Η δημοσίευση των κατοικιών της Πριήνης, της Δήλου και της Ολύνθου, αλλά και η τεράστια αύξηση του αριθμού των κατοικιών όλων των περιόδων και σε όλες τις περιοχές του ελληνικού κόσμου που έχουν έρθει στο φως ανάγκασε τους αρχαιολόγους να αλλάξουν την οπτική που τις προσεγγίζουν και τις μεθόδους που ακολουθούν στη μελέτη τους. Η αρχαιολογία της «ελληνικής κατοικίας» έγινε αυτή «της ζωής μέσα στις ελληνικές κατοικίες» και η κατοικία δεν μελετάται πλέον αυτή καθεαυτή, αλλά κυρίως για τους κατοίκους της, που ανήκουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Η μεταστροφη αυτή και το ενδιαφέρον που δείχνουν οι μελετητές της ελληνικής αρχαιότητας σήμερα για την κατοικία και γενικότερα για την καθημερινή ζωη μέσα στις κατοικίας θα μπορούσε να μας κάνει να ξεχάσουμε ότι για καιρό θεωρούσαν αυτό το θέμα απολύτως δευτερεύον. Ωστόσο, μια τέτοια θεώρηση της κατοικίας εξηγείται εύκολα. Ο ελληνικός πολιτισμός κληροδότησε στους μεταγενέστερους τέτοια ιερά και ναούς, θέατρα αλλά και εντυπωσιακούς τάφους, συχνά καλά διατηρημένους στην ηπειρωτική Ελλάδα, στις δυτικές αποκίες και στις ακτές της Μικράς Ασίας, ώστε οι αρχαιολόγοι αναπόφευκτο να παρασυρθούν από τις θαυμαστές κατασκευές, κυρίως από μάρμαρο, με γλύπτή ή τουλάχιστον ανάγλυφη διακόσμηση. Για να σχεδιάσουν τον Παρθενώνα, τους κίονες του ναού του Απόλλωνα στα Δίδυμα ή το σύνολο των ναών της Ποσειδωνίας, οι αρχιτέκτονες δεν είχαν ανάγκη τις ανασκαφές, παρά μόνο επικουρικά.
Ήδη από την εμφάνισή τους, στα τέλη του 19ου αίωνα, τα πρώτα «εγχειρίδια» ελληνικής αρχιτεκτονικής ακολουθούσαν την παράδοση μεγάλων έργων όπως του Antiquities of Athens των James Stuart και Nicholas Revett. Τα εγχειρίδια αυτά ήταν επικεντρωμένα στους ναούς και τους ελληνικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, σύμφωνα με τις κατόψεις και τα ορατά στοιχεία, με σκοπό να παράσχουν πρότυπα στους νέους αρχιτέκτονες που κλήθηκαν να κατασκευάσουν σε νεοελληνικό ύφος τόσο δημόσια κτήρια και εκκλησίες όσο και κατοικίες σεβαστού μεγέθους. Έτσι οι δωρικοί κίονες και τα αετώματα, οι Καρυάτιδες, τα ιωνικά κιονόκρανα και οι ρόδακες του Ερεχθείου διακοσμούν σήμερα τις προσόψεις πολλών δημόσιων κτηρίων ή ιδιωτικών κατοικιών, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στο Βερολίνο, το Παρίσι, το Λονδίνο.
Κάποιες κατοικίες της αρχαίας Ελλάδας, κυρίως στην Αθήνα και αργότερα στη Δήλο, είχαν ανασκαφεί αρκετά νωρίς αλλά κρίθηκε ότι δεν μπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπα για τους αρχιτέκτονες, διότι τα ερείπια τους δεν είχαν τίποτα το εξαιρετικό, εάν τα συγκρίναμε με αυτά της μνημειακής αρχιτεκτονικής και ιδίως με τα σπίτια που ήρθαν στο φως στις ανασκαφές της Πομπηίας: σ’ αυτά τα τελευταία θα έπρεπε να αναζητηθούν καλά οργανωμένοι χώροι, συμμετρικοί και κυρίως διακοσμημένοι με εντυπωσιακές τοιχογραφίες και κήπο που το στόλιζε ένα συντριβάνι.
