Ο Επίκουρος ήταν Αθηναίος, γιος του Νεοκλή, από τον δήμο Γαργηττού, και καταγόταν από το παλιό επιφανές Αθηναϊκό γένος των Φιλαϊδών (Διογ. Λαέρτ. 10,1). Είναι, επομένως, μαζί με τον Πλάτωνα (και τον Σπεύσιππο), ο μόνος Αθηναίος από τους φιλοσόφους της γενιάς του και των δύο προηγούμενων γενεών, ενώ όλοι οι άλλοι ήταν ξένοι. Από αυτό το γεγονός θα πρέπει να επηρεάστηκε πάρα πολύ η στάση και του Επικούρου, όπως και του Πλάτωνος. Γιατί δεν είναι βεβαίως σύμπτωση ότι ο Αθηναίος Πλάτων δεν μπόρεσε ποτέ πια να απαλλαγεί εντελώς από το νεανικό βίωμα της κατάρρευσης της χώρας και του κράτους του και ως το τέλος της ζωής του έμεινε πολιτικά δεσμευμένος.
O Αθηναίος Επίκουρος, πάλι, είχε τις δικές του εμπειρίες από την εξωτερική και την εσωτερική πτώση της Αθήνας (από τη μετατροπή του Αθηναϊκού κράτους από υποκείμενο της πολιτικής σε απλό αντικείμενο της πολιτικής άλλων) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποφασιστική αποχώρηση από την πολιτική ήταν η μόνη λογική στάση -ο ξένος όμως Αριστοτέλης, από την απόσταση του αμέτοχου τελικά παρατηρητή, κατόρθωσε να αναλύσει με νηφαλιότητα τους γενικούς όρους της ανάπτυξης και της παρακμής μιας πολιτείας.
Ο Επίκουρος γεννήθηκε στη Σάμο το 341 π.Χ. Δέκα χρόνια πριν οι Αθηναίοι είχαν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν την απειλή της αποστασίας της Σάμου από τη Δεύτερη Ναυτική Συμμαχία στέλνοντας εκεί μεγάλο αριθμό πολιτικά έμπιστων Αθηναίων ως κληρούχων. Ανάμεσα τους ήταν και οι γονείς του Επικούρου. Είχε επίσης τρεις αδελφούς, που αργότερα προσχώρησαν όλοι στη σχολή του. Σε μια επιστολή ανέφερε ο ίδιος ότι άρχισε να φιλοσοφεί στα δεκατέσσερα χρόνια του (Διογ. Λαέρτ. 10,2), έκφραση που δεν είναι εύκολο να ερμηνευθεί. Η δυσπιστία είναι δικαιολογημένη, καθότι διάφορες μαρτυρίες στοιχειοθετούν την υπόθεση ότι ο Επίκουρος συνειδητά προσέδωσε στον εαυτό του το ύφος μορφής αντίπαλης και ανταγωνιστικής προς τον Σωκράτη και των Σωκρατικών. Ο Σωκράτης τονίζει συνεχώς ότι δεν είχε ποτέ πραγματικά κάποιο δάσκαλο, εκτός αν θεωρηθεί δάσκαλος του ο δελφικός Απόλλων. Για τον Επίκουρο η παρέμβαση ενός θεού δεν συζητείται και γι’ αυτό θα πρόβαλλε πιο κατηγορηματικά ότι είναι αυτοδίδακτος και ότι εντελώς μόνος του άρχισε να οικοδομεί τη φιλοσοφία του στην ηλικία που ο νέος άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να θέσει σε κίνηση τη λογική του. Αντίθετα, γνωρίζουμε ότι πριν ακόμη από τα δεκαοκτώ του χρόνια μετοίκησε από τη Σάμο στην Τέω, όπου τότε ένας πολύ περίεργος άνδρας, ο Ναυσιφάνης, δίδασκε ανάμεσα σε άλλα και φιλοσοφία. Ο Ναυσιφάνης χαρακτήριζε τον εαυτό του ως οπαδό της θεωρίας του Αβδηρίτη Δημοκρίτου (που είχε πεθάνει πριν 70 περίπου χρόνια), αλλά δίδασκε και μαθηματικά και ρητορική, επιστήμες που ο Επίκουρος αργότερα τις απέρριψε ως άχρηστες και ασήμαντες. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι ο Επίκουρος θα παρουσίαζε ποτέ σοβαρά αυτόν τον άνδρα ως δάσκαλο του στη φιλοσοφία, όπως άλλωστε και τον μαθητή του Πλάτωνος Πάμφιλο, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο, ώστε πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Επίκουρος μόνο μια φορά ανέφερε εν παρόδω ότι στα νιάτα του συνάντησε τον άνδρα. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι αντίπαλοι του Επικούρου συνέλαβαν όλο αυτό το πλέγμα και από τη μια μεριά τον παρουσίαζαν ως μαθητή του ελάχιστα εκτιμώμενου Ναυσιφάνη, από την άλλη δε με μοχθηρία εξέφραζαν τη λύπη τους που ο Επίκουρος έχασε τη μοναδική ευκαιρία να μπει στον κόσμο του Πλάτωνος.
