Οι λοιποί Έλληνες πρόγονοί μας παρετήρησαν ότι μόνον οι Λακεδαιμόνιοι και δη οι Σπαρτιάτες γνώριζαν ότι η Λακεδαιμονίων Πολιτεία ήταν ένα κράτος με υψηλή πειθαρχία και ως εκ της ανατροφής και της εκπαιδεύσεως οι πολίτες της ήταν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να υπερασπισθούν και με την ζωή των την ελευθερία της πατρίδος τους.
Ο Σπαρτιατικός νόμος – επί ποινή θανάτου – απαγόρευε στους Σπαρτιάτες να φύγουν (αποδομήσουν) από την Σπάρτη για μόνιμη εγκατάσταση σε άλλη πόλη, χωρίς την άδεια των αρμοδίων αρχόντων.
Τον νόμο αυτόν εθέσπισε ο νομοθέτης λόγω της διαχρονικής, λίγο-πολύ, σχετικής ολιγανθρωπίας της Σπάρτης, την οποία βεβαίως έπρεπε οι Σπαρτιάτες να αναπληρώσουν με την πολεμική υπεροχή της οποίας η επίτευξη απαιτούσε αμεριμνησία από τις επιτακτικές ανάγκες της ζωής. Έτσι εκπαιδευόμενοι οι Σπαρτιάτες αναδείχθηκαν οι πολεμικώτεροι όλων των Ελλήνων, αληθινοί τεχνίτες και γνώστες των πολεμικών, και από όλους τους άλλους Έλληνες λογίζονταν αήττητοι μέχρι της ήττας στα Λεύκτρα, το 371 π.Χ. (Πλουτ. Πελοπ. 23. Ξενοφ. Λακ. Πολ. Ιγ΄, 5).
Την πολεμική αρετή και την μαχητική ικανότητα των Σπαρτιατών μόνον η συνεχής άσκηση και σκληραγωγία, μπορούσαν να συντηρήσουν, καθώς βέβαια και διάφορες ηθικές διδασκαλίες. Για να επιτευχθεί όμως αυτό στον απόλυτο βαθμό, έπρεπε οι άνδρες να είναι απαλλαγμένοι από κάθε βιοποριστική ανάγκη. Έτσι, οι άνδρες αυτοί έπρεπε λοιπόν, να έχουν όλο το χρόνο τους ελεύθερο. Με την εργασία των Ειλώτων απαλλάχθηκαν από όλες τις καθημερινές φροντίδες του βίου και μπορούσαν να ασχολούνται μόνον με την πατρίδα και την υπεράσπισή της.
Με τον τρόπο αυτόν η Πολιτεία κατέστησε αυτούς ικανούς να ασχολούνται με τα στρατιωτικά και πολεμικά πράγματα και αξίωνε από αυτούς τη συνεχή ασχολία τους με αυτά. Εξαιτίας αυτών των υποχρεώσεων πολιτικά δικαιώματα στην Σπάρτη είχαν μόνον εκείνοι οι Σπαρτιάτες οι οποίοι είχαν υπομείνει και λάβει την Σπαρτατική Αγωγή, καθώς και εκείνοι οι οποίοι ελάμβαναν μέρος εις τα κοινά συσσίτια καταβάλλοντας τα προβλεπόμενα σε είδος αλλά και χρήμα τέλη.
Η πρόνοια της Σπάρτης για τον στρατιωτικό, άρα και πολεμικό προορισμό του άρρενος τέκνου, καταφαίνεται αμέσως με την γέννησή του. Κύριος να αποφασίσει, αν έπρεπε να τραφεί και να ζήσει ή να εγκαταλειφθεί το νεογνό, δεν ήταν οι γονείς του, αλλά οι γεροντότεροι (πρεσβύτατοι) των φυλών. Αυτοί εξετάζοντες το βρέφος, αν έκριναν αυτό υγιές και ρωμαλέο, έλεγαν να τραφεί, αν όμων έκριναν το αντίθετο, διέταζαν την αποπομπή του στις λεγόμενες Αποθέτες. Οι αποθέτες ήταν ένας βαραθρώδης τόπος εις τον Ταϋγετο στον οποίο έκθετο απέθεταν το νεογνό.