Στην Ελλάδα, η απογοήτευση ήταν πολύ πιο μεγάλη μεταξύ των ανασκαφέων, που είχαν στο μυαλό τους όχι μόνο τα σπίτια της Πομπηίας, αλλά πάνω απ’ όλα τις περιγραφές φιλολογικών πηγών, αυτές των ομηρικών ανακτόρων και μιας μεγάλης ελληνικής κατοικίας όπως τη φαντάστηκε ο Βιτρούβιος, πολλούς αιώνες μετά τον Όμηρο, στο έργο του De architecture (VI.7.1-4). Από το 1861, ο αρχαιολόγος Leon Heuzey και ο αρχιτέκτονας Honore Daumet είχαν εντοπίσει το ανάκτορο των αρχαίων Αιγών στα Παλατίτσια (εικ. 1), τη σημερινή Βεργίνα, αλλά η δημοσίευση των κιονόκρανων και μέρος της κάτοψης του ανακτόρου από αυτούς τους πρωτοπόρους ήρθε πολύ νωρίς: εκείνη την εποχή, οι πραγματικές ιδιαιτερότητες της μακεδονικής αρχιτεκτονικής δεν ήταν ακόμα γνωστές και το παλάτι της Βεργίνας δεν μπορούσε να ενταχθεί στην κατηγορία των βασιλείων, όπως έγινε στα τέλη του 20ου αιώνα, με έμφαση στη σημασία των περίστυλων αυλών που περιβάλλονται από πολλά δωμάτια, από τα οποία ορισμένα λειτουργούσαν ως χώροι υποδοχής. Από την πλευρά του ο αρχιτέκτονας Victor Laloux, που είχε εργαστεί στο ιερό της Ολυμπίας, εξέδωσε το 1888 στο Παρίσι ένα μικρό βιβλίο με τίτλο Architecture grecque, όπου αφιέρωνε μόνο πέντε σελίδες στα «ελληνικά σπίτια», οικτίροντας την ταπεινότητα των κατοικιών που είχαν βρεθεί και τον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα των ανασκαφών στα Παλατίτσια, προτού μεταφράσει τις παραγράφους του Βιτρούβιου που μιλούν για μια ελληνική κατοικία αρκετα όμοια με ένα παλάτι και να καταλήξει: «πιστεύουμε, παρ’ όλα αυτά, ότι η Πομπηία μπορεί αρκετά καλά να δώσει την ιδέα του τρόπου με τον οποίο ήταν διακοσμημένα τα ελληνικά σπίτια, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά».
Αλλά τα σπίτια της Πριήνης δεν ήταν εντυπωσιακά και η ακριβής σημασία τους δεν μπορούσε ακόμα να γίνει κατανοητή από τους συγγραφείς των τριών άρθρων για τα λήμματα domus, thalamus και gynaeceum στο μεγάλο λεξικό ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων (Dictionaire des antiquites grecques et romaines), που εκδόθηκε μεταξύ 1877 και 1919 στο Παρίσι με την επιστημονική επιμέλεια των Ch. Daremberg και Ed. Saglio. Για το ελληνικό σπίτι διαβάζουμε εδώ φράσει που μας κάνουν σήμερα να χαμογελάμε, όπως για παράδειγμα η εξής (τ. II, 1, σ. 337): «Η μεγάλη ελληνιστική οικία που περιγράφει ο Βιτρούβιος είναι μια εξέλιξη της ελληνικής οικίας της εποχής του Περικλή. Αυτή με τη σειρά της αναπαράγει όλα τα κύρια χαρακτηριστικά του ομηρικού ανακτόρου, που παρουσιάζεται σαν μια μεγάλη αγροικία. Και βρίσκουμε τα δομικά στοιχεία αυτών των πριγκιπικών αγροικιών στην καλύβα του αγρότη».
Αυτού του είδους οι παρατηρήσεις είναι χαρακτηριστικές του 1900, όταν η ύπαρξη μια συνέχειας μεταξύ της αρχιτεκονικής του ομηρικού μεγάρου, αυτής των οικιών του 5ου-4ου αιώνα και τελικά αυτών του 2ου-1ου αιώνα π.Χ., που ενέπνευσαν τον Βιτρούβιο, έμοιαζε αναντίρρητη. Το έργο του B. Carr Rider, The Greek House, που δημοσιεύθηκε το 1916 στο Κέμπριτζ, υιοθετεί τα ίδιο ύφος, λαμβάνοντας υπόψη περισσότερο τις φιλολογικές μαρτυρίες από τις ανασκαφές, κατατάσσει τα σπίτια της Πριήνης στον τύπο με πρόδομο και σ’ αυτόν του μεγάρου, διότι έπρεπε να προσαρμοστεί στο λεξιλόγιο του Ομήρου.
