Μενού Κλείσιμο

Πριν από 3000 χρόνια η Ολυμπία αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό θρησκευτικό κέντρο στη νοτιοδυτική Ελλάδα. Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν το Δια, τον βασιλιά των θεών, και τον τιμούσαν εδώ σε τακτά χρονικά διαστήματα με πολλές λατρευτικές εκδηλώσεις. Οι τελευταίες περιλάμβαναν και αθλητικούς αγώνες. Οι πρώτοι ολυμπιακοί αγώνες οργανώθηκαν το 776 π.Χ. από τότε και επί 1100 χρόνια, οι αγώνες γινόταν κάθε 4 χρόνια. Στη διάρκειά τους σταματούσαν οι πόλεμοι.

 

Ο ναός του Δία

Κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα οι πολίτες της Ολυμπίας αποφάσισαν να οικοδομήσουν έναν ναό για να τιμήσουν το Δία. Το μεγαλόπρεπο οικοδόμημα χτίστηκε ανάμεσα στα 466 και 456 π.Χ. από τον Ηλείο αρχιτέκτονα Λίβωνα, ο οποίος αποτέλεσε αργότερα πρότυπο για αρκετούς δωρικούς ναούς λόγω της γεωμετρικής αυστηρότητάς του. Κατασκευάστηκε από λίθινους ογκόλιθους και συμπαγείς κίονες. Για λίγα χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του δεν υπήρχε άγαλμα του Δία, ώσπου αποφασίστηκε να γίνει κι αυτό. Ανατέθηκε στον περίφημο Αθηναίο γλύπτη Φειδία.

Σχεδιαστική απόδοση της θέσης του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Δία στην Ολυμπία (Hennemeyer).

Η κατασκευή του αγάλματος

Η γλύπτης Φειδίας, ήδη είχε φτιάξει άλλα δύο υπέροχα αγάλματα στην Αθήνα, της θεάς Αθηνάς. Στην Ολυμπία ο Φειδίας με τους συνεργάτες του αρχικά έφτιαξε μια ξύλινη κατασκευή προκειμένου να λειτουργήσει ως σκελετός του αγάλματος. Στη συνέχεια το κάλυψαν με πλάκες από ελεφαντόδοντο για να απεικονίσουν τη γυμνή επιδερμίδα του θεού και φύλλα χρυσού για τα ενδύματά του. Οι τεχνίτες κάλυψαν τις συνδέσεις τόσο καλά ώστε τα άγαλμα να δείχνει ενιαίο. Το άγαλμα ήταν τοποθετημένο πάνω σε θρόνο με ένθετες διακοσμήσεις από έβενο και πολύτιμους λίθους. Όταν ολοκληρώθηκε το ύψος του ήταν 13 μέτρα και το κεφάλι του έφτανε σχεδόν στην οροφή του ναού. Έδινε την εντύπωση πως αν σηκωνόταν ο Ζευς όρθιος θα σάρωνε την οροφή! Στους τοίχους του ναού κατασκευάστηκαν εξέδρες προκειμένου οι επισκέπτες να θαυμάζουν από κοντά το πρόσωπο του θεού. Μετά την ολοκλήρωσή του, το 435 π.Χ. το άγαλμα αποτέλεσε τα επόμενα 800 χρόνια ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα του κόσμου.

Ο ίδιος ο γλύπτης του έργου φέρεται να εξήρε ομοίως την αξία του επιτεύγματός του. Λέγεται ότι όταν ήδη τελειώθηκε το άγαλμα, ο Φειδίας προσευχήθηκε στον θεό του να τού δώσει ένα σημάδι, αν το δικό του έργο ήταν σύμφωνο προς την γνώμη του. Και αμέσως έπεσε ένας κεραυνός σε κάποιο σημείο του εδάφους, στο οποίο ως τις ημέρες του Παυσανία είχαν τοποθετήσει χάλκινη υδρία.

