Η τριήρης, το σπουδαιότερο πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας, ήταν ένα ελαφρύ, γρήγορο και με ισχυρή πλώρη κωπήλατο πλοίο, με το οποίο όλα σχεδόν τα ναυτικά επί περίπου 5 αιώνες στη Μεσόγειο, γνώρισαν μεγάλες δόξες.
Η εμφάνιση της τριήρους σηματοδότησε την εξέλιξη του «πολεμικού ναυτικού» στην Αρχαία Ελλάδα και δημιούργησε μια νέα κλάση πολεμικού πλοίου που αντικατέστησε τις μονήρεις (τριακόντορους – πεντηκόντορους) και διήρεις. Με ελάχιστες αυξήσεις στις διαστάσεις π.χ. μιας πεντηκόντορους κατάφεραν να αυξήσουν την ισχύ προώσεως από 50 κωπηλάτες σε 170. Να την τριπλασιάσουν δηλαδή και αυτό το πέτυχαν με την τοποθέτηση των κωπηλατών σε σειρές καθ ύψος.
Επιπροσθέτως η σχεδίαση της ήταν τέτοια ώστε να επιτρέπει εύκολα και γρήγορα, την αλλαγή ρόλου ανάλογα με την αποστολή. Μπορούσε τη μια στιγμή να είναι τρομερό επιθετικό όπλο μάχης και την άλλη να είναι βοηθητικό πλοίο, να μεταφέρει εφόδια, ταχυδρομείο, πρέσβεις και διπλωμάτες, ιερά σύμβολα, οπλίτες (πεζοναύτες) ή να είναι ιππαγωγό και να μεταφέρει 30-35 ίππους με τους ιππείς και τον εξαρτισμό τους.
Η τριήρης που βλέπουμε στη διπλανή φωτογραφία (φωτο 1) πρωταγωνίστησε σε όλες τις ναυμαχίες της κλασικής περιόδου και θαυμάστηκε τόσο για την ομορφιά της όσο και για την ισχύ της. Ήταν βλέπετε ένα πλοίο «κοκέτα» και της άρεσαν πολύ τα στολίδια θα λέγαμε σήμερα.
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη και τον Ηρόδοτο, τον τύπο αυτό του πλοίου πρώτος ο κορίνθιος ναυπηγός Αμεινοκλής το 704 π.Χ, κατασκεύασε και πως λίγο πριν τους Περσικούς (Μηδικούς) πολέμους εκτός των μεγάλων ναυτικών της Ελλάδας τριήρεις είχαν και τα ναυτικά των Σικελικών πόλεων της Ιωνίας, της Φοινίκης, της Αιγύπτου, της Κορσικής, της Καρχηδόνας, της Ρώμης κ.α.
Από πλευράς ναυπηγικής η κατασκευή της τριήρους ήταν απλή. Αρχικά ήταν «κοίλο πλοίο» ανοιχτό από πάνω, κάτι σαν μεγάλη βάρκα δηλαδή, και μόνο μπροστά και πίσω υπήρχαν μικρά καταστρώματα για τους πολεμιστές και την ομάδα διευθύνσεως του πλοίου αντίστοιχα. Οι κωπηλάτες (ερέτες) καθόταν σε βαθμίδες και δεν ‘ηταν σε 3 καταστρώματα όπως εσφαλμένα αρκετοί πιστεύουν. Αυτό τον τύπο θα τον έχουν τα ναυτικά των ελληνικών πόλεων στο στόλο τους μέχρι το 600 π.Χ. ενώ αργότερα, στην εποχή του Κίμωνα, θα προστεθεί ένα κατάστρωμα (καταφράκτης) για την προστασία των ερετών από τα εχθρικά όπλα (βέλη – δόρατα), για την αποφυγή εισόδου θαλασσινού νερού στη θαλασσοταραχή, για την εύκολη και γρήγορη μετακίνηση των πολεμιστών από την μια πλευρά στην άλλη ως και για τη στερεότητα του ναυπηγήματος.
Το πλοίο αυτό που θα κυριαρχούσε στη θάλασσα, θα έπρεπε να είναι και ελαφρύ και γερό και γι’ αυτό επέλεξαν το έλατο σαν το κυρίως υλικό κατασκευής της.
Φυσικά δεν ήταν όλες οι τριήρεις από έλατο αφού κάθε κράτος χρησιμοποιούσε την ξυλεία που είχε ή που μπορούσε εύκολα και οικονομικά να προμηθευτεί. Έτσι σύμφωνα με τη σχετική μαρτυρία του Θεόφραστου βλέπουμε τους Φοίνικες να χρησιμοποιούν τον «κέδρο», τους Κύπριους την «κουκουναριά» και άλλους λαούς το κυπαρίσσι ή την αγριοκυπαρισσιά. Τα στραβόξυλα και την επένδυση την κάνουν από αυτά τα ξύλα ενώ τα καπόνια από μελιά, μαυρομουριά και φτελιά. Η τρόπιδα του πλοίου θα έπρεπε να είναι από ένα πιο σκληρό και βαρύ ξύλο όπως π.χ. από βελανιδιά, αφ ενός για να βοηθήσει στην ευστάθεια και αφ ετέρου να αντέχει στις τριβές (τα τραβούσαν κάθε βράδυ στην ακτή για διανυκτέρευση) και στις εμβολίσεις.
Ναυπήγηση και κύρια χαρακτηριστικά
Κάθε ναυπηγός είχε μια δική του κατασκευαστική ομάδα με ειδικούς τεχνίτες (καραβομαραγκούς), ανειδίκευτους εργάτες και εμπόρους ξυλείας. Η χρήση δούλων αποφεύγονταν γιατί ήταν μια εξειδικευμένη εργασία που είχε αντίκτυπο στις πολεμικές επιχειρήσεις. Η τέχνη της κατασκευής πήγαινε, συνήθως, από πατέρα σε γιό και η όλη η εργασία γίνονταν σε ένα υπαίθριο ναυπηγείο σε κάποια ακρογιαλιά, όπου έχωναν το ξύλο της τρόπιδας στην άμμο και στη συνέχεια με μεταλλικά και ξύλινα εργαλεία, όπως ακριβώς και σήμερα, προχωρούσαν την κατασκευή.
