Μενού Κλείσιμο

Πληθυσμός

Ο πληθυσμός της Σπάρτης που κατοικούσε σε όλη την εδαφική περιφέρεια που ανήκε σ’ αυτήν, χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες:

  1. Τους Είλωτες, μια κατηγορία ατόμων που ήταν υποτελείς στην Σπάρτη και ανήκαν εις το Σπαρτιατικόν κράτος.
  2. Τους Περιοίκους, που αποτελούσαν κοινότητες ελευθέρων ανθρώπων, αλλά ήταν υπό τις διαταγές της Σπάρτης (π.χ. σε καιρό πολέμου.
  3. Τους Σπαρτιάτες πολίτες με πλήρη δικαιώματα, τους Ομοίους.

 

Οι Είλωτες

Οι υποτελείς των Λακεδαιμονίων ονομάζονταν Είλωτες. Σύμφωνα, σχεδόν με όλους τους αρχαίους συγγραφείς, το όνομα αυτό έλαβαν από την πόλη Έλους.

Οι σύγχρονοι, ιδίως, Έλληνες έχουν την εντύπωση ότι οι Είλωτες δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά αντικείμενα τα οποία αγοράζονταν και πωλούνταν , όπως τα διάφορα άλλα αγαθά.

Δεν ίσχυε όμως αυτό. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παρασυρθούμε από τους δούλους «αθηναϊκού τύπου», οι οποίοι ήταν δούλοι-εμπόρευμα, που εισήγονταν από το εξωτερικό και αγοράζονταν στην αγορά. Η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ τους ήταν ότι οι Είλωτες χαρακτηρίζονται από μια ομοιογένεια. Ήταν όλοι γηγενείς, δηλαδή Έλληνες, που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και θεωρούσαν γενικώς ότι είχαν περιπέσει στην κατηγορία των υποτελών, όταν τους κατέκτησαν εκείνοι που έγιναν κύριοι τους και γι’ αυτόν τον λόγο υπήρξαν πολλές φορές εξεγέρσεις τους, ιδιαιτέρως της Μεσσηνίας εναντίον της Σπάρτης.

Αντιθέτως, οι δούλοι «αθηναϊκού τύπου», κατάγονταν από πολλά διαφορα μέρη και πατρίδες και δεν ήταν δυνατόν να χαρακτηρισθούν με ένα συλλογικό όνομα. Δεν είχαν καμία ταυτότητα, ενώ οι Είλωτες είχαν, και καθώς ήταν ομοιογενείς, μπορούσαν να αναπαράγονται. Τελούσαν γάμους, σχημάτιζαν οικογένεια και τεκνοποιούσαν. Δεν μπορούσε κανείς να αγοράσει Είλωτες στην αγορά, σε αντί

Οι περισσότεροι από τους Είλωτες ζούσαν σε αγροκτήματα, στους κλήρους των κυριών τους, τους οποίους καλλιεργούσαν και είχαν υποχρέωση από το Νόμο να αποδίδουν από κάθε κλήρο στον κύριο τους 82 μεδίμνους σιτηρών και ανάλογες ποσότητες «υγρών» καρπών. Πέρα από τις ορισμένες ποσότητες απαγορεύονταν αυστηρώς από τον Σπαρτιατικό νόμο στον κύριο να απαιτήσει περισσότερα αγαθά από τους Είλωτες. Με την ρήτρα αυτή του Λυκούργου ήταν δυνατόν στους Είλωτες να έχουν και δική τους περιουσία.

Εκτός όμως από την εξάρτηση κάθε Είλωτα από τον κύριο του κλήρου, τον οποίου καλλιεργούσε, είχε υποχρέωση να πενθεί στην περίπτωση θανάτου του. Επίσης κάθε άλλος Σπαρτιάτης, αλλά και βεβαίως η Πολιτεία είχαν δικαίωμα να απαιτήσουν από εκείνους την συνδρομή τους.