Τα εγκριθέντα άρρενα τέκνα μέχρι την ηλικία των επτά ετών τρέφονταν στα σπίτια τους από τις μητέρες του. Μόλις όμως αυτά γίνονταν επτά ετών, τα παρελάμβανε η «Πόλις» και τα έθετε «υπό των παιδονόμον». Τοποθετούσε το κάθε ένα από αυτά εις Ίλαν η οποία ήταν τμήμας της Βούας (Πλούτ. Λυκ. 17). Κάθε Βούας αρχηγός ήταν ο Βουάγωρ και κάθε Ίλας, ο Ίλαρχος.
Αυτοί οι δύο εκλέγονταν μεταξύ των συνετότερων και μαχιμότερων νέων που είχαν ηλικία πάνω από τα είκοσι χρόνια. Οι τοποθετημένοι στις Βούες χωρίζονταν σε τρεις τάξεις, α) στους Παίδες, που είχαν ηλικία από 7 έως 18 ετών, β) στους Μελλίρανες, τους από 18 έως 20 και γ) στους Ίρανες, από τα 20 μέχρι τα 30. Από αυτούς οι νεώτεροι αποκαλούνταν Πρωτίρανες, και οι μεγαλύτεροι Σφαιρείς (Πλούτ. Λυκ. 17).
Η εκπαίδευση των παίδων και των νέων σκοπό είχε να σκληραγωγήσει με την άσκηση τα σώματα. Όταν έφθαναν το δωδέκατο έτος της ηλικίας των, τους κούρευαν αν χρώ, δηλαδή αυτό που λέμε σήμερα «με την ψιλή», και τους συνήθιζαν να βαδίζουν ανυπόδητοι (υπάρχε ειδικός λόγος γι’ αυτό) και να παίζουν γυμνοί. Στην ηλικία των δώδεκα ετών ήταν ήδη χωρίς χιτώνες, αλλά μόνον με αυτό που έφεραν κάτω από αυτούς, και τα βράδυα κοιμούνταν μαζί, κατά Ίλαν και Βούαν, σε στρώματα, τα οποία αυτοί οι ίδιοι κατασκεύαζαν, κόβοντας με τα χέρια των χωρίς την βοήθεια μαχαιριών κ.λ.π. (δοκιμάστε να κόψετε χλωρό καλάμι) τις άκρες των καλαμιών που φυτρώνουν στον ποταμό Ευρώτα που επίσης οι ίδιοι έφεραν από εκεί.
Μια φορά τον χρόνο γίνοταν δημόσια δοκιμασία της υπομονής όσων νέων είχαν την κατάλληλη ηλικία στους σωματικούς πόνους! Η δοκιμασία αυτή ονομάζονταν «δοκιμασία διαμαστιγώσεως», και γίνοταν στον βωμός της Οριθίας Αρτέμιδος. Οι δοκιμαζόμενοι συναγωνίζονταν ποιος από αυτούς θα άντεχε περισσότερο από τους άλλους στον πόνο. Ο νικητής ονομαζόταν Βωμονίκης (Πλουτ. Λυκ. 18). Ο νομοθέτης θέλοντας να καταστήσει τους νέους Σπαρτιάτες πολυμήχανους και πανούργους, προέβλεψε την χορήγηση λίγης τροφής σ’ αυτούς, ενώ συγχρόνως τους επέτρεψε να συμπληρώνουν αυτήν δια της κλοπής τροφίμων και μόνον! Και ο νέος που δεν συλλαμβάνονταν έμενε ατιμώρητος. όμως στην αντίθετη περίπτωση, ο νόμος προέβλεπε αυστηρή τιμωρία αλλά και νηστεία (Πλούτ. Λυκ. 17). Όλες οι ασκήσεις των Σπαρτιατών αποσκοπούσαν στο να τους κάνουν περισσότερο ρωμαλέους και ικανότερους μαχητές. Για τους λόγους αυτούς συνειδητά οι Σπαρτιάτες γυμνάζονταν (Ξενοφ. Λακ. Πολ. 219).