Συνήθως, τα πλοία φτιαχνόταν με όσο το δυνατό περισσότερα όμοια εξαρτήματα, για να βγαίνουν πιο γρήγορα, να κοστίζουν λιγότερο και ο εργολάβος ναυπηγός-κατασκευαστής να έχει μεγαλύτερο κέρδος. Επειδή δε αφορούσε κρατική προμήθεια, η παραγγελία ήταν τις περισσότερες φορές για ένα μεγάλο αριθμό τριηρών και αυτό γινόταν βάσει ειδικών «προδιαγραφών». Στο μόνο σημείο που ο ναυπηγός είχε την ευχέρεια να αυτοσχεδιάσει, σε συμφωνία με τον τριήραρχο (συνήθως χορηγούσε το κόστος τους πλοίου), ήταν η διακόσμηση του εμβόλου και της πρύμης αλλά αυτό αν υπήρχε άνεση χρόνου και επιπλέον χρήμα. Στις μάσκες των τριηρών συνηθιζόταν τότε να ζωγραφίζουν δυο μάτια για να «βλέπουν» καλά μπροστά και για να διώχνουν μακριά τα κακά πνεύματα. Πίστευαν πολύ σε αυτά! Τέλος ο ναυπηγός μπορούσε να χαράξει το όνομά του σε ένα εμφανές σημείο του πλοίου.
Η ναυπηγική της γραμμή, μια όμορφη γραμμή που σβήνει στο κοράκι της πλώρης σχηματίζει μια καμπύλη, κάτι σαν ένα κεφάλι χήνας που τις περισσότερες φορές διακοσμείται από γλύπτες οι οποίοι πράγματι έφτιαχναν πραγματικά αριστουργήματα. Στο μουσείο του Λουβρου κατεβαίνοντας στο υπόγειο θα θαυμάσετε τη «Νίκη της Σαμοθράκης» που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πλώρη τριήρους της κλασικής περιόδου. Το ίδιο λεπτή και κομψή ήταν και η πρύμη της και αυτό της επιτρέπει να κινείται ανάποδα με την ίδια ευχέρεια. Το κοράκι της πρύμης (ποδόστημα) στρογγυλεύει σε πλάτος και καμπυλώνεται προς τα επάνω για να της επιτρέπει εύκολα να κάθεται μαλακά σε άμμο. Ας μην ξεχνάμε πως τότε πάντα τραβούσαν τα πλοία στην ακτή με την πλώρη στραμμένη προς την θάλασσα. Αυτό διευκόλυνε πολύ στην από – επιβίβαση του πληρώματος και στην ετοιμότητα για ξαφνικό απόπλου ώστε να αναλάβει δράση γρήγορα.
Το κύριο προωστήριο μέσο της τριήρους ήταν τα 170 κουπιά και το βοηθητικό τα ιστία που ήταν τετράγωνα η τραπεζοειδή. Οι τριήρεις είχαν δύο κατηγορίες ιστίων. Τα μεγάλα που χρησίμευαν για τους μακρινούς πλόες και αποβιβαζόταν προ μιας ναυμαχίας για να μην καταλαμβάνουν χώρο και τα μικρά που χρησίμευαν όταν ο άνεμος ήταν πολύ ισχυρός καθώς επίσης και στη ναυμαχία.
Τα ιστία τα χρησιμοποιούσαν μόνο όταν έπνεαν ούριοι άνεμοι ή το πολύ εκ του ισχίου ενώ ήταν τελείως ακατάλληλα για πλαγιοδρομία ή εγγυτάτη (στα όρτσα) επειδή υπήρχε σοβαρός κίνδυνος ανατροπής της τριήρους.
Το μήκος της τριήρους ήταν 33 – 43μ, το πλάτος 4 – 5,5μ, το βύθισμα 1 – 1,5μ και το ύψος των εξάλων περί τα 1,6μ. Οι διαστάσεις αυτές μας δίνουν για την τριήρη ένα εκτόπισμα 70-100 τόνων.
Το πλοίο ήταν στενόμακρο, αναλογία πλάτους προς το μήκος 1/8 μέχρι 1/10, και μπορούσε με καλούς «ερέτες» (κωπηλάτες) και ούριο άνεμο να αναπτύξει ταχύτητα 10 – 12 κόμβων για λίγη ώρα ενώ η συνήθης ταχύτητα κατά την μάχη ήταν 5-7 κόμβοι. Από τον Θουκυδίδη μαθαίνουμε πως τριήρεις έκαναν πλου 184 ναυτικών μιλίων σε 24 ώρες χωρίς στάση και χωρίς χρήση ιστίων. Από αυτό προκύπτει ότι η μέση ταχύτητά κυμαινόταν στους 7,5 κόμβους. Να μνημονεύσουμε πως το πρώτο πλήρωμα της τριήρους Ολυμπιάς στις δοκιμές έπιασε μέγιστη ταχύτητα 12 κόμβων με κουπιά και πανιά και την κράτησε για περίπου μια ώρα. Εξυπακούεται πως οι μεγάλες ταχύτητες στις τριήρεις διατηρούνταν για λίγο χρονικό διάστημα λόγω της φυσικής κόπωσης των ερετών και πως οι τριήρεις για συνήθεις μεγάλους πλόες είχαν τους ερέτες σε βάρδιες. Η κόπωση των ερετών αντιστοιχεί στις σημερινές βλάβες μηχανής.