Στα δεκαοκτώ του χρόνια (323 π.Χ.) ο Επίκουρος, ως νομοταγής Αθηναίος, γύρισε στην πατρίδα του για να κάνει σύμφωνα με τον νόμο την εφηβεία του, δηλ. τη στρατιωτική του θητεία. Δεν φαίνεται να ήλθε σε επαφή με καμιά από τις δύο φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας: ο Περίπατος, που τον κακολογούσαν όχι αναίτια για συμπάθεια προς τους Μακεδόνες, κάτω από την πολιτική πίεση είχε αναστείλει τη λειτουργία του και ο Αριστοτέλης είχε φύγει στη Χαλκίδα, όπου η οικογένεια του είχε ένα σπίτι και όπου ήταν εγκατεστημένη μακεδόνικη φρουρά (πέθανε εκεί μετά από μερικούς μήνες). Κεφαλή της Ακαδημίας ήταν ο Ξενοκράτης, όμως μια μεταγενέστερη πληροφορία ότι ο Επίκουρος τον είχε ακούσει είναι πιθανώς σκόπιμο εύρημα, που πρέπει όπως πάντα να αντιμετωπίζεται κριτικά.
Το 322 πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοι του προσπαθούσαν πια να διατηρήσουν την αυτοκρατορία και να αυξήσουν την προσωπική τους ισχύ. Σε αυτήν την προσπάθεια περιλαμβανόταν και μια οξύτατη επίθεση εναντίον της εχθρικής Αθήνας και έτσι ο Περδίκκας διέταξε την απομάκρυνση όλων των Αθηναίων κληρούχων από τη Σάμο. Η οικογένεια του Επικούρου μετοίκησε τότε στον Κολοφώνα, όπου την ακολούθησε και ο ίδιος μετά το τέλος της θητείας του και όπου φαίνεται ότι έμεινε πάνω από δέκα χρόνια. Η οικογένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ολόκληρη την περιουσία της στη Σάμο και ζούσε σε πιεστικές οικονομικά συνθήκες. Το ότι οι αντίπαλοι του Επικούρου αργότερα με κακοήθεια διακωμώδησαν τη φτώχεια (τη δική του και των συγγενών του) είναι δείγμα ύφους της αρχαίας πολεμικής.
Αποφασιστικό υπήρξε για τον Επίκουρο (όπως και ο ίδιος θα αφηγηθεί) το 32ο έτος της ηλικίας του, όταν αποφάσισε «συστήσασθαι σχολήν» (Διογ. Λαέρτ. 10,15), και μάλιστα αρχικά στη Μυτιλήνη της Λέσβου και μετά στη Λάμψακο, όπου δίδαξε συνολικά πέντε χρόνια συνεχώς, δηλ. από το 310 ως το 306 π.Χ. Τους πρώτους, πιο πιστούς και πιο σημαντικούς, μαθητές τους βρήκε στη Λάμψακο. Πρέπει να αναφερθούν ο Λεοντεύς και κυρίως ο Ιδομενεύς, ο οποίος δεν ασχολούνταν μόνο με τη φιλοσοφία και τη συγγραφή (πρώτος έγραψε ένα αναμφισβήτητα οξύτατο στα κύρια σημεία του βιβλίο πολεμικής για τους «Σωκρατικούς», την πρώτη μαρτυρία όπου οι μαθητές του Σωκράτη συμπεριλαμβάνονται σαφώς σε μία ομάδα), αλλά κατέλαβε και σημαντική πολιτική θέση ως σύμβουλος του βασιλιά της Θράκης Λυσιμάχου, πράγμα που έκανε τον Επίκουρο να ανησυχεί κάπως. Σε αυτόν τον παλιό, τον πρώτο κύκλο μαθητών ανήκαν επίσης ο Κολώτης (έγραψε αργότερα ένα περίφημο βιβλίο πολεμικής κατά της Πολιτείας του Πλάτωνος), ο Πολύαινος και η Θεμίστα, η σύζυγος του Λεοντέως.
Πρέπει να υποθέσουμε ότι λόγοι πολιτικοί ανάγκασαν τον Επίκουρο το 306 π.Χ. να εγκατασταθεί στην πατρίδα του και να μεταφέρει εκεί τη σχολή. Ως Αθηναίος δεν είχε καμιά δυσκολία —αντίθετα από τους αρχηγούς του Περιπάτου και της Στοάς—να αποκτήσει κατάλληλο οικόπεδο και να χτίσει τα απαραίτητα για τη διαβίωση και τη φιλοσοφική εργασία οικοδομήματα. Φαίνεται όμως ότι σκόπιμα έδωσε στο σύνολο των εγκαταστάσεων τη μορφή μεγάλου κήπου ή άλσους, πρέπει να ήταν γι’ αυτόν βασική ιδέα το να μην ασκείται η φιλοσοφία σε σπουδαστήρια και αίθουσες (και οπωσδήποτε όχι σε δημόσιες στοές), αλλά σε ελεύθερη περιδιάβαση μέσα σε μια απλή, ειρηνική φύση, μακριά από τον θόρυβο της πόλης. Έτσι και η σχολή του πήρε ακριβώς την ονομασία« Κήπος». Την εποχή του Κικέρωνος επίσης φαίνεται ότι ολόκληρος ο χώρος είχε παραμείνει αναλλοίωτος, όπως τον ήθελε ο Επίκουρος. Έχουμε μιαν επιστολή, όπου ο Κικέρων, παρακινημένος από τους τότε διευθυντές της σχολής, παρακαλούσε επίμονα έναν πλούσιο Ρωμαίο Επικούρειο (που σχεδίαζε να αγοράσει το οικόπεδο, να κατεδαφίσει τα παλιά οικοδομήματα και να χτίσει στην ίδια θέση μια μεγάλη καινούργια έπαυλη) να παραιτηθεί από το ασεβές αυτό εγχείρημα.
Σε αυτόν τον «Κήπο» εργάστηκε και δίδαξε ο Επίκουρος 35 χρόνια. Υπάρχουν πληροφορίες για μερικά ταξίδια σε ξένους φίλους, για την ήσυχη και λιτή ζωή στον φιλικό του κύκλο, στον οποίο ανήκαν άνδρες, γυναίκες, σκλάβοι και —όπως σαφώς αναφέρεται— μερικές εταίρες (το γεγονός ότι στα έργα των Σωκρατικών οι εταίρες άλλοτε περιγράφονταν ως ταυτόσημες με την έννοια της φαυλότητας και άλλοτε ως ενδιαφέρουσες συνομιλήτριες του Σωκράτη δεν θα πρέπει να μην άσκησε εδώ κάποια επίδραση)· επίσης υπάρχουν πληροφορίες για μια πολύ εκτεταμένη αλληλογραφία του Επικούρου και, τέλος, για την απασχόληση του με τα φιλοσοφικά έργα.
Ο ρόλος που έπαιξε η φιλία στον Επίκουρο και στους μαθητές του θα ξανασυζητηθεί αργότερα. Για να το διατυπώσουμε εξαρχής και καθαρά, η κοινότητα των φίλων (αν αντιπαραθέσουμε τον Πλάτωνα και, ίσως, και τον Αριστοτέλη) αντικαθιστά την πολιτική οργάνωση των πολιτών στο κράτος, από την οποία ο Επίκουρος δεν περιμένει πια τίποτε καλό παρά μόνο εσωτερική και εξωτερική συμφορά. Αλλά και ως μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας η φιλία είναι η τελειότατη (πάλι αντίθετα προς τον Πλάτωνα και συμφωνώντας εν μέρει με τον Αριστοτέλη), σε αντίθεση προς τον έρωτα, στον οποίο ο Επίκουρος δεν μπορεί να δει παρά αυτό που προξενεί ανησυχία, αναστάτωση και κίνδυνο.
Σχετικά με την αλληλογραφία του αξίζει να σημειωθεί ήδη εδώ ότι ο Επίκουρος είναι ο πρώτος αρχαίος που δημοσίευσε μια πραγματική αλληλογραφία από άνθρωπο σε άνθρωπο, ένα μέρος της οποίας μας έχει διασωθεί. Γιατί όσα άλλα έχουμε από αλληλογραφίες (από τον περιώνυμο τύραννο Φάλαρη τον Ακραγαντίνο, τους Σωκρατικούς ως τον Πλάτωνα, τον Ισοκράτη, τον Αριστοτέλη, τον Δημοσθένη), όλα είναι ή ευρήματα φιλολογιζόντων της Ελληνιστικής εποχής ή υπηρεσιακές εγκύκλιοι που στην πραγματικότητα εκ των προτέρων απευθύνονταν σε πολλούς παραλήπτες. Ο Επίκουρος είναι ο πρώτος που πραγματικά αλληλογραφεί —και είχε τους λόγους του όπως θα δούμε παρακάτω.
Στην αρχαιότητα και στους μεταγενέστερους χρόνους συχνά ξένισε και προκάλεσε αντιπάθεια η υπερβολή στην έκφραση σεβασμού και τιμής από τους φίλους προς τον Επίκουρο, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αυτός τη δεχόταν. Η ημέρα των γενεθλίων του γιορταζόταν με επισημότητα κάθε χρόνο -ο ίδιος όρισε στη διαθήκη του ότι στις 20 κάθε μήνα έπρεπε να γίνεται συμπόσιο στη μνήμη του και στη μνήμη του στενού του φίλου Μητροδώρου, που πέθανε πριν από αυτόν. Και σε κάθε ευκαιρία οι φίλοι του τον αντίκριζαν ως θεό είναι γνωστό ότι ο Λουκρητίας στο ποίημα του De rerum natura εγκωμιάζει τον Επίκουρο ως θεό.
Την περίπτωση αυτήν, εν τούτοις, πρέπει να την εξετάσουμε στο ευρύτερο πλαίσιο της. Στο σημείο αυτό της απόδοσης τιμών ο Επίκουρος δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος. Αρκεί εδώ να υπενθυμίσουμε δύο περιπτώσεις, που δεν μπορεί να μην ήταν γνωστές και στον ίδιο. Η πρώτη είναι η περίπτωση του Εμπεδοκλή, που στα δύο ποιήματα του παρουσιάζει τον εαυτό του ως θεό που εκδιώχθηκε από τον κόσμο των Μακάρων, είναι όμως πάντα θεός. Περιγράφει πως, στις περιπλανήσεις του από πόλη σε πόλη, έγινε με σεβασμό δεκτός ως θεός από άνδρες και γυναίκες και υπαινίσσεται ότι διαθέτει γνώσεις και δυνάμεις που ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα. Η δεύτερη περίπτωση είναι του Πλάτωνος, για τον οποίο ο ανιψιός του Σπεύσιππος στο Εγκώμιον Πλάτωνος δεν δίστασε να υποστηρίξει ότι ο Πλάτων δεν ήταν γιος του φυσικού του πατέρα αλλά του Απόλλωνος. Και η Ακαδημία, όσο λειτουργούσε, απέδιδε βαθύ νόημα στα γενέθλια του Σωκράτη και του Πλάτωνος. Στην περίπτωση του Επικούρου προστίθεται βέβαια ένας ακόμη παράγοντας. Ο φιλόσοφος εδώ δεν είναι μόνο αυτός που διδάσκει πώς πρέπει να ζει κανείς, αλλά και ο ίδιος γίνεται υπόδειγμα φιλοσοφικής ζωής. Η αλληλογραφία, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, αποκτά τη σημασία της ακριβώς από το ότι δείχνει πώς ο φιλόσοφος αντιμετωπίζει συγκεκριμένα τις πιο καθημερινές καταστάσεις της ζωής. Δεν είναι παράξενο ότι ένας φιλόσοφος που κατόρθωνε κάτι τέτοιο γοήτευε και συνάρπαζε όσους τον πλησίαζαν. Δεν είναι επίσης αρνητικό γι’ αυτόν ότι καταλάβαινε καλά πως, για τη διαμόρφωση ενός τρόπου ζωής, το προσωπικό παράδειγμα που απαιτούσε από τον εαυτό του να δώσει ήταν πολύ πιο σπουδαίο από ένα ορθολογικό σύστημα ηθικής. Έτσι, τελικά κάποιος από τους μαθητές του εξήγησε: «Όταν συγκρίνει κανείς τη ζωή του Επικούρου με των άλλων, θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει ως μύθο, εξαιτίας της πραότητας και της αυτάρκειας». Το κρίσιμο σημείο σε αυτήν τη σκέψη είναι ότι αυτή η πραγματικά βιωμένη ζωή υπερέχει πολύ σε παραινετική και παρηγορητική δύναμη από τους φανταστικούς μύθους του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη.
Ο Επίκουρος πέθανε το 270 π.Χ. σε ηλικία 72 χρόνων από εξαιρετικά επώδυνη νεφρολιθίαση. Έχει σωθεί μια σύντομη επιστολή, που έγραψε την τελευταία ημέρα της ζωής του, και η διαθήκη του.
ΠΗΓΕΣ:
–