Οι μεγάλες επιστημονικές μελέτες του πρώτου μισού του 20ου αιώνα
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η ανασκαφη των ελληνιστικών κατοικιών της Δήλου, η οποία είχε ξεκινήσει στα 1880, είχε προοδεύσει αρκετά, και όχι μόνο στη «Συνοικία του Θεάτρου» στα νότια του ιερού του Απόλλωνα. Είχε φανεί ότι ορισμένες δηλιακές κατοικίες μπορούσαν να ανταγωνιστούν, ως προς τις διαστάσεις, αλλά και τη διακόσμηση, αυτές της Πομπηίας και του Ηρακλείου – άλλωστε ήταν περισσότερες και καλύτερα διατηρημένες απ’ ότι αυτές της ελληνιστικής Θήρας (δημοσιευμένες το 1904 από τους Fr. Hiller von Gaertrignen και P. Wilski), με τις οποίες είχαν κοινά στοιχεία. Ο Albert Gabriel, ένας γάλλος αρχιτέκτονας, το έργο του οποίου ήταν παραγνωρισμένο μέχρι τη διοργάνωση δύο εκθέσεων – η μία στην Κωνσταντινούπολη το 2006, η άλλη στη Μύκονο το 2008 -, αποκάλυψε και σχεδίασε έναν μεγάλο αριθμό δηλιακών σπιτιών μεταξύ των ετών 1908 και 1911, αλλά χωρίς να προσπαθήσει να εξηγήσει τις αποκαταστάσεις του και χωρίς να τις κάνει αληθινά γνωστές, ωστόσο στη Δήλο ανακάλυψε την ελληνική οικιστική αρχιτεκτονική, προτού αφιερωθεί στην αποκάλυψη και στην ανάλυση της αρχιτεκτονικής των αρχαίων σπιτιών όλων των περιόδων στη Μικρά Ασία.
Ορισμένα από τα σχέδια του (εικ. 3) χρησιμοποιήθηκαν στην εικονογράφηση των δύο τομών με τις μελέτες της δηλιακής κατοικίας που δημοσίευσε ο Joseph Chamonard από το 1922 έως το 1924. Πρέπει να επιμείνουμε στο ενδιαφέρον αυτού του πρωτοποριακού για την εποχή του έργου, διότι είναι ελάχιστα αναγνωρισμένο στις πρόσφατες έρευνες, πολύ περισσότερο αφού εκτυπώθηκε σε ένα σχήμα διόλου εύχρηστο και καθόλου εύκολο στην ανάγνωση για τους μη γαλλόφωνους. Πρώτον ο Chamonard περιέγραψε αναλυτικά ένα μεγάλο οικοδομικό τετράγωνο και τα σπίτια του, μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, σε σύνδεση με το δίκτυο των δρόμων, χωρίς να παραλείψει τις σωληνώσεις, τα πολυάριθμα αποχωρητήρια και την ύπαρξη ενός κυκλικού λουτρού (θόλος) του τύπου του laconicum. Κατανοήσε ότι οι κατόψεις των κατοικιών της ελληνιστικής Δήλου δεν ήταν παρόμοιες με αυτήν της ελληνικής οικίας του Βιτρούβιου, εκτός από κάποιες λεπτομέρειες, όπως, για παράδειγμα, όταν μια κιονοστοιχεία μιας περίστυλης αυλής έχει μεγαλύτερο ύψος από τις τρεις άλλες: στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα «ροδιακό περιστύλιο» (εικ. 4).
Δεν παρέλειψε επίσης να παρατηρήσει τα εργαστήρια και τα καταστήματα κατά μήκος των πιο πολυσύχναστων δρόμων, τοποθετημένα εκεί ώστε να υποδέχονται τους πιθανούς αγοραστές. Σημείωσε λοιπόν ότι τα σχέδια ποικίλλουν και αντικατοπτρίζουν την οικονομική και κοινωνική διαφοροποίηση. Ένα στη Δήλο υπάρχουν όλα τα είδη περίστυλων αυλών (εικ. 5), είναι ωστόσο σπάνιες στο οικοδομικό τετράγωνο ΙΙΙ της «Συνοικίας του Θεάτρου», όπου οι «μικρές διαστάσεις και ο περιορισμένος αριθμός δωματίων» αφήνουν να μαντέψουμε ένα μέτριο πληθυσμό (σ. 36-37), όπου «το περιστύλιο…ποικίλλει ως προς τη λειτουργία, λιγότερο ως προς τη χρονολογία και περισσότερο ως προς τη σημασία της κατοικίας, του πλούτου του ιδιοκτήτη ή της μικρής περιουσίας του» (σ. 114), εξ ου η κρίση του στη σ. 102: «τα σπίτια μας – και ένα μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος τους βρίσκεται εκεί – είναι, στην πλειονότητά τους, σπίτια ταπεινων ανθρώπων περιορισμένων στα απαραίτητα». Είναι αλήθεια ότι αυτό το έργο στερείται συγκριτικών αναλύσεων και ότι επικεντρώνεται στην αρχιτεκτονική ανάλυση, παρουσιάζοντας μόνο μια επιλογή ευρημάτων, καθώς η δημοσίευση των αντικειμένων που αποκαλύφθηκαν στα σπίτια είχε προβλεφθεί να γίνει σε ξεχωριστούς τόμους. Όμως, συνολικά, η πλειονότητα των παρατηρήσεων του Chamonard στους δύο τόμους του Exploration archeologique de Delos όπως και σε ένα άρθρο δημοσιευμένο το 1933, που είναι αφιερωμένο στις τέσσερις κατοικίες του τετραγώνου της Οικίας των Προσωπείων, είναι νέες και σωστές. Η ερμηνεία αυτού του συνόλου, αμφισβητήθηκε δύο χρόνια αργότερα από τον A. Rumpf, που ισχυριζόταν ότι δεν υπήρχε εκεί παρά μία μεγάλη οικία που περιλάμβανε όλα τα δωμάτια, αίθουσες και διαδρόμους που ανέφερε ο Βιτρούβιος. Αν και διάφοροι ειδικοί είχαν πολλές φορές υπενθυμίσει ότι έπρεπε να στηρίζεται κανείς στην ανάλυση του Chamonard, που προτιμούσε την επί τόπου παρατήρηση των πραγματικών στοιχείων από τα αρχαία κείμενα, η επιμονή στην εσφαλμένη υπόθεση του A. Rumpf συνεχίστηκε και η άποψή του είναι ακόμα αποδεκτή σε μια εξαίρετη έκδοση του Βιτρούβιου, που κυκλοφόρησε το 1997 στο Τορίνο.
Πράγματι, περισσότερο από άλλους αρχαιολογικούς κλάδους, αυτός της ελληνικής κατοικίας δυσκολεύεται να αγνοήσει τα πολλά και διάφορα φιλολογικά κείμενα, που αποκαλύπτουν την οργάνωση του χώρου στο εσωτερικό των κατοικιών, Το διαπιστώνουμε στη μεγαλειώδη έκδοση των ανασκαφών της Ολύνθου (1929-1952): πέρα από τις εμβριθείς περιγραφές των ανασκαμμένων κατοικιών, περιλαμβάνεται ένα μεγάλο κεφάλαιο όπου είναι συγκεντρωμένες όλες οι μαρτυρίες για το ελληνικό σπίτι. Συνάδελφοι έχουν ήδη μιλήσει σε προηγούμενα τεύχη του περιοδικού, γι’ αυτήν την έκδοση των σπιτιών της Ολύνθου και τον θεμελιώδη χαρακτήρα της, αν και μόνο ένα μικρό τμήμα της πόλης είναι γνωστό και παρά τις ανεπαρκείς αποκαλύψεις ή τις υπό συζήτηση αναλύσεις σε αυτούς τους τόμους, παραμένουν η απαραίτητη αναφορά για τις κατοικίες των κλασικών χρόνων. Εξάλλου, καθώς η ανασκαφή της Ολύνθου ήταν πιο φροντισμένη από αυτής της Πριήνηες και της Δήλου, η δημοσίευσή της μας προσφέρει σήμερα περισσότερες λεπτομέρειες για τον εξοπλισμό των σπιτιών, για παράδειγμα για τις κλειδαριές, τα υφαντικά βάρη, τις κεράμους με οπή, κ.α., και αντιλαμβανόμαστε καλύτερα τις χειρωνακτικές δραστηριότητες που οδηγούσαν προς τα έξω. Ωστόσο, η τεκμηρίωση ενός τομέα μαγειρίου («kitchen complex») στην Όλυνθο συχνά ερμηνεύεται λανθασμένα, διότι πολλοί αρχαιολόγοι συμπέραναν ότι στην αρχαία Ελλάδα η προετοιμασία των γευμάτων γινόταν συνήθως σε έναν ειδικό χώρο και μάλιστα κοντά σε σημείο που διέθετε λουτήρα.
