Η πόλη της Άσσου ιδρύθηκε μεταξύ του 1000-900 π.Χ. από Αιολείς αποίκους από την Μήθυμνα της Λέσβου. Στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. η πόλη πέρασε στη λυδική κυριαρχία. Την περίοδο αυτή η πόλη ήταν η σημαντικότερη της περιοχής με σημαντικό πλούτο οφειλούμενο στα πλούσια κοιτάσματα σιδήρου και αργύρου. Το 546 π.Χ. βρέθηκε, όπως και όλες οι μικρασιάτικες πόλεις, υπό περσικό έλεγχο.Οι έποικοι έχτισαν έναν δωρικό ναό της Αθηνάς στην κορυφή του βράχου το 530 π.Χ. Το 478 π.Χ. προσχώρησε στην Αθηναϊκή Συμμαχία, πληρώνοντας εισφορά ενός ταλάντου.
Το 412 π.Χ., με τη βοήθεια των Σπαρτιατών, οι Πέρσες ανέκτησαν προσωρινά τον έλεγχο της πόλης. Το 366 π.Χ. περιήλθε σε καθεστώς αυτονομίας. Την εξουσία κατέλαβε ο τραπεζίτης Εύβουλος, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε τύραννος περίπου το 360 π.Χ. Αργότερα όμως, το 340 π.Χ., ο υπηρέτης του Ερμείας από τη Βιθυνία, τον δολοφόνησε και κατέλαβε την εξουσία.
Ο Ερμείας υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και υπό την ηγεμονία του, ενθάρρυνε τους φιλοσόφους να προσέλθουν στην πόλη. Έτσι, το 348 π.Χ. ήρθε ο Αριστοτέλης, ο οποίος παντρεύτηκε την ανηψία του βασιλιά Ερμείου, την Πυθία, πριν φύγει για τη Λέσβο, τρία χρόνια αργότερα. Στην Άσσο, ο Αριστοτέλης ήλθε με τον Ξενοκράτη, ίδρυσε μια νέα ακαδημία και ηγήθηκε μιας ομάδας φιλοσόφων, η οποία έκανε καινοτόμες έρευνες στη ζωολογία και τη βιολογία.
Η «χρυσή περίοδος» της Άσσου τελείωσε αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ο Ρόδιος Μέμνονας, στρατηγός του περσικού στρατού, κατόρθωσε με δόλιο τρόπο να αιχμαλωτίσει τον Ερμεία, τον οποίον βασάνισαν αργότερα οι Πέρσες μέχρι θανάτου (341 π.Χ.). Ο Αριστοτέλης, που βρισκόταν τότε στην Αθήνα, έγραψε έναν ύμνο προς τιμήν του αδικοχαμένου φίλου του Ερμεία, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στους Αθηναίους να τον κατηγορήσουν για «ασέβεια», επειδή οι ύμνοι έπρεπε να γράφονται και να απευθύνονται μόνο στους θεούς εκείνη την περίοδο. Ο Αριστοτέλης θορυβημένος και φοβούμενος μην έχει την ίδια με ταχείριση με τον Σωκράτη, δέχτηκε την πρόταση του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β’ να διδάξει τον υιό του Αλέξανδρο και εγκατέλειψε την Αθήνα.
Οι Πέρσες εκδιώχθηκαν από τους Έλληνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 334 π.Χ., ενώ από την περίοδο 241 -133 π.Χ. κυβερνήθηκε από τους Ατταλίδες της Περγάμου που την μετονόμασαν σε Απολλωνία. Από τότε και μετά έγινε μέρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Τα τείχη γύρω από την ακρόπολη είχαν μήκος τριών χιλιομέτρων και βρίσκονταν πάνω σε λόφο που δεσπόζει της θάλασσας και της γης. Τόσο τα τείχη, όσο και οι πύλες κτίστηκαν σε διαφορετικό στυλ και τεχνοτροπία που προκαλούν εντύπωση. Παρεκτός του ναού της Αθηνάς, το Βουλευτήριο – που περιέχει αγαλματίδια, το θέατρο, η Στοά και η νεκρόπολη των ρωμαϊκών χρόνων είναι τα κύρια μνημεία της Άσσου.
