Ο όρος Μεγάλη Ελλάδα είναι αρχαίος και αναφέρεται ήδη τον 2ο π.Χ. αι. από τον ιστορικό Πολύβιο. Ο αποικισμός της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας από τους Έλληνες άρχισε τον 8ο π.Χ. αιώνα, όμως οι περιοχές αυτές δεν ήταν άγνωστες στους κατοίκους της Ελλάδας και των νησιών της. Πρώτοι οι κάτοικοι της Μινωικής Κρήτης πρέπει να ταξίδευαν ως εκεί για εμπορικούς λόγους και για προμήθεια πρώτων υλών. Χαρακτηριστική είναι η παράδοση της Ηράκλειας Μινώας στη Σικελία (εικ.2), σύμφωνα με την οποία η πόλη ιδρύθηκε από τον βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, ο οποίος έφθασε εκεί, όπου και πέθανε, καταδιώκοντας τον Δαίδαλο. Ο Δαίδαλος λεγόταν ότι είχε καταφύγει σε τόπο κοντά στον Ακράγαντα ή στην Κύμη στον κόλπο της Νεάπολης, και ότι κατασκεύασε εκεί φρούριο ή ναό και γλυπτά για τους ντόπιους. Μια σχετική παράδοση δείχνει τον χαρακτήρα των πρώιμων αυτών εγκαταστάσεων, την εξέλιξή τους, καθώς και τις επιμειξίες με τους ντόπιους. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο μετά από το θάνατο του Μίνωα στη Μινώα, οι κρητικοί εκστράτευσαν με μεγάλο στόλο εναντίον της και την πολιόρκησαν. Όμως δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν και τους χτύπησαν πείνα και αρρώστιες.
Έτσι έφυγαν και στο γυρισμό πόδισαν στις ακτές της Ιαπυγίας (Απουλίας), όπου έχτισαν την πόλη Υρία. Ο Ηρόδοτος συνεχίζει: Κι έτσι από Κρήτες έγιναν Ιάπυγες και από νησιώτες ηπειρώτες. Και από την Υρία ίδρυσαν τις άλλες πόλεις, τις οποίες πολύ αργότερα ξεσήκωσαν οι Ταραντίνοι.
Εκτός από τους Κρήτες και οι Μυκηναίοι εντοπίζονται, αυτή τη φορά με αρχαιολογικά τεκμήρια, στην Ιταλία. Στις Αιόλιες νήσους (εικ.3, Λίπαρι, Φιλικούδι κ.ά.) η παρουσία των Μυκηναίων τεκμηριώνεται από τον 15ο ήδη αιώνα, τόσο με λουτρά της εποχής, όσο και με πολυάριθμα αγγεία (εικ.4). Ανάλογη δραστηριότητα των Μυκηναίων τεκμηριώνεται πλούσια στη Θάψο σε χερσόνησο-νησί κοντά στις Συρακούσες (εικ.5). Εκεί έχουν βρεθεί ένας οικισμός και λαξευτοί τάφοι που θυμίζουν μυκηναϊκά πρότυπα, καθώς και άφθονη μυκηναϊκή κεραμεική (εικ.6) από τον 14ο-13ο π.Χ. αιώνα.
Ο ελληνικός αποικισμός της Δύσης άρχισε τον 8ο π.Χ. αιώνα. Είναι όμως χαρακτηριστικό για τη διατήρηση των επαφών των Ελλήνων με την περιοχή της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας και μετά το τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού το γεγονός, ότι στη Θάψο πρωτοβρέθηκαν πολλά αγγεία του ύστερου 8ου π.Χ. αιώνα που χαρακτηρίζουν τη βόρεια Πελοπόννησο (εικ.7), και πήραν το συμβατικό όνομά τους από το μέρος αυτό. Και ακόμα, ότι οι Μεγαρείς, πριν ιδρύσουν τα Μέγαρα Υβλαία το 728 π.Χ. εγκαταστάθηκαν για μικρό διάστημα στη Θάψο.
Οι λόγοι που οδήγησαν τους Έλληνες στην ίδρυση αποικιών κατά την εποχή της δημιουργίας της πόλης-κράτους (από τον 8ο π.Χ. αι.) ήταν η ασύμμετρη με τις δυνατότητες της μητρόπολης αύξηση του πληθυσμού, οι φυλετικές και πολιτικές συγκρούσεις, η αναζήτηση πρώτων υλών και προϊόντων και η δημιουργία νέων αγορών με πιο έντονο τον στόχο της ανάπτυξης του θαλάσσιου εμπορίου. Για την πρώτη περίπτωση, της δημογραφικής ανάπτυξης και της ανεπάρκειας των πόλεων για τη συντήρηση του πληθυσμού τους, χαρακτηριστική είναι η παράδοση της ίδρυσης του Ρηγίου από τους Χαλκιδείς (εικ.8), οι οποίοι ταλαιπωρούνταν από λιμό και αφιέρωσαν το 1/10 του πληθυσμού της πόλης τους στον Απόλλωνα των Δελφών, δηλαδή στο θεό που καθόριζε την ίδρυση αποικίας. Η δεύτερη περίπτωση, των φυλετικών-πολιτικών συγκρούσεων, ήταν η αιτία της ίδρυσης του Τάραντα από τους Σπαρτιάτες (εικ.9). Τα παιδιά που είχαν κάμει οι Σπαρτιάτισες με είλωτες κατά την απουσία των συζύγων τους στον πρώτο Μεσσηνιακό πόλεμο, θεωρήθηκαν νόθα. Επαναστάτησαν και στάλθηκαν μετά από συμφωνία με τους γνήσους πολίτες να ιδρύσουν την αποικία.
Η ναυτιλία σημείωσε κατά τον 8ο, 7ο και 6ο π.Χ. αιώνα ιδιαίτερη πρόοδο, που διευκόλυνε και τα ποντοπόρα ταξίδια, αλλά και την αποστολή αποικιών, ακόμη και τη δυναμική – αν χρειαζόταν – εγκατάσταση στον τόπο του προορισμού. Ο Θουκυδίδης παραδίδει ότι η Κόρινθος – που ήταν ιδιαίτερα δραστήρια στον αποικισμό – ήταν η πρώτη πόλη που αναμόρφωσε τη ναυπηγική και κατασκεύασε τριήρεις (εικ.10, πλοία με τρεις σειρές κωπηλατών σε αντίστοιχα καταστρώματα).
Η αποστολή μιας αποικίας ήταν μια καλά οργανωμένη επιχείρηση: Ο προορισμός ελεγχόταν είτε με αναγνωριστικές αποστολές ή με πληροφορίες που έφερναν τολμηροί περιπλανώμενοι θαλασσοπόροι. Η συναίνεση των θεών εξασφαλιζόταν με χρησμό από τον Απόλλωνα των Δελφών. Πολλές φορές συνεργάζονταν περισσότερες πόλεις και πάντα οριζόταν ένας ή περισσότεροι αρχηγοί. Στην αποικία η γη μοιραζόταν στους αποίκους με κλήρο. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική των αιτίων και της διαδικασίας ίδρυσης μιας αποικίας είναι η παράδοση για την ίδρυση της Κυρήνης, στην απέναντι από την Κρήτη αφρικανική ακτή (εικ.11).