Νεοδαμώδεις

Η Σπάρτη πολλές φορές εστράτευσε τους Είλωτες σαν «ψιλούς» (ελαφρώς οπλισμένους) στην ξηρά και σαν «ερέτες» (κωπηλάτες) στην θάλασσα. Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι Είλωτες πολέμησαν στον πλευρό των Σπαρτιατών και σαν οπλίτες. Στις περιπτώσεις αυτές, δηλαδή όταν οι Είλωτες στρατεύονταν και πολεμούσαν, ήταν δυνατόν να τους δοθεί εκ μέρους της Πολιτείας και μόνον η ελευθερία τους, κάτι που όμως, αν και συχνά, δεν γινόταν πάντοτε. Η ελευθερία τους δινόταν μετά την λήξη της θητείας τους, αλλά εξακολουθούσαν να έχουν την υποχρέωση της στρατεύσεως εφόσον παρουσιαζόταν νέος κίνδυνος. Πάντως, θεωρητικώς οι Είλωτες δεν αποτελούσαν μέρους του κράτους.

Ωστόσο, οι Είλωτες, μπορούσαν να προβάλλουν νομίμως την αξίωση να έχουν μερίδιο στο κράτος των Λακεδαιμονίων, κάτι που ήταν κυριολεκτικώς αδιανότη να απαιτήσουν οι δούλοι των δημοκρατικών Αθηνών. Οι Είλωτες που απελευθερώνονταν από την Πολιτεία ονομάζονταν Νεοδαμώδεις (Δαμός, δωρικός τύπος του Δήμου, άρα τα νέα μέλη του Δήμου). Έτσι, ήταν πλέον ελεύθεροι πολίτες της Λακεδαίμονος με δικό τους κλήρο, χώρις όμως να έχουν και την ίδια κοινωνικά θέση με τους Ομοίους.

Μόθακες ή Μόθωνες

Στην Αθήνα, μετά τον νόμο του Περικλέους του 451-450 π.Χ., μόνον οι γάμοι, μεταξύ Αθηναίων πολιτών αναγνωρίζονταν νομικώς, και για να ήταν κάποιος Αθηναίος πολίτης, έπρεπε και οι δύο γονείς του να ήταν πολίτες των Αθηνών. Προηγουμένως, αρκούσε να ήταν Αθηναίος πολίτης ο πατέρας. Για παράδειγμα, ο ρήτορας Δημοσθένης ήταν μεν πολίτης των Αθηνών εκ πατρός, εκ μητρός όμως ήταν βάρβαρος, διότι αυτή καταγόταν από την Σκυθία.

Αντιθέτως, στην Σπάρτη, ενώσεις ανάμεσα σε Ομοίους και Είλωτες έδιδαν τέκνα που ήταν, κατά κάποιο τρόπο πολίτες. Αυτή η ομάδα ήταν οι Μόθακες ή Μόθωνες. Περιελάμβανε είτε Είλωτες γεννημένους στην οικία Σπαρτιάτη, από πατέρα Σπαρτιάτη και μητέρα Ειλωτίδα, είτε τέκνα Ειλώτων, που όμως επιλέγονταν από την Πολιτεία και ελάμβαναν Σπαρτιατική παιδεία, καθώς και την εκπαίδευση των Σπαρτιατόπαιδων, την περίφημη Αγωγή.

Στην ιστορία της Σπάρτης υπήρξαν πολλοί ονομαστοί Μόθακες που σαν πολίτες της την δόξασαν, όπως ο Γύλιππος, ο Καλλικρατίδας, ο Λύσανδρος και άλλοι πολλοί. Από την ιστορία γνωρίζουμε τρεις πολέμους των Ειλώτων κατά της Σπάρτης. Υπήρξαν πολλές φορές όμως που οι Είλωτες έδειξαν πίστη και αφοσίωση προς τους Σπαρτιάτες. Άξια αναφοράς ήταν η στάση τους προς τους Σπαρτιάτες, όταν οι τελευταίοι πολιορκούνταν από τους Αθηναίους στην Σφακτηρία. Τότε, με αυτοθυσία Είλωτες με δικής τους πρωτοβουλία και χωρίς κανείς να τους υποχρεώσει, μετέφεραν στους πολιορκουμένους Σπαρτιάτες τρόφιμα, λάδι και κρασί, μέσα σε αδιάβροχους ασκούς, κολυμπώντας με την βοήθεια τρύπιων καλαμιών από την ακτή, κάτω από την επιφάνεια του νερού.

Περίοικοι

Οι Περίοικοι σχηματίζουν ανεξάρτητες κοινότητες στην Λακωνία, αλλά και στην Μεσσηνία. Οι κοινότητες αυτές είχαν σαφώς τοπική αυτονομία, αλλά επίσης σαφώς ήταν πλήρως εξαρτημένες από το Σπαρτιάτικο κράτος στα πολεμικά, καθώς και σε όλα γενικώς τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, και αυτή ήταν φυσικό διότι οι Περίοικοι ήταν μέρος του κράτους. Εξάλλου, η επίσημη ονομασία αυτού που αποκαλούμε σπαρτιατικό κράτος δεν ήταν «Σπαρτιάτες», αλλά «Λακεδαιμόνιοι», μια λέξη που ρητώς περιλάμβανε και όλους τους Περίοικους. Οι κοινότητες των Περιοίκων ήταν ομοιογενείς και είχαν δικές τους γαίες. Οι Περίοικοι δεν πλήρωναν τακτικούς φόρους στην Σπάρτη, σε αντίθεση με τους Είλωτες.

Οι Περίοικοι ασκούσαν το εμπόριο και τις τέχνες. Στις πόλεις τους κατασκεύαζαν τα περίζητητα έργα της λακωνικής σιδηροποιϊας, καθώς και άλλα υψηλής ποιότητος τεχνουργήματα. Ταυτόχρονα καλλιεργούσαν την γη και ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία. Εξαιτίας των παραπάνω δραστηριοτήτων ήταν και κάτοχοι χρυσών και αργυρών νομισμάτων, κάτι που απαγορευόταν στους Σπαρτιάτες.

Οι Περίοικοι στρατολογούνταν κανονικώς στον Σπαρτιατικό στρατό σε σημαντικούς αριθμούς. Έως τους Περσικούς πολέμους υπηρετούσαν σε ξεχωριστά τάγματα. Αργότερα όμως και κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, τους βρίσκουμε αναμεμιγμένους στις Σπαρτιατικές Μόρες. Σ’ αυτό ίσως συνετέλεσε και ο καταστρεπτικός σεισμός του 465 π.Χ., που προξένησε πολύ μεγάλες υλικές ζημιές, αλλά και απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό των Ομοίων της Σπάρτης.

Οι Όμοιοι

Δεσπόζουσα θέση κατέχει η τάξη των Ομοίων, ενώ ακολουθούν κατά σειρά οι Περίοικοι και οι Είλωτες. Προς διάκριση αυτών από τους λοιπούς κατοίκους της Λακωνικής, ονομάζονταν Σπαρτιάτες, από το όνομα της πόλεως τους.

Στην ένδοξη ελληνική ιστορία, οι γνήσιοι Σπαρτιάτες αποτελούν το πιο ακραίο παράδειγμα απορρίψεως των οικονομικών δραστηριοτήτων. Τους απαγορευόταν αυστηρώς να έχουν οποιουδήποτε είδους οικονομική δραστηριότητα. Για τις οικονομικές τους ανάγκες, βασιζόταν στις άλλες κατηγορίες, ιδίως στους Είλωτες. Οι Σπαρτιάτες ήταν κύριοι γης, αλλά δεν την καλλιεργούσαν οι ίδιοι, Απαλλαγμένοι έτσι από κάθε οικονομική δραστηριότητα, οι Όμοιοι ή Ομοίοι αφοσιώνονταν αποκλειστικά στην στρατιωτική εκπαίδευση.

Ήταν μια κληρονομική «ομάδα» επαγγελματιών μαχητών. Όλη η ζωή τους είχε οργανωθεί από το κράτος με αυτόν τον στόχο: Να γίνουν οπλίτες πρόθυμοι, να υπακούουν τους νόμους, στους αρχηγούς τους, καθώς και τους μεγαλυτερούς τους, στρατιώτες εκπαιδευμένοι να πολεμούν σε μεγάλους ή μικρούς σχηματισμούς, με ύψιστη πειθαρχία και τάξη. Οι στρατιώτες, ιδίως του 5ου αιώνα π.Χ. ήταν οι κατ’ εξοχήν ειδήμονες, στις μάχες οπλιτικού τύπου. Η θέα της επίθεσης Σπαρτιατικής οπλιτικής φάλαγγας, ήταν κάτι το τρομακτικό! Πολλοί από τους αντιπάλους δεν ανέμεναν την επαφή, αλλά έφευγαν προ αυτής…

Εμπρός σε αυτόν τον μοναδικό σκοπό, οτιδήποτε άλλο θυσιαζόταν. Η οικογενειακή ζωή είχε σκοπίμως μειωθεί. Σε ηλικία επτά ετών, το Σπαρτιατόπουλο απομακρυνόταν από την οικογένειά του, χωρίς βεβαίως να διακόψει τους δεσμούς μαζί της, και την εκπαίδευση του την αναλάμβανε το κράτος. Ζούσε και γυμναζόταν παράλληλα με την εγκύκλιο μόρφωσή του, με τους συνομήλικους του και εντασσόταν σε μια ολόκληρη σειρά κλάσεως ηλικίας, με διάφορες ονομασίες. Ο απόλυτος σκοπός ήταν να διαπλάσουν την ευθύτητα του Σπαρτιάτη προς τους συντρόφους και να του εμπνεύσουν την υπακοή και τον σεβασμό στους μεγαλυτέρους του.

Στην ηλικία των 20 ετών, μόλις είχε τελειώσει η Αγωγή του. Ο νεαρός Σπαρτιάτης εισερχόταν στην κατηγορία των ενηλίκων. Έπρεπε τότε να νυμφευθεί. Έως την ηλικία των 30 ετών ο Σπαρτιάτης συνέχιζε να ζει με τους εν όπλοις συντρόφους του στα κοινά συσσίτια.

Την περίοδο λοιπόν μεταξύ 20 και 30 ετών οι Όμοιοι χωρίζονταν σε δεκαπεντεμελείς ομάδες που ονομάζονταν συσκηνίες. Οι ομάδες αυτές έμενα σε ξεχωριστά οικήματα, και τα μέλη της κάθε ομάδας κοιμόντουσαν μαζί στο ίδιο οίκημα, μέχρι να συμπληρώσουν το τριακοστό έτος της ηλικίας τους. Συμπληρώνοντας το τριακοστός έτος της ηλικίας τους είχαν το δικαίωμα να κοιμούνται το βράδυ στις οικίες τους, μαζί με τις οικογένειές τους, όμως την ημέρα βρίσκονταν μαζί με τους όμοιους συντρόφους τους που άνηκαν στην ίδια συσκηνία, και γυμνάζονταν ή ακολουθούσαν κανονικά το πρόγραμμα της Πολιτείας.

Ο θεσμός της συσκηνίας θεσπίστηκε περισσότερο για να ανεβάσει την μαχητικότητα των Σπαρτιατών πολεμιστών, αλλά και για να συσφίξει τις μεταξύ τους σχέσεις, αφού με τον δεσμό αυτό οι σύσκηνοι δένονταν με πολύ στενούς δεσμούς φιλίας μεταξύ τους. Αυτό βέβαια είχε φοβερό αντίκτυπο κατά την διάρκεια της μάχης, στην οποία ο κάθε πολεμιστής μαχόταν δίπλα στον σύντροφό του από την ίδια συσκηνία, οπότε και η μαχητικότητα του ανέβαινε κατά πολύ, αλλά και οι στρατιωτικοί σχηματισμοί του σπαρτιατικού στρατού παρουσίαζαν τεράστια ευελιξία και πειθαρχία. Επίσης ο σπαρτιατικός στρατός με αυτόν τον τρόπο παρουσίαζε πολύ μεγάλη ομοψυχία και συνοχή, αφού κάθε σύσκηνος στην ουσία προσπαθούσε από την μια να αποδείξει την γενναιότητα του στην υπόλοιπη συσκηνία, και από την άλλη ο καθένας ξεχωριστά να προσπαθεί με κάθε τρόπο να σώσει τους υπόλοιπους συντρόφους του, σε μια δύσκολη εξέλιξη της μάχης.

Η εξασφάλιση των αγαθών που χρειαζόταν η κάθε συσκηνία για να λειτουργήσει, εξασφαλιζόταν από την συνεισφορά των μελών της, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν στην πολιτεία ίση ποσότητα από τα αγαθά που χρειάζονταν (σύκα, αλεύρι, τυρί, κρασί κτλ). Η κύρια τροφή των Σπαρτιατών ήταν ο μέλανας ζωμός. Ο ζωμός αυτός αποτελείτο από χοιρινό η μοσχαρίσιο κρέας, το οποίο ήταν βρασμένο και με το αίμα του, στο οποίο πρόσθεταν αλάτι και ξύδι. Τα κοινά αυτά δείπνα των συσκήνων ονομάζονταν φιδίτια ή συσσίτια αλλά και ανδρεία. Στα φιδίτια παρευρίσκονταν όλοι οι σύσκηνοι, και δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να έχει φάει πριν. Ακόμα και οι βασιλείς έπαιρναν μέρος στα φιδίτια, παίρνοντας μάλιστα και διπλή μερίδα την οποία μπορούσαν να διαθέσουν όπου ήθελαν.

Στην συσκηνία γίνονταν συζητήσεις για τα προβλήματα που αφορούσαν την πόλη, αλλά και γενικού περιεχομένου συζητήσεις. Απαγορευόταν όμως ρητά κάποιος να μεταφέρει προς τα έξω τις συζητήσεις που γίνονταν εκεί. Μάλιστα η παράδοση αναφέρει ότι ο γεροντότερος δείχνοντας την είσοδο του οικήματος της συσκηνίας να λέει στους νεότερους: «δια τούτον φήσιν ουδείς εξέρχεται λόγος».

Στα παιδιά επιτρεπόταν η είσοδος στα φιδίτια, μαθαίνοντας τα έτσι να κρατούν μυστικά τα όσα ακούγονταν εκεί μέσα, μυώντας τα έτσι στο να κρατούν μυστικά προς τα έξω και τα θέματα που αφορούν την πόλη. Επίσης η είσοδος των νέων στα φιδίτια από μικρή ηλικία είχε να κάνει και με την σωστή συμπλήρωση της πολιτικής τους αγωγής, η οποία θα τους βοηθούσε να γίνουν σωστοί και νομοταγείς πολίτες, όταν θα έφταναν στο στάδιο της ενηλικίωσης. Επίσης στα φιδίτια αναφερόταν και κάθε καλή πράξη η οποία έγινε στην πόλη, δίνοντας έτσι ένα κίνητρο στους Σπαρτιάτες να προτιμούν περισσότερο τον δρόμο της αρετής.

Την ποσότητα του φαγητού που αναλογούσε σε κάθε σύσκηνο κατά την διάρκεια των φιδιτίων, επέβλεπαν οι μεγαλύτεροι, ώστε οι Σπαρτιάτες τρώγοντας στην ουσία την κανονική ποσότητα φαγητού, να διατηρούν το σώμα τους γυμνασμένο, ώστε αυτό να φαίνεται πάντα όμορφο. Οι πρεσβύτεροι όμοιοι πολεμιστές ήταν επίσης υπεύθυνοι να ελέγχουν την εκγύμναση των μελών της συσκηνίας, πριν αυτοί καθίσουν στο τραπέζι. Μόνο μετά το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους οι όμοιοι Σπαρτιάτες μπορούσαν να καθίσουν στα φιδίτια χωρίς προηγουμένως να γυμναστούν. Η διατροφή τους λέγεται ότι κανονίστηκε από τον Λυκούργο έτσι ώστε και να μην στερούνται τροφής, αλλά και να μην ξεφεύγουν από το μέτρο καταναλώνοντας υπερβολικές ποσότητες. Το ίδιο συνέβαινε και με την κατανάλωση κρασιού, η οποία δεν υπερέβαινε το κανονικό αφού πολλοί από τους σύσκηνους, μετά το πέρας του δείπνου, έπρεπε να επιστρέψουν στις οικείες τους, πάντα χωρίς την βοήθεια φανού η δάδας, δεδομένου ότι στην Σπάρτη απαγορευόταν ο φωτισμός κατά την διάρκεια της νύχτας σε αυτούς που κυκλοφορούσαν στην πόλη.

Έτσι, σε όλους τους όμοιους Σπαρτιάτες δεν επιτρεπόταν το δείπνο στο σπίτι, παρά μόνο όταν ο πολίτης αυτός είχε μαγειρέψει ένα ζώο μετά από θυσία, η αυτό το ζώο ήταν θήραμα κυνηγίου, οπότε όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ήταν υποχρεωμένος να στείλει μέρος του σφάγιου στο συσσίτιο των συντρόφων του.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς ο Λυκούργος εφάρμοσε τον θεσμό των φιδιτίων και των συσκηνιών, προσπαθώντας να δημιουργήσει άρρηκτες σχέσεις, ανάμεσα στους πολίτες όλων των ηλικιών, χαλιναγωγώντας έτσι τους νεότερους, οι οποίοι κάτω από τα βλέμματα των πρεσβύτερων, γίνονταν πιο προσεκτικοί, αποκτούσαν μεγαλύτερο αυτοσεβασμό, αλλά και σεβασμό προς όλους τους συμπολεμιστές τους, ανεξαρτήτου ηλικίας. Στις δεκαπενταμελής αυτές ομάδες, κάθε καινούργιο μέλος γινόταν δεκτό μόνο με ομόφωνη μυστική ψηφοφορία, των υπολοίπων μελών, και αποκλειόταν ακόμα και με μια αρνητική ψήφο.

Μοναδικό μειονέκτημα του θεσμού της συσκηνίας θεωρείται η απομάκρυνση του Σπαρτιάτη συζύγου από την οικεία του μέχρι την ηλικία των τριάντα ετών, δεδομένου ότι οι νόμοι της Σπαρτιατικής πολιτείας προέβλεπαν ότι ένας Σπαρτιάτης πρέπει να παντρεύεται μέχρι το ανώτερο μέχρι αυτή την ηλικία.

Παράλληλα, σήμερα γνωρίζουμε την ύπαρξη κάποιων επιλέκτων ομάδων ανάμεσα στους Σπαρτιάτες Ομοίους, όπως το σώμα των 300 Κώρων (Δωρικός τύπος του Αττικού Κόρος και του Ιωνικού Κούρος), που επιλέγονταν μεταξύ των νεοτέρων και ικανοτέρων μαχητών και αποτελούσαν φρουρά των Σπαρτιατών βασιλέων.

Αν κάποιος Όμοιος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην τακτική συνεισφορά στα κοινά συσσίτια «έπεφτε» σε κατώτερη τάξη, στους Υπομείονες, γεγονός που σήμαινε την απώλεια των πλήρων δικαιωμάτων του πολίτη. Εκτός από τους υπομείονες, υπήρχαν, αν και ελαχιστότατοι, και οι Τρέσαντες (τρέω=τρέμω), δηλαδή εκείνοι που είχαν δειλιάσει σε κάποια μάχη. Η ισότητα μεταξύ των Ομοίων υπήρξε ένα ιδανικό που λόγω του πολιτεύματος και της φιλοσοφίας της Σπάρτης, ήταν απολύτως φυσικό.

ΠΗΓΕΣ:

«Αρχαία Σπάρτη: η ιδανική πολιτεία», Ιωάννης Χρ. Παναγέας

https://archaia-ellada.blogspot.com/2013/10/blog-post_881.html