Οικονομία & Νομίσματα
Η Άσσος δεν είχε αρκετή γεωργική έκταση για να καλύψει τις ανάγκες της πόλης. Αντίθετα καλλιεργούσαν φρούτα, ελιές και αμπέλια. Έκανε εξαγωγές μαλλιού και τα χαλιά της ήταν πολύ γνωστά.
Σημαντικός είναι ο ρόλος των μετάλλων στην οικονομία της Άσσου. Σίδηρος και άργυρος φρόντισαν για την σημαντική ανάπτυξη της πόλης. Έχουν βρεθεί υπολείμματα φούρνων, τα οποία μεταξύ άλλων αποτελούν ένδειξη για την ύπαρξη εργαστηρίων σιδηρουργών.
Στην Άσσο λατομούνταν ένας τοπικός ανδεσίτης λίθος ο οποίος, σύμφωνα με τον Πλίνιο, επιτάχυνε την αποσύνθεση της σάρκας των νεκρών. Από το λίθο αυτό κατασκευάζονταν οι περίφημες κατά την αρχαιότητα σαρκοφάγοι, οι ιδιότητες των οποίων οδήγησαν στην καθιέρωση του όρου «σαρκοφάγος» για τα λίθινα φέρετρα.
Η νομισματοκοπία της Άσσου ξεκίνησε στο β΄ τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. με αργυρά νομίσματα που παρουσιάζουν στον εμπροσθότυπο ένα γρύπα και στον οπισθότυπο την κεφαλή ενός λιονταριού.
Μετά το 450 π.Χ., όταν το αθηναϊκό διάταγμα περί νομισμάτων δημιούργησε ένα ομοιογενές νομισματικό περιβάλλον στο Αιγαίο και τη Μικρά Ασία, κόπηκαν μικρές ποσότητες αργυρών νομισμάτων, με την κεφαλή της Αθηνάς που φορά κράνος στον εμπροσθότυπο και την κεφαλή του λιονταριού ή τη μορφή του αρχαϊκού αγάλματος της Αθηνάς που κρατά δόρυ και ταινίες, καθώς και την επιγραφή ΑΣΣΙΟΝ, ΑΣΣΟΟΝ ή ΑΣΣΙ.
Τέλος, μετά την αποστασία από την Αθηναϊκή Συμμαχία, πιθανότατα από το 400 π.Χ. και έως την ενσωμάτωσή της στο ατταλιδικό βασίλειο το 241 π.Χ., η Άσσος έκοψε αργυρά και χάλκινα νομίσματα με την κεφαλή της Αθηνάς στον εμπροσθότυπο και διάφορους τύπους στον οπισθότυπο, καθώς και την επιγραφή ΑΣΣΙ ή ΑΣΣΙΩΝ.
Στους Ελληνιστικούς χρόνους, η Άσσος περιλήφθηκε στα νομισματοκοπία που έκοψαν νομίσματα στο όνομα του Αλεξάνδρου, τόσο κατά τη διάρκεια του 3ου αι. π.Χ. όσο και στο διάστημα μεταξύ 188 και 160 π.Χ.14 Τον 1ο αι. π.Χ. η Άσσος συγκαταλέχθηκε στις πόλεις που έκοψαν το νόμισμα του λεγόμενου Κοινού των Αιολέων, με την επιγραφή ΑΙΟΛΕΙ, το οποίο μάλλον ταυτίζεται με το Κοινό της Αθηνάς του Ιλίου.