Τον 7ο π.Χ. αι. ο Θήρας απόγονος του Κάδμου, που είχε φθάσει παλιότερα από τη Φοινίκη στην Ελλάδα και κατέληξε στη Θήβα, ήταν θείος και επίτροπος των ανηλίκων βασιλιάδων της Σπάρτης. Όταν αυτοί ενηλικιώθηκαν, δεν άντεξε, άρχων ως τότε αυτός, να υποβιβασθεί σε υπήκοο των νεαρών βασιλιάδων. Έτσι συγκέντρωσε έναν αριθμό φίλων Σπαρτιατών, πρόσθεσε Μινύες, κατοίκους της περιοχής που ανήκαν σε ένα παλιότερο φύλο και τους είχαν κακομεταχειρισθεί οι Σπαρτιάτες και έφυγε για τη Θήρα (τη Σαντορίνη) για “να βρει”, όπως είπε, “τους συγγενείς του”, δηλαδή τους κατοίκους της Θήρας, στην οποία, σύμφωνα με την παράδοση, ο Κάδμος είχε ιδρύσει πόλη. Ο Θήρας και η συνοδεία του αναμείχθηκαν ειρηνικά με τους Θηραίους. Ο υπαινιγμός φυλετικών και πολιτικών συγκρούσεων είναι στην παράδοση αυτή σαφής. Στη συνέχεια οι απόγονοι του Θήρα και γενικότερα οι Θηραίοι αντιμετώπισαν ξηρασία για επτά χρόνια. Τότε ρώτησαν τον Απόλλωνα στους Δελφούς τί να κάμουν και αυτός τους υπέδειξε να κτίσουν μια πόλη στη Λιβύη. Εδώ πάλι η παράδοση υπαινίσσεται την αδυναμία της μητρόπολης να θρέψει τον πληθυσμό της. Μη γνωρίζοντας οι Θηραίοι που βρίσκεται η Λιβύη, έψαξαν στην Κρήτη και βρήκαν έναν αλιέα πορφύρας, που είχε παρασυρθεί κάποτε από τρικυμία στη Λιβύη και την είχε γνωρίσει. Του έδωσαν λοιπόν λίγους “επισκόπους”, όπως λέγει ο Ηρόδοτος, δηλαδή ειδικούς για αναγνώριση της περιοχής, αυτός τους οδήγησε εκεί, κι’ εκείνοι τον εγκατέστησαν σε ένα νησάκι απέναντι από την ακτή, δίνοντάς του τις αναγκαίες προμήθειες, ενώ οι ίδιοι έσπευσαν στη Θήρα για να ετοιμάσουν την αποστολή, λέγοντας ότι έχουν ήδη ιδρύσει την αποικία. Η αναγνώριση της περιοχής πριν από την αποστολή της αποικίας και η εκμετάλλευση των γνώσεων τολμηρών εξερευνητών παρουσιάζεται στο τμήμα αυτό της παράδοσης ανάγλυφη. Οι Θηραίοι στη συνέχεια επέλεξαν τους αποίκους αντλώντας τους από τις επτά περιοχές του νησιού και παίρνοντας από κάθε οικογένεια με κλήρο ένα από περισσότερα αδέλφια. Ακολούθησε η ίδρυση της Κυρήνης και χρειάσθηκε ένα διάστημα για να δαμασθεί η αντίσταση των Λιβύων. Η συνέργεια περισσοτέρων πόλεων, ο νομιμοποιητικός χρησμός του Απόλλωνα, η δημοκρατική, με κλήρο σύνθεση των αποίκων και οι δυσκολίες με τους ντόπιους μέχρι να επιτευχθεί η ώσμωση παλιών και νέων κατοίκων διαφαίνονται εξ ίσου καθαρά στην παράδοση αυτή. Η μεταγενέστερη εξέλιξη αυτής της αποικίας και η μοναδικότητά της στην παραγωγή και το εμπόριο του σιλφίου, ενός σπάνιου θεραπευτικού φυτού, δείχνει και τον άλλο λόγο ίδρυσης αποικιών, την προμήθεια σπανίων υλών και προϊόντων. Το σίλφιο έμοιαζε με μαϊντανό, ή μάραθο και το χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι και στο μαγείρεμα, ιδιαίτερα όμως ως αντισυλληπτικό και για εκτρώσεις. Η ζήτησή του ήταν τόσο μεγάλη, που γρήγορα εξαφανίσθηκε.
Οι πρώτες αποικιακές κινήσεις έγιναν από την Εύβοια λίγο πριν από τα μέσα του 8ου π.Χ αιώνα (εικ.12). Η Χαλκίδα ήταν μια πόλη γεωκτημόνων κυρίως, φαίνεται όμως ότι ο πληθυσμός της είχε αυξηθεί ιδιαίτερα. Η Ερέτρια πάλι ήταν μια νεαρή πόλη, που βασίσθηκε από την αρχή στη ναυτική δραστηριότητα. Το όνομα της, Ερέτρια, που σημαίνει κωπηλάτισσα, δείχνει την άμεση σχέση της με τη θάλασσα. Ακόμη αμεσότερη ένδειξη για την εξάρτηση των κατοίκων της από τη θάλασσα είναι οι ἀειναῦται, μια ομάδα πολιτών της Ερέτριας που αναφέρουν οι πηγές χωρίς να κάνουν σαφή την ταυτότητά τους. Όμως ο χαρακτηρισμός των ανθρώπων αυτών με το όνομα αειναύται, δηλαδή οι πάντα ναύτες, οι διαρκώς ναυτιλλόμενοι, τους συνδέει άρρηκτα με τη ναυσιπλοΐα. Οι Χαλκιδείς λοιπόν με το ανθρώπινο δυναμικό και οι Ερετριείς με τα πλοία συνεργάσθηκαν στην ίδρυση των Πιθηκουσσών πάνω στο ομώνυμο νησί που σήμερα λέγεται Ίσκια, έξω από τον κόλπο της Νεάπολης (εικ.13) γύρω στο 760 π.Χ. Πρωιμότερα ελληνικά αγγεία που βρίσκονται σποραδικά στην περιοχή της νοτιοδυτικής Ιταλίας δείχνουν ότι υπήρχαν ήδη από τον 9ο αιώνα επαφές. Πάντως οι πρώτοι αυτοί κανονικοί άποικοι πρέπει να ελκύσθηκαν από την εύφορη γη – το νησί ήλεγχε την πρόσβαση προς την πλούσια Ετρουρία – κυρίως όμως ελκύσθηκαν από τα μεταλλεία σιδήρου του νησιού της Έλβας, που λεγόταν Αιθάλη στην αρχαιότητα. Εκτός από την εκμετάλλευση της γης, η δραστηριότητά τους ήταν βεβαίως το ναυτικό εμπόριο, με τους αναπόφευκτους κινδύνους του, όπως βλέπουμε σε ένα δικό τους αγγείο (εικ.14), όπου απεικονίζεται ναυάγιο. Το εμπόριο αυτό εξυπηρετούσε την ανταλλαγή προϊόντων γενικότερα, αλλά στήριζε και μια έντονη βιοτεχνική παραγωγή των αποίκων. Έχουν ανασκαφεί εργαστήρια μεταλλουργών που δούλευαν τον σίδηρο, που προερχόταν βεβαιωμένα από την Έλβα. Οι αρχαίοι παραδίδουν ότι οι Πιθηκούσσιοι δούλευαν και τον χρυσό.