Αντίθετα, γνωρίζουμε σήμερα ότι στην πλειονότητα των κατοικιών όλων των εποχών, το «μαγειρίο» ήταν στους εξωτερικούς χώρους του σπιτιού, μερικές φορές στην παστάδα, με χρήση πυραύνων (όπως αυτά που βρέθηκαν στην Πριήνη και στη Δήλο, ακόμα και στην Όλυνθο), ενώ οι κάτοικοι έπρεπε γενικά να αρκεστούν σε δεξαμενές ή σε μια λεκάνη (λουτήριον), για την ατομική υγιεινή. Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει τις ολυνθιακές κατοικίες άκρως ενδιαφέρουσες είναι η μεγάλη ομοίοτητα των κατόψεων τους. Οι οικίες είναι διατεταγμένες ανά πέντε σε σειρές, με μέσο εμβαδόν 293 τ.μ., και σε οικοδομικά τετράγωνα ενός ορθογώνιο πολεοδομικού σχεδίου. Ο D.M. Robinson μπορούσε λοιπόν να μιλάει για ένα επαναλαμβανόμενο πρότυπο οικίας με παστάδα («pastas house», εικ. 6), όπου η αυλή, τοποθετημένη στο νότιο μισό της οικίας, βλέπει προς τα βόρεια σε πολλά δωμάτια διαμέσου μιας εγκάρσιας στοάς με κίονες, και σπανιότερα μέσα από κάποιου είδους διάδρομο. Αυτό αντιστοιχεί αρκετα στην αρχαιοελληνική έννοια της λέξης παστάς. Από τότε, οι αρχαιολόγοι ψάχνουν αυτόματα να ταξινομήσουν τις κατοικίες χωρίς περιστύλιο πότε στον τύπο οικίας με παστάδα (γνωστού στη Θάσο αλλά επίσης στις αποικίες της Σικελίας, από τον 7ο αιώνα π.Χ.), πότε στον τύπο οικίας με προστάδα, που είναι σαφώς πιο σπάνιος, ξεχνώντας ανάμεσα σε αυτούς του δύο όρους (άλλοτε είχαν θεωρηθυεί συνώνυμοι από τον Βιτρούβιο) δεν είναι πραγματικά ξεκάθαρη από αρχαιολογικής πλευράς. Αυτό που φαίνεται πολύ καθαρά, σύμφωνα με τις ανασκαφές της Ολύνθου, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο τύπος του σπιτιού με παστάδα («pastas house») εξελίχθηκε στον τύπο με περίστυλη αυλή, με την προσθήκη μιας δεύτερης κιονοστοιχείας, ύστερα μια τρίτης και μιας τέταρτης στις υπόλοιπες πλευρές. Η έπαυλη της Αγαθής Τύχης δεν διαθέτει παρά ένα τμήμα περιστυλίου, αλλά γνωρίζουμε το λιγότερο έξι σπίτια στην Όλυνθο που έχουν ολόκληρο περιστύλιο, μεταξύ των οποίων η Οικία του Κωμικού, που χρονολογείται πριν από το 400 π.Χ., ενώ η έπαυλη της Αγαθής Τύχης είναι νεότερη.
Οι κατοικίες και οι κάτοικοί τους στην πόλη και στην ύπαιθρο
Η αύξηση του αριθμού των ανασκαφών έδειξε ότι η προτίμηση για τις πιο μεγάλες επιφάνειες αλλά και για την επιδεικτική χλιδή αναπτύσσεται από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και ακόμα περισσότερο στον 4ο και 3ο αιώνα, στο εσωτερικό όμως των σπιτιών και όχι στις προσόψεις τους. Αυτές θα παραμείνουν πάντα απλές και με λίγα παράθυρα τοποθετημένα ψηλά, όπως αυτά που είναι ακόμα ορατά στο Όρραον (σημ. Γυμνότοπο).
