αμφισβητήθηκε η αυθεντικότητα των αντικειμένων που αναφέρονταν σ’ αυτό. Η ειλικρίνεια του αρχαιολόγου δεν ήταν δυνατόν να αμφισβητηθεί ούτε στιγμή, η ερώτηση όμως που τέθηκε είναι πως η μεγάλη ποικιλία των αντικειμένων που βρέθηκαν, όλως περιέργως, μετά από τόσα χρόνια δεν παρουσιάσθηκαν στην αγορά αρχαιοτήτων και αν μεταξύ των ανακαλυφθέντων υπήρχαν και πλαστά αντικείμενα, όπως πολλοί υποψιάσθηκαν και πως οι κάτοχοι του θησαυρού δεν παρουσίασαν εσκεμμένα τα πλαστά αντικείμενα τουλάχιστον που θα τα είχε παρουσιάσει ένας απόλυτα ειδικός ως γνήσια παραπλανημένος από τη καλή του πίστη.
Πως όμως ο Μέλλααρτ μπόρεσε να εξετάσει τον θησαυρό;
Και εδώ αρχίζει το θρίλερ της ιστορίας.
Τα «αρχαιολογικά μυστικά»
Σύμφωνα με μία έρευνα των δημοσιογράφων των Τάιμς του Λονδίνου, Κέννεθ Πήρσον και Πατρίσια Κόννορ [9], όταν οι Τούρκοι αρμόδιοι ζήτησαν από τον διευθυντή των ανασκαφών του Χατσιλάρ και του Τσατάλ Χουγιούκ και λέκτορα – υφηγητή του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινουπόλεως Τζέιμς Μέλλααρτ (ο οποίος θα σημειώσουμε ότι είχε νυμφευθεί μια εκ γενετής Τουρκάλα), να αποκαλύψει τα «αρχαιολογικά μυστικά» που αναφέρονταν στο δημοσίευμα του London News Illustrated, δόθηκαν από αυτόν εκτενείς εξηγήσεις κατά τις οποίες τα ευρήματα της λαθρανασκαφής που είχε γίνει κοντά στη λίμνη Απολλωνιάδα της Βιθυνίας στην περίοδο 1919 –1922, βρίσκονταν ήδη στην κατοχή κάποιας Άννας Παπαστρατή , η οποία διέμενε στο Κορδελιό (Καρσιγικά) της Σμύρνης ενδεχομένως ως υπάλληλος της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Σμύρνης ή της εκεί βάσης του ΝΑΤΟ. Η υπόθεση του Μέλλααρτ για την υπαλληλική ιδιότητα της Παπαστρατή βασίστηκε στη γνώμη που σχημάτισε ο ίδιος από τον τόνο με τον οποίο αυτή μιλούσε την αγγλική γλώσσα.
Ο Μέλλααρτ αποκαλύπτοντας την πηγή για τα όσα αναφέρονταν στο δημοσίευμά του, είχε προσθέσει ότι κατά την φιλοξενία του για μερικές ημέρες στο σπίτι της Παπαστρατή στο Κορδελιό, όπου μελέτησε, αναγνώρισε και χρονολόγησε τα ευρήματα της λαθρανασκαφής, είχε σχηματίσει τη γνώμη πως στο ίδιο σπίτι της οδού Καζίμ Ντιρέκ αρ. 217 έμενε και κάποιος ηλικιωμένος, που θα ήταν ενδεχομένως ο πατέρας της Ελληνίδας.
Υπάρχει και η άποψη ότι ο Μέλλααρτ φοβήθηκε μήπως παρεξηγηθεί από την σύζυγό του όταν θα μάθαινε ότι έμεινε μόνος του με την Παπαστρατή στο Κορδελιό για αρκετές ημέρες ώσπου να μελετήσει τους θησαυρούς που είχε στη διάθεσή του και πρόσθεσε στην ιστορία του την παρουσία του ηλικιωμένου για κάποια κάλυψη.
Κατά την εκδοχή αυτή, η πρώτη αποσιώπηση έγινε αφορμή και άλλων παραλήψεων του Άγγλου αρχαιολόγου, προκλήθηκε τεράστιο αρχαιολογικό σκάνδαλο και μυστήριο, κατά το οποίο, κατά τους Τούρκους, αποκρύπτονταν η διαφυγή στο εξωτερικό από σπείρα αρχαιοκαπήλων ενός προϊστορικού θησαυρού τεράστιας επιστημονικής, καλλιτεχνικής και υλικής αξίας.