Η Αγορά
Η Αγορά της Άσσου βρίσκεται στις υπώρειες της Ακρόπολης και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αξιοποίησης της κλίσης του εδάφους με τη χρήση ανδήρων, που κυριαρχεί στη μικρασιατική πολεοδομία της Ελληνιστικής περιόδου. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα από τα καλύτερα διατηρημένα παραδείγματα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού του τύπου της ελληνιστικής Αγοράς, όπως αποκρυσταλλώθηκε το 2ο αι. π.Χ. στο βασίλειο της Περγάμου.
Στην ουσία πρόκειται για ένα σύμπλεγμα κτηρίων που περιβάλλουν μια πλακόστρωτη πλατεία, συνολικού εμβαδού περίπου 6.000 τ.μ. Στη δυτική πλευρά είχε χτιστεί ένας μικρός ναός, στην ανατολική το Βουλευτήριο, στη νότια τα λουτρά της Αγοράς και η Νότια Στοά με το Ηρώον, ενώ στη βόρεια δέσποζε η μνημειακών διαστάσεων Βόρεια Στοά.
Το Βουλευτήριο, στο ΒΑ τμήμα της Αγοράς, είναι ένα μονώροφο τετράγωνο κτήριο, διαστάσεων 20,62 x 21 μ., πολύ κατεστραμμένο σήμερα. Πέντε μεγάλες πύλες ανοίγονταν προς την Αγορά, ώστε να γίνεται άνετη η πρόσβαση των 150 περίπου βουλευτών που συνεδρίαζαν εκεί. Τέσσερις μεγάλοι λίθινοι κίονες στήριζαν τη στέγη, ενώ γύρω από τους τοίχους υπήρχαν λίθινα έδρανα για να κάθονται οι βουλευτές.
Ο μικρός πρόστυλος ναός στο δυτικό τμήμα της αγοράς ήταν χτισμένος πάνω σε μια χαμηλή κρηπίδα: χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο, αλλά μετατράπηκε σε εκκλησία τον 5ο αιώνα.
Η Βόρεια Στοά είχε δύο ορόφους, ενώ την είσοδο εξασφάλιζε στη νότια πλευρά κλίμακα με πέντε βαθμίδες. Στο ισόγειο υπήρχε στη νότια πλευρά κιονοστοιχία από 37 κίονες, ενώ στο εσωτερικό το κτήριο έφερε ξύλινη κιονοστοιχία, που στήριζε το δάπεδο του πρώτου ορόφου.
Ο βόρειος τοίχος της στοάς ήταν χτισμένος με το ψευδοϊσοδομικό σύστημα. Το ύψος του ισογείου έφθανε τα 6,90 μέτρα, ενώ ο πρώτος όροφος ήταν σαφώς χαμηλότερος (4,40 μ.).
Το επιστύλιο στηριζόταν σε μαρμάρινους ημικίονες. Μπροστά στην είσοδο του ισογείου βρισκόταν μια δεξαμενή για την περισυλλογή νερού.
Η Νότια Στοά ήταν μικρότερη σε διαστάσεις αλλά είχε τρεις ορόφους, ώστε να ισοσκελίζει την υψομετρική διαφορά μεταξύ της πλακόστρωτης Αγοράς και του σημείου όπου αυτή ήταν χτισμένη.
Ο τρίτος όροφος του κτηρίου είχε διαστάσεις 69 x 12 μ. Κοιτάζοντας κανείς από το εσωτερικό της Αγοράς, είχε την εντύπωση ότι πρόκειται για μονώροφο κτήριο, το μοναδικό τμήμα της νότιας στοάς που είχε πρόσβαση στο χώρο της Αγοράς.
Ο μεσαίος όροφος είχε 13 δωμάτια, ενώ θεωρείται ότι χρησίμευε ως λουτρό. Η πρόσβαση γινόταν με εσωτερική κιονοστοιχία στη δυτική πλευρά και με εξωτερική κιονοστοιχία στην ανατολική πλευρά.