Το πάτωμα του ναού έμπροσθεν του αγάλματος, ήταν ολίγο βαθύτερο και γεμάτο με ελαιόλαδο, αντανακλώντας τα χρυσά τμήματα του Διός. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, επισκευάστηκε από τον γλύπτη Δαμοφώντα τον Μεσσήνιο κατά το α΄ μισό του 2ου αιώνος π.Χ., επειδή παρουσίασε ρωγμές. Λέγεται μάλιστα, ότι το έκανε με περισσή δεξιοτεχνία. Υπήρχαν μάλιστα και ειδικοί επισκευαστές του αγάλματος, οι λεγόμενοι «φαιδρυνταὶ» ή «στιλβωταὶ τοῦ Φειδίου», που κατοικούσαν στην Ολυμπία. Εκείνη την εποχή επικρατούσαν κλασικιστικές τάσεις στην ελληνιστική γλυπτική. Κατά τον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ. ο βασιλεύς της Συρίας Αντίοχος Α’ Σωτήρ έστειλε ως ανάθημα στην Ολυμπία ένα μάλλινο παραπέτασμα, κοσμημένα με υφαντά ασσυριακά και βαμμένο με πορφύρα από την Φοινίκη. Πρόκειται, πιθανώς, για αυτό που τοποθετήθηκε όπισθεν του αγάλματος του Διός, δίδοντας, έτσι, στο έργο μία άλλη διάσταση που συνδύαζε την επιβλητική ανατολική καλλιτεχνική παράδοση με την τελειότητα ενός μεγαλοπρεπούς δυτικού τεχνουργήματος. Μετέπειτα, στην εποχή του Ιουλίου Καίσαρος, ένας κεραυνός χτύπησε την περιοχή του ναού και το άγαλμα, χωρίς όμως να του προκαλέσει εκτεταμένη ζημία.

Νόμισμα Ήλιδας, της εποχής του Αδριανού, το 135 μ.Χ. Στον εμπροσθότυπο εικονίζεται η κεφαλή του Δία
στεφανωμένου και στον οπισθότυπο ο θεός ένθρονος ακουμπώντας τα πόδια του σε υποπόδιο, να κρατάει
στο αριστερό χέρι σκήπτρο και στο δεξί Νίκη.

Τεχνικά χαρακτηριστικά

Η κατασκευή του έργου διήρκεσε δύο Ολυμπιακές περιόδους, δηλαδή οκτώ χρόνια. Η τεχνική του Φειδία βασιζόταν ουσιαστικά σε ξύλο, καθώς το σώμα των αγαλμάτων του ήταν ξύλινο και το εμποτιζόταν από ένα ειδικό υγρό για να μην αποξηρανθεί. Το ξύλο ήταν ενδεδυμένο με στρώματα χρυσού και πλάκες ελεφαντοστού, οι οφθαλμοί ήταν από πολύτιμους λίθους, ενώ ο μανδύας από μαρμαρο ντυμενο με φύλλα χρυσού. Το δε στεφάνι από κλάδους ελαίας επί κεφαλής, ήταν από πράσινο σμάλτο, απηχώντας το στεφάνι που έδιναν στους Ολυμπιονίκες. Ο καθήμενος Ζεύς, ξεχώριζε μέσα στον ναό επάνω σε τρία σκαλοπάτια και σύμφωνα με εκτιμήσεις έφτανε τα 12 μέτρα σε ύψος. «Ήταν σαν να ύψωνε ο Δίας το ανάστημα του» γράφει σε μια αναφορά του ο Έλληνας γεωγράφος Στράβων τον 1ο αιώνα π.Χ. Το άγαλμα ήταν περιτριγυρισμένο από τριάντα έξι ψηλές κολώνες από γρανίτη, οι οποίες είχαν προηγουμένως αφαιρεθεί και τοποθετηθεί ξανά για να δημιουργηθεί περισσότερος χώρος.