Χρυσός δεν υπήρχε στην περιοχή, αλλά οι Ερετριείς ξέρουμε ότι ήταν ικανότατοι χρυσοχόοι, και φαίνεται ότι κάποιοι μετέφεραν την τέχνη τους στην αποικία, φέρνοντας από μακριά την πρώτη ύλη. Οι άποικοι πάντως έφεραν μαζί τους και ανεπτυγμένο πολιτισμό, αφού από τα πρώτα τους βήματα έχουν σωθεί αγγεία (εικ.15) με επιγραφές, στο αλφάβητο της Εύβοιας, το οποίο μεταδόθηκε έτσι σ’ όλη τη Δύση. Είναι πολύ γνωστό το λεγόμενο ποτήρι του Νέστορα, με την έμμετρη επιγραφή που λέγει: Είμαι του Νέστορα το γλυκόπιοτο ποτήρι. Όποιος πιεί απ’ αυτό το ποτήρι, αυτόν αμέσως θα καταλάβει ο πόθος της καλλιστέφανης Αφροδίτης. Αλλά η βιοτεχνική δραστηριότητα δεν περιοριζόταν μόνο στη μεταλλουργία. Η παραγωγή π.χ. κεραμεικών τεκμηριώνεται από τεμάχιο αγγείου με την παλιότερη υπογραφή έλληνα αγγειοπλάστη (εικ.16).
Ένα άλλο συμπέρασμα από τα ευρήματα στο νεκροταφείο της Ίσκιας είναι επίσης χαρακτηριστικό για τις αρχαιότερες αυτές περιπτώσεις αποικισμού. Αρκετά χάλκινα περιδέραια, πόρπες και βραχιόλια που βρέθηκαν στους τάφους και ανήκουν σε έναν ιταλικό, όχι ελληνικό πολιτισμικό ορίζοντα, δείχνουν ότι οι πρώτοι άποικοι πήραν ντόπιες γυναίκες.
Λίγο αργότερα, προς το 730 π.Χ., οι Ευβοείς, γνωρίζοντας ασφαλώς την εγκατάσταση στις Πιθηκούσσες, ιδρύουν στην απέναντι ακτή την ιταλική Κύμη (εικ.17). Και εδώ οι πηγές ομιλούν για συνεργασία δύο ευβοϊκών πόλεων, αυτή τη φορά της Χαλκίδας και της Κύμης (εικ.18). Αναφέρονται μάλιστα και οι όροι της συνεργασίας.
Αρχηγοί της αποστολής ορίσθηκαν ο Μεγασθένης από τη Χαλκίδα και ο Ιπποκλής από την Κύμη. Συμφώνησαν η αποικία να θεωρείται χαλκιδική, οι Κυμαίοι όμως να της δώσουν το όνομά τους. Εδώ υποδηλώνεται σαφέστερα αυτό που συνέβη και με τις Πιθηκούσες: Η Χαλκίδα φαίνεται ότι έδωσε πάλι τα περισσότερα άτομα, ενώ η Κύμη, προφανώς ναυτικότερη, εξυπηρέτησε την αποστολή κυρίως με το στόλο της.
Οι Χαλκιδείς έκτισαν άλλη μια αποικία το 734 π.Χ., συνεργαζόμενοι πάλι με μια πόλη, που χρειαζόταν κι αυτή ανακούφιση λόγω ανάπτυξης και κοινωνικών αντιθέσεων, διέθετε όμως και τα απαραίτητα πλοία για την αποστολή. Η πόλη αυτή ήταν αυτή τη φορά ένα κυκλαδονήσι, η Νάξος (εικ.19). Η αποικία, η πρώτη που ιδρύθηκε στη Σικελία, θεωρήθηκε χαλκιδική, πήρε όμως, όπως και στην περίπτωση της Κύμης, το όνομα της Νάξου του Αιγαίου (εικ.20 – εικ.21).
Αρχηγός της αποστολής ήταν ο Θουκλής (εικ.22), για τον οποίο ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι διέθετε ήδη γνώση της περιοχής στην οποία οδήγησε την αποικία. Ταξιδεύοντας, λένε, παλιότερα είχε παρασυρθεί από ανέμους στη Σικελία και είχε παρατηρήσει την ποιότητα της γης εκεί (εύφορη ηφαιστειακή γη), καθώς και την έλλειψη ισχύος των ντόπιων κατοίκων. Με αυτά τα επιχειρήματα έπεισε τους Χαλκιδείς να τον στείλουν με αποίκους σ’ αυτή την περιοχή. Οι συμμετέχοντες με τους Χαλκιδείς πολίτες άλλων περιοχών αναφέρονται από τις πηγές ως Ίωνες και Δωριείς. Με τους Ίωνες όμως είναι βέβαιο ότι εννοούνται οι Νάξιοι, που αναφέρονται ονομαστικά από τον ιστορικό Ελλάνικο. Τη βεβαιότητα υποστηρίζουν πρώτον μια πρωιμότατη επιγραφή της αποικίας που είναι γραμμένη στο ναξιακό αλφάβητο, και δεύτερον το γεγονός ότι οι θεοί της Νάξου του Αιγαίου, δηλαδή ο Διόνυσος και ο Απόλλων ήταν οι κύριοι και στην αποικία. Στην περιοχή της ιδρύθηκε και ο βωμός του Αρχηγέτου Απόλλωνος, δηλαδή του θεού του αποικισμού. Σ’ αυτόν, που σηματοδοτούσε την πρώτη εγκατάσταση στο νησί, θυσίαζαν όλοι οι θεωροί των σικελικών πόλεων πριν φύγουν για την αποστολή τους [οι θεωροί ήταν είδος θρησκευτικών πρέσβεων που επισκέπτονταν πόλεις για να οργανώσουν μεγάλες γιορτές και αγώνες]. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα νομίσματα του Ταυρομενίου (εικ.23), της πόλης που ίδρυσαν οι Νάξιοι το 358 π.Χ., απεικονίζουν αυτόν τον Απόλλωνα Αρχηγέτη ως σύμβολο της ταυτότητάς τους. Η Νάξος είχε ανεπανόρθωτα καταστραφεί μισό αιώνα πριν από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, και οι κάτοικοί της περιφέρονταν εξόριστοι σε διάφορα μέρη της Σικελίας μέχρι να ανασυνταχθούν και να εγκατασταθούν στο Ταυρομένιο.