Μπροστά από τη στοά υπήρχαν δεξαμενές, ορισμένες από τις οποίες συνδέονται με τα λουτρά της Αγοράς, που χρονολογούνται στη Ρωμαϊκή περίοδο. Η στοά αυτή σώζεται σε καλύτερη κατάσταση, ιδιαίτερα ο πίσω τοίχος χτισμένος με ισοδομικό σύστημα στην εξωτερική και με πιο απρόσεκτη τοιχοδομία στην εσωτερική παρειά.
Στο δυτικό τοίχο της νότιας στοάς χτίστηκε ένας ναόμορφος οίκος, δωρικός πρόστυλος τετράστυλος, που είχε τη χρήση ηρώου αφιερωμένου σε δύο πολίτες, τον Καλλίστενο και τον Αριστία, γιους του Ηφαιστογένη.
Η πλακόστρωτη οδός οδηγεί στο θέατρο, το οποίο είναι χτισμένο στις υπώρειες του λόφου στον οποίο βρίσκεται η Αγορά. Έχει καταπληκτική θέα στη θάλασσα και στη νήσο Λέσβο. Χρονολογείται στην Ύστερη Ελληνιστική περίοδο (2ος αι. π.Χ.), αλλά θεωρείται βέβαιο ότι αντικατέστησε προγενέστερο οίκημα.
Ο αρχαϊκός ναός της Αθηνάς ήταν ο μοναδικός δωρικός ναός της Μικράς Ασίας. Χτισμένος στην κορυφή της ακρόπολης από ντόπιο λίθο, ο επιβλητικός αυτός ναός ήταν ορατός από τους ταξιδιώτες που προσέγγιζαν την Άσσο, είτε από ξηρά είτε από θάλασσα.
Παρά το δωρικό χαρακτήρα του, ο ναός μαρτυρά, τόσο στον αρχιτεκτονικό όσο και στο γλυπτό του διάκοσμο, την έντονη σφραγίδα της τέχνης της Μικράς Ασίας, αλλά και την επίδραση της Αττικής, τουλάχιστον σε ότι αφορά την θεματολογία του γλυπτού διακόσμου.
Τον ναό περιέβαλλε περιμετρική κιονοστοιχία (πτερό), με 6 κίονες στις στενές και 13 στις μακριές πλευρές. Συνολικά υπήρχαν 34 κίονες, ύψους 4,78 μ. με 16 ραβδώσεις στον κορμό.
Στις σημαντικές ιδιαιτερότητες του ναού ανήκει το γενικό σχέδιο του γλυπτού διάκοσμου: το επιστύλιο διακοσμείται στις στενές πλευρές με συνεχή ιωνική ζωφόρο που παρουσιάζει διάφορα μυθολογικά επεισόδια, ενώ στο κέντρο κάθε πλευράς δεσπόζουν δύο αντιμέτωπες σφίγγες.
Στην ανατολική πλευρά του ναού παρουσιάζεται ο Ηρακλής να τοξεύει τους κενταύρους του Φόλου στο αριστερό τμήμα, ενώ στο δεξί εικονίζονται ιππείς, μορφές σε λατρευτικές στάσεις και ο Ηρακλής που μάχεται με τον Τρίτωνα.
Στη δυτική πλευρά παρουσιάζονται λιοντάρια που επιτίθενται σε μεγάλα θηλαστικά στα αριστερά και ένα συμπόσιο στα δεξιά.
Πάνω από το διακοσμημένο επιστύλιο βρίσκεται η τυπική δωρική ζωφόρος με τα τρίγλυφα και τις μετόπες, που παρουσιάζουν αθλητές, αγριόχοιρους, κενταύρους, σφίγγες, ιππείς, δύο αντιμέτωπες ανδρικές μορφές και ταύρους.
ΠΗΓΕΣ:
Bas-reliefs du Temple d’Assos. Χρονολογία έκδοσης 1882-Έκδοση TEXIER, Charles Félix Marie. Asie Mineure. Description géographique, historique et archéologique des provinces et des villes de la Chersonnèse d’Asie, Παρίσι, Firmin-Didot, M.DCCC.LXXXII [=1882].
ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