Μενού Κλείσιμο

Πόλις και πολιτική

Πόλις είναι μια κοινότητα προσώπων ή πολιτών, μια κοινότητα χώρου ή τόπου, λατρειών, εθίμων και νόμων, η οποία είναι ικανή να διαχειριστεί τον εαυτό της (μερικώς ή πλήρως). Την κλασσική περίοδο η πόλις είχε ένα αστικό κέντρο (άστυ). Το αστικό κέντρο αποτελούσε μέρος της πόλης, στην έννοια της οποίας συμπεριλαμβανόταν και η ύπαιθρος.

Μεγάλο μέρος του ελληνικού κόσμου ήταν οργανωμένο όχι σε πόλεις, αλλά σε φυλετικά κράτη, κατά την αρχαϊκή και κυρίως την κλασική περίοδο η πόλις ήταν όμως αυτή που ήταν πολιτικά και πολιτιστικά η ηγετική μορφή κράτους.

Η λέξη πολιτικός στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε «αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην πόλη». Όταν ο Πλάτωνας μιλά για την πολιτική, την τέχνη/επιστήμη της πολιτικής, έχει κατά νου ένα είδος γνώσης που περιορίζεται στα όρια της πόλης. Το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλες μορφές πολιτικής οργάνωσης αναγνωρίζεται, αλλά οι μορφές είτε δεν θεωρούνται εφαρμόσιμες, είτε μη ισοδύναμες με την πόλη. Αυτός ο τρόπος σκέψης εκφράζεται περιεκτικά στην αριστοτελική σκέψη, ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση πολιτικό ον, δηλαδή πλάσμα προορισμένο να ζήσει σε μια πόλη. Με αυτόν τον τρόπο τα «πολιτικά πράγματα» μετατρέπονται σε κεντρικό ηθικό ζήτημα σε σχέση με τον άριστο τρόπο ζωής για τους ανθρώπους, στο βαθμό που αυτή η ζωή όχι μόνο πρέπει να διανυθεί μέσα σε μια πόλη, αλλά και να διαμορφωθεί από αυτήν.

Οι διαφορές μεταξύ της αρχαίας και της σύγχρονης έννοιας της πολιτικής οφείλονται κυρίως στους εξής παράγοντες:
1. Οι αρχαίοι έδρασαν κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο της πόλης.
2. Είχαν εντελώς διαφορετική αντίληψη της έννοιας του πολίτη.
3. Έδρασαν σε πολύ μικρότερη πληθυσμιακή κλίμακα, έτσι η εμπλοκή των πολιτών στην πολιτική ήταν πολύ πιο προσωπική.
4. Εμπλούτισαν ή συμπλήρωσαν την πολιτική με την πρακτική ηθική.

Τους αρχαίους Έλληνες τους εξέφραζε απολύτως η έκφραση «το ιδιωτικό είναι και πολιτικό», καθώς δεν διέθεταν κράτος με την έννοια της απρόσωπης γραφειοκρατίας, για αυτό ο καθέ πολίτης ξεχωριστά όφειλε να θέσει το άτομό του επίσημα και ανεπίσημα στη διάθεση του κοινού καλού. Η κοινωνία και όχι το άτομο ήταν για εκείνους το πρωταρχικό σημείο πολιτικής αναφοράς και ο ατομισμός δεν αποτελούσε σοβαρό εναλλακτικό πόλο έλξης.

Θεωρούνταν ευθύνη όλων των ανθρώπων η ευνομία και η ευημερία της κοινότητας. Η ελληνική κοινωνία δεν κυριαρχούνταν από μια ιερή βασιλεία. Σε αντίθεση με τις ανατολικές κοινωνίες, στις οποίες η υποταγή και η υπακοή ήταν πρωταρχικές αρετές, στην Ελλάδα η κριτική και η ανεξαρτησία ενθαρρύνονταν.

Ο λαός έπαιζε έτσι κι αλλιώς σημαντικό ρόλο στις πόλεις από την αρχή, τόσο στον κοινό στρατό, όσο και στη συνέλευση. Η αριστοκρατία, μικρή σε μέγεθος, γνώριζε ότι εξαρτιόταν από τους γεωργούς, ότι έπρεπε να αναγνωρίζει και να σέβεται τα αισθήματά τους και να είναι ανοιχτή σε κριτική. Οι θεσμοί και θα έθιμα διέφεραν από πόλη σε πόλη, και η αλληλεπίδραση μεταξύ τους, είτε λόγω του αποικισμού, είτε λόγω του εμπορίου, μπορεί να ερέθισαν τον στοχασμό.

Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην θέσπιση της πολιτικής σκέψης τους, έπαιξε η δυσαρέσκεια που ένιωσαν προς την ηγεσία της αριστοκρατίας και η παρατηρούμενη έλλειψη σύμπτωσης ανάμεσα στο συμφέρον της κοινότητας και των ατόμων. Παρατηρώντας, κρίνοντας και απορρίπτοντας συχνά τις αξίες, τους τύπους και τις συμπεριφορές της αριστοκρατίας, οι πιο πρώιμοι στοχαστές ωθήθηκαν να αναλύσουν τα ουσιαστικά προβλήματα της κοινότητας, να συνειδητοποιούσαν τις ανάγκες της και να τονίσουν τις αξίες της. Έτσι, η πόλη αναπτύχθηκε ως μια δεμένη ενότητα, όπου το κοινό στοιχείο ενισχύθηκε σε βάρος του οίκου. Οι πολιτικές διαδικασίες τυποποιήθηκαν και εν μέρει αποπροσωποποιήθηκαν. Αποικισμός, ναυτιλία και εμπόριο προσέφεραν ευκαιρίες για επιτυχία και κέρδος. Η κοινωνική και πολιτική κινητικότητα αυξήθηκε και πίεζε την αριστοκρατία. Γι’ αυτό το λόγο δημιουργήθηκαν κρίσεις, οι οποίες για να επιλυθουν απαιτούνταν η συμφωνία για μια διαδικασία μεσολάβησης και νομοθεσίας απ΄πο ανθρώπους που στέκονταν πάνω από πολιτικές μερίδες.

Η πολιτική φιλοσοφία του Σόλωνα

Για την Αθήνα ο Σόλων ήταν εκείνος ο οποίος κρίθηκε ικανός να λύσει την διαμάχη ανάμεσα στις δύο τάξεις, τους πλούσιους και δυνατούς και τον δήμο. Εκλέχτηκε άρχων το 594 π.Χ. και του δόθηκε απόλυτη εξουσία. Ο Σόλων αντικαθιστά με τον πλούτο το κριτήριο της καταγωγής για συμμετοχή στα αξιώματα. Δημιούργησε την βουλή των 400, η οποία ισορρόπησε κατά κάποιον τρόπο τη δύναμη του παραδοσιακά αριστοκρατικού Αρείου Πάγου. Όλα στην πολιτική του Σόλωνα δείχνουν ότι αναγνώριζε την ανάγκη να δοθεί στο δήμο μερίδιο στην εξουσία και την ευθύνη, χωρίς να απογυμνωθεί η πόλη από την αριστοκρατική ηγεσία. Παράλληλα, τονίζει την ευθύνη των ανθρώπων για τα ανθρώπινα πράγματα, απομακρύνοντας τους από ιδεοληψίες του παρελθόντος, ότι οι θεοί είναι υπεύθυνοι για τα δεινά της πόλης. Κατακρίνει έντονα τους άδικους και τους άπληστους πολίτες, τονίζοντας ότι συνέπεια της αδικίας είναι η σκλαβία, οι έριδες και η τυραννία και το δικαστήριο παραφυλά για να φέρει τη σίγουρη τιμωρία της. Η αδικία χτυπά όλη την πόλη και κάθε πολίτη και οίκο, γι’ αυτό κάθε πολίτης πρέπει να ενδιαφέρεται για τα δημόσια πράγματα.

Χαρακτηρίζει την δυσνομία ως κύρια πηγή κακών για την πόλη, σε αντίθεση με την ευνομία που φέρνει μόνο καλά, αρκεί να αναλάβουν όλοι την ευθύνη τους για το κοινό καλό. Με τον Σόλωνα καταργείτε η δουλεία που οφειλόταν σε χρέση και απελευθερώνεται η γη. Η ατομική ελευθερία αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα για κάθε Αθηναίο πολίτη.

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του πολίτη καθορίζονται από γραπτούς του νόμους, οι οποίοι ισχύουν και για ευγενείς και για απλούς πολίτες. Με τον Σόλωνα η πόλη κατασκευάζει τα δικά της εργαλεία για την εξουδετέρωση μιας κρίσης και κατακτά μια χωρίς προηγούμενο δύναμη επιβολής στους πολίτες της.