Η συνάντηση του Μέλλααρτ με την Άννα Παπαστρατή είχε γίνει το 1958 κατά τη διαδρομή του τρένου από την Κωνσταντινούπολη στη Σμύρνη και ήταν τυχαία ή είχε ίσως επιδιωχθεί από την Ελληνίδα η οποία φαίνεται να γνώριζε την ειδικότητα του μεσήλικα συνταξιδιώτη της. Μπορεί η ομορφιά της να μην είχε προσελκύσει το βλέμμα του Άγγλου αρχαιολόγου που κάθονταν απέναντί της, όμως εκείνος πρόσεξε με μεγάλη συγκίνηση πως στο χέρι της φορούσε ένα ωραιότατο χρυσό βραχιόλι όμοιο με εκείνα τα χρυσά κοσμήματα που είχε ανακαλύψει ο Ερρίκος Σλήμαν στην Τροία.
Ο Μέλλααρτ εντυπωσιάσθηκε και αφού αυτοσυστήθηκε ζήτησε να μάθει την προέλευση του βραχιολιού που ήταν του Τρωϊκού τύπου. Η Παπαστρατή πρόθυμα τον πληροφόρησε ότι προέρχονταν από μία αρχαιολογική συλλογή που βρίσκονταν στο σπίτι της στην Σμύρνη.
Η σχετική κουβέντα έγινε περισσότερο ενδιαφέρουσα με διάφορες λεπτομέρειες που του ανέφερε η Άννα και ο Μέλλααρτ αποτόλμησε να την ρωτήσει αν μπορούσε να δει και τα υπόλοιπα κομμάτια της συλλογής. Η Παπαστρατή δέχτηκε να τον εξυπηρετήσει.
Έφθασαν νύχτα στην Σμύρνη και από τον σιδηροδρομικό σταθμό η Παπαστρατή οδήγησε τον Μέλλααρτ αρχικά με ταξί στην προκυμαία και κατόπιν μ’ ένα βαποράκι του κόλπου της Σμύρνης στην περιοχή του Κορδελιού (Καρσιγιακά).
Όταν αποβιβάσθηκαν πήραν πάλι ταξί και με διαδρομή στα σκοτεινά έφθασαν σ ένα στενό δρόμο και μπήκαν στο σπίτι της Άννας, όπου ο Μέλλααρτ προσκλήθηκε να δειπνήσει μαζί της.
Όταν ο Μέλλααρτ είδε τους θησαυρούς θαμπώθηκε, απέφυγε όμως να διατυπώσει ερωτήσεις που θα μπορούσαν να παρεξηγηθούν από τον κάτοχο των αρχαιοτήτων. Η πρότασή του να φωτογραφήσει τα ευρήματα απορρίφθηκε του δόθηκε όμως η άδεια να τα σχεδιάσει.
Μαζί με τη συλλογή υπήρχαν και δύο ξεθωριασμένες φωτογραφίες των δύο βασιλικών τάφων με τους σκελετούς μέσα σ’ αυτούς. Υπήρχαν επίσης και σημειώσεις ανασκαφικού ημερολογίου γραμμένες στην Νεοελληνική.
Η εξέταση των θησαυρών παρατάθηκε ως τις πρώτες πρωινές ώρες του επόμενου εικοσιτετραώρου και η Παπαστρατή τότε πρότεινε στον Άγγλο αρχαιολόγο να τον φιλοξενήσει σπίτι της ώσπου αυτός να τελειώσει τη συστηματική εξέταση της συλλογής της.
Έτσι ο Μέλλααρτ έμεινε στο σπίτι της για μερικές μέρες και προετοιμάσθηκε με τα στοιχεία που συγκέντρωσε για την προκαταρκτική επιστημονική ανακοίνωση.
Κατά τους Άγγλους δημοσιογράφους ο Μέλλααρτ εργάσθηκε στο σπίτι της Παπαστρατή χωρίς διακοπή και χωρίς να το εγκαταλείψει διόλου ως την αναχώρησή του. Τσιγάρα του ψώνιζε η οικοδέσποινα.
Όταν έφυγε, μία νύχτα πριν από την αυγή, η Παπαστρατή του είχε δώσει τη διεύθυνσή της: Οδός Καζίμ Ντιρέκ αρ. 217.
Η επίσκεψη αυτή είχε πραγματοποιηθεί 4 χρόνια μετά τους γάμους του αρχαιολόγου με την Τουρκάλα κι αυτός ήταν ο λόγος που επειδή θεώρησε δύσκολο να δώσει σχετικές εξηγήσεις στην σύζυγό του για την παραμονή του κάποιες μέρες στο σπίτι της Παπαστρατή, αποσιώπησε την υπόθεση απ’ όλους.