Τα χαρακτηριστικά αυτά σε συνδυασμό με την δύναμη των κωπηλατών και την ισχύ των κουπιών της έδιναν αξιοζήλευτα ελικτικά στοιχεία αφού εν στάση, με πρόσω τη μια πλευρά κουπιών και ανάποδα την άλλη, μπορούσε να στρέψει σχεδόν επί τόπου και γρήγορα. Με ταχύτητα πλεύσης 6,5 κόμβων και πηδάλιο 10 μοίρες η ακτίνα στροφής ήταν μόλις 43 μέτρα. Με διάμετρο στροφής μόλις 86μ και εκτέλεση πλήρους κύκλου σε 110 δλπ, πολύ σημαντικά στοιχεία για τους χειρισμούς μάχης, μπορούσε να στρέψει και να εμβολίσει οποιοδήποτε αντίπαλο πλοίο.
Με το μικρό βύθισμα και τον πλατύ πυθμένα της, η τριήρης, μπορούσε να κινείται με άνεση σε ρηχά νερά, να πλησιάζει οποιαδήποτε παραλία, να σέρνεται εύκολα στην ακρογιαλιά και χάρις στην ευκινησία της να ελίσσεται εύκολα σε στενά και σε περιορισμένα νερά. Να επισημάνουμε πως μια τριήρηε για να κινηθεί ασφαλώς χρειάζεται έκταση περί τα 20-25 μέτρα μόνο. Όμως η μικρή ευστάθεια που είχε, λόγω χαμηλού κέντρου βάρους και το μικρό της πλάτος, έγινε αιτία πολλών ναυτικών ατυχημάτων και σε ειρηνικά ταξίδια και σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Μια τριήρης μπορούσε κατά την ναυμαχία να τουμπάρει εύκολα ή και να διαλυθεί αλλά δεν βυθιζόταν. Ήταν ξύλινη και τα συντρίμμια της παρέμεναν και επέπλεαν στην επιφάνεια χωρίς να βυθίζονται. Γιαυτό και δεν έχουμε βρει πουθενά ναυάγια τριηρών. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε πως μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας οι Αθηναίοι και οι Σαλαμίνιοι για χρόνια μάζευαν και χρησιμοποιούσαν τα ξύλα των Περσικών τριηρών, στους φούρνους και στα τζάκια τους. Με ένα πρόχειρο υπολογισμό 200 Περσικές τριήρεις και 40 Ελληνικές θα έδιναν περί τους 12.000 τόνους ξύλα! (240 τριήρεις Χ 50 t = 12.00 t).
Τα έμβολα των κατεστραμμένων εχθρικών τριηρών, τα μόνα που βυθιζόταν, εθιμικά, μετά τη ναυμαχία τα έπαιρναν οι νικητές τριήραρχοι μαζί με τα σπαθιά και τα όπλα των ηττημένων. Αν οι ηττημένοι συνάδερφοί τους επιζούσαν, είχαν την υποχρέωση να τα παραδώσουν οι ίδιοι, μαζί με το ξίφος τους. Τα κουπιά και τα κοντάρια τα μάζευαν και τα ξαναχρησιμοποιούσαν.
Οι τριήρεις, όπως τα περισσότερα πολεμικά πλοία ακόμη και σήμερα, χαρακτηρίζονται από την έλλειψη κάθε ανέσεως. Άλλωστε τι άνεση να ζητήσει κανείς από ένα πλωτό πολιορκητικό κριό; Άλλο μειονέκτημα των τριηρών ήταν πως λόγω χρήσης και ρύπανσης τα πλοία αυτά είχαν μεγάλο κόστος συντήρησης και μικρό χρόνο ζωής. Ας μη ξεχνάμε πως την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν υφαλοχρώματα (μουράβιες). Λάδια και πίσσα χρησιμοποιούσαν, και συχνό τρίψιμο. Μια τριήρης αν είχε ηλικία πάνω από 3 χρόνια εθεωρείτο «παλιά» και χρειαζόταν εκτεταμένες ναυπηγικές παρεμβάσεις. Υπό κανονικές συνθήκες μια τριήρης είχε μέσο χρόνο ζωής περί τα 18-20 χρόνια.
Για να κατανοήσουμε τα προβλήματα φθοράς και συντήρησης-επισκευής των τριηρών θα αναφερθώ στη τριήρη Ολυμπιάς που το Πολεμικό μας ναυτικό κατασκεύασε το 1985/87 με σχέδια του Βρετανικού «Trireme Trust» για να χρησιμοποιηθεί σε πλόες πειραματικής αρχαιολογίας ώστε να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα (ταχύτητα, ελικτικά στοιχεία, αντοχή, μελέτη συνθηκών διαβίωσης και κατανόησης των τακτικών μάχης).
Το 1993 που πήγε στη Βρετανία για συμμετοχή στις εκδηλώσεις για τα 2.500 χρόνια από τη γέννηση της Δημοκρατίας, προκλήθηκαν σημαντικές φθορές στο σκάφος λόγω ρύπανσης στα γλυκά νερά του Τάμεση. Έτσι το 95 έγιναν εκτεταμένες (σχεδόν 2 χρόνια) και πολυέξοδες επισκευές και γιαυτό αποφασίστηκε να μην εκτελεί πλέον πλόες αλλά να είναι έκθεμα. Η τριήρης λοιπόν μεταφέρθηκε στο Πάρκο Ναυτικής Παράδοσης στο Τροκαντερό. Μερικά χρόνια αργότερα διαπιστώθηκαν πάλι εκτεταμένες φθορές λόγω έκθεσης στις καιρικές συνθήκες που αποκαταστάθηκαν το 2002 με προσφορά των Ναυπηγείων Ελευσίνας. Στην διετή πάλι επισκευή αντικαταστάθηκε το σύνολο της ξυλείας των υφάλων του πλοίου, προστέθηκαν ενισχύσεις ώστε να αυξηθεί η ακαμψία του, αντικαταστάθηκε η ξυλεία του καταστρώματος και επισκευάσθηκαν οι ιστοί και τα πηδάλια. Όμως τώρα για τη σύνδεση και στεγανοποίηση της ξυλείας ακολουθήθηκαν σύγχρονες μέθοδοι, ώστε να εξασφαλισθεί η μακροβιότητα της κατασκευής. Το 2004 χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων και μετά επέστρεψε στο Τροκαντερό. Το Πολεμικό Ναυτικό αφού έλαβε υπόψη το υψηλό κόστος συντήρησης που είχε, το μεγάλο αριθμό ατόμων που πρέπει να απασχολούνται με αυτή και το ότι δεν υπάρχει πρακτικό όφελος για το Πολεμικό Ναυτικό από τη χρήση της για πλόες, αποφάσισε να την ξαναπάει σαν έκθεμα στον ειδικά διαμορφωμένο και στεγασμένο πλέον χώρο του Πάρκου Ναυτικής Παράδοσης. Το 2015 έγινε μια 7μηνη συντήρηση και επισκευή στο ναύσταθμο Σαλαμίνας και έκτοτε βρίσκεται στο Άλσος Ελληνικής Ναυτικής Παράδοσης στον Φλοίσβο Παλαιού Φαλήρου.