Ο Ζεύς καθόταν σε θρόνο κατασκευασμένο από ελεφαντοστό, χρυσό, έβενο και άλλους πολύτιμους λίθους. Στο δεξιό του χέρι, ο Ζεύς κρατούσε ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Νίκης, το οποίο έφερε ταινία και στέφανο στην κεφαλή, ενώ στο αριστερό του χέρι το σκήπτρο του, που ήταν κατασκευασμένο από παντός είδους μέταλλα και έφερε στην κορυφή του τον αετό, σήμα κατατεθέν του θεού. Κατά τον Παυσανία, “Στο υποπόδιο […] έχει σκαλισμένα χρυσά λιοντάρια, καθώς και παράσταση της μάχης του Θησέα κατά των Αμαζόνων […]». Εκεί υπήρχε και η υπογραφή του Φειδία «Φειδίας Χαρμίδου υἱός, Ἀθηναίος μ’ ἐποίησε». Στο ιμάτιο της μορφής υπήρχαν σκαλισμένα μικρά ζώα (ζῴδια) και τα κρίνα των ανθών. Ο θρόνος πλουμιζόταν από ζωγραφικές μιμήσεις ζώων και γλυπτές παραστάσεις άλλων μεγαλοπρεπών σκηνών. Όπως γνωρίζουμε από απεικονίσεις σε νομίσματα της Ηλείας και από αρχαίες περιγραφές, τους βραχίονες του θρόνου στήριζαν γλυπτές απεικονίσεις Σφιγγών που απήγαγαν Θηβαίους νεαρούς.

Η θανάτωση των παιδιών της Νιόβης από τον Απόλλωνα και την Άρτεμιν, παριστανόταν κάτω από τις δύο Σφίγγες. Σε κάθε πόδι του θρόνου υπήρχαν συνολικά τέσσερις μορφές Νικών που έμοιαζαν να χορεύουν, ενώ δύο άλλες ήταν τοποθετημένες προς το πέλμα του κάθε ποδιού του θεού. Στο διάστημα μεταξύ των ποδών του θρόνου υπήρχαν τέσσερις ζώνες, κάθε μία εκ των οποίων πήγαιναν από πόδι σε πόδι. Επί της ζώνης που έβλεπε απευθείας προς την είσοδο βρίσκονταν επτά αγάλματα, όμως το όγδοο από αυτά είχε ήδη χαθεί από την εποχή του Παυσανία, και κανείς δεν γνώριζε πώς. Αυτά τα γλυπτά απεικόνιζαν τα αρχαιότερα αγωνίσματα, ενώ σε κάποιο η μορφή ενός αυτοστεφανουμένου νέου θύμιζε στην όψη τον Παντάρκη, ένα νέο από την Ηλεία που ήταν ερωμένος του Φειδία. Μία άλλη αναφορά στον Παντάρκη αποτελούσε η σκαλιστή φράση σε ένα δάκτυλο του Διός που ανέφερε «ΠΑΝΤΑΡΚΗΣ ΚΑΛΟΣ» («Ο Παντάρκης είναι όμορφος»).

Μορφές της Αρτέμιδας και του Απόλλωνα που τοξεύουν, σε μαρμάρινο δίσκο από την Ιταλία (Βρετανικό Μουσείο).
Το ανάγλυφο του Κάσσελ με την μορφή του Απόλλωνα.

Στις υπόλοιπες ζώνες εικονίζονταν όσοι συμπολέμησαν μαζί με τον Ηρακλέα τις Αμαζόνες και οι αντίπαλες μορφές ήταν στο σύνολο είκοσι επτά, καθώς στους συμμάχους του Θηβαίου περιλαμβανόταν και ο Θησέας. Στο ανώτατο τμήμα του θρόνου, άνωθεν της κεφαλής της μορφής, ο Φειδίας έπλασε από την μία πλευρά τις Χάριτες και από την άλλη τις Ώρες, τρεις σε κάθε μία. Στα πλαϊνά μέλη υπήρχαν μετάλλινες πλάκες με χαραγμένες παραστάσεις της Αναδυομένης Αφροδίτης, το πολεμικό άρμα του Ηλίου, και το άρμα της Σελήνης. Υπήρχαν, επίσης, και ζωγραφικές παραστάσεις στους τοίχους που εμπόδιζαν την πρόσβαση στον θρόνο, από τον ζωγράφο και συγγενή του Φειδία, Πάναινο. Οι παραστάσεις αυτές ήταν: ο Αίας και η Κασσάνδρα, ο Ηρακλής και ο λέων της Νεμέας, η Ιπποδάμεια, κόρη του Οινομάου, και η μητέρα της, ο Προμηθέας δεσμώτης με τον Ηρακλή, τα μήλα των Εσπερίδων, ο Άτλας ο οποίος υποβαστάζει τον ουρανό δίπλα στον Ηρακλή, ο Αχιλλέας που υποβαστάζει τη νεκρή Πενθεσίλεια, ο Θησέας και ο Πειρίθους, η Ελλάς και η Σαλαμίνα που κρατάει ακροστόλιο. Η στέγη πάνω από το άγαλμα, ήταν ανοικτή για να μπαίνει άπλετο φως.

Λέγεται ότι όταν ο Πάναινος, αδελφός ή ανηψιός του Φειδία, τον ρώτησε πως εμπνεύστηκε την μορφή αυτή του Διός, αν ο ίδιος ανέβηκε στον Όλυμπο για να δει τον Δία, ή αν ο Ζεύς κατέβηκε από τον Όλυμπο έτσι ώστε ο Φειδίας μπόρεσε να τον δει, εκείνος του απήντησε λέγοντάς του ένα χωρίο του Ομήρου από την Ιλιάδα, που περιέγραφε τον Δία ως έναν θεό τρομερό και αυστηρό, που μ’ ένα νεύμα της κεφαλής του έκανε ολόκληρο τον Όλυμπο να σείεται. Αυτή η περιγραφή, βρισκόταν σίγουρα πολύ μακριά από τον ήρεμο, μειλίχιο Δία του Φειδία, που αγαπούσε και νοιαζόταν για τον άνθρωπο. Κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφθηκε το Ιερόν, περιγράφοντας το άγαλμα του Διός λεπτομερώς. Μεγάλη εντύπωση λέγεται ότι του έκανε ο θρόνος. Επισκέπτες όπως ο Αιμίλιος Παύλος, νικητής επί των Μακεδόνων, έμεινε έκπληκτος από την μεγαλοπρέπεια του αγάλματος και από την τελειότητά του και σύμφωνα με τον Λίβιο, το άγαλμα «μεταφέρθηκε στην ψυχή του, ωσάν να είχε δει τον θεό προσωπικά». Κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. ο Έλληνας ρήτωρ Δίων ο Χρυσόστομος, δήλωσε ότι μία μόνο ματιά στο άγαλμα, μπορούσε να κάνει έναν άνθρωπο να ξεχάσει όλα τα προβλήματά του, ενώ ο γεωγράφος Στράβων, έγραψε ότι ο Φειδίας δεν υπολόγισε τις σωστές αναλογίες για τον Δία του. Ανέφερε ότι το άγαλμα ήταν πολύ μεγάλο για να ταιριάζει αρμονικά στο εσωτερικό του ναού, με την κεφαλή σχεδόν να αγγίζει την οροφή, έτσι ώστε αν ο θεός πήγαινε να σταθεί όρθιος, θα άφηνε άσκεπο τον ναό.

Ρωμαϊκό αντίγραφο των δύο ζωφόρων των Νιοβιδών, όπου εικονίζονεται μορφές να κινούνται άλλες
προς τα δεξιά και άλλες προς τα αριστερα (Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη).
Λεπτομέρειες από τη ζωφόρο του Ερμιτάζ: α)χτυπημένο αγόρι γονατιστό σε βράχο και β)τη
Νιόβη να κρατάει στην αγκαλιά της έναν αδελφό του (Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη).

Αντίγραφα του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός δεν βρέθηκαν ουσιαστικά ποτέ, και την μορφή του μπορούμε να την γνωρίζουμε από τις απεικονίσεις σε νομίσματα των Ηλείων και τις περιγραφές του Παυσανία, του Στράβωνος και άλλων. Ένα μεγάλο αντίγραφο, βρισκόταν στον Ναό του Διός στην Κυρήνη της Λιβύης ως λατρευτικό άγαλμα, από το οποίο στις ανασκαφές δεν βρέθηκε τίποτα περισσότερο από την βάση. Μία κεφαλή του Διός στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κυρήνης, που έχει ακόμα έντονα ίχνη των αρχικών της χρωμάτων, θεωρείται από πολλούς ότι δέχθηκε έντονη επίδραση ή είναι αντίγραφο του Ολυμπίου Διός του Φειδία.

 

Το εργαστήριο του Φειδία

Η κατά προσέγγιση ημερομηνία κατασκευής του αγάλματος (το τρίτο τέταρτο του 5ου αιώνος π.Χ.), επιβεβαιώθηκε κατά την εκ νέου ανακάλυψη (1954-1958) του εργαστηρίου του Φειδία, εκεί όπου κατά τον Παυσανία ο γλύπτης δημιούργησε το άγαλμα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα εκεί, περιελάμβαναν εργαλεία, που χρησίμευαν για την επεξεργασία του χρυσού και του ελεφαντοστού, μικρά θραύσματα από ελεφαντόδοντο, πολύτιμοι λίθοι και πήλινα καλούπια. Το μεγαλύτερο μέρος των πήλινων εκείνων καλουπιών, χρησιμοποιήθηκαν για την δημιουργία γυάλινων πλακών και για τον σχηματισμό του ενδύματος του αγάλματος από φύλλα γυαλιού, φυσικά ενδεδυμένα και διπλωμένα, μετά επιχρυσωμένα. Μία κούπα με την επιγραφή «ΦΕΙΔΙΟΥ ΕΙΜΙ» («Ανήκω στον Φειδία»), βρέθηκε στην περιοχή.

Το εργαστήριο του Φειδία στην αρχαία Ολυμπία.

Η απαγωγή του αγάλματος

Γύρω στο 40 μ.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καλιγούλας, πρόσταξε να μεταφερθεί το άγαλμα στη Ρώμη. Όμως, σύμφωνα με την παράδοση, όταν έφτασαν οι εργάτες για να το διαλύσουν, το άγαλμα έβγαλε ένα τόσο τρανταχτό γέλιο, ώστε σκόρπησαν από το φόβο τους.

Μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων το 393 μ.Χ. ο ναός παρήκμασε. Το 426 μ.Χ. την εποχή του Θεοδοσίου, ο ναός πυρπολήθηκε και το άγαλμα καταστράφηκε ή κατατεμαχίστηκε και λεηλατήθηκε, αν και οι συνθήκες της ενδεχόμενης καταστροφής του είναι σχετικά άγνωστες. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, ο Θεοδόσιος το 390 μ.Χ. το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, τοποθετήθηκε μέσα στο Παλάτιον του Λαύσου, ενός Έλληνα Χριστιανού ευνούχου, μαζί με άλλα σπουδαία έργα τέχνης, όπου καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά το 475 μ.Χ. παραμένοντας εκεί για περίπου 60 έτη.

Ο δε ναός δεν είχε καλύτερη μοίρα από το άγαλμα. Κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδοσίου Β’, περί το 426, το ιερό λεηλατήθηκε, ενώ σεισμοί κατά τα έτη 522 και 551 προκάλεσαν την εν μέρει ταφή των ερειπίων του ναού του Διός. Κατά άλλη άποψη, το αρχιτεκτόνημα του Λίβωνος λεηλατήθηκε από τους Γότθους και τα υπολείμματά του μετετράπησαν σε χριστιανικό ναό, μέχρι που κατέρρευσε από σεισμό, ενώ αργότερα τα ερείπια σκεπάστηκαν από την κοίτη του ποταμού Αλφειού. Το 1875 μια γερμανική αποστολή έκανε αρχαιολογικές ανασκαφές και μέχρι το 1881 επανέφερε στο φως τα ερείπια, κάτω από τεσσάρων μέτρων χώμα. Το 2004, έτος διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, αναστηλώθηκε ένας κίων του ναού, ο οποίος δείχνει στους επισκέπτες της Ολυμπίας το μέγεθος και το αλλοτινό μεγαλείο του ναού.

ΠΗΓΕΣ:

el.wikipedia.org/wiki/Άγαλμα_του_Ολυμπίου_Διός

polioxni.wordpress.com/2011/02/17/θαυματα/

Θέματα Αρχαιολογίας [ τ .3.3] Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2019 359. Συγγραφέας: Όλγα Παλαγγιά.