Μερικούς μήνες αργότερα ο Μέλλααρτ αποκάλυψε το μυστικό των θησαυρών του Ντοράκ σε ένα φίλο του με τον οποίο συνεργάσθηκε για να φιλοτεχνήσει καλλίτερα σχέδια της συλλογής από τα πρόχειρα σκίτσα που είχε κάνει κατά την παραμονή στο σπίτι της Παπαστρατή. Το μυστικό ανακοινώθηκε αργότερα και σε μερικούς άλλους οι οποίοι τον προέτρεψαν να κάνει αμέσως σχετική ανακοίνωση στην Υπηρεσία Αρχαιοτήτων της Τουρκίας.
Στο μεταξύ ο Μέλλααρτ έγραψε δύο φορές στην Παπαστρατή και της ζήτησε φωτογραφίες των θησαυρών. Πολύ αργά, τον Οκτώβριο του 1959 έφθασε μια δακτυλογραφημένη αγγλόγλωσση επιστολή της υπογραμμένη με το εξής περιεχόμενο: Μις Άννα Παπαστρατή, Καζίμ Ντιρέκ Κοντοσί Νο 217, Καρσιγιακά (Κορδελιό), Ιζμίρ 18/10/1959:
Αγαπητέ Τζέιμς,
Δια της παρούσης έχετε την επιστολή που επιθυμείτε τόσο πολύ. Ως ιδιοκτήτρια, σας εξουσιοδοτώ να δημοσιεύσετε τα σκίτσα των αντικειμένων του Ντοράκ που έχετε σχεδιάσει στην οικία μου. Εσείς πάντοτε ενδιαφέρεστε περισσότερο για τα παλιά αυτά αντικείμενα απ΄ ότι εγώ! Ας είναι. Καλή τύχη και αντίο.
Με αγάπη
Άννα Παπαστρατή.
Το 1959 προετοιμάσθηκε το δημοσίευμα για το London Illustrated αφού δόθηκαν οι σχετικές πληροφορίες και στην Υπηρεσία Αρχαιοτήτων στην Άγκυρα. Μετά την δημοσίευση στην Επιθεώρηση του Λονδίνου οι τουρκικές αρχές ζήτησαν εξηγήσεις από τον Μέλλααρτ και εκείνος τους ανέφερε τα της συναντήσεώς του με την Παπαστρατή και την ταχυδρομική διεύθυνσή της.
Ο θησαυρός όμως της Απολλωνιάδος λίμνης δεν βρέθηκε καθώς οι Τούρκοι δεν κατόρθωσαν να εντοπίσουν το σπίτι της μυστηριώδους αυτής Ελληνίδας στην διεύθυνση οδός Καζίμ Ντιρέκ 217 ούτε την Άννα Παπαστρατή, η οποία όπως προέκυψε από τις σχετικές έρευνες δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθεί πουθενά παρά τις σχετικές ανακοινώσεις και παρουσιάζεται σαν ηρωίδα κάποιας τζεϊμσμποντικής ιστορίας ή ανύπαρκτο πρόσωπο που γεννήθηκε στη φαντασία του Άγγλου αρχαιολόγου.
Αποτέλεσμα ήταν να κατηγορηθεί ο Μέλλααρτ από τους Τούρκους για διευκόλυνση αρχαιοκαπήλων και να του απαγορευθεί η συνέχιση της εποπτείας ανασκαφών στο Τσατάλ Χουγιούκ όπου έχουν εντοπισθεί οικισμοί καταπληκτικής σπουδαιότητας της 7ης χιλιετίας π.Χ.
Μερικοί υποστήριξαν ότι ο Μέλλααρτ παγιδεύθηκε από την δήθεν Ελληνίδα Άννα Παπαστρατή από αντίζηλους αρχαιολόγους που ήθελαν να καταστρέψουν την σταδιοδρομία και τη φήμη του. Ακόμη τουρκικές εφημερίδες δημοσίευσαν μαρτυρίες πως ο Μέλλααρτ είχε θεαθεί πριν αρκετά χρόνια στην περιοχή της λίμνης Απολλωνιάδας και των χωριών Ντοράκ και Μουσταφακεμάλπασα (Επαρχία Προύσσας) μαζί με μια νέα, η οποία δεν αποκλειόταν να ήταν η γυναίκα του ή η μυστηριώδης Άννα Παπαστρατή.