Αλλά ας επιστρέψουμε στις αρχές: Ο Θουκλής φαίνεται ότι ήταν πολύ καλός γνώστης της ανατολικής Σικελίας, αλλά και ικανός ηγέτης. Έξη μόλις χρόνια μετά την εγκατάσταση στη Νάξο οδήγησε τους αποίκους να δημιουργήσουν μια νέα αποικία νοτιότερα, στους Λεοντίνους (εικ.24), τόπο που ήλεγχε μεγάλη πεδιάδα στα βόρειά της.
Για να δημιουργήσουν τη θυγατρική αποικία τους οι Νάξιοι έδιωξαν τους Σικελούς που κατείχαν την περιοχή. Κατά την ίδια μεταναστευτική κίνηση, μόλις έγινε η εγκατάσταση στους Λεοντίνους, ένα τμήμα των μετακινουμένων αποίκων μετακινήθηκε βορειότερα στην εύφορη πεδιάδα και ίδρυσε κοντά στη θάλασσα την Κατάνη (εικ.25). Οικιστής της ορίσθηκε από τους προφανώς από την ομάδα των Λεοντίνων κάποιος Εύαρχος.
Ασαφείς αναφορές στις αρχαίες πηγές εμφανίζουν και τους Μεγαρείς να έχουν λάβει μέρος στον αποικισμό της Νάξου. Την ίδια εποχή που οι Νάξιοι ίδρυαν τους Λεοντίνους και την Κατάνη παραδίδεται πάντως ότι Μεγαρείς υπό έναν αρχηγό που ονομαζόταν Λάμης ήρθαν στη Σικελία, όπου για ένα διάστημα συγκατοίκησαν με τους Ναξίους στους Λεοντίνους, γρήγορα όμως ήρθαν σε σύγκρουση μ’ αυτούς και εκδιώχθηκαν. Αφού κατέφυγαν προσωρινά στη Θάψο, εγκαταστάθηκαν σε ευλίμενη περιοχή που τους υπέδειξε ο Σικελός ηγεμόνας Ύβλων λίγο πιο νότια από τους Λεοντίνους και ίδρυσαν τα Υβλαία Μέγαρα (εικ.26). Κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι η ίδρυση των Υβλαίων Μεγάρων έγινε ταυτόχρονα με εκείνη της Νάξου. Εξ άλλου οι σχέσεις Χαλκίδας και Νάξου των Κυκλάδων, καθώς και της δεύτερης με τα Μέγαρα τεκμηριώνονται με πολλά στοιχεία για την πρώιμη εκείνη εποχή. Έτσι δεν αποκλείεται Μεγαρείς που είχαν λάβει μέρος μαζί με τους Χαλκιδείς και τους Ναξίους στην ίδρυση της Νάξου, να έφυγαν μαζί με το Θουκλή για τους Λεοντίνους, να συγκρούσθηκαν κι εκεί με την χαλκιδική πλειοψηφία και προσκαλώντας νέα αποστολή από τα Μέγαρα να ίδρυσαν δυνατοί πια τα σικελικά Μέγαρα. Πάντως η αποικία αυτή, που παρουσιάζει από τις πρώτες την διανομή ίσων κλήρων στους κατοίκους – αυτό που ονομάστικε ιπποδάμεια πολεοδομία – ευημέρησε γρήγορα και σε περίπου εκατό χρόνια αργότερα έστειλε η ίδια αποικία, στην άλλη πλευρά της Σικελίας, τον Σελινούντα (εικ.27).
Αυτή τη φορά αναφέρεται ρητά από τους αρχαίους συγγραφείς ότι για την αποικία αυτή προστέθηκε στους αποίκους από τα Υβλαία Μέγαρα μια καινούρια φουρνιά Μεγαρέων από την ελληνική μητρόπολη. Το γεγονός αυτό, που το συνατήσαμε – και θα το συνατήσουμε –και σε άλλες περιπτώσεις, δείχνει τις στενές σχέσεις που διατηρούσαν πολλές αποικίες με τη μητρόπολή τους. Και τα Υβλαία Μέγαρα είχαν θαυμάσιο ιπποδάμειο σχεδιασμό και τα λείψανά τους είναι από τα καλύτερα σωζόμενα στη Σικελία.
Παρακινούμενοι ίσως από την δραστηριότητα των Ευβοέων κινήθηκαν προς τη Δύση παράλληλα μ’ αυτούς οι Κορίνθιοι. Ένα χρόνο μετά την ίδρυση της Νάξου οι Κορίνθιοι ιδρύουν τις Συρακούσες το 733 π.Χ. (εικ.28). Και εδώ οι παραδόσεις υπαινίσσονται αδυναμία διατροφής όλου του πληθυσμού της μητρόπολης. Ο Αρχίας, που τέθηκε επικεφαλής των αποίκων είχε σύμφωνα με την παράδοση διαπράξει ανόσια πράγματα, είχε δηλαδή άθελά του οδηγήσει στο θάνατο τόσο ενός ερωμένου του όσο και του πατέρα του νεαρού, επισύροντας το θυμό των θεών που έστειλαν πείνα στην Κόρινθο. Ο Απόλλων ερωτηθείς είπε ότι έπρεπε να εξιλεωθεί για το αμάρτημα του ο Αρχίας. Έτσι αυτός αυτοεξωρίσθηκε, ιδρύοντας μαζί με όσους ήθελαν να τον ακολουθήσουν την αποικία. Ουσιαστικότερη όμως αιτία φαίνεται η βούληση των Κορινθίων να ελέγξουν τους δρόμους του εμπορίου προς τη Δύση. Στην αρχή οι άποικοι εγκαταστάθηκαν στο νησάκι Ορτυγία απέναντι από την ακτή, ίσως και γιατί συνάντησαν αντίσταση στην απέναντι παραλία από τους αυτόχθονες. Φαίνεται όμως ότι οι Σικελοί αποδείχθηκαν συνεννοήσιμοι και γρήγορα εκτοπίσθηκαν και από την ακτή.
Μετά από έλευση νέων αποίκων απ΄την Κόρινθο και την Ήλιδα αυτή τη φορά, οι Συρακούσιοι επέχωσαν τον πορθμό, η πόλη τους επεκτάθηκε στην ξηρά, και εξελίχθηκε γρήγορα σε μια από τις πιο ισχυρές και ευημερούσες πόλεις της Μεσογείου (εικ.29). Πολλά μνημεία από την αρχαία πόλη, όπως ο ναός του Απόλλωνα και το θέατρό της σώζονται και μαρτυρούν την αρχαία της δόξα. Η πηγή Αρέθουσα θυμίζει ακόμη τον μύθο της ακολούθου της Αρτέμιδος Αρέθουσας, που για να αποφύγει τον έρωτα του Αλφειού πέρασε στη Σικελία και μεταμορφώθηκε στην ομώνυμη πηγή, όπου όμως τη συνάντησε ο Αλφειός περνώντας κάτω από τη θάλασσα τα νερά του μέχρι την Ορτυγία. Ο μύθος αυτός πρέπει να οφείλεται στους Ηλείους που στη δεύτερη φάση ενίσχυσαν τους Κορίνθιους αποίκους. Οι Συρακούσιοι ίδρυσαν και αυτοί αποικίες στην περιοχή νότια της πόλης τους (εικ.30), τις Άκρες, τις Κασμένες, τις Ακρίλλες και τον Έλωρο τον 7ο π.Χ. αιώνα και την Καμάρινα στις αρχές του 6ου.
Οι Αχαιοί της Πελοποννήσου έστειλαν επίσης αρκετές αποικίες στη Δύση. Περί το 710 π.Χ. ο Μύσκελλος από τις Ρύπες της Αχαΐας οδήγησε τους Αχαιούς στον Κρότωνα (εικ.31), μια περιοχή που εκτός από εύφορη γη και χαλκορυχεία είχε και πολύ υγιεινό κλίμα. Είναι χαρακτηριστικά της έρευνας για επιλογή του τόπου της αποικίας από τους αρχηγούς της τα ανέκδοτα γύρω από την ίδρυση του Κρότωνα, ότι στο Μύσκελλο άρεσε στην αρχή περισσότερο η θέση της Σύβαρης, αλλά ο θεός τον διέταξε να πάει εκεί που του είχε ορίσει, ή το άλλο ότι η αποστολή της αποικίας γινόταν ταυτόχρονα με εκείνη του Αρχία για τις Συρακούσες, και ότι σε συζήτηση ο μεν Αρχίας διάλεξε τον πλούτο, ενώ ο Μύσκελλος την υγεία.
Οι Κροτωνιάτες έλεγαν ακόμη ότι ο Ηρακλής είχε περάσει γυρίζοντας από τον Γηρυόνη από εκεί και προφήτεψε την ίδρυση της πόλης τους, και έτσι τον θεωρούσαν κι αυτόν οικιστή τους (εικ.32). Οι άποικοι συχνά δημιουργούσαν παραδόσεις για ηρωϊκή υπόσταση του αυτού που τους οδήγησε στη νέα τους πατρίδα. Ο Κρότων έγινε γρήγορα ισχυρή πόλη και το σημαντικότερο ιερό του λίγο έξω από την πόλη αφιερωμένο στην Ήρα ήταν ο τόπος ετήσιας συνόδου όλων των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας.
Τα ίδια περίπου χρόνια που ιδρύθηκε ο Κρότων, περί το 710 π.Χ., άλλοι Αχαιοί, από την Ελίκη αυτή τη φορά (εικ.33), συνοδευόμενοι από Τροιζήνιους, έφθασαν στην Οινωτρία, βαθύτερα στον κόλπο του Τάραντα, και εκτοπίζοντας τους ντόπιους ίδρυσαν τη Σύβαρη στις εκβολές ενός ποταμού που του έδωσαν το ίδιο όνομα με το ποτάμι της πατρίδας τους, τον Κράθη. Οι Τροιζήνιοι που είχαν έλθει μαζί απορροφήθηκαν ή απομακρύνθηκαν. Η πόλη έφθασε πολύ γρήγορα σε μεγάλη ακμή με την εύφορη γη και το μεγάλο της λιμάνι (εικ.34, πλημμύρα, εικ.35, ελληνοϊταλική ανασκαφή).
Οι Συβαρίτες επέκτειναν την κυριαρχία τους στην ευρύτερη περιοχή τους, και η πόλη τους έφθασε τον 6ο π.Χ. αι. ένα πληθυσμό όμοιο περίπου με αυτόν της Αθήνας. Ο πλούτος και η χλιδή των κατοίκων της έγινε παροιμιώδης (συβαριτισμός). Χαρακτηριστική είναι η πληροφορία ότι στη Σύβαρη εκδηλώθηκε μια πρώτη μορφή προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, που ήταν η πρόβλεψη ότι οι μάγειροι είχαν το δικαίωμα της αποκλειστικής εκμετάλλευσης των πιάτων δικής τους επινόησης για ένα χρόνο. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται σε ένα εξέχοντα πολίτη της Σύβαρης, τον Σμινδυρίδη, ο οποίος έζησε στον πρώιμο 6ο π.Χ. αι. Λένε ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί στο στρωμένο με ροδοπέταλα κρεβάτι του γιατί έβγαζε φούσκες, ότι είχε χίλιους δούλους για ψάρεμα, κυνήγι και μαγείρεμα, και ότι πήγε στη Σικυώνα να ζητήσει την κόρη του τυράννου της Κλεισθένη, όπου αποδείχθηκε ο πλουσιότερος γαμπρός. Η πρώιμη ακμή της Σύβαρης τρόμαξε τους Κροτωνιάτες, οι οποίοι το 509 π.Χ. νίκησαν το στρατό της και την κατέστρεψαν αφανίζοντας και μεγάλο μέρος του πληθυσμού της. Επανειλημμένες επάνοδοι του πληθυσμού στην πόλη και νέες καταστροφές, κατέληξαν στην τελική εκδίωξη των κατοίκων της Σύβαρης από τους Κροτωνιάτες το 446 π.Χ. Η Σύβαρις πάντως κατά την περίοδο της ακμής της έστειλε η ίδια αποικίες, μια από τις οποίες ήταν η Ποσειδωνία (εικ.36), στη δυτική ιταλική ακτή νότια της Νεάπολης, που ιδρύθηκε γύρω στο 600 π.Χ. Είναι μάλιστα πολύ πιθανόν οι άποικοι που πήγαν εκεί να ήταν οι Τροιζήνιοι που είχαν ακολουθήσει τους Αχαιούς, γιατί κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς θεωρούν την Ποσειδωνία δωρική αποικία και η Τροιζήνα αναφέρεται ότι ονομαζόταν παλιότερα κι αυτή Ποσειδωνία.
Οι Αχαιοί ίδρυσαν και άλλες αποικίες στην Κάτω Ιταλία (εικ.37), με σημαντικότερες το Μεταπόντιο (πρώτο τέταρτο του 7ου π.Χ. αι.) και την Καυλωνία (δεύτερο τέταρτο του ίδιου αιώνα). Οι Δωριείς της Πελοποννήσου, κυρίως οι Κορίνθιοι, έφθασαν όπως είδαμε νωρίς και εξαπλώθηκαν στο νότιο τμήμα της Σικελίας. Η κατ’ εξοχήν δωρική πόλη, η Σπάρτη, έστειλε κι’ αυτή νωρίς, το 707 π.Χ., την μοναδική της αποικία στον Τάραντα (εικ.38). Τις συνθήκες της αποστολής με πυρήνα τα νόθα παιδιά των Σπαρτιατισσών μετά τον πρώτο Μεσσηνιακό πόλεμο, είδαμε ήδη νωρίτερα. Η αποικία με το ασφαλές και μεγάλο λιμάνι αυξήθηκε γρήγορα ως εμπορική δύναμη και αποτέλεσε ένα από τα κύρια ελληνικά κέντρα της Κάτω Ιταλίας. Μια καταστροφική ήττα το 472 π.Χ. στην προσπάθεια της πόλης να επιβληθεί στους ντόπιους (Ιάπυγες, Μεσσάπιοι, Πευκέτιοι και Λουκανοί) δεν ανέκοψε την ανάπτυξή της, που έφθασε τη μεγαλύτερη ακμή της τον πρώιμο 4ο π.Χ. αι., όταν άρχων της ήταν ο φιλόσοφος Αρχύτας. Αυτό το διάστημα ήταν η σημαντικότερη πόλη της Μεγάλης Ελλάδας και το κύριο εμπορικό της λιμάνι, και διέθετε το μεγαλύτερο στρατό και στόλο. Μετά την αρχή του Αρχύτα άρχισε η παρακμή της πόλης. Οι Κροτωνιάτες ανήγαν την αρχή της πόλης τους επίσης σε έναν ήρωα, τον Τάραντα, γιο του Ποσειδώνα (εικ.39). Έλεγαν ότι υπέδειξε τον τόπο όταν ναυάγησε και ένα δελφίνι, σταλμένο από τον πατέρα του, τον οδήγησε στην πλάτη του εκεί.
Άλλοι Δωριείς, από τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου, έστειλαν επίσης αποικίες στη Δύση. Περί το 688 π.Χ. ιδρύεται η Γέλα από τους Ρόδιους, που συνοδεύονται από κατοίκους Κρητικών πόλεων (εικ.40). Και αυτή η πόλη είχε ιδιαίτερη αύξηση (εικ.41) και τον πρώιμο 5ο π.Χ. αιώνα έφθασε να κατακτήσει πολλές άλλες πόλεις στη Σικελία, όπως τους Λεοντίνους και τη Νάξο, ενώ το δεύτερο τέταρτο του αιώνα, υπό τους τυράννους της Γέλωνα και Ιέρωνα, υπέταξε και διοίκησε ακόμη και τις Συρακούσες.
Ήδη όμως από την αρχή του 6ου αιώνα π.Χ. η Γέλα πρέπει να είχε αυξηθεί, αφού λίγο πριν το 580 ιδρύει, με νέες ενισχύσεις από την μητρόπολη, τον Ακράγαντα (εικ.42), σε μια πλούσια γεωργική περιοχή και κοντά σε ορυχεία θείου και ποτάσας, που μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν πλουτοφόρο πηγή για τον τόπο. Και η θυγατρική αυτή πόλη αυξήθηκε γρήγορα (εικ.43) και έγινε μια από τις πλουσιότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Την ακμή της μαρτυρούν οι επτά δωρικοί ναοί από τον 5ο π.Χ. αιώνα που περιλαμβάνει η ιερή περιοχή στη νότια πλευρά της πόλης (εικ.44). Ο μεγαλύτερος ναός, και ένας από τους γενικά μεγαλύτερους ελληνικούς ναούς (εικ.45), με μήκος 113 μ. και με ιδιαίτερα επιβλητική μορφή, που την τόνιζαν οι πελώριοι άτλαντες που σήκωναν το θριγκό του, ήταν ο ναός του Ολυμπίου Διός που χτίστηκε για να θυμίζει τη νίκη των Ακραγαντίνων και Συρακουσίων επί των Καρχηδονίων του Αμίλκα στην Ιμέρα, το 480 π.Χ.
Ο Ακράγας φαίνεται ότι επένδυε και αυτός πολύ στην αρχαιότητα της εγκατάστασής του. Στην περιοχή του είδαμε ότι σύμφωνα με την παράδοση κατέφυγε ο Δαίδαλος φτιάχνοντας για τους ντόπιους που τον φιλοξένησαν πολύτιμα τεχνουργήματα. Μέχρις εκεί τον καταδίωξε ο Μίνως, όπου και πέθανε. Οι Ακραγαντίνοι έδειχναν τον τάφο του και ο τύραννός τους Θήρων, αυτός που νίκησε στην Ιμέρα, ανέσκαψε τον τάφο και επέστρεψε τα οστά του Μίνωα στην Κρήτη, στο βάθος υπογραμμίζοντας το σημαντικό παρελθόν της πόλης. Οι σημερινοί Ακραγαντίνοι προβάλλοντας αυτό το παρελθόν (εικ.46), τυλιγμένο μεν με την αφήγηση του μύθου, πραγματικό όμως όπως είδαμε ως προς τις αρχαιότατες σχέσεις Σικελίας και Αιγαίου, έχουν τοποθετήσει στην ακρόπολη του Ακράγαντα ένα μεγάλο άγαλμα του.
Αποικίες έστειλαν στη Δύση και οι Ίωνες της Μ. Ασίας. Γύρω στο 660 π.Χ. κάτοικοι της Κολοφώνας, μιας ιδιαίτερα πλούσιας ιωνικής πόλης στη Μικρά Ασία, που υποτάχθηκε τότε από τους Λυδούς, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και φθάνοντας στον κόπο του Τάραντα ίδρυσαν τη Σίριδα (εικ.47). Για την αποικία αυτή γνωρίζουμε ελάχιστα, εκτός από το ότι ανταγωνιζόταν την Σύβαρη σε πολυτέλεια. Μια ιωνική πόλη ανάμεσα σε τόσες αχαϊκές, δεν είχε όμως πολλές προοπτικές. Μαθάινουμε ότι ένα αιώνα μετά την ίδρυσή της οι Μεταπόντιοι, οι Συβαρίτες και οι Κροτωνιάτες συνασπίσθηκαν εναντίον της, την κατέλαβαν και έδιωξαν τους κατοίκους της.