Εκτός των στρατιωτικών και σωματικών ασκήσεων είχαν και γυμναστικές ασκήσεις, τις οποίες εκτελούσαν κατά Μοίρες χωριζόμενοι. Η πολιτεία, όμως, δεν φρόντιζε μόνον για την σωματική και στρατιωτική εκπαίδευση των Σπαρτιατοπαίδων αλλά προνοούσε και για την μόρφωση αυτών. Πάντως, η ολιγολογία «εδιδάσκετο εις τους Σπαρτιάτες εξ απαλών ονύχων» (Πλουτ. Λυκ. 18.19).
Η Κρυπτεία
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λυκούργειος θεσμός της κρυπτείας (αν είναι όντως του Λυκούργου) αποτελεί μελανό σημάδι στην κατά τα άλλα αξιοθαύμαστη αρχαία σπαρτιατική πολιτεία. Αρχικά ονόμαζαν «κρυπτεία» τη στρατιωτική προπαίδευση των νεαρών Σπαρτιατών. Και η ονομασία προέκυψε από τον τρόπο με το οποίο γινόταν αυτή η στρατιωτική προπαίδευση.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι νέοι Σπαρτιάτες έπρεπε να εξασκηθούν στρατιωτικά για δύο χρόνια. Για τον σκοπό αυτό περιόδευαν ένοπλοι ολήκληρη τη λακωνική γη για να γνωρίσουν το έδαφός της. Στις μεγάλες αυτές περιοδείες οι νέοι Σπαρτιάτες υποβάλλονταν σε σκληρές κακουχίες, ακραία τροφική λιτότητα και πολλές άλλες στερήσεις. Κι επειδή αυτές οι πορείες και ασκήσεις γίνοταν στη διάρκεια της νύχτας – οι νέοι δεν ήθελαν άλλα ματιά να πέφτουν πάνω τους – η εκπαίδευση αυτή ονομάστηκε «κρυπτεία».
Ο Αριστοτέλης λέει ότι η κρυπτεια δεν ήταν στρατιωτική άσκηση, αλλά μια προσπάθεια των νέων Σπαρτιατω΄ν να φονεύουν όσο το δυνατό περισσότερους είλτωτες τη νύχτα, ενώ την ημέρα κρύβονταν για να μη γίνονται αντιληπτοί. Την πρακτική αυτή επιβεβαιώνει και ο Πλούταρχος, ο οποίος λέει: «νύκτωρ δε κατιόντες εις τας οδούς των ειλώτων τον αλισκόμενον απέσφαττον» (Λυκούργος, 28). Δηλαδή, «τη νύχτα κατέβαιναν στους δρόμους και από τους είλωτες έσφαζαν όποιον έπιαναν στα χέρια».
Στις δολοφονικές αυτές νυκτερινές επιθέσεις οι νέοι Σπαρτιάτες συνήθιζαν στη «χύσιν αίματος», δηλ. στο να βλέπουν να χύνεται ανθρώπινο αίμα που οι ίδιοι προκάλεσαν.
Η συστηματική δολοφονία των πιο ρωμαλέων και επίφοβων ειλώτων γινόταν με εντολή των αρχόντων της Σπάρτης, οι οποίοι θεωρούσαν ότι: α) η χώρα έπρεπε να απαλλαγεί από επίδοξους επαναστάτες, και β) το τεράστιο πλήθος των δούλων που αγκάλιαζε ολόκληρη τη Σπάρτη έπρεπε να ζει σε κατάσταση μόνιμης τρομοκρατίας. Ετσι οι σπαριατικές αρχές, προφανώς για λόγους ασφαλείας, συνδύαζαν τη στρατιωτική εκπαίδευση των εφήβων με την πολιτική δολοφονίας των ειλώτων.
Οι είλωτες χρησίμευαν ως κανονικοί στόχοι πολεμικής άσκησης και οι έφηβοι Σπαρτιάτες τους χτυπούσαν κρυφά και δολοφονικά. Κατά την εκτίμηση των αρχόντων της Σπάρτης, ο μόνος τρόπος να αποκτήσει κανείς ισοτιμία με τους υπόλοιπους συμπολίτες τους, ήταν να σκοτώσει κάποιον εχθρό. Και τέτοιοι εχθροί θεωρούνταν οι είλωτες, έστω και αν οι δύσμοιροι αυτοί άνθρωποι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Σπάρτης, δουλεύοντας στα χωράφια και πολεμώντας γι’ αυτή.
Συσσίτια
Αναμφίβολα και των συσσιτίων ο σκοπός ήταν στρατιωτικός. Οι μέτεχοντες στα κοινά αυτά δείπνα θεωρούνταν σαν να διαμένουν σε σκηνή εκστρατείας μέσα σε στρατόπεδο. Για τον λόγο αυτόν ονομάζονταν σύσκηνοι. Αυτό καθώς και η ανάθεση της επιμέλειας των συσκήνων ανδρών στους Πολεμάρχους καταδεικνύουν τον στρατιωτικό χαρακτήρα των συσσιτίων (Ξενοφ, Λακ. Πολ, ζ’, 4, ιε’, 5).
Στην Σπάρτη τα συσσίτια είχαν ιδιαίτερο όνομα, ονομάζονταν Ανδρεία και αργότερα Φιδίτια (Στραβ. σ. 483). Στα Φιδίτια επιτρεπόταν, αλλά ταυτοχρόνως είχαν και υποχρέωση, να μετέχουν οι Σπαρτιάτες που είχαν ηλικία άνω των 20 ετών. Εξαιρούνταν οι Ίρανες που ήταν επικεφαλής Βούας ή Ίλας.
Οι βασιλείς αρχικώς μπορούσαν να μη μεταβαίνουν στο Φιδίτιον, αργότερα όμως οι Έφοροι τους υποχρέωνων να προσέρχονται. Επιτρεπόταν όμως να δειπνούν στα σπίτια τους «οι θυσιάσαντες θυσίαν» και όσοι πριν λίγο επέστρεψαν από το κυνήγι. Στην τελευταία περίπτωση, είχαν υποχρέωση να δώσουν στο Φιδίτιο τους μέρος από το κρέας του θηράματος. Κάθε Φιδίτιο το αποτελούσαν περί τα 15 άτομα. Εκείνος που ήθελα να μετάσχει σ’ αυτό, πρώτον δοκιμαζόταν και δεύτερον έπρεπε να διεξαχθεί ψηφοφορία μεταξύ των μελών του Φιδιτίου. Ο υποψήφιος έπρεπε να λάβει απαραιτήτως την παμψηφία για να γίνει δεκτός, και αυτό για να υπάρχει πλήρης αρμονία μεταξύ των σισσιτούντων (Πλουτ, Λυκ. 12).
Οι βασιλείς ήταν οι μόνοι Σπαρτιάτες στους οποίους η Πολιτεία παρείχε με δημόσια δαπάνη την τροφή στα Φιδίτια, και αυτό αποτελούσε υψίστη τιμή. Οι άλλοι Σπαρτιάτες είχαν υποχρέωση να συνεισφέρουν, ο κάθε ένας από αυτούς, κατά μήνα στο Φιδίτιο σε καθορισμένες ποσότητες, σιτηρία, ελιές, οίνον, τυρί, ξερά σύκα καθώς και 10 Αιγιναίους οβολούς (δηλαδή οβολούς της δραχμής της Αιγίνης, που ήταν η βαρύτερη της Αθηναϊκής, άρα και πλέον ακριβή). Με την εισφορά σε χρήμα, η οποία πληρωνόταν σε σιδήρα Σπαρτιατικά νομίσματα ίσης αξίας με τους 10 οβολούς της δραχμής της Αιγίνης, αγοραζόταν το Όψον, δηλαδή το κρέας. Ήταν αυτό ως επί το πλείστον η καλούμενη εις την Σπάρτην Βαφά ή Αιματία, δηλαδή χοιρινό κρέας μέσα σε αίμα, ξύδι και αλάτι. Από το φαγητό αυτό έπαιρνε καθένας ορισμένη μερίδα, και από τα υπόλοιπα, καθώς και οίνο όσο ήθελε. Εκτός από τα τακτικά αυτά εδέσματα, συχνά μέλη των Φιδιτίων έφερναν και επί πλέον τρόφιμα, όπως άρτον ή κρεάς θηραμάτων.
Πάντως η Αιματία, δηλαδή ο Μέλας ζωμός, παρασκευαζόταν και προσφερόταν χάριν του νόμου προς τήρηση των Πατρίων εθίμων.
Η Στράτευση
Στρατεύσιμος ή όπως οι Λάκωνες ονόμαζαν Έμφουρος ήταν «πας Σπαρτιάτης και Περίοικος» επί 40 χρόνια, δηλαδή από του 20ου μέχρι του 60ου έτους της ηλικίας του. Αργότερα, εξαιρούνταν όσοι είχαν «ατέλεια φρουράς» αυτοί που απέκτησαν τρεις γιούς Σπαρτιάτες. Όπως ήταν ευνόητο, δεν επιστρατεύονταν όλοι οι στρατεύσιμοι σε κάθε περίπτωση, αλλά αναλόγως των αναγκών καλούνταν υπό τα όπλα από τους Εφόρους ορισμένες ηλικίες.
Κάθε φορά που για κάποιο επικίνδυνο εγχείρημα έστελναν στρατό, συνήθιζαν να επιλέγουν άνδρες που είχαν παιδιά, για να μη μείνει έρημος ο οίκος εκείνου που δεν είχε τέκνα, αν θα σκοτωνόταν στον πόλεμο.
Μεταξύ των Σπαρτιατών οπλιτών υπήρχε ένα επίλεκτο σώμα εκ των 300 ανδρών οι οποίοι εκαλούντο «Ιππείς», χωρίς όμως να έχουν καμμία σχέση με το ιππικό. Οι τριακόσιοι αυτοί Σπαρτιάτες εκλέγονταν κάθε χρόνο από τους νεότερους κατά τον ακόλουθο τρόπο: Οι Έφοροι εξέλεγαν από τους ακμαιότερους σωματικως και διανοητικώς τρεις άνδρες, οι οποίοι ονομάζονταν Ιππαγρέτες, από αυτούς ο καθένας διάλεγε εκατό «Ιππείς» από τους «Καλλιστούς» νέους των καλυτέρων οικογενειών της Σπάρτης. Έπρεπε όμως επαρκέστατα να αιτιολογήσουν και την επιλογή αλλά και την μη επιλογή των νέων, διότι η τιμή της επιλογής, του νέου, ως «Ιππέα» ήταν στην Σπάρτη πρωτεύουσα τιμή. Οι 300 αυτοί επίλεκτοι «Ιππείς» ανήκαν εις την Δαμοσία του βασιλέως και μάχονταν μαζί του (Θουκ. Ε’, 72).
Στράτευση Ειλώτων
Τα παλαιότερα χρόνια οι Είλωτες στρατεύονταν ως βοηθητικό προσωπικό ή το πολύ ως «ψιλοί», αλλά από τον Πελοποννησιακό πόλεμο στρατεύονταν, οι πλέον ρωμαλέοι από αυτούς και σαν οπλίτες. Η πόλη παραχωρούσε την ελευθερία σ’ εκείνους τους Είλωτες που διακρίνονταν και διακρίνονταν πολλοί, στις μάχες και έτσι σαν Νεοδαμώδεις, πολίτες ελεύθεροι, στρατεύονταν πλέον κανονικώς σαν οπλίτες.
Σκιρίτες
Οι Σκιρίτες ήταν Λακεδαιμόνιοι περίοικοι, οι οποίοι κατοικούσαν σε ορεινή περιοχή στα βόρεια σύνορα της Λακεδαίμονος.
Η ονομασία των προήλθε από την παλαιά πόλη Σκίρος. Αυτοί αποτελούσαν ξεχωριστή μοίρα του στρατού των Λακεδαιμονίων και ήταν επίλεκτο τμήμα του. Ήταν ονομαστοί για την αδρεία τους και ανελάμβαναν πάντοτε τις πιο δύσκολες και επικίνδυνες αποστολές. Η αρχαία Σκίρος βρισκόταν στην περιοχή μεταξύ των σημερινών κωμοπόλεων Αράχωβας και Καλλινών. Η Μοίρα των εβάδιζε πάντοτε πρώτη, προπορευόμενη και αυτού του βασιλέως.
Σε μάχη εκ παρατάξεως οι Σκιρίτες μάχονταν πάντοτε στο ευώνυμον (αριστερό) κέρας, μόνοι αυτοί εξ όλων των Λακεδαιμονίων, «τιμής ένεκεν». Αυτοί άρχιζαν πρώτοι την μάχη και αναχωρούσαν τελευταίοι.
Το Ιππικό
Πριν από το 424 π.Χ. οι Λακεδαιμόνιοι δεν φαίνεται, όπως αναφέρουν οι αρχαίες πηγές, να είχαν συγκροτημένο και αξιόλογο Ιππικό. Τότε, πιθανότατα σχημάτισαν για πρώτη φορά και εξόπλισαν ιππείς, τους οποίους αύξησαν το 394 εις 600. Το Σπαρτιατικό ιππικό το αποτελούσαν 6 Μόρες, και κάθε μία από αυτές 2 ουλαμοί. Κάθε Μόρα ιππικού υπήγετο σε μια από τις 6 Μόρες των οπλιτών. Σε κάθε Μόρα του ιππικού επικεφαλής ήταν ένας Ιππαρμοστής.
Πάντως, ουδέποτε διέπρεψε το Σπαρτιατικό ιππικό. Οι ιπποί παραδίδονταν στους ιππείς, όποτε κηρύσσονταν πόλεμος, και αυτοί τους παρελάμβαναν και τους ίππευαν χωρίς καμμία σχεδόν προπαρασκευή. Αξίζει να σημειωθεί ότι στους ιππείς επιλέγονταν οι πλέον αδύναμοι και μικρόσωμοι, αλλά και οι πλέον απείθαρχοι από τους στρατιώτες. Βεβαίως, οι ιππείς του ιππικού όπλου ουδεμία σχέση είχαν με τους «ιππείς» φρουρούς και συμμαχητές του βασιλέως.
Μεταγωγικά – Τεχνίτες
Κατά την έξοδο του στρατού, τον ακολουθούσαν οι σκευοφόροι (μεταγωγικά οχήματα) καθώς και διάφοροι τεχνίτες π.χ. ξυλουργοι, σιδηρουργοί κ.λ.π., όπως επίσης ιατροί και υγειονομικό προσωπικό.
Οι άνδρες των μεταγωγικών ήταν Είλωτες, οι δε πάσης φύσεως τεχνίτες Περίοικοι. Αρχηγός όλων αυτών των σχηματισμών ήταν ο Άρχων των Σκευοφόρων, ο οποίος είχε και την επιμέλεια της στρατοπεδεύσεως.
ΠΗΓΕΣ:
«Αρχαία Σπάρτη: η ιδανική πολιτεία», Ιωάννης Χρ. Παναγέας
https://archaia-ellada.blogspot.com/2013/10/blog-post_881.html