Η εισαγωγή της περίστυλης αυλής στην αρχιτεκτονική της κατοικίας συνοδεύεται από τον πολλαπλασιασμο και τη διαφοροποίηση των δωματίων που ανοίγουν σε αυτήν. Αυτά τα δωμάτια διακοσμούνται όλο και περισσότερο με τοιχογραφίες και επιδαπέδια ψηφιδωτά που μιμούνται τάπητες με φυτικά μοτίβα.
Με την άνοδο του ατομικισμού, κάθε ιδιοκτήτης θέλει να βάλει την προσωπική του πινελιά στην κατοικία του. Εξάλλου, οι ανώτεροι πτολεμαίοι αξιωματούχοι που κατασκεύασαν στην Πάφο της Κύπρου τάφους με περίστυλη αυλή, όπως και στην Αλεξάνδρεια όπου ανασκάφηκαν εντυπωσιακές κατοικές με περιστύλιο, ήθελαν να δείξουν έτσι την δύναμή τους στην αιωνιότητα (εικ. 7).
Ως τα τέλη του 20ου αιώνα όλοι οι τύποι ελληνικών οικίων είχαν μελετηθεί και δημοσιευτεί, συμπεριλαμβανομένων αυτών που στερούνταν χλίδης καθότι βρίσκονται στη χώρα, σε τοποθεσία λίγο ή πολύ απομονωμένη. Η κάτοψη των αγροτικών κατοικιών όπως αυτών στη Βάρη Αττικής (εικ. 8) ή στο Δέμα λίγο διαφέρει από το σχέδιο των σπιτιών της Ολύνθου, η αυλή είναι πιο μεγάλη, αλλά η οικία της Βάρης διέθετε έναν πύργο στη μια γωνία, αναγνωρίσιμο από τους πολύ χοντρούς τοίχους του, και επιπλέον ένα αλώνι. Ενώ τα σπίτια-πύργοι είναι πολύ σπάνια στην αστική ζώνη, και μπορούν να είναι η έκφραση του πλούτου ενός ιδιοκτήτη που θέλει να ξεχωρίζει από τους άλλους – αναφερόμαστε την Οικία με το Αέτωμα της Δήλου, που είχε το προνόμιο μιας ωραίας θέας ολόγυρα – η μελέτη της αττικής χώρας και τελικά της υπαίθρου της Νότιας Ελλάδας έδειξε ότι οι πύργοι είναι γενικά κατασκευές που ανήκουν σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που απαντούν από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. στην Κολοφώνα, μια μικρή ιωνική εγκατάσταση της οποίας οι κάτοικοι ζούσαν από τη γεωργία.
Το 1986, όταν ο W. Hoepfner και ο E.L. Schwandner εξέδωσαν την πρώτη εκδοχή του Haus und Stadt im klassischen Griechenland, η ανασκαφή πολλών οικιστικών τετραγώνων επέτρεψε να γνωρίσουμε καλύτερα όχι «την ελληνική κατοικία», όπως λεγόταν παλαιότερα, αλλά «τις ελληνικές κατοικίας», πάντα διαφορετικές παρά τα κοινά σημεία. Αφού γρήγορα επανεκδόθηκε με κάποιες αλλαγές, αυτό το ωραίο βιβλίο συνέβαλε στην τοποθέτηση των κατοικιών στο κέντρο του ενδιαφέροντος όλων των αρχαιολόγων, δημιούργησε μάλιστα ένα θέμα «της μόδας». Η μεγάλη ποιότητα της εικονογράφησης συνέβαλε οπωσδήποτε στην επιτυχία του Haus und Stadt, μια επιτυχία που διαρκεί παρά τις αναπόφευκτες κριτικές, ακόμα και στις μέρες μας οι εικόνες των σπιτιών της Ολύνθου (ακόμα και αυτών της Δήλου) που δόθηκαν σε αυτό το βιβλίο εξακολουθούν να αναπαράγονται. Αποκαθιστώντας πόλεις με ορθογώνια ρυμοτομία και τυποποιημένες κατοικίες, οι δύο συγγραφείς υπέθεταν ότι ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος, του οποίου το όνομα έγινε συνώνυμο του ορθογώνιου πολεοδομικού σχεδίου, είχε εφαρμόσει σ’ αυτην τη ρυμοτομία της δημοκρτική έννοια της ισονομίας, ίσως υπό την επίδραση των πυθαγόρειων