Η δεύτερη σημαντική ιωνική αποικία ιδρύθηκε στην Ιταλία γύρω στο 537 π.Χ. από κατοίκους της Φώκαιας. Οι Φωκαείς ήταν σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι πρώτοι από τους Έλληνες που πραγματοποίησαν μακρινά θαλασσινά ταξίδια και αυτοί που γνώρισαν στους άλλους την Αδριατική, την Τυρρηνία, ακόμη και την Ιβηρία και την Ταρτησσό. Οι Φωκαείς, διέσχιζαν τη θάλασσα με πεντηκοντόρους, δυνατά και ευέλικτα πλοία κατάλληλα και για εμπόριο και για πολεμική δράση. Μια άγκυρα που ανέθεσε ο Φωκαεύς Σώστρατος στον Απόλλωνα είναι από τα παλιότερα ευρήματα στην Gravisca, ένα λιμάνι της Ετρουρίας. Όμως το 546 π.Χ. οι Πέρσες επικρατούσαν ήδη στην Ιωνία και βρέθηκαν προ των πυλών της ναυτικής πόλης. Οι Φωκαείς, άνθρωποι μαθημένοι στην απεραντοσύνη της θάλασσας, δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν τη σκλαβιά. “Αφού έσυραν τις πεντηκοντόρους τους στη θάλασσα κι’ έβαλαν μέσα τα παιδιά και τις γυναίκες τους, όλα τους τα πράγματα, τα αγάλματα από τα ιερά και τα άλλα αναθήματα εκτός από εκείνα που ήταν από χαλκό ή πέτρα …,” λέει ο Ηρόδοτος, “τράβηξαν για τη Χίο”. Από τους Χιώτες ζήτησαν να αγοράσουν τις Οινούσσες. Οι Χιώτες όμως αρνήθηκαν, “γιατί φοβήθηκαν μήπως τα νησιά αυτά εξελιχθούν σε εμπορικό κέντρο και αποκλεισθεί το δικό τους νησί (από την εμπορική κίνηση)”. Οι εμπορικοί ανταγωνισμοί, οι οποίοι έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην αποστολή αποικών, αναδεικνύονται ιδιαίτερα με την ανεπιτυχή αυτή διαπραγμάτευση ανάμεσα στις δυο ναυτικές πόλεις. Μετά την άρνηση των Χίων οι Φωκαείς αποφάσισαν να φύγουν μακριά, στην Αλαλία που είχαν ιδρύσει στην Κορσική. Προηγουμένως έριξαν στη θάλασσα μια σιδερένια μπάλα και ορκίστηκαν πως δεν θα ξαναγυρίσουν στη Φώκαια πριν ξανανέβει η μπάλα στην επιφάνεια του νερού. Όμως η νοσταλγία και ο πόνος για την απώλεια της πατρίδας, έκαμε πάνω από τους μισούς Φωκαείς να πατήσουν τον όρκο τους και να γυρίσουν στη Φώκαια. Οι υπόλοιποι έφθασαν στην Αλαλία και μετά από περιπέτειες ίδρυσαν περί το 537 π.Χ. στη δυτική ακτή της Ιταλίας την Υέλη, όνομα που γρήγορα έγινε Ελέα. Η πόλη είναι γνωστή κυρίως από την περίφημη Ελεατική φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Παρμενίδης.
Από την κεντρική Ελλάδα οι Λοκροί έστειλαν μια μόνο αποικία, στον κόλπο του Τάραντα, που χαρακτήρισαν με το όνομα της πατρίδας τους και τον γεωγραφικό της προσδιορισμό του νεου τόπου, δηλαδή Λοκροί Επζεφύριοι (εικ.48). Η παράδοση της ίδρυσης της αποικίας, που τοποθετείται στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα, μοιάζει πολύ με εκείνη του Τάραντα που ίδρυσαν οι Σπαρτιάτες. Παραδιδόταν δηλαδή ότι οι άποικοι ήταν δούλοι που έφυγαν από την Λοκρίδα μαζί με γυναίκες από εξέχουσες αριστοκρατικές οικογένειες, με τις οποίες είχαν συνευρεθεί όταν οι σύζυγοί τους έλειπαν παίρνοντας μέρος στο Μεσσηνιακό πόλεμο. Πάντως η πόλη απέβη γρήγορα σημαντικό κέντρο στην περιοχή (εικ.49). Η τελευταία χρονικά σημαντική αποικία ήταν οι Θούριοι (εικ.50).
Το 452 π.Χ. Συβαρίτες της διασποράς επιχείρησαν να επανεγκατασταθούν στην κατεστραμένη πόλη τους. Οι Κροτωνιάτες όμως σε λίγο τους ξανάδιωξαν και αυτοί απευθύνθηκαν πρώτα ανεπιτυχώς στη Σπάρτη για υποστήριξη και συνεργασία και μετά στην Αθήνα. Η Αθήνα με τον Περικλή ανταποκρίθηκε και το 443 π.Χ. μια αποστολή από Αθηναίους και Έλληνες στρατολογημένους από διάφορα μέρη της Ελλάδας ήρθε και εγκαταστάθηκε στη θέση της Σύβαρης μαζί με τους εξόριστους Συβαρίτες, οι οποίοι απολάμβαναν πλέον τώρα την προστασία της Αθήνας. Στους αποίκους συμπεριλαμβάνονταν ο ιστορικός Ηρόδοτος και ο ρήτορας Λυσίας. Σύντομα όμως ξέσπασε διαμάχη ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Συβαρίτες, γιατί οι τελευταίοι απαιτούσαν ως ντόπιοι ιδιαίτερα προνόμια. Οι Συβαρίτες εξώσθηκαν πάλι από την πόλη και διασπάρηκαν χωρίς να αφήσουν πια ιστορικά ίχνη. Οι άποικοι που έμειναν στους Θουρίους έκλεισαν ειρήνη με τους Κροτωνιάτες και γρήγορα η πόλη τους ευημέρησε. Νέοι μάλιστα άποικοι έφθασαν εκεί από την Πελοπόννησο. Έτσι, αν και οι Θούριοι εθεωρούντο αθηναϊκή αποικία, σην πραγματικότητα οι Αθηναίοι εκεί ήταν μικρή μειοψηφία, πράγμα που δείχνει η διαίρεση των κατοίκων της πόλης σε δέκα φυλές. Τα ονόματά τους είναι χαρακτηριστικά: Αρκάς, Αχαιίς, Ελεάτις, Βοιωτίς, Αμφικτυονίς, Δωρίς, Ιωνία, Αθηναΐς, Ευβοΐς και Νησιώτις.
Ποιες ήταν τώρα οι ιστορικές συνέπειες αυτής της εκπληκτικής εξάπλωσης των Ελλήνων; Γενικά οι συνέπειες του Ελληνικού αποικισμού στη Δύση και κυρίως στην Κάτω Ιταλία και Σικελία μπορούν να χαρακτηρισθούν καθοριστικές για τον κλασικό και γενικότερα τον δυτικό πολιτισμό: Τα όρια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού διευρύνθηκαν. Ο όρος “Πανέλληνες” χρησιμοποιείται πρώτη φορά από τον Ησίοδο στις αρχές και από τον Αρχίλοχο στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα. Με τις αποικίες διαδόθηκε και ισχυροποιήθηκε το μοντέλο της πολιτικής οργάνωσης των Ελλήνων με βάση την πόλη-κράτος, αφού όλες οι αποικίες σχεδιάσθηκαν με αυτό το μοντέλο (εικ.51), το οποίο εξέφρασε την πιο δημοκρατική άποψη συγκατοίκισης (ισομοιρία). Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη γραπτή νομοθεσία παραδίδεται ότι δημιουργήθηκε από τον Ζάλευκο στους Επιζεφυρίους Λοκρούς περί το 660 π.Χ. και ότι ήδη τον 6ο π.Χ αιώνα οι Χαλκιδικές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας εφάρμοζαν τη νομοθεσία που είχε δημιουργήσει ο Χαρώνδας από την Κατάνη.
