Αντί Εισαγωγής
Ο Προμηθεύς Δεσμώτης[1]
«Μύθος λόγου τινος έμφασις εστιν, ανακλώντος επ’ άλλα την διάνοιαν» (Πλούταρχος). Ο μύθος, κάθε μύθος, είναι συμβολισμός. Πίσω από τις εικόνες του πρέπει να αναζητήσει κανείς τον βαθύτερο «λόγον», αυτόν πού οδήγησε στην πλάση του. Τούτο είναι συχνά δυσχερέστατο για την πρόσθετη αιτία, ότι οι μύθοι ήσαν παμπάλαιες εικονικές περιγραφές, μεταδιδόμενες προφορικώς από γενεάς εις γενεάν, κάθε μία των οποίων προσέθετε ή αφαιρούσε κάποιο ακόμη στοιχείο της περιγραφής τους, έτσι ώστε να ανακλώνται και άλλοι «λόγοι» – πέραν του αρχικού. Μπορεί επομένως ένας μύθος να υποκρύπτει ενίοτε δύο ή και τρεις «λόγους», και μάλιστα διαφορετικού βαθμού βαθύτητος ή μυήσεως.
Ένας τέτοιος πανάρχαιος μύθος είναι αυτός του Προμηθέως Δεσμώτου. Οι προσθήκες, που κατά καιρούς τού έγιναν, δημιούργησαν πολλές παραλλαγές, από τις οποίες όμως εμείς θα σταθούμε στην πιο επίσημη, αυτήν πού διεσώθη από το κορυφαίο πνεύμα της αρχαιότητος, τον Αισχύλο. Ο μέγιστος αυτός Τραγικός δεν ήταν δυνατόν πράγματι να διάλεξε άλλη, από την πιο αυθεντική εκδοχή του μύθου, από εκείνην πού δεν θα ήταν απλώς ένα τερπνό σενάριο θεατρικής παραστάσεως, αλλά μια διδασκαλία οδηγούσα στο άδυτο του βαθύτερου «λόγου».
Ξαναβλέπουμε σήμερα τον μύθο αυτόν ερμηνευτικά -μολονότι έχει υποστεί πληθώρα αναλύσεων από τους διαπρεπέστερους των φιλολόγων-, διότι στην γνώση μας έχει προστεθεί μια αποκάλυψη για τον προϊστορικό Ελληνισμό, η οποία φαίνεται ότι δεν ήταν άγνωστη στους μυημένους σοφούς της αρχαιότητος: ότι δηλαδή ο Ελληνισμός εκείνος της προκατακλυσμιαίας χρυσής εποχής είχε απλωθεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο και τον είχε εκπολιτίσει τεχνικά και πνευματικά.[2]
Η περιγραφή πράγματι της προσφοράς του Προμηθέως στον κόσμο, η οποία εκτίθεται στους στίχους 450 έως 506 της τραγωδίας (που δεν ήταν η κλοπή απλώς της φωτιάς από τους θεούς), μας ανάγει κατ’ ανάγκην σ’ εκείνο το κολοσσιαίο εκπολιτιστικό έργο των μακρινών προγόνων μας. Η ελληνική εκείνη φωτοδότηση του κόσμου είχε χαθεί από την μνήμη της νεώτερης εποχής, επικαλυμμένη από την λάσπη και την παχυλή άγνοια των αιώνων, έτσι που να θεωρείται το άλμα ενανθρωπίσεως της ανθρωπότητος μάλλον ως θεία ενέργεια και να ερμηνεύεται ο μύθος σαν παραμύθι, σαν προσφορά ενός «θεού Προμηθέως» στον κόσμο.
Στους προαναφερθέντες στίχους της τραγωδίας περιγράφεται ολόκληρη η εκπολιτιστική προσφορά στην ανθρωπότητα, μια προσφορά που απετέλεσε τον καρπό του ελληνικού θαύματος: Ξεκινώντας από την ξυλουργία, την οικοδομική τέχνη και την γεωργία (τα γνωρίσματα της λεγομένης «νεολιθικής εποχής»), φθάνει ως την ναυτιλία, την αστρονομία, την αριθμητική, την ανακάλυψη της φθογγικής γραφής («των γραμμάτων τας συνθέσεις»), την ιατρική και την φαρμακολογία, κι ως ακόμη την νέα «εποχή του μετάλλου», την εξόρυξη δηλ. και την κατεργασία των μετάλλων. Η ιδιαίτερη τέλος αναφορά που γίνεται στην Μαντική τέχνη, γέννημα και θρέμμα του ελληνισμού, αποτελεί επιβεβαίωση ότι όλος αυτός ο περιγραφόμενος πολιτισμός αφορούσε στο Ελληνικό Πνεύμα. «Πάσαι τέχναι βροτοίσιν εκ Προμηθέως» (506). Άλλωστε ο στίχος 503 (ποιος θα ισχυρισθεί ότι όλ’ αυτά τα εξεύρε άλλος πριν από εμένα;) δείχνει ότι επρόκειτο περί «εξευρέσεων», για τις οποίες ο Προμηθεύς-Ελληνισμός εκαυχάτο.
Ο Προμηθεύς δεν ήταν ένας θεός του Ολύμπου, για να μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι ο περιγραφόμενος εκπολιτισμός υπήρξε προσφορά χάριτι αυθεντικής θεότητος, αλλ’ ένα είδος ημιθέου. Ήταν Τιτάν. Υιός του Ιαπετού[3], ανεγνωρισμένου πατριάρχου του Ελληνισμού, υπήρξε πατέρας του Δευκαλίωνος, του γενάρχου του μετακατακλυσμιαίου ελληνισμού. Ο Προμηθεύς δηλαδή συμβολίζει τον ένδοξο Προκατακλυσμιαίο Ελληνισμό, εκείνον πού απλώθηκε στις προ της -5ης χιλιετίες σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ριζώνοντας το πνεύμα του στον τότε ζωώδη σχεδόν νου των άλλων ανθρωπίνων γενών. Η σχέση του Προμηθέως με τους Ολύμπιους θεούς είναι σαφής στους στίχους 439-440 της τραγωδίας, όπου τονίζεται «… θεοίσι τοις νέοις τούτοις γέρα, τις άλλος ή ’γώ παντελώς διώρισεν;» (ποιος άλλος από εμένα κανόνισε όλες τις τιμές γι’ αυτούς τους νέους θεούς;). Οι αποκαλυπτικοί αυτοί στίχοι μάς υποδεικνύουν ότι ο Προμηθεύς αποτελεί την προσωποποίηση του ίδιου του Ελληνικού Γένους.
Στον Ελληνισμό οφείλεται η ονομάτιση των Ολυμπίων θεών και η θεσμοθέτηση των τιμών τους. Γέννημα του μεγάλου ελληνικού πνεύματος υπήρξε η σύλληψη των ιδεών των Ολυμπίων, των «νέων αυτών θεών», όπου ο Προμηθεύς, καίτοι παλαιότερος, δεν ήταν όμως ισότιμός τους. Εντεύθεν διαφαίνεται και η έμμεση απειλή του Προμηθέως κατά του Διός, ότι δηλαδή η μακροημέρευση και επιβίωση των Ολυμπίων εξαρτάται από την επιβίωση του ίδιου του Προμηθέως. Εάν ο Προμηθεύς καταστραφεί, και η τύχη των Ολυμπίων δεν θα είναι διάφορη!
Η τιμωρία του Προμηθέως από τον Δία ωφείλετο, όπως λέγει ο μύθος, σ’ αυτήν ακριβώς την εξανθρωπιστική αποστολή του. Ήταν η τιμωρία αλληλένδετη με την προσφορά του: Ο Ελληνισμός, εξαπλούμενος στα πέρατα του κόσμου, έμενε εκεί άποικος, αλλά και δέσμιος των ξένων τόπων. Αυτός είναι ο συμβολισμός του «δεσμώτου» Προμηθέως, του σταυρωμένου εκεί από τον Ήφαιστο, τον θεό της Ύλης και της Ανάγκης. Χωρίς την εξάπλωσή του ο Ελληνισμός και την αποξένωσή του από την μητρόπολη, δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να προκόψει ούτε και να φωτοδοτήσει τον κόσμο. Η αποστολή του λοιπόν στην γη είχε ως συνέπεια την «δέσμευσή» του στα ξένα, το σταύρωμά του επάνω στα αφιλόξενα όρη της ξενιτιάς. Κάθε προσπάθειά του να μεγαλώσει εκεί και να ανδρωθεί προσέκρουε στην αριθμητική του ευαριθμία, στην βαθμιαία ανάμειξή του με τους εντοπίους πληθυσμούς και, άρα, στην απορρόφησή του. Συμβολισμός στον μύθο το όρνεο, που κατάτρωγε το συκώτι του Προμηθέως, καθώς αυτό έτεινε να ξαναμεγαλώσει.
Έχει άλλωστε ήδη επισημανθεί ότι το όρος, όπου τοποθετεί η αισχύλεια τραγωδία τον τόπο μαρτυρίου του Προμηθέως, δεν ήταν ο Καύκασος, όπως μεταγενέστερα επεκράτησε. Από τους στίχους 707-719 φαίνεται ότι ο Αισχύλος φαντάζεται τον Προμηθέα σε κάποιο όρος της Ευρώπης: Οδηγώντας ο Προμηθεύς την Ιώ, τής λέγει να κινηθεί προς ανατολάς, για να συναντήσει τους Σκύθες (και όχι προς δυσμάς) και περαιτέρω να ακολουθήσει τις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου («με θαλασσόβρεχτα πόδια»), μέχρι να φθάσει στον Καύκασο. Επομένως το όρος, όπου ο Προμηθεύς είχε σταυρωθεί, πρέπει να ήταν τα Καρπάθια, που ήσαν και τα ευρωπαϊκά όρια της Σκυθίας: Από εκεί κινούμενος κανείς ανατολικά θα συναντούσε τους Σκύθες και τελικά τον Καύκασο.
Τα Καρπάθια όρη αποτελούσαν όντως στην προϊστορική περίοδο τα φυσικά όρια του ελληνισμού, πού τότε μητρόπολή του ήταν ολόκληρες οι χερσόνησοι του Αίμου και της Μικρασίας. Η υπέρβασή των Καρπαθίων υπήρξε η αφετηρία της ελληνικής παγκόσμιας εξαπλώσεως και ήταν φυσικό να τοποθετήσει ο Αισχύλος στα Καρπάθια τον συμβολικό τόπο της σταυρώσεως στην ξενητιά του Προμηθέως.
Ο «Προμηθεύς Δεσμώτης» αποτελούσε την πρώτη τραγωδία της αισχύλειας Τριλογίας, την μόνη διασωθείσα. Για τις επόμενες δύο, «Προμηθεύς Λυόμενος» και «Προμηθεύς Πυρφόρος», ελάχιστα γνωρίζουμε. Από τα λίγα πού προλέγονται στον «Προμηθέα Δεσμώτη», ο Προμηθεύς θα υπέκειτο και σε δεύτερη βαρύτερη τιμωρία, την κατακρήμνισίν του στα τάρταρα, πριν έλθει κάποτε ο Ηρακλής, ο οποίος θα εφόνευε το όρνεο πού του κατάτρωγε το συκώτι και θα μεσολαβούσε στον Δία για την απονομή χάριτος και την αποκατάσταση του Προμηθέως. Η κατακρήμνισή του Προμηθέως στα τάρταρα συμβόλιζε ασφαλώς μια φυσική καταστροφή του μητροπολιτικού ελληνισμού, πιθανόν την γνωστή ως «κατακλυσμό του Ωγύγου».
Η μεταγενέστερη δε παρέμβαση του Ηρακλέους, του νέου αυτού λαμπρού γόνου του ελληνισμού (που ανήλθε στον Όλυμπο, μετουσιωθείς σε σύμβολο της Φυλετικής Ψυχής), αποδίδει μια νέα ιστορική ακμή του γένους, μια νέα περίοδο παγκόσμιας κυριαρχίας του – αυτήν ίσως του ελληνοατλαντικού πολέμου. Ο Ζευς θα συγχωρούσε τον Προμηθέα, τον «μεγαλόδοξο γυιο του, που τον συναγωνιζόταν στο μυαλό» (Θεογονία 534).
Το μυστικό του Προμηθέως, η αποκάλυψη του οποίου στάθηκε το διαπραγματευτικό όπλο για την απελευθέρωσή του, συνδεόταν με κάποιον απρεπή γάμο πού θα έκανε στο μέλλον ο Ζευς, ο γιος του οποίου θα εξεθρόνιζε τον πατέρα των Ολυμπίων και θα γινόταν ο νέος Θεός.
Μ’ αυτόν τον γάμο φαίνεται να υπονοούσε ο Αισχύλος κάποια ανάμειξή των ελληνικών με ξένα ιερά. Ο συγκρητισμός αποτελούσε κατά τον αρχαίο Τραγικό τον μέγιστο κίνδυνο για την ελληνική θρησκεία, όπως άλλωστε απεδείχθη τελικώς στην ρωμαϊκή εποχή: Ο «γάμος» του Διός με τους πληθυσμούς της Μέσης Ανατολής και τα θέσμιά τους υπήρξε η βαθύτερη αιτία της εκθρονίσεώς του. Ένας νέος θεός, ο Ιησούς, επέπρωτο έτσι να τον διαδεχθεί. και ο ελληνισμός «που είδε δυο θεούς στο παρελθόν ήδη να γκρεμίζονται, θα δει και τον τρίτο να πέφτει σύντομα» (958), αλλά ο ίδιος ο Προμηθεύς, όσα δεινά κι αν περάσει, δεν είναι πεπρωμένο ποτέ να πεθάνει. Την πεποίθησίν του για το αθάνατο του ελληνισμού ο Αισχύλος την επαναλαμβάνει τρις (στίχοι 753, 933, 1053), αλλά την διαβλέπουμε κι από τους τίτλους των τριών τραγωδιών του («Προμηθεύς Δεσμώτης-Λυόμενος-Πυρφόρος»).[4][…]
Το λυκόφως των θεών
Είχε δίκιο ο Πλούταρχος. Η δυσπιστία των σοφιστών κι η ευπιστία των δεισιδαιμόνων συμβαδίζουν. «Η μεν αθεΐα, μη κατανοούσα το Αγαθόν, είναι απάθεια για το Θείον, η δε δεισιδαιμονία είναι πολυπάθεια, αντιλαμβανόμενη το Αγαθόν σαν κακό».[5] Και προσέθετε: «Ο μεν άθεος δεν πιστεύει στους θεούς, ο δε δεισιδαίμων τους πιστεύει μη θέλοντας, διότι φοβάται να είναι άπιστος!».[6] Όταν δε αναπτύσσεται η δυσπιστία κι η αμφισβήτηση, δεν θ’ αργήσει και η ώρα της δεισιδαιμονίας. Και αντιστρόφως. Την εξέλιξιν αυτή την έζησε η Ελλάς στους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες και στους μετέπειτα καιρούς.
Η βαθμιαία υποβάθμιση της αξιοπιστίας των Μαντείων είχε από καιρό προετοιμασθεί από τους σοφιστές, που αξιοποίησαν την αλληλοφαγωμάρα των Ελλήνων. Όταν ένα Μαντείο π.χ. προέβλεπε την νίκη μιας πόλεως, η άλλη δυσανασχετούσε (όπως είχε γίνει στον Πελοποννησιακό πόλεμο με την Αθήνα, που θεώρησε ότι το Δελφικό Μαντείο «λακωνίζει» ή, αργότερα, ότι «φιλιππίζει»).
«Αναμφίβολα, η πολιτική χρησιμοποίηση των Μαντείων και η υποψία ότι πολλοί χρησμοί ευνοούσαν την μία ή την άλλη δύναμη, είναι από τις κυριότερες αιτίες της προοδευτικής δυσαρέσκειας και δυσπιστίας των Ελλήνων στην Μαντική».[7]
Γενικότερα άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, ο Έλλην δυσπιστεί προς τις αυθεντίες και από χαρακτήρος τείνει να τις αμφισβητεί.
Η δυσπιστία του δε έτεινε αυξητικά, όσο οι σοφισταί μεγάλωναν την επιρροή τους στον λαό.
Ο αλληλοκτόνος φανατισμός οδήγησε παράλληλα στο κατάντημα, να πιστεύεται ότι θα μπορούσε να «εξαγορασθή» το Θείον με βαρύτιμα αναθήματα στο Δελφικό Μαντείο (είχε λησμονηθή ο χρησμός, ότι ο θεός προτιμά, «αντί των βαρυτίμων θυσιών, αυτήν του Αγακλύτου, που έριξε στον βωμό λίγο ζυμαρικό με τα τρία του δάκτυλα»!). Εθεωρείτο μάλιστα «παρασπονδία» του θεού, όταν ο χρησμός δεν ήταν ευνοϊκός!
Αλλά και τα ίδια τα αναθήματα, με επιγραφές εντροπής (της μιας πόλεως εναντίον της άλλης), ευτέλιζαν τον ιερό δελφικό χώρο[8], ενώ είχε ατονήσει ο παλαιός άγραφος νόμος, να μην χρηστηριάζονται καθόλου οι Έλληνες ενόσω πολεμούν μεταξύ τους[9] – ο νόμος δηλαδή εκείνος, που τελικώς επιβίωσε μόνον για την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων.
Παρ’ όλα αυτά, άλλη υπήρξε η βασική αιτία της υποβαθμίσεως των Μαντείων στην ελληνική ζωή. Αυτή πρέπει να αναζητηθεί οπωσδήποτε στα δίσεκτα χρόνια που ακολούθησαν, όταν όλος ο τότε γνωστός κόσμος ενώθηκε υποταγμένος στην Ρώμη και η Ελλάς βρέθηκε για πρώτη φορά υπό κατοχήν. Τότε ήταν που άρχισε η φθορά του ελληνικού πολιτισμού και, μαζί μ’ αυτόν, και της Μαντικής. Για πρώτη φορά, αλλ’ ίσως και για τελευταία, η ανθρωπότης δοκίμαζε το «μοντέλο» του κοσμοπολιτισμού, ενός κόσμου ενωμένου χωρίς εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές και ηθικές διακρίσεις. Ο «συγκρητισμός», η αλληλεπίδρασή δηλαδή και η ανάμειξη των ηθών και των θρησκειών, ήταν βαρύς:
Αμφισβήτηση των πατρογονικών δοξασιών είτε ανταγωνισμός για ελκυστικώτερη παρουσίασή τους – που είχε αποτέλεσμα, πάλι, την παραφθορά τους. «Μοντερνισμός» και ξενομανία για νέες, εισαγόμενες αντιλήψεις και σοφιστική αυτοκαταφρόνησι της ελληνικής θρησκείας.
Λόγω του ρωμαϊκού βαρβαρισμού (θεοποίηση αυτοκρατόρων κλπ), ακόμη και γελοιοποίηση των πανάρχαιων ελληνικών Ιερών.
Οι Έλληνες είχαν χάσει τον αυτοσεβασμό τους. Έσβηναν τις επιγραφές από τους ανδριάντες των ηρώων, τροποποιώντας συχνά και τις προτομές τους, για να τους αφιερώσουν σε Ρωμαίους πολιτικούς, οι δε Πολιούχοι Θεοί υποβαθμίσθηκαν κι ανακατεύθηκαν με θεούς βαρβάρων. «Με ονόματα άτοπα και λέξεις βαρβαρικές καταντροπιάζουν το θείο και παρανομούν έναντι της πατρώας αξίας της Ευσεβείας».[10] Η Αθήνα κατάντησε να ανεγείρει ανδριάντα του Βηρωσσού, κάποιου ιερέα του Βάαλ, και η ιερά Δήλος εβραϊκή Συναγωγή! Οι Έλληνες ασέβησαν έτσι, όχι μόνον προς τους πλατωνικούς «Νόμους», που εδίδασκαν να τιμώνται αποκλειστικά οι θεοί του γένους[11], αλλά και προς το δελφικό ρητό «γνώθι σαυτόν», το οποίο στην ευρύτερη, ομόκεντρη σημασία του, όπως γράφει ο Νίτσε, όριζε να διατηρείται η ψυχή τους κι η σκέψη τους ελληνικές, χωρίς να «καταντήσει συνονθύλευμα με ξένες».[12]Κι έτσι στρώθηκε το χαλί της δεισιδαιμονίας.
Η διείσδυση του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή έφερε και την αντι διείσδυση της Ανατολής εδώ. (Η περίπτωση του εκ Συρίας Λουκιανού, ενός βαρβάρου που ειρωνευόταν ελληνιστί τα όσια και τα ιερά του ελληνισμού, είναι χαρακτηριστική[13]). Και η Μαντική τέχνη δέχθηκε αυτήν την εισβολή με πληθώρα συστημάτων «έντεχνης μαντικής» (οιωνοσκόπων, ορνιθοσκόπων, αστρολόγων, κυβομαντών κλπ) και «μαγείας» πάσης μορφής.[ Σ.Σ. όμως τέτοιοι Μάντεις στην ελληνική παράδοση υπήρξαν …Κάλχας, ο Τειρεσίας Αμφίλοχος κ.ά. ]
Τα επίσημα Μαντεία της χώρας, δεχόμενα αυτόν τον αθέμιτο ανταγωνισμό, προσπάθησαν να αμυνθούν, είτε με ευχάριστους έμμετρους χρησμούς[14] είτε προσπαθώντας να τους κάνουν σαφείς[15] (έπαψαν πια οι «αγέλαστοι, ακαλλώπιστοι και αμύριστοι» λόγοι των Σιβυλλών), ενίοτε και με χρησμούς κατά παραγγελίαν (δηλ. υπεισήλθε και η διαφθορά). Ο Πλούταρχος αναφέρει την περίπτωση Πυθίας, που έφθασε να αντιδράσει με σπασμούς μέχρι θανάτου, όταν την υποχρέωσαν να απαντήσει σε αλλοδαπούς – «τούτων ένεκα και συνουσίας αγνόν το σώμα και τον βίον όλως ανεπίμικτον αλλοδαπαίς και άθικτον ομιλίαις φυλάττουσι της Πυθίας».[16]
Η αρχαία ιέρεια, όπως ελέχθη, έπρεπε πράγματι να είναι αγνή, απλή και ευσεβής. Κι όχι μόνον η ιέρεια, αλλά και οι χρηστηριαζόμενοι έπρεπε να είναι ευλαβείς, για να επιτευχθεί πραγματική «θεοληψία». Εάν τα Μαντεία είχαν καταστεί στην Ελλάδα τόποι ιεροί, τούτο οφειλόταν στο γενικό θρησκευτικό πνεύμα που διείπε τον ελληνικό λαό. Οι θεοί ήσαν κοντά στον άνθρωπο. Όταν αντιθέτως κατόπιν η αμφισβήτηση και η απιστία διογκώθηκε, απομακρύνθηκαν και οι θεοί: τα Μαντεία άρχισαν βαθμιαία να μη λειτουργούν – συχνά τότε η Πυθία αισθανόταν ανέτοιμη και ηρνείτο να ανέλθει στον τρίποδα είτε, αν ανέβαινε, δεν περιερχόταν σε κατάσταση μανίας. Αντιθέτως τα Νεκυομαντεία συνέχισαν να λειτουργούν, αφού εκεί δεν απαιτείτο η παρουσία ανωτέρου (θείου) πνεύματος.
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα: Εφ’ όσον η θρησκευτική ευλάβεια έχει μεταπέσει σε επάγγελμα, δεν μπορεί παρά να υπάρχουν επιφυλάξεις για την ειλικρίνεια των φαινομένων αυτοϋπνωτισμού, με τα οποία επιτυγχάνονται κάποιες τηλεπαθητικές αποκαλύψεις. Οπωσδήποτε δε, αν κάποιοι «μάντεις» μπορούν ίσως να έλθουν σε επαφή με κατώτερα πνεύματα, δεν μπορούν όμως σίγουρα να έλθουν σε κατάσταση θεοληψίας -οπότε και οι προβλέψεις τους είναι αντιστοίχως αμφιβόλου εμπνεύσεως.
Ο κοσμοπολιτισμός που επέβαλε τότε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εξηφάνισε εκ των πραγμάτων τα συμφέροντα των πόλεων και των εθνών. Αντιστοίχως γιγαντώθηκε η σημασία του ατόμου. Οι χρηστηριαζόμενοι στα Μαντεία δεν ήσαν πλέον άρχοντες και εκπρόσωποι πόλεων ούτε τα ερωτώμενα θέματα αφορούσαν στο γενικό καλό. «Αυτό άρμοζε σ’ αυτούς τους χρόνους που, σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους, ήταν λιγότερο μια εποχή κοινωνικών δραστηριοτήτων και περισσότερο περίοδος, όπου το άτομο μετρούσε σαν άτομο».[17]
Τα ατομικά όμως ενδιαφέροντα δεν μπορούσαν παρά να είναι χρησιμοθηρικά, ποιότητος συνήθως χαμηλής και ενίοτε μικρόψυχης. «Πάντα φύρειν», θα πει ο Πλούταρχος, «άμα και ταράττειν αναγκάζουσιν ημάς τοις ανθρωπίνοις πάθεσι και πράγμασι τον θεόν εμβιβάζοντας και κατασπώντας επί τας χρείας, ώοπερ αι Θετταλαί λέγονται την σελήνην».[18]
Έτσι η Μαντική περιέπεσε βαθμηδόν σε ανυποληψία, όπως και ολόκληρη η ελληνική θρησκεία. Η μακρά ωρίμανση της Φιλοσοφίας, που είχε φθάσει τότε στον Νεοπλατωνισμό, βρέθηκε έτσι σε αναντιστοιχία με το θρησκευτικό αίσθημα του λαού – για πρώτη φορά η Φιλοσοφία είχε αποκοπή από τον λαό.
Το ελληνικό γένος είχε απολησμονήσει τον Επιχθόνιο Φύλακά του και τότε αυτός αποστασιοποιήθηκε από την ζωή και τον τόπο μας. Οι θεοί έκρυψαν το πρόσωπό τους από το ασεβές γένος των Ελλήνων. «Πρόνοια θεών συσκευασαμένη τα χρηστήρια πανταχόθεν οίχεται» (η Πρόνοια των θεών, παραλαβούσα τα μαντεία με τις αποσκευές της, αποχώρησε από παντού)! Μαζί δε με την αποχώρησι των δαιμόνων, σαν θεία τιμωρία, εξέλιπε και η θεία Ομφή, τα δε Μαντεία και τα Ασκληπιεία έχασαν την δύναμή τους. «Όταν οι τεταγμένοι στα Μαντεία και Χρηστήρια δαίμονες εξαφανίζονται, και αυτά αφανίζονται, και όταν φεύγουν ή μετοικούν αυτοί, και αυτά χάνουν την δύναμή τους, για να ξαναφανούν πάλι μετά χρόνον πολύν, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα μουσικά όργανα και αυτούς, που μόνον όταν είναι παρόντες, τα λειτουργούν».[19] Οπότε, «μόλις οι δαίμονες απομακρυνθούν και εγκαταλείψουν τα χρηστήρια, αυτά μένουν, σαν ανενεργά όργανα, άφωνα».
Ένα τέτοιο παράδειγμα αναφέρει η αρχαία γραμματεία με το Μαντείο των Διδύμων, το οποίο λόγω της ασεβείας των Μιλησίων[20], όχι μόνον είχε γίνει ανενεργό στον καιρό του Ξέρξη, αλλά και κατεστράφη απ’ αυτόν – για να ξαναβρεί την δύναμή του διακόσια χρόνια αργότερα.
Στην διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας τα Μαντεία έκλειναν το ένα μετά το άλλο (μολονότι οι Ρωμαίοι, ως «νεοφώτιστοι», τα είχαν περί πολλού και ίδρυσαν και δικά τους στην Νότιο Ιταλία). Λίγα επιβίωσαν μέχρι την Χριστιανική εποχή (οι Δελφοί, η Δωδώνη, το Τροφώνιο και των Διδύμων), κι αυτά συνήθως ήσαν ανενεργά. Ο Ιάμβλιχος αναφέρει την περίπτωση δελφικού χρησμού (γύρω στο +300), στον όποιο ελέγετο ότι μολονότι «δεν είναι δυνατόν να αναρρώσει η χρησμική λαλιά της Πυθίας, που έχει περικλεισθή σε αμάντευτη σιωπή», οι θυσίες στον Απόλλωνα πρέπει να συνεχίζονται.
Στην μακρά περίοδο της αμφισβητήσεως των Ελλήνων θεών και της γοητείας που ασκούσαν στον τόπο οι ξένοι, υπήρξαν και ελάχιστα διαλείμματα ή απέλπιδες προσπάθειες επανασυνειδητοποιήσεως – αυτές των αυτοκρατόρων Αδριανού και Ιουλιανού, που είχαν παιδεία ελληνική. Αλλ’ εις μάτην. Η Ιστορία δεν μπορούσε να αναστραφεί. Σ’ αυτόν τον τελευταίο Έλληνα αυτοκράτορα ήταν που είχε δοθεί ο γνωστός μελαγχολικός δελφικός χρησμός: «Είπατε τω βασιλεί: Χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ».
Αν δε οι θεοί προστάτευαν παλαιότερα την χώρα, όταν στην επιδρομή π.χ. των Περσών το -480 και των Γαλατών το -279 ισχυρός σεισμός έριξε επάνω τους ογκόλιθους των Δελφών και τους έτρεψε σε φυγή[21], δεν έστερξαν πια σε προστασία στην νέα εποχή της απιστίας, όταν ο Αλάριχος το +397 κατέστρεψε τους Δελφούς, την Ελευσίνα, την Ολυμπία… Κι όταν η ασέβεια του λαού για την πατρώα θρησκεία είχε γενικευθεί, μια σειρά φοβερών σεισμών συνεκλόνισε τον +6ον αιώνα την χώρα, κρημνίζοντας μέχρι θεμελίων όσους ναούς δεν είχαν ισοπεδώσει ο Αλάριχος κι ο Θεοδόσιος.
Οι δομικοί τους λίθοι θα εχρησιμοποιούντο έκτοτε για την κατασκευή άλλων οικημάτων και τα αγάλματα για παραγωγή ασβέστη…
Η αλήθεια πρέπει να λέγεται. Μπορεί η νέα θρησκεία να επεδόθη σε βανδαλισμούς κατά των αρχαίων Ιερών, δεν ήσαν όμως αυτοί οι βανδαλισμοί η αιτία της επικρατήσεώς της. Η βία είναι δυνατόν να καταστρέφει ναούς και βιβλία, αλλά όχι συνειδήσεις – αυτές είχαν διαβρωθεί πολύ ενωρίτερα. Καταστροφές Μαντείων είχαν λάβει χώραν και άλλοτε από βαρβάρους (όπως των Αβών στην Βοιωτία και της Κλάρου και των Διδύμων στην Ιωνία από τους Πέρσες), χωρίς να κλονισθεί η ελληνική πίστη σ’ αυτά.
Στο μαντείο μάλιστα της Κλάρου εμυθολογείτο ότι η υπόγεια μαντική πηγή προήλθε ακριβώς από τα δάκρυα της Σίβυλλας Μαντώς, που έκλαψε μέχρι θανάτου για την κατάληψη της Ιωνίας. Ο δε νέος ναός των Διδύμων, λαμπρός και πελώριος σε διαστάσεις, ανοικοδομείτο, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, επί 700 χρόνια.
Οι Έλληνες έφταιξαν τότε, στην Ρωμαιοκρατία, που είχαν περιφρονήσει την πατρογονική τους θρησκεία και άφησαν χώρο σε νεωτερισμούς. Η βαθύτερη αιτία γι’ αυτό, όπως ελέχθη, υπήρξε ο συγχρωτισμός με τους ξένους, που έπαψαν να θεωρούνται βάρβαροι, και η ανάπτυξη αισθήματος ξενολαγνείας, που ευκόλυνε τον προσηλυτισμό σε ανατολικές θρησκευτικές δοξασίες. Όπως μεταξύ των Εβραίων είχαν δημιουργηθεί τότε οι «ελληνισταί», οι θαυμασταί δηλ. της ελληνικής παιδείας, έτσι και μεταξύ των Ελλήνων πλείστοι ήσαν οι προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό, οι αποκληθέντες «σεβόμενοι».[22] Η συνεργασία «ελληνιστών» και «σεβομένων» επέφερε την βαθμιαία εισαγωγή στην Ελλάδα της νέας Χριστιανικής θρησκείας.
Η φοβερή προφητεία του Προμηθέως, για την πτώση του Διός και την ανάρρηση στον θρόνο ενός νέου θεού, που θα αποτελούσε κράση του ελληνικού με ξένους, είχε έτσι επαληθευθεί.
Αδιαφορώντας η νέα θρησκεία για την διαιώνιση των Γενών στην ζωή (η εποχή είχε θρυμματίσει, όπως ελέχθη, τις εθνικές συνειδήσεις και είχε διογκώσει τις ατομικές), εκήρυξε την σωτηρία της ψυχής του Ατόμου και την δική του διαιώνιση.
Η ομορφιά της ζωής, αυτή που έκανε τον Έλληνα να νιώθει την πατρίδα του «χώρα του φωτός»[23] και το Σύμπαν «διακοσμημένο» (Κόσμον), υποτιμήθηκε[24] και μια μέλλουσα μετά θάνατον ζωή προβλήθηκε σαν στόχος και όραμα. «Η πεποίθηση πως αποτελούμε μέρη τον Κόσμου και πρέπει να ζούμε μ’ αυτόν ενωμένοι, αντικαταστάθηκε με την άλλη, ότι ο Κόσμος είναι πλήρης πονηρών δυνάμεων και πρέπει να ξεφύγουμε απ αυτόν».[25] Η Ζωή, το μέγιστον αγαθό για τον ελληνικό πολιτισμό, θεωρήθηκε μόνον σαν μια πικρή δοκιμασία, μέχρι να έλθει η ώρα της μεταστάσεως της ψυχής στην «αληθινή ζωή», στους ουρανούς.
Έναντι της Μαντικής τέχνης η χριστιανική θρησκεία ετήρησε αμφιλεγόμενη στάση. Ενώ εδέχθη ότι το Άγιο Πνεύμα δίνει σ’ ορισμένους ανθρώπους το ταλέντο του μάντεως[26] και ότι αυτό «ελάλησε δια των Προφητών» της Ιουδαίας, εθεώρησε ότι τα Ελληνικά Μαντεία ήσαν υποχείρια πονηρών δαιμόνων και οι χρησμοί τους κατά κανόνα παραπλανητικοί.[27] «Τα μεν υπό της Πυθίας ή Δωδωνιτών ή Κλαρίου ή εν Βραγχίδαις ή εν Άμμωνος υπό μυρίων τε άλλων θεοπρόπων προειρημένα, ταύτα μεν έπ’ ουδενί λόγω τίθενται. Τα δε υπό των εν Ιουδαία τω εκείνων τρόπω λεχθέντα ή μη λεχθέντα ταύτα γε θαυμαστά και απαράλλακτα ηγούνται».[28]
Και ενώ έγιναν δεκτοί από τους Πατέρες της Εκκλησίας[29] μερικοί παλαιοί χρησμοί προλέγοντες την έλευση του Ιησού (μεταξύ των οποίων και αυτός του Προμηθέως), πολλοί δε χριστιανικοί ναοί, για να πάρουν την δύναμη των Μαντείων, εχτίστηκαν επάνω τους, άλλα Μαντεία κατεστράφησαν εκ θεμελίων. Παράλληλα, δέσμη ολόκληρη συκοφαντιών εξυφάνθηκε κατά της αρχαίας Μαντικής, που μπόρεσε σιγά σιγά να κατακαλύψει το παρελθόν και να γίνει πιστευτή.
Ο Μεσαίωνας αποσκέπασε την χώρα. Παντού σκοτάδι κι έρεβος. Πού να ’βρει θέση πια εδώ ο Φοίβος Απόλλων;
«Για ιδές, η Ελλάδα σου! Ναός. Ναός, και είναι όλα του άδεια,
βουβά, σβυσμένα, θησαυροί, βωμοί, Πυθίες,λατρείες.
Και σκύλες του Άδη μέσα του και του χαμού κοπάδια
στα μάρμαρά του θρονιαστές ουρλιάζουν οι Ερινύες».[30]
Αντί Επιλόγου
Στην εποχή του Ηφαίστου
Οι θρησκείες δεν ερίζουν. Οι άνθρωποι ερίζουν για τις θρησκείες. Κάθε θρησκεία αντιστοιχεί κι εκφράζει, όχι μόνον κάποιο συγκεκριμένο λαό, αλλά και κάποιο βαθμό ωριμότητός του. Η κατάφορτη με μύθους Ολυμπιακή θρησκεία θαρρείς κι είχε γείρει, από έλλειψη φροντίδας, σαν κληματαριά από το βάρος των τσαμπιών της… Η νέα θρησκεία, απλοϊκή και παρηγορητική για τα άτομα, βλάστησε φυσιολογικά κι ελπιδοφόρα δίπλα στην καταπεσούσα παλαιά.
Αν λοιπόν έσβησε η Ολυμπιακή θρησκεία, είναι διότι άλλαξε το πνευματικό μας επίπεδο. Ο Θεός είναι πάντα εδώ, όπως κι αν ονομάζεται και όπως κι αν Τον προσεγγίζουμε. Και ο Χριστιανισμός εξέφραζε άριστα το νέο επίπεδο ωριμότητός μας όλους αυτούς τους τελευταίους αιώνες. Η Παναγία και οι Άγιοι της Χριστιανοσύνης υπήρξαν σ’ αυτούς τους αιώνες οι «νέοι» Πολιούχοι και επιχθόνιοι φύλακες του Γένους.
Η χριστιανική θρησκεία άλλωστε δεν υιοθετήθηκε στον ελληνικό κόσμο με την αρχική της μορφή. Χρειάσθηκε κυοφορία πολλών αιώνων, επώδυνη συχνά, για να συγκλίνει αυτή βραδέως προς το ελληνικό πνεύμα.
Πλείστες ανατολίτικες ακρότητες, μη συμβατές με αυτό, ήδη απ’ την αρχή απαλείφθηκαν, ενώ προστέθηκαν πολλά στοιχεία απ’ την αρχαία ορφική πίστη («τα του παλαιού λόγου παρακούσματα συμπλάττοντες» θα πει, βέβαια, ο Κέλσος).
Ιδιαίτερα η χριστιανική λατρεία αντέγραψε σε πλείστα σημεία αυτήν των αρχαίων Μυστηρίων. Τα εκκλησιαστικά μας μέλη, με αλλαγή μόνον της στιχουργικής, είναι απαράλλαχτα τα αρχαία. Εδώ-εκεί μάλιστα επεβίωσαν στα τροπάριά μας και αρχαίοι στίχοι.[31]
Εάν μάλιστα δεν είχαν φροντίσει τότε οι Πατέρες της Εκκλησίας με την «δογματοποίησι» της Πίστεως να ανακόψουν την σύγκλιση, αυτή θα είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο, με πλήρη κατάργηση π.χ. της «Παλαιάς Διαθήκης».
Αν γράφουμε ότι ο Χριστιανισμός «εξέφραζε» το επίπεδο ωριμότητος του λαού μας, είναι διότι δεν νομίζουμε να το εκφράζει ακόμη. Ένα νέο σύγχρονο κύμα ξενομανίας, αυτήν τη φορά προερχόμενο από την Δύση, έχει ταπεινώσει πολύ περισσότερο το θρησκευτικό αισθητήριο του ελληνικού λαού – ακόμη κι ο Χριστιανισμός μας πέφτει σήμερα πολύς.
Μιμούμενοι την Δύση στο οικονομοκρατικό «ιδεώδες» της, έχουμε υποκαταστήσει την Αρετή με την Ευτέλεια και το Πνεύμα με το Κέρδος. (Ο Ησίοδος θα γνώριζε στην εποχή μας το νέο, Πλαστικό Γένος!) Έχουμε παύσει να σεβόμαστε την Φύση, να την νιώθουμε ζωντανή και ένθεη, να αφουγκραζόμαστε τις φωνές του υπεραισθητού κόσμου των πνευμάτων πού μας περιζώνουν.
Το κακό ξεκίνησε από την Ευρώπη, που ο Χριστιανισμός την είχε βρει πνευματικώς ανέτοιμη, στην κυριολεξία άξεστη. Γι’ αυτό εκεί ο Μεσαίων υπήρξε πολύ βαρύς και η θρησκοληψία έφθασε τα όρια του παροξυσμού. Έτσι, εκεί το ένα άκρο έφερε αναπόδραστα στο άλλο. «Ένιοι φεύγοντες την δεισιδαιμονίαν εμπίπτουσιν εις αθεότητα τραχείαν και αντίτυπον, υπερπηδήσαντες εν μέσω κειμένην την ευσέβειαν», θα σχολίαζε ο Πλούταρχος.[32]
Η αντίληψη άλλωστε, ότι δεν υπάρχει άλλο έμψυχο ον στην Φύση, πλην του ανθρώπου, γειτόνευε επικίνδυνα με την ιδέα, ότι αυτός είναι ένα τυχαίο παραπροϊόν της…
Τώρα τελευταία λοιπόν, μια καινούργια εποχή έχει ανατείλει. Η τεχνική και ο καταναλωτισμός των τελευταίων αιώνων έστρεψαν την ανθρωπότητα ορμητικά πάλι προς την γη. «Αντί να επιδιώκεται ο Παράδεισος, επιδιώκεται ο επίγειος παράδεισος», θα πει ο Γιάσπερς. Είναι η εποχή της μηχανιστικής αντιλήψεως του Κόσμου, της αποστραγγίσεώς του από κάθε τι μεταφυσικό και θρησκευτικό. Στην εποχή μας ζούμε, φαίνεται, μια νέα ανατροπή στον θρόνο των θεών…
Αν οι Ορφικοί ζούσαν μέχρι των ημερών μας, θα είχαν ίσως συνεχίσει τον μύθο τους της Θεογονίας. Θα μας εδιηγούντο ότι ο Δίας-Ζευς ελθών σε γάμο με μια κοινή θνητή στα ξένα, την Μαριάμ, απέκτησε ένα νέο γιο, τον Ιησού. Αυτός ανέτρεψε από τον θεϊκό θρόνο, όχι μόνον τον Δία, αλλά και την Ήρα. Το γένος των θνητών δεν ένιωθε πια την Γη ως μητέρα, αλλά σαν μητριά…
Και τότε η ζηλότυπη Ήρα ζήτησε την βοήθεια του Ηφαίστου, θεού της ύλης και της τεχνικής (μήπως δεν ήταν δικό της αποκλειστικά τέκνο;), για να εκδικηθεί τον παραγκωνισμό της. Και ανέτρεψαν μαζί τον Όλυμπο, για να διαφεντεύει αυτή μόνη της τώρα πια τον Κόσμο!
Άλλοτε η «φίλοιστρος» θεά βοηθούσε με την τέχνη της Μαντικής τον άνθρωπο να έρχεται σε επαφή με τον Ολύμπιο σύζυγό της. Τώρα, τι χρειάζεται πια η Μαντική;
Και το χειρότερο είναι, πώς και ο Προμηθέας έχει αποσβολωθεί, απορροφημένος από τα τεχνάσματα του Ηφαίστου…
ΠΗΓΕΣ:
Δημήτριος Π. Δημόπουλος, «Στο Αδυτο των Ελληνικών Μαντείων», εκδ. «Ελεύθερη Σκέψις», 2000