Διατυπώθηκε ακόμη και η εκδοχή ότι η μυστηριώδης Άννα ενέπλεξε τον Μέλλααρτ στην ρομαντική αυτή περιπέτεια του Κορδελιού με σκοπό να εκμαιεύσει το δημοσίευμα του London News Illustrated προκειμένου να υπάρξει η επίσημη βεβαίωση από κάποιον ειδικό της αυθεντικότητας του θησαυρού με σκοπό να πεισθούν ή να εξαπατηθούν ξένοι συλλέκτες αρχαιοτήτων και να αγοράσουν από διεθνή σπείρα αρχαιοκαπήλων τους θησαυρούς του Ντοράκ στους οποίους είχαν προστεθεί και κίβδηλες αρχαιότητες.
Η πρώτη εντύπωση που θα μπορούσε να σχηματίσει κανένας συγκρίνοντας την αποκατάσταση των πλοίων της Ιωλκού με εκείνη των πλοίων του ξίφους του Ντοράκ, θα ήταν ότι ο Θεοχάρης επηρεάσθηκε από εκείνες τις εικόνες και με βάση αυτές αποκατάστησε τις απεικονίσεις των θραυσμάτων της Ιωλκού. Εδώ όμως ανακύπτει άλλο μυστήριο. Το άρθρο του Θεοχάρη δημοσιεύθηκε στο Archaeology τον Ιανουάριο του 1958, ενώ το άρθρο του Μέλλααρτ στο London News Illustrated τον Νοέμβριο του 1959. Τι λοιπόν μπορούσε να έχει συμβεί ώστε να παρουσιασθεί ο τύπος αυτός των πλοίων με τα κουπιά σε ομάδες που δεν απαντάται αλλού πουθενά;
Μια πιθανή εξήγηση θα μπορούσε να είναι πως το ξίφος του Ντοράκ να είναι πλαστό ή τουλάχιστον τα χαράγματά του, και ο καλά πληροφορημένος πλαστογράφος παρακολουθώντας και τις τελευταίες ανακαλύψεις της αρχαιολογίας είδε την αποκατάσταση του Θεοχάρη και αντέγραψε τον τύπο των πλοίων της Ιωλκού στο ξίφος του Ντοράκ προσθέτοντας σ’ αυτά στοιχεία από άλλες απεικονίσεις πλοίων της περιόδου αυτής ή και μεταγενεστέρων, όπως ψηλές πρύμνες, καμπίνες, άλμπουρα, πανιά κλπ.
Εξακρίβωση της αυθεντικότητας ή όχι θα μπορούσε βέβαια να γίνει αν υπήρχε διαθέσιμο το επίμαχο εγχειρίδιο, όπως είπαμε όμως αυτό, ως τώρα τουλάχιστον, εξακολουθεί να παραμένει άφαντο. Και έτσι τόσο το μυστήριο της εξαφάνισης του θησαυρού του Ντοράκ όσο και η αποκατάσταση του πλοίου της Ιωλκού, εξακολουθούν να προβληματίζουν τους ναυτικούς αρχαιολόγους.
ΠΗΓΕΣ:
Συγγραφέας: Α. Ι. Τζαμτζής Πλοιάρχος Ε.Ν.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Περίπλους της Ναυτικής Ιστορίας», τευχ.50, σελ.56, ΙΑΝ-ΜΑΡΤ 2005, εκδ. Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος. Αναδημοσίευση και 1η ανάρτηση στο διαδίκτυο στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ την Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012
Σημειώσεις:
- Archaeology, 11, 1958, 13 εξ.
- Μετάφρ. Εφ. Το Βήμα 25/5/58.
- J.S.Morrison: Greek Oared Ships 900- 322 B.C., p.g. 9, L.W. Taylour: The Mycenaeans, pg. 162 – 162, E. Vermeule: Greece in the Bronze Age, pg. 259.
- L. Basch: Le Musee Imaginere de la Marine Antique, pg. 92 – 93.
- L. Casson: Ships and seamanship in the ancient world 1971 και G.F.Bass: the earliest seafarers in the Near East – A history of seafaring 1972.
- Με την τελευταία ανακαίνιση του Μουσείου το έκθεμα αυτό έχει αποσυρθεί.
- J.S.Morrison, ό.π., σελ. 7.
- S. Lloyd: Melting pot of peoples – The Dawn of Civilization, 1961.
- Εφ. Καθημερινή, 21 Φεβρουαρίου 1967.