Η επάνδρωση μιας τριήρους, το πλήρωμα.
Το πλήρωμα της τριήρους περιελάμβανε κατά μέσο όρο από 200 μέχρι 230 άνδρες και ήταν κατανεμημένο ως εξής:
(1). Ερέτες (οι κωπηλάτες) 170 άτομα που ήταν διηρημένοι σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη θέση που καθόταν. Αυτοί που ήταν στο πιο κάτω μέρος ονομαζόταν «θαλαμίτες»(από το θάλαμο) και ήταν 54, δηλ. 27 σε κάθε πλευρά τα δε κουπιά τους απείχαν περίπου 40 εκατοστά από την ίσαλο γραμμή. Στη μέση, και πάνω στα «ζυγά» του σκάφους είναι οι «ζυγίτες» επίσης 54 δηλ. 27 σε κάθε πλευρά, των οποίων τα κουπιά ήταν περίπου 1 μέτρο πάνω από την ίσαλο. Στην πάνω πλευρά ήταν 62 ερέτες οι «θρανίτες» (από το θρανίο) δηλ. 31 σε κάθε πλευρά των οποίων τα κουπιά απείχαν περίπου 1,60 από την ίσαλο. Τα κουπιά είχαν μέγεθος από 4,4 -4,7μ και αναφέρω όλα αυτά για να κατανοήσουμε το πόσο δύσκολη ήταν η κωπηλασία και ο συγχρονισμός των ερετών.
(2). Καθαρά ναυτικό προσωπικό 20-30 άνδρες που είχαν την ευθύνη χειρισμού των ιστίων (πανιών), της συντήρησης, επισκευής και του καθαρισμού του σκάφους. Ήταν άριστοι γνώστες της ναυτικής, της ξυλουργικής αλλά και των πολεμικών τεχνών αφού πάντα κατά της ναυμαχίες ελάμβαναν μέρος στο τέλος και ως πολεμιστές.
(3). Επιβάτες (πολεμιστές) 18-30 άτομα που ήσαν τοξότες, ακοντιστές και οπλίτες σε αριθμό ανάλογα με τον ρόλο της τριήρους. Συνήθως ήταν 4 τοξότες και 10 οπλίτες-ακοντιστές. ι επιβάτες, εκτός της γνώσης του όπλου τους και του αποτελεσματικού χειρισμό τους, με κάθε καιρό και κυματισμό, έπρεπε να έχουν γνώση και πολεμικών τεχνών αφού η ναυμαχία στο τέλος κατέληγε σε «ρεσάλτο» και σε μάχη σώμα με σώμα.
Η ιεραρχία στο πλήρωμα και τα καθήκοντα τους.
Την ανωτάτη στο πλοίο εξουσία ασκούσε ο «τριήραρχος», αξίωμα που στην Αθήνα απονεμόταν σε εύπορους πολίτες της τάξεως των «πεντακοσιομεδίμνων» (αυτός που η γη του απέδιδε 300 μεδίμνους. Ένας μέδιμνος είναι περίπου 58 σημερινά λίτρα) γιατί ο τριήραρχος αναλάμβανε μαζί με τον τίτλο και την υποχρέωση να καταβάλλει εξ ιδίων, τα έξοδα μισθοδοσίας του πληρώματος και της συντήρησης του σκάφους. Το αξίωμα αυτό ήταν περιζήτητο γιατί αποτελούσε τον ασφαλέστερο προθάλαμο για τα ανώτερα αξιώματα της πολιτείας. Επειδή όμως αυτός ήταν διορισμένος από την πολιτεία και δεν ήξερε πολλά πράγματα για τον πόλεμο στη θάλασσα, η πραγματική διοίκηση του πλοίου ασκείτο από τον επόμενο στην ιεραρχία, τον κυβερνήτη. Για τα καθαρά λοιπόν ναυτικά καθήκοντα (τακτική- ναυτιλία- πορεία- ταχύτητα πλοίου) και διοίκηση του πλοίου υπεύθυνος ήταν ο «Κυβερνήτης». Αυτός βέβαια ήταν υπό τις αμέσους διαταγάς του τριήραρχου και στεκόταν δίπλα του στην πρύμνη κατά την μάχη και τους ελιγμούς.
Στην πλώρη έστεκε ο «πρωρεύς» ή «πρωράτης» που εκτελούσε συγχρόνως καθήκοντα οπτήρα, ναυκλήρου και υπάρχου. Αυτός επόπτευε στο πρόστεγο, έβλεπε και μπροστά και επέβλεπε ερέτες και επιβάτες, τιμωρώντας τους τεμπέληδες.