 

Τα βασικά γνωρίσματα του δημοκρατικού καθεστώτος

Οι διαφορές ανάμεσα στο δημοκρατικό καθεστώς σε σχέση με το αριστοκρατικό και το ολιγαρχικό καθεστώς αντικατροπτίζονται όχι τόσο σε νέους θεσμούς, αλλά στις αλλαγές της δικαιοδοσίας και των αρμοδιοτήτων των ήδη υπάρχοντων.

Έτσι διατηρείται η Εκκλησία του δήμου, αλλά τα δικαιώματά της είναι πολύ περισσότερα και πιο ουσιαστικά. Χάρη σ’ αυτό το γεγονός γίνεται το ανώτατο κέντρο εξουσίας. Αυτή αποφασίζει για τα σημαντικότερα ζητήματα του κράτους και από αυτήν εξαρτώνται και ελέγχονται όλα τα άλλα κέντρα εξουσίας.

Μέλη ισότιμα της Εκκλησίας του δήμου είναι όλοι οι πολίτες (εκτός από τις γυναίκες) από 18 χρονών και άνω, ανεξάρτητα από κοινωνική καταγωγή και οικονομική κατάσταση. Η πλειοψηφία της μοιραία δεν αποτελείται από αριστοκράτες και πλούσιους μη αριστοκρατικής προέλευσης, αλλά από τον λαό.

Οι αρμοδιότητες που έχει η Εκκλησία του δήμου και ο τρόπους που παίρνει τις αποφάσεις της (τις παίρνουν τα ίδια μέλη της με βάση την αρχή της πλειοψηφίας και όχι εκλεγμένοι αντιπροσώποι τους) συνεπάγονται το πέρασμα της πολιτικής εξουσίας και την άσκηση της από το λαό, σε καθεστώς δηλαδή άμεσης δημοκρατίας.

Το σπουδαιότερο κέντρο εξουσίας μετά την Εκκλησία του δήμου είναι η Βουλή. Αποτελείται από 500 μέλη, τους βουλευτές, που εκλεγονται με κλήρο για ένα χρόνο, και αντιπροσωπεύει εξίσου τις 10 «φυλές» (50 από καθεμία) στις οποίες είναι χωρισμένοι οι πολίτες της Αθήνας ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη. Οι βουλευτές κάθε φυλής έχουν την κύρια ευθύνη για τις εργασίες της Βουλής για το ένα δέκατο του έτους και ονομάζονται στο διάστημα αυτό πρυτάνεις (και η φυλή τους πρυτανεύουσα). Προέδρος της Βουλής είναι ο λεγόμενος επιστάτης των πρυτάνεων. Εκλέγεται με κλήρο και μόνο για ένα μερόνυχτο. Στο αξίωμα αυτό μπορεί κανείς να εκλεγεί μόνο μια φορά το χρόνο.

Η Βουλή αποτελεί βοηθητικό όργανο της Εκκλησία του δήμου. Προετοιμάζει την ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων της Εκκλησίας του δήμου και υποβάλλει για συζήτηση και έγκριση τις προτάσεις της (προβουλεύματα). Επίσης, καθοδηγεί και ελέγχει όλους τους άρχοντες στην άσκηση των καθηκόντων τους.

Η Βουλή ως καινούργιος θεσμός για τη δημοκρατία της Αθήνας, δημιουργήθηκε σαν αντίβαρο στη βουλή του αριστοκρατικού καθεστώτος, τον Άρειο Πάγο, από τον οποίο αφαιρέθηκε όλη σχεδόν η εξουσία (η δικαιοδοσία του Άρειου Πάγου περιορίστηκε στην εκδίκαση ορισμένων υποθέσεων ανθρωποκτονίας) και μεταβιβάστηκε είτε στη νέα Βουλή, είτε στην Εκκλησία του δήμου.

Όλοι οι βουλευτές λογοδοτούν στην Εκκλησία του δήμου και είναι ανακλητοί. Δικαίωμα εκλογής στο αξίωμα του βουλευτή έχουν όλοι οι πολίτες. Δεν επιτρέπεται ωστόσο να αναδειχτεί κανείς στο αξίωμα αυτό πάνω από δύο φορές.

ΠΗΓΕΣ: