Καβείρια Μυστήρια
Τα αρχαιότερα μυστήρια στην αρχαία Ελλάδα, ίσως ήταν τα Κρητομινωικά, τα οποία επηρέασαν τα μετέπειτα Καβείρια, τα Διονυσιακά-Ορφικά, και τα Ελευσίνια.
Η Λατρεία των Καβειρίων παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Στην Λήμνο, την Σαμοθράκη, την Ίμβρο και την Θάσο, καθώς και στις απέναντι ακτές της Μακεδονίας της Θράκης και της Μικράς Ασίας.
Οι Καβειρίδες, είναι Νύμφες, αδελφές των Καβείρων, θυγατέρες του Ηφαίστου από την Καβειρώ.
Οι Κάβειροι είναι αρχαιότατες θεότητες που λατρεύονται στην Ελλάδα, από την εποχή των Πελασγών.
Αργότερα, (6ος αι. πΧ.) η λατρεία διαδόθηκε και στις Βοιωτικές ακτές, (Ανθηδών) και κατόπιν στην περιοχή των Θηβών, όπου άκμαζαν δύο ιερά με ονόματα που δηλώνουν ακριβώς την ίδια έννοια, με αντίστροφη όμως σειρά των λέξεων:
το «ΚΑΒΕΙΡΙΟΝ ΙΕΡΟΝ», και
το «ΙΕΡΟΝ ΤΩΝ ΚΑΒΕΙΡΩΝ»
το πρώτο ιερό ήταν αφιερωμένο στις Θήλειες, ενώ το δεύτερο στους Άρρενες Καβείρους.
Και τα δύο ιερά ήταν περίφημα και λατρευόταν μέσω πολλών και μυστηριακών και νυχτερινών Τελετών.
Κατά τον Αθηνίωνα, οι Κάβειροι ήταν δύο. Ο ΙΑΣΙΩΝ και ο ΔΑΡΔΑΝΟΣ, υιοί του Διός από την θυγατέρα του Άτλαντος, την Ηλέκτρα. Το δε όνομά τους, το όφειλαν στο φρυγικό όρος Κάβειρον, όπου παρέμειναν αρχικά.
Κατά τον Μνασέα, οι Κάβειροι ήταν τρεις, όσες και οι αδελφές τους, οι Καβειρίδες νύμφες, τέκνα του Ηφαίστου και της Καβειρούς, θυγατέρας του Πρωτέως και της Αγχινόης.
Γεννήθηκαν στην Λήμνο, όπου λατρευόταν ως «Θεοί Μειλίχιοι», δηλαδή γλυκείς, ήπιοι, πράοι, και προσηνής. Επιπλέον ήταν προστάτες της αμπέλου, η οποία ευδοκιμεί εκεί, όπως σε όλα τα ηφαιστειογενή εδάφη.
Άλλοι αναφέρουν τρεις Καβείρους, την ΑΞΙΕΡΟΝ, τον ΑΞΙΟΚΕΡΣΟΝ, και την ΑΞΙΟΚΕΡΣΑΝ.
Το πιο πιθανό είναι ως Πελασγικής προέλευσης ο πρώτος τους χαρακτήρας κατά την απώτατη αυτή εποχή να ήταν χθόνιος και συνδέονται με τη λατρεία της μεγάλης Μητέρας Φύσης και τη γονιμότητα της γης, όπως και στα Κρητικά μυστήρια.
Η Μεγάλη Μητέρα, η μητέρα γη, λεγόταν Αξίερος. Αργότερα ταυτίστηκε με την Δήμητρα .
Η μορφή της, εικονίζονταν στα νομίσματα της Σαμοθράκης ανάμεσα σε δυο λιοντάρια.
Μαζί με την Μεγάλη Μητέρα λατρεύονταν και ο σύζυγός της, ο θεός Καδμίλος, που πολλές φορές ταυτίζονταν με τον Ερμή.
Είχαν και οι δύο τα ίδια “ιερά” σύμβολα , όπως τον κριό ως “ιερό ζώο” που συμβόλιζε την γονιμοποιό δύναμη και τον αρχηγό ποιμένα, καθώς και το φιδοκέφαλο κηρύκειο του, και τα οποία βρέθηκαν χαραγμένα σε νομίσματα και σε επιγραφές.
Είναι εντυπωσιακό, ότι αυτά τα παράξενα ονόματα των Καβείρων, ήταν απαγορευμένο να τα προφέρουν οι πιστοί, οι οποίοι τους ονόμαζαν γενικώς «Θίακες» ή «Άνακτες» όπως γνωρίζουμε άλλωστε ότι και κατά την τελετή των Ελευσινίων Μυστηρίων, η Δήμητρα και η Περσεφόνη, αποκαλούταν απλώς και μόνο «Θεοί». Τα ιδιαίτερα ονόματά τους κατά την διάρκεια της εορτής, όπως και τα ονόματα των ιερέων των, «ελησμονούντο».
ΠΤΩΣΗ Ή ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ;
Ο Πλάτωνας (Φαίδρος 245 C) κάνει λόγο για την αθανασία της ψυχής, λέγοντας ότι αυτή φέρει εξ αρχής φτερούγες οι οποίες, όσο διατηρούνται δυνατές, τη συγκρατούν στις υπερουράνιες περιοχές, ενώ όταν χάσει αυτή τη δύναμη, ενσαρκώνεται κατά πρώτον σε ανθρώπινα σώματα, για να μπορέσει να επιτύχει εκ νέου την άνοδό της, ενώ, αν δεν τα καταφέρει, είναι δυνατόν να «βυθιστεί» σε σώματα ζώων.
Υπογραμμίζει ότι η ψυχή ενός αληθινού φιλόσοφου ύστερα από 3.000 χρόνια μπορεί να αποκτήσει και πάλι τα φτερά της και να ξαναγυρίσει εκεί που ανήκει, ενώ για τις κοινές ψυχές απαιτείται διάσημα τουλάχιστον 10.000 χρόνων. Οι γεννήσεις σε ανθρώπινα ή και σε ζωικά σώματα είναι μάλλον το επακόλουθο μιας πτώσης ή υποβάθμισης από έναν ανώτερο κόσμο σε άλλον κατώτερο, με τη δυνατότητα, όμως να ανυψωθεί και πάλι προς την πηγή του Ανώτερου. Ο Πλάτωνας είναι γνωστό ότι θεωρούσε το σώμα τάφο της ψυχής και στον Κρατύλο συμπλέει με τη διδασκαλία του Ορφέα, ότι δηλαδή η ψυχή τιμωρείται μέσω της ένωσής της με το σώμα.
Ο μύθος της πτώσης των ψυχών από τον υπερκόσμιο ουρανό σε ένα υλικό σώμα αποτελεί την πρώτη άποψη της παλιάς αντίθεσης μεταξύ των φιλοσόφων, ενώ η άλλη υποστηρίζει την κάθοδο της ψυχής του ήδη. Η διαφορά των εννοιών είναι μέγιστη και αυτός που αναλαμβάνει να δώσει σαφείς και ακριβείς απαντήσεις στο ερώτημα «γιατί η ψυχή εγκαταλείπει την ευδαιμονία της και έρχεται να δοκιμαστεί ενσαρκωμένη στη Γη» είναι ο Πλωτίνος, ο καθαυτό ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού ο οποίος απαντά στις Εννεάδες (IV 3,14) ότι, αν σε παρέμενε στο νοητό κόσμο η ψυχή, θα διατελούσε σε αδράνεια, χωρίς να μπορεί να προσφέρει τίποτα στην καθολική εξέλιξη, αλλά ούτε και η ίδια θα εμπλουτιζόταν με την πείρα που της είναι αναγκαία για να δράσει. Μέσα από τις δοκιμασίες πάνω στη Γη κινητοποιεί και δραστηριοποιεί τις υπάρχουσες γνώσεις της, εφαρμόζει τις άπειρες δυνατότητες της και επανέρχεται πιο ισχυρή και τελειότερη από όσο ήταν πριν κατέλθει.
Ο ίδιος συνεχίζει, υποστηρίζοντας ότι, ακόμα κι αν η κάθοδος της ψυχής σε ένα σώμα θεωρηθεί αναγκαιότητα της παγκόσμιας οργάνωσης ή λειτούργημα και όχι τιμωρία, δεν παύει να είναι για την ψυχή μια μεγάλη δοκιμασία από την οποία αυτή πρέπει να βγει νικήτρια. Εξαρτάται, λοιπόν, από την ενσαρκωμένη ψυχή αν η δοκιμασία της θα είναι ωφέλιμη και αποδοτική για την εξέλιξή της. Ο Πλωτίνος παρατηρεί ότι όλες οι ψυχές δεν συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο στη δοκιμασία της ενσάρκωσης. Μερικές υποκύπτουν στο κακό και στην αδικία. Η ψυχή που βάρυνε λόγω των σωματικών δεσμεύσεων δεν μπορεί να επανέλθει μετά το θάνατο στο νοητό κόσμο. Θα ενσαρκωθεί σε άλλο σώμα ανθρώπου η ζώου, σύμφωνα με τις προδιαθέσεις που απέκτησε κατά τη διάρκεια ζωής της. Έτσι, η τιμωρία των μοχθηρών και η ανταμοιβή των καλών υφίσταται μέσα στην αιώνια τάξη του κόσμου.
Ο Ολυμπιόδωρος (σχόλια Φαίδωνα του Πλάτωνα) περιγράφει την κάθοδο της ψυχής με θαυμαστό τρόπο: «Η ψυχή κορικώς κατέρχεται (σ.σ. με τον τρόπο της Περσεφόνης, Κόρη είναι το όνομα της Περσεφόνης) σε γένεση, μερίζεται όμως από τη γένεση Διονυσιακώς, τοποθετείται στο σώμα Προμηθεϊκώς, άρα απελευθερώνεται από τα δεσμά της με τη χρησιμοποίηση της δύναμης του Ηρακλέους, επανασυναρμολογείται σε σύνολο με τη βοήθεια του Απόλλωνος και της Σωτήρος Αθηνάς και εξαγνίζεται με τη φιλοσοφική πειθαρχία».
Η σοφία των αρχαίων έκρυβε πίσω από τους μύθους του Ηρακλή, του Οδυσσέα και άλλων που κατέβηκαν στον Άδη και γρήγορα επέστρεψαν από αυτόν την απελευθέρωση από τη δουλεία της ενσάρκωσης, μέσω της εξαγνιστικής πειθαρχίας. Ο Πρόκλιος αναφέρει ότι ο Ηρακλής, εξαγνισμένος με ιερές μυήσεις, πήρε θέση ανάμεσα στους θεούς. Είναι γνωστή η τρομερή κατάσταση της ψυχής του όσο διάστημα ήταν αιχμάλωτος της σωματικής του φύσης.
Ο Πίνδαρος σε ένα απόσπασμα ενός ποιήματος που αναφέρει το διάλογο του Πλάτωνα – Μένων αναφέρει ότι η Περσεφόνη στέλνει τις ψυχές που δέχθηκε στα βασίλεια του Άδη για κάθαρση, ύστερα από εννέα χρόνια στον πάνω κόσμο και ότι από τις ψυχές αυτές προέρχονται μεγαλοφυείς βασιλιάδες και δυνατοί άνδρες, τόσο σε δύναμη όσο και σε σοφία.
Ο Εμπεδοκλής ασχολείται με τη θεωρία της περιπλάνησης των ψυχών σε μια σειρά από διασωθέντα αποσπάσματα. Στο απόσπασμα Β 115 λέει ότι, εάν μια ψυχή κηλιδωθεί από πράξη φόνου, επιορκίας ή άλλου εγκλήματος, «ντύνεται» τη μορφή θνητού και περιφέρεται μακριά από την χώρα των Μακάρων και παραδίνεται από το ένα στοιχείο στο άλλο. «Ένας εξ αυτών είμαι κι εγώ, ένας από τους θεούς εξόριστος και περιπλανώμενος, διότι ακολούθησα τις προτροπές της Διχόνοιας», ομολογεί ο ίδιος ο Εμπεδοκλής. Στο απόσπασμα Β 117 ισχυρίζεται ότι υπήρξε νεανίας, κόρη, θάμνος, πτηνό κι άφωνο ψάρι.
Στην Σαμοθράκη όπου θεωρείται η Κοιτίδα της λατρείας των Καβείρων, χαρακτηριζόταν προστάτες της Ναυσιπλοΐας.
Στην Ίμβρο και στην Θάσο, ως ευνοούντες την αφθονία κατά τον τρυγητό, θεωρούνται προστάτες των τεχνών, έχοντας πατέρα τους τον Ήφαιστο.
Επίσης υπήρχε η πίστη ότι οι δύο πρεσβύτεροι αδελφοί Κάβειροι, φόνευσαν τον νεώτερο αδελφό τους, που όμως και πάλι με την βοήθειά τους, ανέστησε ο Ερμής Καδμίλος, αγγίζοντάς τον με το Κηρύκειό του, το οποίο θεωρούταν κατά τον Διόδωρο, προσωποποίηση της πίστης περί της Αθανασίας της Ψυχής.
Η δομή των μυστηρίων βασιζόταν σε τρία στοιχεία: τον μύθο, την τελετή, και την μύηση, ενώ επτά ήταν κυρίως τα στάδια ή οι βαθμίδες που οδηγούσαν στην ολοκλήρωση της μύησης στα μυητικά συστήματα: Καθαρμός, Χρίσμα, Περιβολή, Ιερός λόγος, Ενθρονισμός, Ιερογαμία, Εποπτεία. (Στην Χριστιανική εκκλησία αντιστοιχούν στο Βάπτισμα, Χρίσμα, Εξομολόγηση, Θεία ευχαριστία, Ιεροσύνη, Γάμος, Ευχέλαιο).ρ
Οι ιερείς της Σαμοθράκης, άπαντες κληρονομικοί, ονομαζόταν Κάδουλοι, αλλά και Καδμίλοι, όπως και ένας από τους Κάβειρους. Το αξίωμα των ιερέων ήταν κληρονομικό.
Οι Ιερείς κάθιζαν τον μυούμενο μετά την διδασκαλία και την δεινή δοκιμασία που υφίστατο επί θρόνου, όπου λεγόταν η Τελετή της Μυήσεως ή ΘΡΟΝΙΣΜΟΣ. Του φορούσαν στο κεφάλι στεφάνι από κλαδί ελιάς και μια κόκκινη ταινία στην μέση του, την οποία θα έφερε μαζί του στην υπόλοιπη ζωή του, ενδεικτική της μυήσεώς του.
Η “εσωτερική” διδασκαλία των Καβείριων μυστηρίων ήταν “η γέννηση του ανθρώπου”, ενώ των Ελευσίνιων (εκ του “ελεύω”-ελευθερώνομαι) η συμβολική παράσταση της ψυχής, της καθόδου της στην ύλη, μετά την ανάληψη της και την επιστροφή της στην αιώνια ζωή.
Αυτή την ζώνη, την φορούσαν πάντοτε οι «άπαξ μυηθέντες», πιστεύοντας ότι τους προφύλασσε από κάθε κίνδυνο.
Χάρις σε αυτήν την ζώνη, σώθηκε από την μανία των κυμάτων ο Οδυσσέας , χάρις σε αυτήν κατάφερε ο Αγαμέμνων να κατισχύσει όλων των κατά τον Τρωικό Πόλεμο στάσεων των στρατευμάτων του!
Στην συνέχεια οι μυούμενοι έπρεπε να υποβληθούν σε νηστεία, ενώ παράλληλα, τους υποχρέωναν να παρουσιάσουν και τον κηδεμόνα τους για να βεβαιώσει πως είχαν καλή διαγωγή και για να εγγυηθεί γι αυτούς ότι και στο μέλλον θα συνεχίσουν να λειτουργούν με σύνεση.
Στη συνέχεια ακολουθούσε ο ιερός χορός, όπου οι μυημένοι χόρευαν γύρω του. Στο τέλος, οι μυούμενοι ορκίζονταν πως θα κάνουν ενάρετη ζωή και πως θα τηρήσουν για πάντα αυτά τα μυστικά.
Προ του θρόνου, έκαιγε πυρά περί την οποία «ωχρούντο οι Ιερείς» ψιθυρίζοντας λέξεις και φράσεις ακατάληπτες στους αμύητους.
Χαρακτηριστικό της λατρείας στη Λήμνο κατά την διάρκεια των ιερών Τελετών, ήταν το σβήσιμο κάθε πυρός στο νησί, το οποίο επί εννέα μέρες έμενε στο απόλυτο σκότος, περιμένοντας να φωτιστεί από την νέα ιερά φλόγα την οποία μετέφερε από την Δήλο ειδικά για τον σκοπό αυτό απεσταλμένο πλοίο.
Από την φλόγα αυτή ανανεωνόταν το πυρ, στο νησί και η εμφάνιση αυτού του νέου καθαγιασμένου φωτός, αποτελούσε και την λήξη των Μυστηρίων…
Είναι γνωστό ότι την Σαμοθράκη την επισκέφτηκαν και μυήθηκαν, τόσο ο Ορφέας, όσο και ο Ηρακλής, αλλά και όλοι οι στρατηγοί του Τρωικού Πολέμου, οι Πλείστοι των Αργοναυτών και πολλοί άλλοι.
Λέγεται μάλιστα, πως κατά την διάρκεια των Ιερών Τελετών των Καβειρίων Μυστηρίων, συναντήθηκαν για πρώτη φορά οι γονείς του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο βασιλιά Φίλιππος ο Β’ και η Ολυμπιάδα. Κατά την ίδια παράδοση, η σύλληψη του μεγάλου στρατηλάτη πραγματοποιήθηκε στην Σαμοθράκη.
Σκοπός των μυστηρίων ήταν να απομακρύνει το φόβο του θανάτου και να αποκαλύψει αιώνιες αλήθειες που σχετίζονται με την τύχη της ψυχής μετά το θάνατο.
Η αποκάλυψη των τεκταινομένων κατά τη διάρκεια τέλεσης των μυστηρίων επέφερε την ποινή του θανάτου.
Μπροστά στο άβατο του Ιερού υπήρχε επιγραφή, που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη και που απαγόρευε με λιτό αλλά απόλυτο τρόπο, την είσοδο
“Αμύητον μη εισιέναι”.
Ο Πλούταρχος γράφει για τις απόρρητες πληροφορίες που γνώριζε αλλά δεν μπορούσε να αποκαλύψει;
“Οποίοι τινές είναι οι Κάβειροι και όποια τινά μυστήρια τελούν εις την Μητέρα Ρέαν θα ζητήσω συγγνώμη από τους φιλομαθείς διά την σιωπήν μου αυτήν.
Οποία δε η παρακαταθήκη και τα εις αυτήν τελούμενα δεν μοι επιτρέπεται να γράψω”.
Σε αντίθεση με τα Ελευσίνια μυστήρια, στα Καβείρια μυστήρια, επιτρεπόταν η συμμετοχή ατόμων αδιαφόρως εθνότητας, ηλικίας, κοινωνικού αξιώματος και φύλου.
Με τη μύησή τους αναλάμβαναν ηθικές και κοινωνικές υποχρεώσεις κι’ ο Διόδωρος ο Σικελιώτης λέει ότι:
“οι μυούμενοι εγίνοντο ευσεβέστεροι, δικαιότεροι και κατά πάντα καλλίτεροι”.
Οι Κάβειροι εξακολούθησαν να λατρεύονται και τα μυστήρια τους να τελούνται μέχρι το τέλος του 4ου μ.Χ αιώνα. Διαπιστώθηκε από τις ανασκαφές ότι οι Ρωμαίοι περιτείχισαν τον ιερό χώρο και πως παρ’ όλο που μεγάλες καταστροφές σημειώθηκαν στα 200 μ.Χ. πιθανώς από σεισμό, αμέσως έγιναν αναστηλώσεις και αποκαταστάσεις των ζημιών σε μεγάλη έκταση. Ο ιερός χώρος εξακολούθησε να ακμάζει, η φήμη του παρέμεινε αμείωτη και η αρχαία θρησκεία είχε πάντα τους πιστούς της, ως το τέλος του 4ου μ.Χ. αιώνα οπότε εγκαταλείφθηκε αφού εγκαταστάθηκε η νέα θρησκεία. Στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ. ένας καταστρεπτικός σεισμός ισοπέδωσε ότι είχε απομείνει.