Οι ερέτες ήταν καλογυμνασμένοι ναύτες που με την εντατική γυμναστική – προπόνηση εκτελούσαν συντονισμένες κινήσεις ώστε τα μακριά και βαριά κουπιά τους να μην μπλέκονται μεταξύ τους και να αποδίδουν επακριβώς την διατασσόμενη ταχύτητα πλεύσεως. Αντιλαμβάνεστε πως ακόμη και ένας ασυγχρόνιστος ερέτης θα μπορούσε να φέρει την καταστροφή και να κοστίσει τη ζωή όλου του πληρώματος. Οι «ερέτες» διευθύνονταν κατά την κωπηλασία από ειδικό βαθμοφόρο τον «κελευστή» ο οποίος κανόνιζε τον ρυθμό της κωπηλασίας ανάλογα με την ταχύτητα που διέτασσε ο «Κυβερνήτης». Ο κελευστής ήταν επίσης υπεύθυνος για την εκπαίδευση, την προπόνηση, την πειθαρχία και το συντονισμό των ερετών. Τον ρυθμό της κωπηλασίας τον έδινε σαν σύνθημα με τη φωνή του ο κελευστής και τον επένδυε με τις νότες του αυλού του, ο «τριηραυλίτης» (αυλητής).
Σε συνήθη ταξίδια τα προστάγματα των κελευστών που συνοδευόταν από τις φωνές των ερετών ήταν υπέροχα και μελωδικά, σε περιόδους εντάσεως ηχούσαν εμψυχωτικά σαν εμβατήρια ενώ κατά τη ναυμαχία ήσαν σαν τρομακτικές κραυγές. Έι όπ, Έι όπ, έι όπ κοκ. Την πορεία του πλοίου και τις στροφές, εξασφάλιζε ο «πηδαλιούχος» που χειριζόταν τα δύο πλατειά κουπιά στα ισχία που ήταν ενωμένα μεταξύ τους με ένα σύστημα μοχλών και δρούσαν ως πηδάλια.
Οι ναύτες και οι ερέτες προήρχοντο από τις κατώτερες κοινωνικά τάξεις. Οι των Αθηνών ήταν από τους «θήτες» που ήταν ελεύθεροι πολίτες και όχι δούλοι ή κατάδικοι, οι οποίοι ελάμβαναν κατ’ αρχάς τρείς οβολούς ημερησίως και αργότερα μια δραχμή, ενώ η τροφοδοσία των γινόταν δωρεάν.
Συνήθως οι Ελληνικές πόλεις δεν ναυτολογούσαν «δούλους» αλλά σε περιπτώσεις εκστρατειών αν τους χρησιμοποιούσαν, τους απελευθέρωναν πρώτα, τους εκπαίδευαν εντατικά και τους πλήρωναν κανονικά. Οι ερέτες συνεπώς στις Ελληνικές τριήρεις δεν ήταν δεμένοι στις θέσεις τους, όπως στις ρωμαϊκές, αλλά αντίθετα είχαν οπλισμό και ελάμβαναν πάντα μέρος στη τελική φάση της ναυμαχίας.
Ο κύριος οπλισμός της τριήρους ήταν το τρομερό για την εποχή της «έμβολο» και ο δευτερεύον ήταν τα τόξα με τα βέλη (εμβέλεια 80-150μ), τα δόρυ, τα ακόντια (εμβέλεια περί τα 20μ) και το ξίφος των επιβατών.
Το έμβολο αποτελούσε φυσική προέκταση της τρόπιδας του σκάφους, μέχρι και 2 μέτρα, που ήταν ενισχυμένο και επενδυμένο εξωτερικά με χαλκό. Η ενίσχυση επιτυγχανόταν με την προσθήκη παραπλεύρως της τρόπιδας δοκαριών διατεταγμένων κατά τέτοιο τρόπο ώστε με την πρόσκρουση οι δυνάμεις που αναπτυσσόταν να μοιράζονται ακτινωτά και κατά το διάμηκες, για να υποφέρει το σκάφος λιγότερο και να μη γίνει η αιτία να διαλυθεί.
Εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό πως η καταστροφή και βύθιση του αντιπάλου δεν γίνεται από την ταχύτητα προσκρούσεως αλλά από την τρύπα που προκαλείται. Η «μάζα» είναι αυτή που κάνει τη ζημιά ή πιο σωστά η κινητική ενέργεια. Σύμφωνα με απλούς υπολογισμούς από την πρόκληση μιας τρύπας π.χ διαμέτρου 20 εκατοστών μπορεί να επέλθει ξαφνική ανατροπή του σκάφους μέσα σε 2 λεπτά. Τα σκάφη τότε δεν είχαν στεγανά διαμερίσματα και σε 1 λεπτό έμπαιναν 5 τόνοι νερού ενώ σε 2 λεπτά πάνω από 11 τόνους. Αδύνατο λοιπόν ήταν να επιπλεύσει και αν είχε και λίγο κυματισμό ή αέρα τότε τα πράγματα ήταν πράγματι τρομαχτικά.
Σε αρκετές τριήρεις το έμβολο ήταν εξ ολοκλήρου χάλκινο και το κόστος πανάκριβο, κόστιζε το 324 π.Χ 131 αττικές δραχμές. Για το λόγο αυτό κατά τις ναυμαχίες κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια για να το περισυλλέξουν και να το ξαναχρησιμοποιήσουν.
