Μενού Κλείσιμο

Στην οδό Ρηγίλλης, στο κέντρο της Αθήνας, στον χώρο νότια του Σαρόγλειου Μεγάρου και βόρεια του Ωδείου Αθηνών έχουν αποκαλυφθεί τα κατάλοιπα της παλαίστρας ενός από τα πρώτα γυμνάσια της αρχαίας Αθήνας, του γυμνασίου του Λυκείου. Σύμφωνα με τις αρχαίες μαρτυρίες το Λύκειο ήταν ένα ειδυλλιακό, κατάφυτο προάστιο στα ανατολικά της Αθήνας, έξω από την Πύλη του Διοχάρους. Στα νοτιοδυτικά οριζόταν από το Ολυμπιείο και τα άλλα παριλίσια ιερά, στα νότια από τον ποταμό Ιλισό και στα βόρεια από τον Λυκαβηττό και τον Ηριδανό. Η περιοχή φαίνεται ότι είχε πάρει το όνομά της από το Ιερό του Λυκείου Απόλλωνος, που προϋπήρχε του γυμνασίου αλλά δεν έχει ακόμη εντοπιστεί. Ο Λύκειος Απόλλων λατρευόταν στην περιοχή από τους πανάρχαιους χρόνους, ίσως ως ποιμενικός θεός, προστάτης των κοπαδιών από τους λύκους.

Η αρχαία ανατολική Αθήνα σε σχέση με την σημερινή πόλη.

Η παλαίστρα του Λυκείου, χώρος προπόνησης των αθλητών στην πάλη, στην πυγμαχία και στο παγκράτιο (συνδυασμός πάλης και πυγμαχίας) έχει αποκαλυφθεί σε έκταση 2,5 στρεμμάτων (50 x 48 μ.). Πρόκειται για ένα μεγάλο κτήριο με διαμήκη άξονα από βορρά προς νότο, το οποίο θεμελιώθηκε στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. και διατηρήθηκε, με επισκευές και προσθήκες, για περίπου επτά αιώνες, ως τις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., οπότε και εγκαταλείφθηκε οριστικά. Ωστόσο, μετά τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. μάλλον δεν λειτουργούσε ως παλαίστρα.

Ανάγλυφη βάση επιτύμβιου αγάλματος με παράσταση πάλης από τον Κεραμεικό.
Γύρω στο 510 π.Χ. (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).

Το κτήριο αποτελείται από μία εσωτερική αυλή (23 x 26μ.) που περιβάλλεται στις τρεις πλευρές της από στοές πλάτους 3,5 έως 4 μ., πίσω από τις οποίες αναπτύσσονται με αξιοπρόσεκτη συμμετρία ευρύχωρα, ορθογώνια δωμάτια. Η κεντρική είσοδος στην παλαίστρα ήταν πιθανόν στη νότια πλευρά της, που δεν έχει ερευνηθεί ακόμα. Τον 1ο αιώνα μ.Χ. κατασκευάστηκε στη βόρεια πλευρά της αυλής δεξαμενή ψυχρού λουτρού για τους αθλητές, με αψιδωτές τις στενές πλευρές της. Στην ίδια περίοδο εντάχθηκαν με απόλυτη συμμετρία στο βορειοανατολικό και βορειοδυτικό τμήμα της παλαίστρας τα λουτρά που πιθανότατα αντικατέστησαν τους προγενέστερους λουτρώνες των κλασικών χρόνων.

Συνυφασμένα με το θεσμό της γυμναστικής ως συστήματος εκπαίδευσης και με την έννοια του «καλοκάγαθου», τα γυμνάσια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη φυσική και πνευματική αγωγή των νέων. Σταδιακά, εξελίχθηκαν σε σπουδαία πνευματικά κέντρα. Τον 4ο αιώνα π.Χ. ιδρύθηκαν στα γυμνάσια οι πρώτες φιλοσοφικές σχολές, κατ΄ ουσίαν τα πρώτα Πανεπιστήμια: στην περιοχή του Λυκείου ίδρυσε, το 335π.Χ τη σχολή του ο Αριστοτέλης και δίδαξε για περίπου δώδεκα χρόνια, τα πιο δημιουργικά της ζωής του.

Άποψη της ανασκαφής το 1996. ”Από το 1997 που ο χώρος ανακαλύφθηκε και ταυτίστηκε με το
Λύκειο του Αριστοτέλη από την αρχαιολόγο Εφη Λυγκούρη, δεν έπαψαν οι αριστοτελιστές,
κυρίως, και οι μελετητές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας να αναζητούν τον
αρχαιολογικό αυτό χώρο για να τον «προσκυνήσουν”.