Οι πολλές νέες αγορές που άνοιξαν στο εμπόριο συνέβαλαν στην ανάπτυξη των συναλλαγών, αλλά και της βιοτεχνίας. Χρήσιμες για την καθημερινή ζωή και για τις τέχνες πρώτες ύλες, όπως τα μέταλλα και τα υφάσματα, αλλά και προϊόντα πρώτης ανάγκης, έδωσαν νέα ώθηση στην οικονομία.
Οι συνέπειες για τον πολιτισμό υπήρξαν ακόμη πιο σημαντικές. Η γνώση του φυσικού και πνευματικού κόσμου διευρύνθηκε ιδιαίτερα με τη γνωριμία διαφορετικών περιοχών και ανθρώπων με διαφορετικές νοοτροπίες, εμπειρίες και γνώσεις. Οι πρώτοι στίχοι της Οδύσσειας για τον ήρωα που “γνώρισε πολλών ανθρώπων τους τόπους και τη γνώμη” συμπυκνώνουν όλο τον πλούτο των νέων εμπειριών που κέρδισαν οι Έλληνες. Η συμβολή της Μεγάλης Ελλάδας στη φιλοσοφία υπήρξε πρώιμη και μεγάλη (εικ.52), με τον Πυθαγόρα (από τη Σάμο) και τη Σχολή του στον Κρότωνα, τον Ξενοφάνη (από την Κολοφώνα) και τον Παρμενίδη της Ελεατικής Σχολής, τον Εμπεδοκλή από τον Ακράγαντα και άλλους. Συγγενείς ήταν οι σπουδαίοι μαθηματικοί και τεχνολόγοι, ο Αρχιμήδης από τις Συρακούσες και ο Αρχύτας από τον Τάραντα.
Η Μεγάλη Ελλάδα παρήγαγε επίσης πολύ πρώιμα μεγάλους γιατρούς, όπως ο Δημοκήδης από τον Κρότωνα (6ος-5ος π.Χ. αι.), που έφθασε μέχρι την περσική αυλή, ο Άκρων από τον Ακράγαντα (5ος αι.) και ο Ηρακλείδης από τον Τάραντα (1ος π.Χ. αι.). Από τα Μέγαρα Υβλαία (εικ.53) προέρχεται ένα άγαλμα αφιερωμένο σε γιατρό, τον Σομβροτίδα, που πρέπει να δρούσε ήδη στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα.
Όμως και η λογοτεχνία άνθησε στις αποικίες. Το ελληνικό αλφάβητο για την γραφή (εικ.54), το εργαλείο αποτύπωσης και μεταβίβασης λόγου, σκέψης και πράξεων, διαδόθηκε από τους πρώτους αποίκους στην Ιταλία και εξελίχθηκε στο μέσο γραπτής έκφρασης του Δυτικού Κόσμου.
Ποιητές όπως ο Στησίχορος από την Ιμέρα, ο Ίβυκος από το Ρήγιο και ο Λεωνίδας από τον Τάραντα συνέβαλαν σημαντικά στην Ελληνική γραμματεία. Δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικοί λόγιοι έρχονταν στη Μεγάλη Ελλάδα, όπως ο Αισχύλος που πέθανε στη Γέλα, ο Ηρόδοτος που βρέθηκε στους Θουρίους και ο Πλάτων που προς το τέλος της ζωής του έμεινε για ένα διάστημα στις Συρακούσες.
Τέλος η Ελληνική τέχνη άνθησε στη Μεγάλη Ελλάδα και μερικά από τα σημαντικότερα αρχαία έργα τέχνης που έχουν σωθεί προέρχονται από τις πόλεις της. Λαμπρά κτίρια κόσμησαν τις αποικίες από τους πρώιμους χρόνους (εικ.55).
Για τη γλυπτική παραγωγή στη Μεγάλη Ελλάδα υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά κλασικά έργα (εικ. 56), ο ηνίοχος των Δελφών, έργο πιθανώς του γλύπτη Πυθαγόρα από το Ρήγιο, και ένας άλλος ηνίοχος, σύγχρονος του προηγούμενου, που βρέθηκε στη Μοτύη, μια φοινικική εγκατάσταση στο δυτικό άκρο της Σικελίας.
Το δεύτερο έργο, καθαρά ελληνικής τέχνης, δείχνει τη δύναμη με την οποία κάλυπτε την έκφραση γενικά ήδη των κατοίκων της Σικελίας η εικαστική αντίληψη των Ελλήνων. Από την ζωγραφική αρκεί να θυμηθούμε τον Ζεύξη από την Ηράκλεια, που ζωγράφιζε τον 5ο π.Χ. αιώνα τόσο παραστατικά, ώστε τα πουλιά, σύμφωνα με ένα ανέκδοτο γι’ αυτόν, ξεγελάστηκαν από ένα τσαμπί σταφύλια που έφτιαξε, και πήγαιναν να τσιμπήσουν τις ρώγες. Αλλά και στη μικροτεχνία η Μεγάλη Ελλάδα είχε ιδιαίτερα σημαντική συμβολή. Έργα της χρυσοχοΐας της, όπως τα δείγματα από τον Τάραντα (εικ.57), δείχνουν την εξαιρετική ποιότητα της παραγωγής της (εικ.58).
Οι Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας συνέβαλαν σημαντικά στον πολιτισμό. Η ρωμαϊκή γραφή προέρχεται από τα δυτικοελληνικά της Κύμης. Η παρακμή της Μεγάλης Ελλάδας επήλθε εξαιτίας της επεκτατικής πολιτικής των Ρωμαίων. Το 272 π.Χ. καταστράφηκε ο Τάρας και χάθηκε το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του, εξαιτίας της βοήθειας που παρήσχαν στον Πύρρο στον πόλεμό του εναντίον των Ρωμαίων. Πάρα αυτά, η Μεγάλη Ελλάδα συνέχισε να υπάρχει σαν πνευματικό-πολιτιστικό δημιούργημα. Ακόμα και σήμερα ένα μέρους του πολιτισμού, των ηθών, των εθίμων και της ελληνικής γλώσσας συνεχίζουν να υπάρχουν στη Κάτω Ιταλία.
Η Καλαβρία υπήρξε για μια περίπου χιλιετία σημαντικό κέντρο του ελληνισμού. Ελληνικές επιγραφές υπάρχουν στους δρόμους, με την γκρεκάνική διάλεκτο, και ελληνικά τραγούδια περνάνε από γενιά σε γενιά.