Άλλος εξοπλισμός. Ο κυβερνήτης της τριήρους φρόντιζε το σκάφος να προσορμίζεται σε ομαλά μέρη ή μέρη με μικρή κλίση και αμμουδερά για να είναι εύκολη και η ανέλκυση και η καθέλκυση τους. Όταν αυτό δεν ήταν δυνατό επέλεγαν ένα απάνεμο κόλπο, προστατευμένο από τον άνεμο και τα κύματα και με τη χρήση σχοινιών δένανε σε κάποιο σημείο της ακτής, σε πρόχειρες εξέδρες ή αγκυροβολούσαν. Κάθε τριήρης είχε δύο λίθινες άγκυρες που κάθε μια ζύγιζε περίπου 38 κιλά. Υπήρχε όμως στο πλοίο απόθεμα μολυβιού για να προσθέτουν βάρος όποτε χρειαζόταν. Οι άγκυρες ήταν κρεμασμένες από ξύλινα κοντάρια, κάτι σαν τους σημερινούς λεμβούχους, πάνω από τις παρειές του πλοίου, τις επωτίδες.
Στην τριήρη, κάθε ελεύθερος χώρος αξιοποιείτο και τοποθετούσαν σε αυτόν από σχοινιά πρόσδεσης και εργαλεία μέχρι ανταλλακτικά κουπιά, επιπλέον οπλισμό, πολεμοφόδια, σκάλες και ειδικά σχοινιά κατάβασης- αναρρίχησης (μπότζους), γάντζους, αρπάγες για να γαντζώνουν τα πλοία, να τα τραβούν κοντά τους και να κάνουν «ρεσάλτο». Επίσης κάθε τριήρης είχε 4 -6 φορητές σκάλες και 6-8 κοντάρια για απώθηση ή τράβηγμα.τορίας τότε.
Ναυτική στρατηγική και αποστολές
Οι αποστολές που τα ναυτικά της αρχαιότητας ανέθεταν στις τριήρεις τους ήταν οι ίδιες με εκείνες που τα σύγχρονα κράτη αναθέτουν στα πλοία του στόλου τους. Η μόνη διαφορά είναι στο ότι η έκταση των αποστολών αυτών περιορίζεται από τις τεχνικές δυνατότητες και τα χαρακτηριστικά της τριήρους.
Με τις τριήρεις υπήρχε πάντα η αναγκαιότητα τήρησης επαφής με την ξηρά για τους παρακάτω λόγους:
α. Λόγω ευστάθειας (μικρό μετακεντρικό ύψος) η τριήρης είναι ένα ελάχιστα ασφαλές πλοίο. Με τον παραμικρό μέτριο ή ισχυρό άνεμο και θαλασσοταραχή, τα πλοία αυτά αναζητούσαν καταφύγιο σε ένα ασφαλές μέρος σε μια κοντινή ακτή.
β. Τα ξύλα λόγω της ρύπανσης, φθορών και πιέσεων που δεχόταν, απαιτούσαν πολύ συχνή συντήρηση και καλαφάτισμα. Αυτό σημαίνει ότι χρειαζόταν συχνές προσορμίσεις για να ανελκύεται στην ξηρά, να στεγνώνει και να συντηρείται.
γ. Λόγω της έλλειψης αποθηκευτικών χώρων δεν είχαν τρόφιμα για μεγάλα ταξίδια ούτε και μαγειρεία, ούτε και χώρους για ξεκούραση, ανάπαυση και ύπνο του πληρώματος. Μόνο νερό είχαν στο πλοίο για το πλήρωμα και αυτό όχι σε αφθονία. Έπρεπε λοιπόν να πιάσουν «λιμάνι».
Συνήθως οι τριήρεις ξεκινούσαν τους πλόες με την Ανατολή του ήλιου και αγκυροβολούσαν με τη Δύση του ήλιου σε απάνεμα λιμάνια και όρμους ή το συχνότερο τις τραβούσαν στην ακρογιαλιά για συντήρηση, ξεκούραση των ερετών, ύπνο και φαγητό. Στις πολυήμερες αποστολές, τις τριήρεις ακολουθούσαν πάντα εμπορικά φορτηγά σκάφη που μετέφεραν τις προμήθειες των τροφίμων, του νερού και των λοιπών εφοδίων.
Η αναγκαιότητα αυτή για τον «ενόψει ακτής» πλου είχε τρία σοβαρά μειονεκτήματα. Πρώτον αύξανε τους κινδύνους καταστροφής λόγω πρόσκρουσης σε ύφαλο ή προσάραξη ιδιαίτερα αν έπλεε σε άγνωστα νερά. Να θυμηθούμε την απώλεια των 200 περσικών τριηρών που διετάχθησαν κατά την ναυμαχία του Αρτεμισίου το 480 π.Χ. να περιπλεύσουν την Εύβοια και πού λόγω ξαφνικής θύελλας προσέγγισαν την ακτή και κατεστράφηκαν ολοσχερώς. Δεύτερον δεν μπορούσε να εκτελέσει Ναυτικό αποκλεισμό μιας περιοχής γιατί δεν μπορούσε να παραμείνει για πολλές μέρες εν πλώ. Να θυμηθούμε την περίπτωση του Φορμίωνα που όταν το 429 π.Χ. θέλησε να αποκλείσει τον Κορινθιακό κόλπο δεν ήταν εν πλώ αλλά ευρισκόταν με τις τριήρεις του στη Ναύπακτο και από το λιμάνι της επιτηρούσε το χώρο. Τέλος υποχρέωνε κάθε πόλη-κράτος να στηρίζεται σε πολλές βάσεις ανεφοδιασμού.
Ο ρόλος και οι δράσεις μιας τριήρους.
Οι φουρτουνιασμένες θάλασσες επηρέαζαν την επιχειρησιακή τους δράση και έτσι η χρήση τους ήταν για σύντομες και κοντινές μάχες. Οι τριήρεις δεν ήταν για να επιχειρούν σε μακρινές και μεγάλες εκστρατείες ή για να πλέουν σε ωκεανούς παρά μόνο κοντά στις ακτές (costa-costa) και συνήθως από το Νοέμβριο μέχρι και Μάρτιο οι τριήρεις σπάνια ταξίδευαν.
Η πιο συνήθης και απλή αποστολή για τις τριήρεις ήταν η «περιπολία» για προστασία των ακτών της χώρας τους. Άλλη αποστολή ήταν η εκτέλεση καταδρομικής ενέργειας (σημερινή απόβαση), προκειμένου να καταλάβουν έδαφος μιας εχθρικής χώρας, για να ληστέψουν ή να καταστρέψουν τα υλικά αγαθά του εχθρού και αυτό γινόταν σχεδόν πάντα αιφνιδιαστικά. Η αποβατική αυτή καταδρομική επιδρομή ποτέ δεν εξαπλωνόταν πολύ στην ενδοχώρα. Όταν εμφανιζόταν σοβαρή εχθρική δύναμη, το άγημα επανεπιβιβαζόταν στα πλοία και έφευγαν. Τέλος έδιναν τις ξακουστές «ναυμαχίες» για να καταστρέψουν ή για να επικρατήσουν επί του αντιπάλου στόλου ώστε να αποκτήσουν τον έλεγχο και την κυριαρχία μιας θαλάσσιας περιοχής.
Ναυτική τακτική
Ο εμβολισμός ήταν ένας πολύ επικίνδυνος χειρισμός και απαιτούσε θάρρος, εντατική εκπαίδευση και ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. «Αρχή γαρ όντως του νικάν το θαρρείν» έγραψε ο Πλούταρχος. Καθένας μπορεί να αντιληφτεί πως λόγω της σχετικής ταχύτητος ένας κατά μέτωπο εμβολισμός θα ήταν καταστροφικός και για τα δύο πλοία και συνεπώς αυτοκτονία. Αν πάλι γινόταν με κάποια γωνία αλλά με μεγάλη σχετική ταχύτητα τότε το επιτιθέμενο σκάφος κινδύνευε να «κολλήσει» στο προσβαλλόμενο και στην ουσία θα ετίθετο εκτός ενεργείας και τα δύο η δε μάχη που θα δινόταν από τους επιβάτες πλέον, θα διαρκούσε μέχρι τα πλοία να βουλιάξουν. Αν κατά τη ναυμαχία δυο πλοία «κολλούσαν» αυτό καταλογιζόταν σαν λάθος του κυβερνήτη που επιτίθετο. Ήθελε καλούς και γρήγορους χειρισμούς.
Οι πλέον συνήθεις σχηματισμοί μάχης και τακτικοί ελιγμοί κατά τις ναυμαχίες της εποχής ήταν ο «επίπλους» (πλους προς), ο διέκπλους (πλους διαμέσου) και ο «περίπλους» (πλους περί τον εχθρό).
Στον επίπλου τα πλοία φαίνεται σαν να πηγαίνουν για μετωπική αλλά την τελευταία στιγμή τα κουπιά της πλευράς σύρονται γρήγορα μέσα και διερχόμενα πολύ κοντά, σχεδόν γλείφοντας το εχθρικό, σπάζουν τα κουπιά του. Μόλις το εχθρικό πλοίο γίνει ανίκανο να ελιχθεί και παρασύρεται από τα κύματα, τότε η τριήρης με κατάλληλο ελιγμό έστριβε και αποτέλειωνε το αντίπαλό πλοίο.
Στον διέκπλου με αναστροφή τα πλοία διέρχονταν ανάμεσα στα αντίπαλα και μόλις βρισκόταν δίπλα – δίπλα, έστρεφαν κατά 180 μοίρες, εφορμούσαν και τα εμβόλιζαν συνήθως στο ισχίο. Ποτέ δεν εμβόλιζαν κάθετα ή στο μέσον γιατί η απεμπλοκή ήταν δύσκολη και η κρούση επικίνδυνη και για τα δύο πλοία. Σύμφωνα με ναυπηγικούς υπολογισμούς αρκούσε μια διαφορά ταχύτητας 1-2 κόμβων για να προκληθεί μέσα σε 5 λεπτά η ταχύτατη ανατροπή και η αχρήστευση του σκάφους. Στον «περίπλου» τα σκάφη, αν ήταν περισσότερα αριθμητικά, περικύκλωναν τα εχθρικά και κινιόταν κυκλικά γύρω τους τρομάζοντας τους αντιπάλους και μειώνοντας ταυτόχρονα και σταδιακά την απόσταση. ‘Όταν τα περικυκλωμένα πλοία αναγκαζόταν να συμπτυχθούν τόσο ώστε να αρχίσουν να συγκρούονται μεταξύ τους και να επέλθει πανικός. Τότε έβρισκαν την ευκαιρία τα επιτιθέμενα να εφορμήσουν και να τα εμβολίσουν για να τα ανατρέψουν ή με μια καταδρομική ενέργεια «ρεσάλτο» να τα κυριεύσουν.
Από το τότε στο τώρα
Το αντίστοιχο πλοίο μιας τριήρους σήμερα θα ήταν ένα πλοίο που θα συνδύαζε τις δυνατότητες και μιας φρεγάτας τύπου S ή MEKO και ενός αποβατικού του ΠΝ.
Όπως και η τριήρης έτσι και η φρεγάτα είναι φτιαγμένη για να έχει μια καλή δύναμη πυρός, ταχύτητα και ευελιξία. Όμως για να επιτευχθούν όλα αυτά γίνονται πολλές θυσίες κυρίως στην θωράκιση, στην αντοχή των ελασμάτων δηλαδή. Τόσο η τριήρης όσο και οι φρεγάτες έχουν μια σχετικά λεπτή θωράκιση. Η τριήρης είχε ξύλο, αρκετά καλό για να σταματήσει τα βέλη και τα δόρατα, αλλά όχι το συντριπτικό έμβολο (κριό) ενός άλλου πλοίου. Η φρεγάτα έχει φύλλα χάλυβα, αρκετά καλά για να σταματήσουν πυρά μικρών διαμετρημάτων όπλων ή μικρής γόμωσης ναρκών και τορπιλών αλλά όχι αρκετά ισχυρά για να αντέξουν ένα χτύπημα από ένα σύγχρονο ναυτικό πυροβόλο μεγάλου διαμετρήματος ή ενός κατευθυνόμενου βλήματος. Αυτό οφείλεται στο ότι η θωράκιση είναι σαν το νόμισμα που έχει δύο όψεις. Από τη μία πλευρά, η θωράκιση προστατεύει το πλοίο από τις ζημιές κατά τη μάχη, αλλά από την άλλη αυξάνει σημαντικά το βάρος του.