Ο αρχαιολογικός χώρος του Λυκείου αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τόπους της ιστορίας του ανθρωπίνου πνεύματος. Το μνημειώδες διανοητικό οικοδόμημα του Αριστοτέλη και της Σχολής του συγκεφαλαίωσε όλες τις φιλοσοφικές και επιστημονικές αναζητήσεις του αρχαίου κόσμου και είχε ανυπολόγιστη επίδραση στην διαμόρφωση της Χριστιανικής Πατερικής Θεολογίας. Επί 18 αιώνες, έως την Αναγέννηση, ο Αριστοτέλης ήταν το άπαν της ανθρώπινης σοφίας και η αδιαμφισβήτητη αυθεντία σε κάθε σχεδόν τομέα του επιστητού.

Κάτοψη του βόρειου τμήματος της παλάιστρας. Ανατολικό και δυτικό λουτρό μαζί με τα υπόκαυστα.
Χωροθέτηση αρχαιολογικού χώρου στο Λύκειο του Αριστοτέλη.
Δυτικό λουτρό
Λουτρικές εγκαταστάσεις
Η παλαίστρα του Λυκείου αποκαλύφθηκε το 1996 στη διάρκεια των σωστικών ανασκαφών
της Γ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στο οικόπεδο εμβαδού έντεκα
στρεμμάτων, που είχε παραχωρηθεί από το ελληνικό Δημόσιο στο Ίδρυμα Β. και
Ε. Γουλανδρή για την ανέγερση Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.
Ανατολικό υπόκαυστο. Τα υπόκαυστα ήταν χαμηλοί και συνήθως υπόγειοι χώροι, κάτω απο τα
δάπεδα δωματίων των λουτρών. Δημιουργούνταν με την έδραση των δαπέδων σε στυλίσκους,
αποτελούμενους απο πολλές επάλληλες συνήθως κυκλικές πλάκες, οι οποίες άντεχαν τις
υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονταν σε αυτούς τους χώρους. Ο θερμός αέρας παραγόταν
απο την φωτιά που έκαιγε στον προθάλαμο καύσης και κυκλοφορούσε κάτω απο το δάπεδο.
Αναπαράσταση υπόκαυστης αίθουσας ρωμαϊκών χρόνων (Δημήτρης Κούκουλας 2013).
Υδραγωγείο
Επιφανειακός υδατοαγωγός
Ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί στη φυτοτεχνική μελέτη, που έχει εκπονηθεί από τον Κάρολο Χανικιάν.
Μελετώντας ο κ. Χανικιάν τη φυτοτεχνική των αρχαίων, με πρώτο τον Θεόφραστο, μαθητή του
Αριστοτέλη, που ίδρυσε τον 4ο αι. π.Χ. τον πρώτο Βοτανικό Κήπο στον κόσμο, επέλεξε και
φύτεψε στο Λύκειο ελιές, ροδιές, κυπαρίσσια και μυρωδικά φυτά, όπως θυμάρι, δάφνες,
δεντρολίβανο, ελίχρυσο, κ.ά.

Ποιός ήταν ο Αριστοτέλης

Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου του έτους 384 π.Χ. στα Αρχαία Στάγειρα της Χαλκιδικής (σημερινή ονομασία της περιοχής Λιοτόπι, μισό χιλιόμετρο νοτίως της Ολυμπιάδας). Ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ΄, τον οποίο είχε πατέρα ο Φίλιππος. Ο Νικόμαχος, που κατά το Σουίδα είχε γράψει έξι βιβλία ιατρικής και ένα φυσικής, θεωρούσε πρόγονό του τον ομηρικό ήρωα και γιατρό Μαχάονα, το γιο του Ασκληπιού. Πίστευαν ότι και της μητέρας του η καταγωγή ήταν θεϊκή. Ονομαζόταν Φαιστίς, είχε έρθει με Χαλκιδείς αποίκους στα Στάγειρα και ανήκε στο γένος των Ασκληπιαδών.

Ο Αριστοτέλης πρόωρα ορφάνεψε από πατέρα και μητέρα και την κηδεμονία του ανέλαβε ο φίλος του πατέρα του Πρόξενος, που ήταν εγκαταστημένος στον Αταρνέα της μικρασιατικής Αιολίδας, απέναντι από τη Λέσβο. Ο Πρόξενος, που φρόντισε τον Αριστοτέλη σαν δικό του παιδί, τον έστειλε στην Αθήνα σε ηλικία 17 ετών (367 π.Χ.), για να γίνει μαθητής του Πλάτωνα. Πράγματι ο Αριστοτέλης σπούδασε στην Ακαδημία του Πλάτωνα επί 20 χρόνια (367 – 347), μέχρι τη χρονιά δηλ. που πέθανε ο δάσκαλός του. Στο περιβάλλον της Ακαδημίας άφηνε κατάπληκτους όλους και τον ίδιο το δάσκαλό του, με την ευφυΐα και τη φιλοπονία του. Ο Πλάτωνας τον ονόμαζε “νουν της διατριβής” και το σπίτι του “οίκον αναγνώστου”.

Όταν το 347 π.Χ. πέθανε ο Πλάτωνας, προέκυψε θέμα διαδόχου στη διεύθυνση της σχολής. Επικρατέστεροι για το αξίωμα ήταν οι τρεις καλύτεροι μαθητές του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, ο Ξενοκράτης και ο Σπεύσιππος. Ο Αριστοτέλης τότε μαζί με τον Ξενοκράτη εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στην Άσσο, πόλη της μικρασιατικής παραλίας, απέναντι από τη Λέσβο. Την Άσσο κυβερνούσαν τότε δύο πλατωνικοί φιλόσοφοι, ο Έραστος και ο Κορίσκος, στους οποίους είχε χαρίσει την πόλη ο ηγεμόνας του Αταρνέα και παλιός μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, Ερμίας. Οι δύο φίλοι, κυβερνήτες της Άσσο, είχαν ιδρύσει εκεί μια φιλοσοφική σχολή, ως παράρτημα της Ακαδημίας.

Στην Άσσο ο Αριστοτέλης δίδαξε τρία χρόνια και μαζί με τους φίλους του κατόρθωσε ό,τι δεν μπόρεσε ο Πλάτωνας. Συνδέθηκαν στενά με τον Ερμία και τον επηρέασαν τόσο, ώστε η τυραννία του να καταστεί ηπιότερη και δικαιότερη. Το τέλος του τυράννου όμως ήταν τραγικό. Επειδή προέβλεπε την εκστρατεία των Μακεδόνων στην Ασία, συμμάχησε με το Φίλιππο. Γι’ αυτό τον συνέλαβαν οι Πέρσες και τον θανάτωσαν με μαρτυρικό σταυρικό θάνατο.

Το 345 π.Χ. ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας τη συμβουλή του μαθητή του Θεόφραστου, πέρασε απέναντι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου έμεινε και δίδαξε μέχρι το 342 π.Χ. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί την ανιψιά και θετή κόρη του Ερμία, την Πυθιάδα, από την οποία απέκτησε κόρη, που πήρε το όνομα της μητέρας της. Μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου ο Αριστοτέλης συνδέθηκε αργότερα στην Αθήνα με τη Σταγειρίτισσα Ερπυλλίδα, από την οποία απέκτησε ένα γιο, το Νικόμαχο. Το 342 π.Χ. τον προσκάλεσε ο Φίλιππος στη Μακεδονία, για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιου του Αλέξανδρου, που ήταν τότε μόλις 13 χρονών. Ο Αριστοτέλης άρχισε με προθυμία το έργο της αγωγής του νεαρού διαδόχου. Φρόντισε να του μεταδώσει το πανελλήνιο πνεύμα και χρησιμοποίησε ως παιδευτικό όργανο τα ομηρικά έπη. Η εκπαίδευση του Αλέξανδρου γινόταν άλλοτε στην Πέλλα και άλλοτε στη Μίεζα, μια κωμόπολη της οποίας τα ερείπια έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη· βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η σημερινή Νάουσα της Μακεδονίας. Εκεί το 341 π.Χ. πληροφορήθηκε το θάνατο του Ερμία.

Ο Αριστοτέλης έμεινε στη μακεδονική αυλή έξι χρόνια. Όταν ο Αλέξανδρος συνέτριψε την αντίσταση των Θηβαίων και αποκατέστησε την ησυχία στη νότια Ελλάδα, ο Αριστοτέλης πήγε στην Αθήνα (335 π.Χ.) και ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή. Για να εγκαταστήσει τη σχολή του διάλεξε το Γυμνάσιο, που λεγόταν και Λύκειο, ανάμεσα στο Λυκαβηττό και τον Ιλισό, κοντά στην πύλη του Διοχάρους. Εκεί υπήρχε άλσος αφιερωμένο στον Απόλλωνα και τις Μούσες. Με χρήματα που του έδωσε άφθονα ο Αλέξανδρος, ο Αριστοτέλης έχτισε μεγαλόπρεπα οικήματα και στοές, που ονομάζονταν “περίπατοι”. Ίσως γι’ αυτό η σχολή του ονομάστηκε Περιπατητική και οι μαθητές του περιπατητικοί φιλόσοφοι.

Άποψη της Αθήνας απο τις νότιες υπώρειες του Λυκαβηττού.
Σε κύκλο ο χώρος του Λυκείου του Αριστοτέλη.

Η οργάνωση της σχολής είχε γίνει κατά τα πρότυπα της Πλατωνικής Ακαδημίας. Τα μαθήματα για τους προχωρημένους μαθητές γίνονταν το πρωί (“εωθινός περίπατος”) και για τους αρχάριους το απόγευμα (“περί το δειλινόν”, “δειλινός περίπατος”). Η πρωινή διδασκαλία ήταν καθαρά φιλοσοφική (“ακροαματική”). Η απογευματινή “ρητορική” και “εξωτερική”.

Η σχολή είχε μεγάλη βιβλιοθήκη τόσο καλά οργανωμένη, ώστε αργότερα χρησίμευσε ως πρότυπο για την ίδρυση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Ο Αριστοτέλης μάζεψε χάρτες και όργανα χρήσιμα για τη διδασκαλία των φυσικών μαθημάτων. Έτσι σύντομα η σχολή έγινε περίφημο κέντρο επιστημονικής έρευνας. Στα δεκατρία χρόνια που έμεινε ο Αριστοτέλης στην Αθήνα δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, που προκαλεί το θαυμασμό μας με τον όγκο και την ποιοτική του αξία. Γιατί είναι άξιο απορίας, πώς ένας άνθρωπος σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα συγκέντρωσε και κατέγραψε τόσες πολλές πληροφορίες.

Το 323 π.Χ. με την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου οι οπαδοί του αντιμακεδονικού  κράτους, νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Μακεδόνες στο πρόσωπο του Αριστοτέλη. Το ιερατείο, με εκπρόσωπό του τον ιεροφάντη της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα  και η σχολή του Ισοκράτη, με το Δημόφιλο, κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια (“γραφή ασεβείας”), επειδή είχε ιδρύσει βωμό στον Ερμία, είχε γράψει τον ύμνο στην Αρετή και το επίγραμμα στον ανδριάντα του Ερμία, στους Δελφούς. Ο Αριστοτέλης όμως, επειδή κατάλαβε τα πραγματικά κίνητρα και τις αληθινές προθέσεις των μηνυτών του, έφυγε για τη Χαλκίδα, προτού γίνει η δίκη του (323 π.Χ.). Εκεί έμεινε, στο σπίτι που είχε από τη μητέρα του, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του την Ερπυλλίδα και με τα δύο του παιδιά, το Νικόμαχο και την Πυθιάδα.

Ο Αριστοτέλης απεβίωσε μεταξύ πρώτης και εικοστής δευτέρας Οκτωβρίου του έτους 322 π.Χ. στη Χαλκίδα από στομαχικό νόσημα, μέσα σε θλίψη και μελαγχολία. Το σώμα του μεταφέρθηκε στα Στάγειρα, όπου θάφτηκε με εξαιρετικές τιμές. Οι συμπολίτες του τον ανακήρυξαν “οικιστή” της πόλης και έχτισαν βωμό πάνω στον τάφο του. Στη μνήμη του καθιέρωσαν γιορτή, τα “Αριστοτέλεια”, και ονόμασαν έναν από τους μήνες “Αριστοτέλειο”. Η πλατεία όπου θάφτηκε ορίστηκε ως τόπος των συνεδρίων της βουλής.

Φεύγοντας από την Αθήνα, διευθυντή της σχολής άφησε το μαθητή του Θεόφραστο, που τον έκρινε ως τον πιο κατάλληλο. Έτσι το πνευματικό ίδρυμα του Αριστοτέλη εξακολούθησε να ακτινοβολεί και μετά το θάνατο του μεγάλου δασκάλου.

ΠΗΓΕΣ:

Πληροφορίες κειμένου: ΟΔΥΣΣΕΥΣ, Ελένη Μπάνου έφορος της Γ’ ΕΠΚΑ, Νίκη Σακκά, Αρχαιολόγος Α΄ ΕΠΚΑ,wikipedia, enet.

Πηγή ΟΜΑΔΑ ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ.