Μενού Κλείσιμο
Η Ελέα ήταν αποικία των Φωκιέων, που έφθασαν εκεί διωγμένοι όταν οι Πέρσες κατέλαβαν την Ιωνία.

I. Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος

Ο Ξενοφάνης γεννήθηκε το 570π.Χ. στον Κολοφώνα. Στα 25 του χρόνια για να γλιτώσει από την εισβολή των Περσών, πηγαίνει αρχικά στην Ελλάδα κι αργότερα στην Ελέα και στις Συρακούσες. Πέρασε την ζωή του περιπλανώμενος από πόλη σε πόλη απαγγέλλοντας ποιήματα, ίσως μάλιστα να ήταν και ραψωδός.

Έγραφε ιάμβους και ελεγείες, μεταξύ των οποίων εποποιίες για την ίδρυση του Κολοφώνα και της Ελέας. Γελοιοποιούσε τον Πυθαγόρα, γνωρίστηκε πιθανότατα με τον Αναξίμανδρο τον Μιλήσιο, αλλά και εθεωρείτο από τον Ηράκλειτο πολύξερος δίχως μυαλό.

Συχνά αναφέρεται ως ιδρυτής του ελεατισμού, ήδη από την αρχαιότητα, όμως ορισμένοι τον θεωρούσαν σκεπτικιστή.

«Θνητός όμως κανείς δεν είδε την καθαρή αλήθεια ούτε θα ιδεί για τους θεούς και για όσα λέγω τούτα. Κι αν κάτι να πει τέλειο πιο πάνω απ’ όλους τύχει, δεν το γνωρίζει: πλέκεται μέσα στα πάντα η γνώμη».

Για πρώτη ίσως φορά στην ελληνική φιλοσοφία, φαίνεται να αντιπαρατίθεται γνώση και επίφαση/γνώμη, καθώς ο Ξενοφάνης αποδίδει την πραγματική γνώμη στους θεούς και στους ανθρώπους την εικασία.

«Δεν φανέρωσαν στους θνητούς οι θεοί απ’ αρχής τα πάντα, μα το καλύτερο με τον καιρό ζητώντας βρίσκουν».

Ο Ξενοφάνης υπήρξε ο θεμελιωτής του πρώτου εγχειρήματος απομυθολογικοποίησης. Δεν παύει ούτε στιγμή να καταγγέλλει τις ανθρωπομορφικές και γελοιογραφικές παραστάσεις των ανθρώπων για το θείο.

«Οι θνητοί θαρρούνε πως οι θεοί γεννιούνται σαν κι αυτούς και τη δικιά τους φορεσιά, φωνή, μορφή πως έχουν».

«αν είχαν τα βόδια χέρια, τ’ άλογα και τα λιοντάρια, για να μπορούν σαν τους θνητούς να ζωγραφίζουν έργα, τ’ άλογα όμοια με τ’ άλογα, τα βόδια με τα βόδια θα ζωγράφι¬ζαν τις μορφές των θεών και σώματα θα φτιάχναν τέτοια καθώς η είδη του καθενός τους θα ‘ταν».

Ορισμένοι βλέπουν στο πρόσωπο του Ξενοφάνη τον πρώτο πραγματικά μονοθεϊστή Έλληνα στοχαστή. Το ζήτημα ωστόσο είναι περιπλοκότερο απ’ ό,τι αρχικά φαίνεται: το κείμενο του βέ¬βαια αναφέρει «εις θεός…» (απ. 23) αλλά προσθέτει «εν τε θεοισι και ανθρώποισι μέγιστος*» (όπ.π.) ενώ στις Ελεγείες του γράφει πως «πρέπει οι άνθρωποι να γιορτάζουν τους θεούς με χαρωπά τραγούδια, με μύθους ιερούς κι αμόλυντες κουβέντες», κι αυτός που έκανε σπονδή και προσευ¬χές «δε θα υμνήσει τις μάχες των Τιτάνων ούτε των Γιγάντων ούτε και των Κενταύρων – αυτά είναι επινοήσεις των αρχαίων – αλλ’ ούτε και τις θύ¬ελλες των εμφυλίων πολέμων, όπου κανένα καλό δεν βρίσκεις, κι όμως θα είναι γεμάτος σεβασμό για τους θεούς».

Τέτοιες διατυπώσεις πείθουν ενδεχομένως για την παρουσία ενός είδους πολυθεϊσμού: φαίνε¬ται όμως τελικά πως η απόφανση, σύμφωνα με την οποία πρέπει να μιλά¬με για έναν μοναδικό Θεό, δεν έρχεται αναγκαία σε αντίφαση με αυτές όπου γίνεται λόγος για περισσότερους θεούς. Είναι, πράγματι, πιθανόν οι θεοί για τους οποίους μιλά ο Ξενοφάνης να μην είναι παρά προσωποποιήσεις φυσικών δυνάμεων, σαν κι αυτές που είχαν οδηγήσει τον Θαλή να πει «πάντα πλήρη θεών είναι». Όπως και να ‘χει όμως το πράγμα, ο Ξενο¬φάνης τονίζει πως ο μοναδικός Θεός δεν μοιάζει με τους ανθρώπους ούτε στο νου ούτε στη μορφή, «όλος στοχάζεται, όλος θωρεί κι όλος ακούει» και «δίχως μόχθο με του νου τη δύναμη τα πάντα κρα¬δαίνει».

Ο Ξενοφάνης λοιπόν καταφάσκει την ενότητα των πάντων, την ενότη¬τα και τη μοναδικότητα του Είναι, ιδέες που με τον Παρμενίδη θα αποτε¬λέσουν την καρδιά πλέον του ελεατικού δόγματος. Η μορφή του θείου δεν μοιάζει σε καμιά περίπτωση με αυτή του ανθρώπινου σώματος: μια μετα¬γενέστερη δοξογραφία του Ξενοφάνη μας παρέχει μάλιστα λεπτομέρειες γι’ αυτό το θείο σώμα: μας λέει πως το θείο σώμα είναι σφαιρικό, ίδιο προς όλες τις κατευθύνσεις, ακίνητο, αιώνιο, αγέννητο, πεπερασμένο και μοναδικό. Το θείο αυτό σώμα δεν είναι άλλο απ’ αυτό το ίδιο το σύμπαν, όπου κατοικούν οι θνητοί.

Αλλά και σ’ αυτό το σημείο, αναφύεται ένα πρόβλημα: «Το όριο της γαίας προς τα πάνω, στα πόδια μας το βλέπουμε ν’ ακουμπάει τον αέρα: προς τα κάτω όμως εκτείνεται δίχως όρια»: κάτι τέτοιο όμως αντιφάσκει με την ιδέα πως ο κόσμος είναι πεπερασμένος.

Αν όμως αυτός ο Θεός παραμένει ακίνητος και ήρεμος, το γίγνεσθαι δεν αποκλείεται, αλλά εξελίσσεται εντός του Θεού, καθώς αυτός είναι που κυβερνά τα πάντα κι η μετατροπή των στοιχείων συμβαίνει στην καρδιά του Είναι. Δεν υπάρχει λοιπόν ένα γίγνεσθαι του Είναι, αλλά ένα γίγνεσθαι εντός του Είναι.

Τελικά η κεντρική ιδέα του Ξενοφάνη είναι πως όλα τα πράγματα είναι ένα: αν ο Θεός διευθύνει τα πάντα, ο ίδιος παραμένει μοναδικός, ακίνητος και καθεαυτός γαλήνιος. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης αποκαλούσε τον Ξενοφάνη «πρώτο οπαδό του Ενός».

 

ΙΙ. Παρμενίδης

Ο Ξενοφάνης γεννήθηκε το 570π.Χ. στον Κολοφώνα. Στα 25 του χρόνια για να γλιτώσει από την εισβολή των Περσών, πηγαίνει αρχικά στην Ελλάδα κι αργότερα στην Ελέα και στις Συρακούσες. Πέρασε την ζωή του περιπλανώμενος από πόλη σε πόλη απαγγέλλοντας ποιήματα, ίσως μάλιστα να ήταν και ραψωδός.

Ο Παρμενίδης γεννήθηκε γύρω στο 515π.Χ. και πέθανε (το νωρίτερο) το 450π.Χ. Υπήρξε πιθανότατα μαθητής του Ξενοφάνη. Είχε υπόψη του τη θεωρία του Ηράκλειτου, τον οποίο μάλιστα περιγελά.

1- Η αλληγορία της εισαγωγής. Το ποίημα ξεκινά μ’ έναν τόνο πανηγυ­ρικό: «Τ’ άλογα που μ’ έσερναν όσο επιθυμούσε η καρδιά μου, με ξεπρο­βόδισαν καθώς θεές μ’ οδήγησαν στον ξακουστό το δρόμο, που φέρνει το γνώστη ψηλότερα απ’ όλες τις πόλεις». Οδηγούμενος από τις κόρες που του δείχνουν το δρόμο, ο Παρμενίδης διασχίζει με το άρμα του τις πύλες της Ημέρας και της Νύχτας για να φτάσει ενώπιον της Θεότητος που τον καλωσορίζει.

2- Το Είναι και το Μη Είναι. Ο Παρμενίδης οφείλει πράγματι τη φήμη του στο ότι διακήρυξε πως το Είναι είναι ενώ το Μη Είναι δεν είναι. Ορίζοντας το Είναι ως αυτό του οποίου δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ύπαρ­ξη, ούτε καν εν μέρει, ο Παρμενίδης αποκλείει οποιαδήποτε προσφυγή στην κίνηση, την αλλαγή και το γίγνεσθαι. Το Είναι υπάρχει, αγέννητο, άφθαρτο, άπειρο, «κι ούτε ήταν, ούτε θα γενεί, γιατί όλο μαζί είναι τώρα, ένα και συνεχές». Είναι αδιαίρε­το, ακίνητο μέσα στα όρια ισχυρών δεσμών, αμετακί­νητα σταθερό στο ίδιο σημείο, χωρίς ελλείψεις: «Κι έχοντας όριο έσχατο είν’ όλο τελειωμένο παντούθε μ’ ομορφόκυκλη στον όγκο σφαίραν όμοιο, ισόρροπο από μέσα του παντού: τι μήτε πιο μεγάλο μήτε μικρότερο εδώ για εκεί του πρέπει να είναι». Αγνοεί άρα τη διασπορά και τη συγκέντρωση. Αποκλείεται να προέρχεται από το Μηδέν κι εφόσον είναι αιώνιο κι ακίνητο αγνοεί το χρόνο και το χώρο.

Απ’ όσα προηγήθηκαν οφείλουμε να συμπεράνουμε πως το μη ον δεν είναι· πώς γνωρίζει τότε κανείς, και κατ’ επέκταση πώς μπορεί και ονο­μάζει αυτό που δεν είναι; Γνωρίζουμε πως αργότερα οι Μεγαρικοί θα προσφύγουν σε παρόμοιες αποφάνσεις, ισχυριζόμενοι πως μας είναι αδύνατον να ονομάσουμε το είναι καθώς κι ότι μας είναι επίσης αδύνατον να εξέλθουμε της αρχής της ταυτότητας Λ είναι Λ, γιατί διαφορετικά θα αποδίδαμε στο οριζόμενο κάτι το οποίο δεν είναι το ίδιο. Γνωρίζουμε επί­σης πως ο Πλάτων στον Σοφιστή θα διαπράξει το «έγκλημα της πατρο­κτονίας», παίρνοντας θέση αντίθετη με αυτή του Παρμενίδη: μέσα στον πλατωνικό διάλογο ο τελευταίος θα δώσει την ευκαιρία στον σοφιστή να ισχυριστεί πως είναι αδύνατον να αποφανθούμε για το σφάλμα, εφόσον αυτό, όντας εξ ορισμού μη ον, δεν είναι καν δυνατόν να ονομαστεί.

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν το θεμέλιο της παραδοσιακής αντιπαράθε­σης ελεατισμού και ηρακλειτισμού: η φιλοσοφία του Είναι από τη μια κι αυτή του γίγνεσθαι από την άλλη εμφανίζονταν ως δύο αντιτιθέμενες οπτι­κές του κόσμου που πολλοί φιλόσοφοι επιχείρησαν να συμφιλιώσουν κά­νοντας λόγο για κάποιο γίγνεσθαι του Είναι ή Είναι του γίγνεσθαι.

Ωστόσο, όμως, η έκθεση της παρμενίδειας φιλοσοφίας αρχίζει να γίνε­ται εξαιρετικά δυσχερής από τη στιγμή που περνάμε από την αντιπαρά­θεση Είναι και Μη Είναι στην έρευνα των οδών.

3- Το πρόβλημα των οδών. Η θεότητα, μιλώντας στον Παρμενίδη, λέει:

«Λοιπόν εγώ θα σου μιλήσω κι εσύ δέξου το λόγο, ποιοι δρόμοι μό­νοι είναι της ζήτησης να τους σκεφτούμε. Ο ένας, ότι είναι και δεν μπορεί να μην είναι, της Πειθούς είναι ο δρόμος – γιατί η αλήθεια ακολουθεί. Κι ο άλλος, πως δεν είναι κι είναι ανάγκη να μην είναι, τούτο σου λέω πέρα για πέρα είναι αστόχαστο το μονοπάτι».

Ο Παρμενίδης κάνει σαφώς λόγο για δύο οδούς: την οδό της αλή­θειας, που μας δείχνει πως το Είναι είναι και δεν μπορεί να μην είναι, και τη δεύτερη, που λέει πως το Είναι δεν είναι κι είναι αναγκαίο το Μη Είναι, οδός, κατά τον Παρμενίδη, τελείως αδιέξοδη.

«Έτσι τελειώνω τον πιστό μου λόγο και τη σκέψη για την αλήθεια», συνεχίζει η Θεότητα που μόλις μίλησε για την οδό του Είναι, «γνώ­μες θνητών τώρα όμως μάθε ακούοντας κόσμο απατηλό από δικά μου λόγια: σε γνώμη καταστάλαξαν μορφές δυο να ονομάζουν, απ’ όποιες μια δεν έπρεπε να ‘χουν, σ’ αυτήν πλανιούνται, και τη μορφή στα ενάντια μοίρασαν βάζοντας της σημάδια το ένα από το άλλο χωριστά».

Γι’ αυτό και οι άνθρωποι νομίζουν πως τα πάντα είναι γε­μάτα από φως και νύχτα ταυτοχρόνως. Φαίνεται λοιπόν πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια τρίτη οδό, αυτή της γνώμης, που δεν είναι αυτή του Είναι αλλά ούτε και του Μη Είναι. Πρόκειται για την οδό του όντος που εμφανίζεται μέ­σα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, την οδό ενός φαίνεσθαι που εκλαμ­βάνεται ως ανήκον στο Είναι.

4- “το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι” (Το ίδιο πράμα είναι να σκέφτεσαι και να είσαι)

Ως νοείν θα πρέπει να αντιληφθούμε τη φύσιν, το βασίλειο αυτού που διανοίγεται και αναπτύσσεται μέσα στο φως, η ύπαρ­ξη, με άλλα λόγια, ως φαίνεσθαι και εκδήλωση. Το νοείν πάλι, που αποδί­δεται συνήθως ως γνωρίζω, δεν θα πρέπει να το αντιλαμβανό­μαστε ως έλλογο σκέψη, αντίθετα μάλιστα φαίνεται προτιμότερο να το αποδίδουμε ως εννοώ, δίχως να παραβλέπουμε το διττό νόημα του ρήματος αυτού: αφ’ ενός μεν υποδέχομαι, συν-λαμβάνω – συνεννοούμαι, καθώς και το ουσιαστι­κό, συνεννόηση, αφ’ ετέρου δε ακούω έναν μάρτυρα, στον οποίο έχει δοθεί ο λόγος.

Έτσι λοιπόν το νοείν σημαίνει τόσο τη συνεννόηση μεταξύ δύο συνδεόμενων προσώπων, όσο και τη στάση αυτού που ακούει και αναδιπλώνεται αμυν­τικά για να υποδεχτεί τον αντίπαλο και να τον ανακόψει. Το νοείν συνί­σταται, με άλλα λόγια, στο σύνθετο ενέργημα της απόδοσης του φαινομένου στην ύπαρξη και ταυτόχρονα της ανακοπής του.

Από την άλλη πάλι πλευρά, το αυτό υποδηλώνει την ενότητα, νοούμενη όμως όχι ως τέλεια ομοιογένεια, ταυτότητα ή μη διαφορικότητα, αλλά ως αμοιβαίο συνανήκειν των αντιφασκόντων. Με άλλα λόγια, ο Παρμενίδης συναντά στο σημείο αυτό τον Ηράκλειτο, καθώς καταλήγουν και οι δυο τους να μιλούν για ενότητα των αντιθέτων.

5- “Χρή το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι.” (Πρέπει να λέμε και να σκεφτόμαστε πως πάντα υπάρχει το Είναι).

Το χωρίο αυτό απο­βλέπει ακριβώς στο να απαντήσει στην ερώτηση: Τι είναι ο άνθρωπος. Το νοείν διόλου δεν αποτελεί μια εγγενή στον άνθρωπο δύναμη. Αλλά είναι το γίγνεσθαι που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και εντός του οποίου αυτός τοποθετείται, οδεύοντας μαζί με την ιστορία, για να αγγίξει, διανοιγόμενος, το Είναι.

O άνθρωπος είναι ο φύλακας, ο ποιμένας του Είναι. Σήμερα όμως είμαστε δέσμιοι ακόμα ενός παλαιού, δανεισμένου από τη ζωολογία, ορισμού του ανθρώπου που τον θέλει έμφρον ζώον: Ολόκληρη η αντίληψη της Δύσης για τον άνθρωπο, όλα αυτά που αποκαλούμε ψυχολογία, ηθική, γνωσιοθεωρία και ανθρωπολογία οι­κοδομήθηκαν εντός των πλαισίων αυτού του ορισμού.

O άνθρωπος και το Είναι συ νανήκουν όντας χωρισμένα, κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η ουσία του ανθρώπου έγκειται στήν ύπαρξη του. Η θεωρία του Παρμενίδη απολήγει στην αντιπαράθεση Είναι και ύπαρξης: αυτό που είναι δεν υπάρ­χει, είτε πάλι, αν θέλουμε να αναγάγουμε την ύπαρξη στο γίγνεσθαι του αισθητού κόσμου, ό,τι υπάρχει δεν είναι.

 

ΙΙΙ. Ζήνων, ο Ελεάτης

Ο Ζήνων ο Ελεάτης ήταν ένας από τους αρχαίους Έλληνες προσωκρατικούς φιλοσόφους στην Κάτω Ιταλία και μέλος της Ελεατικής σχολής, που ίδρυσε ο Παρμενίδης. Ο Αριστοτέλης τον αποκαλούσε εφευρέτη της διαλεκτικής μεθόδου. Είναι γνωστός για τα τέσσερα παράδοξά του, τα οποία ο Μπέρτραντ Ράσελ περιέγραψε ως ασύγκριτα διακριτικά και βαθιά.Γιος του Τελευταγόρα και ο αγαπημένος μαθητής του Παρμενίδη. Ο Ζήνων γεννήθηκε γύρω στο 488 π.Χ στην Ελέα της Μ Ελλάδας.Έζησε μερικά χρόνια στην Αθήνα και λέγεται ότι ανέλυε και εξηγούσε τις θεωρίες και τα δόγματά του στον Περικλή και τον Καλλία για 100 μνες. Λέγεται ότι βοήθησε τον Παρμενίδη να γράψει τους Νόμους της Ελέας στους οποίους οι Ελεάτες ορκίζονταν πίστη κάθε χρόνο.

Γεννημένος γύρω στο 489 π.Χ., ο Ζήνων θα πρέπει να βρισκόταν στην ακμή του το 460: πρέπει να διαδραμάτισε σημαντικό πολιτικό ρόλο στην πόλη του, εφόσον αναφέρεται ότι αγωνίστηκε κατά του τύραννου Νεάρχου. Λέ­γεται ότι συνέγραψε μια πραγματεία Περί Φύσεως, το Αιαμάχαι καθώς και μια διατριβή ερμηνείας αλλά και πολεμικής ταυτόχρονα κατά του Εμ­πεδοκλή.

Ο Πλάτων αναφέρει τον Ζήνωνα στον Παρμενίδη και στον Φαίδρο (261 d)· σύμφωνα με τον Αριστοτέλη πάλι, ο Ζήνων ήταν ο πατέρας της διαλεκτικής16: ανέλυε μια από τις βασικές υποθέσεις των θέσεων του εκά­στοτε αντιπάλου του, έως ότου να καταλήξει σε αντιφατικά συμπεράσμα­τα.

Όπως και να έχει όμως το πράμα, ο Ζήνων ο Ελεάτης είναι διάσημος για τις απορίες με τις οποίες εξακολουθεί να είναι συνδεδεμένο το όνομα του και τις οποίες γνωρίζουμε χάρη στον Αριστοτέλη (Φυσικά, VI, 9, 239β5). Η επιχειρηματολογία κατευθύνεται πιθανότατα κατά των Πυθα­γορείων και της θεωρίας τους για την πολλαπλότητα· ο στόχος του Ζήνω­να φαίνεται ξεκάθαρος: επιδιώκει να καταδείξει πως η πλουραλιστική θε­ωρία αδυνατεί να εξηγήσει την κίνηση καθώς και ότι οι επικριτές της ον­τολογίας του Παρμενίδη χειρίζονται έννοιες των οποίων το περιεχόμενο αδυνατούν να συλλάβουν17.

Οι απορίες του Ζήνωνα είναι τέσσερις:

 α) Η διχοτομία. Ο Αριστοτέλης την εκθέτει ως εξής: «Δεν υπάρχει κί­νηση, γιατί το κινητό πρέπει να φθάσει πρώτα στο μέσον, προτού φθάσει στο τέρμα της διαδρομής». Με άλλα λόγια, η κίνηση είναι αδιανόητη για­τί οτιδήποτε υποτίθεται πως κινείται πρέπει να περάσει πρώτα από τα μι­σά της συνολικής διαδρομής, στη συνέχεια από τα μισά της υπολειπόμε­νης πορείας και ούτω καθεξής ως το άπειρο: θα τείνει άρα αδιάκοπα προς το στόχο του δίχως όμως ποτέ να τον εγγίξει.

β) Ο Αχιλλεύς. «Το πιο αργό ποτέ δεν θα το φτάσει το πιο γρήγορο τρέχοντας, διότι εκείνο που καταδιώκει πρέπει κατ’ ανάγκη πρώτα να έρθει στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε αυτό που φεύγει, ώστε πάντοτε είναι ανάγκη να προηγείται κατά τι το πιο αργό». Με άλλα λόγια, αν διοργανώσου­με έναν αγώνα δρόμου με αντιπάλους τον Αχιλλέα και μια χελώνα και δώ­σουμε ορισμένη προπόρευση στη δεύτερη, όταν ο πρώτος θα βρίσκεται στο σημείο χ όπου βρισκόταν η χελώνα κατά την εκκίνηση, η τελευταία θα βρίσκεται πλέον στο χ’· όταν πάλι με τη σειρά του ο Αχιλλέας θα βρε­θεί στο χ’, η χελώνα δεν θα είναι πια εκεί αλλά στο χ”, ώστε όχι μόνο δεν θα προσπεράσει ποτέ τη χελώνα ο Αχιλλέας αλλά και ούτε καν θα τη φτά­σει, απλά θα τείνει αδιάλειπτα να την φθάσει’8.

γ) Το βέλος. «Το βέλος που πετά στέκεται. Κι αυτό συμβαίνει όταν πά­ρει κανείς σα βάση ότι ο χρόνος συντίθεται από τις στιγμές του παρόν­τος». Με άλλα λόγια, ένα αντικείμενο μπορεί να βρίσκεται ή εν κινήσει ή εν ηρεμία. Βρίσκεται εν ηρεμία όταν καταλαμβάνει χώρο ίσο με τον όγ­κο του: τότε όμως και το βέλος που έχει εκτοξευθεί στην πραγματικότητα ηρεμεί, διότι την κάθε ξεχωριστή στιγμή καταλαμβάνει χώρο ίσο με τον όγκο του. Μας έρχονται έτσι στο νου οι στίχοι του Βαλερύ από το Θαλασ­σινό κοιμητήρι:

 Ζήνων, άκαρδε Ζήνωνα, Ζήνων της Ελέας!

Με τρύπησες πέρα ως πέρα

με το βέλος σου το φτερωτό

που πάλλεται, πετά, και δεν πετά.

Ο ήχος με γεννά κάθε φορά,

το βέλος με σκοτώνει.

 

δ) Το στάδιο. «Ο τέταρτος λόγος αναφέρεται σε σώματα ισάριθμα, που κινούνται μέσα στο στάδιο από την αντίθετη κατεύθυνση, περνώντας δί­πλα από έναν ίσο αριθμό σωμάτων, άλλα από το τέλος του σταδίου κι άλ­λα από το μέσον, με ίση ταχύτητα, περίπτωση που νομίζει ότι συμβαίνει ο διπλάσιος χρόνος να είναι ίσος με το μισό». Με άλλα λόγια, αν υποθέ­τοντας τα σημεία Α ακίνητα μέσα στο στάδιο, τα Γ παρευλάνουν μπρο­στά από τα Α με κατεύθυνση από τα δεξιά προς τα αριστερά ενώ τα Β εκτε­λούν την αυτή κίνηση αλλά από τα αριστερά προς τα δεξιά, το Β θα περά­σει μπροστά από το 2Α αλλά κι από το 4Γ ταυτόχρονα.

 

Το πεπρωμένο του ελεατισμού

Με την Ελεατική Σχολή συνδέεται συχνά το όνομα του Μέλισσου του Σάμιου, στον οποίο μάλιστα αποδίδεται ένα βιβλίο Περί του Όντος ή Περί Φύσεως: η σημασία του ελεατισμού όμως οφείλεται λιγότερο σ’ αυτούς που συνδέθηκαν μαζί του και περισσότερο σ’ αυτούς που στοχάσθηκαν πάνω στις θέσεις του.

Ο Πλάτων έδωσε το όνομα του Παρμενίδη σ’ έναν από τους διάλογους του, όπου τίθενται όλα τα εγγενή στον ελεατισμό προβλήματα: τα προ­βλήματα αυτά θα επιλυθούν στον Σοφιστή. Αν δεχτούμε ότι το Είναι είναι και το Μη Είναι δεν είναι, τότε αδυνατούμε να ορίσουμε αυτόν τον έμπο­ρο σφαλμάτων που αποκαλούμε σοφιστή: γιατί οχυρούμενος ακριβώς πί­σω από τη διατύπωση του Παρμενίδη, θα μας πει ότι το σφάλμα εμπίπτει κατ’ εξοχήν στο μη ον, και εφόσον το μη ον έχει γίνει δεκτό ως αδιανόητο και άρρητο, τότε κατά συνέπεια δεν μπορεί να του αποδοθεί η μομφή ότι διδάσκει το ψεύδος και το σφάλμα, αυτό δηλαδή που εξ ορισμού αποτε­λεί μη ον.

Για να μπορέσουμε λοιπόν να υπερβούμε τη δυσχέρεια αυτή, είμαστε αναγκασμένοι να διαπράξουμε τη συμβολική «πατροκτονία» της εναντίωσης στην παρμενιδική θέση, λέγοντας ουσιαστικά κατά κάποιο τρόπο πως το Είναι δεν είναι και το Μη Είναι είναι. Το Μη Είναι, κατά τον Πλάτωνα, δεν είναι το αντίθετο του Είναι, αλλά ένα άλλο Είναι, ανα­γνωρίζοντας έτσι μια θετικότητα στην άρνηση και ορίζοντας το μη ον ως ετερότητα. Αν το μη ον αποτελεί ένα Είναι διαφορετικό του Είναι, τότε μπορούμε να ορίσουμε και το σφάλμα και τον σοφιστή. Από την άλλη πλευ­ρά τώρα, το Είναι δεν είναι γιατί συνιστά αυτό ακριβώς που διατρέχει τα όντα, είναι η σχέση που συνδέει ένα ον μ’ ένα άλλο ον. Βρισκόμαστε, με άλλα λόγια, ενώπιον κεφαλαιωδών για την ιστορία των ιδεών αποφάνσε­ων, ιστορία που από τον Σοφιστή του Πλάτωνα ως τον Χέγκελ εμφανίζει από την άποψη αυτή ένα είδος συνέχειας.

Πράγματι, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως ο εγελιανισμός πα­ρουσιάζεται ως μια απόπειρα σύνθεσης ελεατισμού και ηρακλειτισμού.

Ο Χέγκελ είναι ο φιλόσοφος εκείνος που έθεσε σε λειτουργία το ελεατικό Είναι μέσα στην ιστορία, τοποθετώντας το Είναι του γίγνεσθαι εντός ενός γίγνεσθαι του Είναι. Με τον Χέγκελ, το Είναι του Παρμενίδη υποστασιοποιείται μέσα στη ροή της ιστορίας: το Είναι παύει ν’ αποτελεί ουσιαστι­κό για να γίνει ρήμα, ένα Ρήμα θείο.

ΠΗΓΕΣ:

  • J. Burnet, H αυγή της ελληνικής φιλοσοφίας, γαλ. μτφ., σ. 139.
  • – Felix Μ. Cleve, The Giants of Pre-Sophistic Greek Philosophy, τ. Ι, σ. 11.
  • Jean Wahl, Προς το τέλος της οντολογίας, Paris 1956, σ. 119· το έργο αυτό είναι μια κριτική μελέτη πάνω στην Εισαγωγή στη Μεταφυσική του Heidegger.
  • Karl Reinhardt, Parmenides und die Geschichte dergrieschischen Philosophie, Bonn, 1916.
  • Heidegger, Το είναι και ο χρόνος, γαλ. μτφ. R. Boehm και de Waelhens, Paris, 1964, σ. 268, n. 1.
  • Βλ. Heidegger, Δοκίμια και διαλέξεις, σ. 166, 279 επ., Τι ονομάζουμε σκέπτεσθαι;, σ. 222, Εισαγωγή στη μεταφυσική, σ. 150, «Η αρχή της ταυτότητας», στο Ερωτήματα, Ι, γαλ. μτφ. André Préau, Paris, 1968, σ. 257.
  • «Η αρχή της ταυτότητας», όπ.π., σ. 261.
  • Τι ονομάζουμε σκέπτεσθαι;, σ. 165, Εισαγωγή στη μεταφυσική, σ. 154. Jean Wahl, όπ.π., σ. 166.
  • Heidegger, Εισαγωγή στη μεταφυσική, σ. 155.
  • Etienne Gilson, Το είναι και η ουσία, Paris, 1948, σ. 24.
  • Διογένης Λαέρτιος, IX, 25, που αναφέρει ένα χαμένο έργο του Αριστοτέλη, το Σοφιστής.
  • Ολόκληρη φιλολογία έχει αναπτυχθεί σχετικά με τις απορίες του Ζήνωνα: μεταξύ των σημαντικότερων μελετών αξίζει να αναφέρουμε τις εξής: V. Brochard, Μελέτες φιλοσοφίας αρχαίας και σύγχρονης, σ. 3-59, Lachelier, Έργα, τ. II, σ. 1, A. Koyré, Μελέτες ιστορίας του φιλοσοφικού στοχασμού (σχετικά με τις δύο τελευταίες απορίες), Hegel, Μαθήματα ιστορίας της φιλοσοφίας, τ. Ι· ας υπενθυ¬μίσουμε ότι ο Bergson, που ποτέ δεν έπαψε να στοχάζεται πάνω στο πρόβλημα των σχέσεων συνεχούς και ασυνεχούς, βλέπει στις απορίες του Ζήνωνα αυτό το ίδιο το υπόδειγμα του «κινηματογραφικού μηχανισμού της σκέψης», στον οποίο αντιτίθεται.
  • Όπως ορθά κατέδειξε ο Bergson, το σφάλμα του Ζήνωνα έγκειται στο ότι πι¬στεύει πως η πορεία AB αποτελεί ένα σύνολο διαδοχικών διαδρομών: ο συλλογι¬σμός του Ζήνωνα θα ήταν ορθός αν κάθε φορά που ο Αχιλλέας βρίσκεται στο ση¬μείο όπου βρισκόταν η χελώνα κατά την προηγούμενη εκκίνηση της, οι δρομείς σταματούν για να ξεκινήσουν και πάλι για μια νέα διαδρομή: έτσι ο Αχιλλέας δεν θα έφθανε ποτέ την χελώνα, αφού όσο μικρή κι αν είναι η απόσταση που θα πρέπει να διατρέξει, ο χρόνος που χρειάζεται θα επέτρεπε στην χελώνα να διατρέξει και η ίδια μια ελάχιστη έστω απόσταση.
  • ellinondiktyo.blogspot.com/2014/05/blog-post_7995.html
  • www.ekivolos.gr/