Τέλος οι φρεγάτες, όπως και οι τριήρεις, είναι μικρές σε μέγεθος σε σχέση με τα άλλα πλοία. Έχουν περίπου μήκος 120-160 μέτρα, πλάτος 15μ, βύθισμα 6-6,5μ και βάρος περίπου 3500 τόνων. Η τριήρης τώρα σε σύγκριση με τη φρεγάτα, είναι περίπου 5 φορές μικρότερη.
Η τεχνολογία στο ναυτικό πόλεμο
Ενώ η τεχνολογία έχει αλλάξει δραστικά τα όπλα του ναυτικού πολέμου από την προ Χριστού εποχή, οι ανάγκες που καλύπτουν τα όπλα παραμένουν οι ίδιες.
Οι τοξότες έχουν αντικατασταθεί από βλήματα, το δόρυ από το ναυτικό πυροβόλο και οι κωπηλάτες από τις μηχανές. Όμως η πραγματική αλλαγή στο ναυτικό πόλεμο έχει γίνει στη τακτική.
Σήμερα, τα κατευθυνόμενα βλήματα μπορούν να προσβάλουν στόχους εκατοντάδες μίλια μακριά. Όμως, μέχρι πρόσφατα, τη δεκαετία του 1980, η τεχνολογία των κατευθυνομένων βλημάτων που κάνει τη διαφορά στην ισχύ, δεν υπήρχε.
Το ναυτικό κανόνι ήταν το κύριο όπλο ενός πολεμικού πλοίου και επειδή ακόμη και του πιο ισχυρού κανονιού το βλήμα, δεν μπορεί να φτάσει πολύ πέρα από τον ορίζοντα, ή συμπλοκή έπρεπε να γίνει σε σχετικά κοντινές αποστάσεις. Το ίδιο ίσχυε και κατά τις ναυμαχίες της εποχής εκείνης όπου με τα όπλα της εποχής, τα βέλη και τα δόρατα, επιβαλλόταν στα αντίπαλα πλοία να πλησιάσουν πολύ για να αναμετρηθούν.
Έτσι η τριήρης, με το μικρό της βύθισμα, την ισχύ που της έδιναν οι μύες των κωπηλατών, τα εξαίρετα ελικτικά στοιχεία που είχε και την δύναμη του όπλου που της έδινε το τρομερό έμβολο της, συνέτριβε κάθε εχθρικό πλοίο.
Δικαίως λοιπόν η τριήρης αποτέλεσε επί αιώνες το κατ εξοχή πλοίο μάχης στην αρχαιότητα και το ιδανικό μέσο για την διεκδίκηση της θαλασσοκρατορίας τότε.
ΠΗΓΕΣ:
https://www.psarema-skafos.gr/ell/product/I-triiris-to-diasimotero-polemiko-ploio-tis-arxaiotitas
Συγγραφέας: Αντιναύαρχος (εα) Ηρακλής Καλογεράκης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Μάριου Σίμψα, Το Ναυτικό στην ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις ΓΕΝ, 1982
- ΓΕΕΘΑ, Έκθεση Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων», 1970
- Κ. Αλεξανδρή, Η Θαλάσσια Δύναμις εις την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, 1950
- Στράβων «Γεωγραφικά» Loeb Κλασσική Βιβλιοθήκη έκδοση 1920
- Θουκιδίδης, Ιστορίες Γ βιβλίο & Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου,
- Ηρόδοτος, Ιστορία, Βιβλία VII-ΠΟΛΥΜΝΙΑ και ΒΙΒΛΙΟ VIII– ΟΥΡΑΝΙΑ
- Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής, Κλασσική Βιβλιοθήκη, 1920
- Παυσανίας «Ελλάδος Περιήγησις εκδ. J. M. Dent & Sons, Ltd., London, 1905
- Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1971
- Άρθρο της Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου, στο περιοδικό Ναυτική Ελλάς, ΜΑΪ 2012.
- Άρθρο «Τριήρης» από https://el.wikipedia.org/wiki/Τριήρης
- Άρθρο της Μαρία Κυριαζοπούλου, Τριήρης: το ναυτικό υπερόπλο των αρχαίων Ελλήνων, https://padlet.com/kyrmar102/slrorp4ch7wc
- Δημ. Γκαρουφάλης, Η ναυμαχία της Σαλαμίνας, η σύγκρουση που άλλαξε τον ροή της ιστορίας, περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, 24 Αυγούστου 1998
- Κ. Μητσοτάκη, Ναυπηγού – Μηχανικού, Ομιλία με θέμα «Η Ναυμαχία της Σαλαμίνος – τα αίτια της συντριβής των Περσών», https://www.youtube.com/watch?v=z752w00HCF4
- Ναύαρχος Κουστάνς, «Μια σπουδή πολέμου»
- The Seventy Great Battles of All Time, Edited by Jeremy Black, Thames & Hudson Ltd, 2005
- William Stearns Davis, Readings in Ancient History: Illustrative Extracts from the Sources, 2 Vols, (Boston: Allyn and Bacon, 1912-1913), Vol. I: Greece and the East.
- C.M. BOWRA, Classical Greece,
- https://filoixenagiseon.gr/2013/10/22/αφιέρωμα-στην-αρχαία-τριήρη
- www.historical-quest.com/syndromes/108-archive/arxaia-istoria/579-trireme-protagon-ancient-greece.html
- Dea Fighters of the Mediterranean in Ancient Times, New York, 1959.