ιδεών. Αυτή η θεωρία δεν είναι πλέον αποδεκτή σήμερα, καθότι η ελληνική δημοκρατία δεν αναζήτησε ποτέ μια κατοικία ισότητας, αντίθετα με πολλά αριστοκρατικά καθεστώτα (για παράδειγμα στην Όλυνθο) και γνωρίζουμε ότι η κανονική ρυμοτομία ήταν πρωιμότερη από τον Ιππόδαμο τον Μιλήσιο, όχι μόνο είχε χρησιμοποιηθεί στις αποικίες, για να δοθούν ίσοι κλήροι στους αποίκους, αλλά φαίνεται ακόμα ότι είχε εφαρμοστεί στη Μίλητο από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., πριν από την καταστροφή της πόλης από τους Πέρσες. Αν η ιδέα που αναπτύχθηκε σε αυτό το βιβλίο (όπου η παραγωγική συνεργασία με τος έλληνες αρχαιολόγους έκανε γνωστή την «ιπποδάμεια» πόλη της Κασσώπης και την ανασκαφή της περίφημης σκευοθήκης του Πειραιά) ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος πρωτοποριακή για τη δεκαετία του 1980, η κατηγοριοποίηση των «Typenhauser» (τυποποιημένων κατοικιών) παρέμενε παραδοσιακή, στηριγμένη στην κατανομή: παστάς στην Όλυνθο, προστάς στην Πριήνη. Ακόμη, η περιγραφή των διαφορετικών δωματίων της κατοικίας επαναλάμβανε όλο το αρχαίο λεξιλόγιο, γνωστό από τα αρχαία κείμενα, αναζητώντας μια διαίρεση των κατοικιών σύμφωνα με το φύλο: οι άνδρες συγκεντρώνονταν στον ανδρώνα και στους χώρους που χρησίμευαν για την κοινωνική προβολή, ενώ οι γυναίκες απασχολούνταν στο γυναικωνίτη, που βρισκόταν σχεδόν πάντα στον όροφο, σύμφωνα με ένα κείμενο του Ξενοφώντα.
Ωστόσο, πολλές πρόσφατες εργασίες έδειξαν ότι ένας πραγματικός διαχωρισμός των φύλων, όπως αυτός που διακρίνεται στις κατοικίες ισλαμικού τύπου, δεν μπορούσε να ισχύει στην πλειονότητα των ελληνικών κατοικιών, αυτών που είναι μικρές και στερούνται ορόφου ή ακόμα αυτών που έχουν μια κάτοψη ευθύγραμμη όπου περνάμε από το ένα δωμάτιο στο άλλο, όπως στην Κρήτη όπου η οικιστική αρχιτεκτονική δεν εξελίχθηκε πραγματικά στο πέρασμα των αιώνων. Επιπλέον, η πλειονότητα των κατοικιών, κυρίως αυτές των Ελλήνων της μέσης ή φτωχής τάξης, δεν διέθεταν χαρακτηρισμένα ανδρώνα, η αυλή χρησιμοποιούνταν για όλες τις δραστηριότητες και τα δωμάτια παρέμειναν γενικά πολυλειτουργικά, εφόσον μπορούσε έυκολα να οργανωθεί ένα συμπόσιο, με μετακίνηση των κλινών από τον ένα χώρο στον άλλον.
Στο εσωτερικό του σπιτιού, οι καθημερινές δραστηριότητες διακρίνονταν βεβαίως με βάση το φύλο και οι γυναίκες απομακρύνονταν όταν ο κύριος του σπιτιού δεχόταν, αλλά στην καθημερινή ζωή οι συναντήσεις ενθαρρύνονταν από την επικοινωνία μεταξύ των οικιακών χώρων. Πιο σπάνια παραμένει η περίπτωση των μεγάλων κατοικιών με δύο αυλές, που βρέθηκαν στην Ερέτρια (εικ. 9) και κυρίως στην Πέλλα. Ήταν φυσικό οι ερευνητές να θέλουν να αντιπαραβάλουν την ύπαρξη των δύο αυλών με το κείμενο όπου ο Βιτρούβιος περιγράφει μια τεράστια κατοικία χωρίς όροφο αλλά με δύο αυλές στην οποία κάποιος έμπαινε πρώτα σε ένα περιστύλιο που αντιστοιχούσε στο γυναικωνίτη, ο οποίος χωριζόταν από την αυλή που αποτελούσε τον ανδρωνίτη. Υπάρχουν ωστόσο πολλές διαφορές ανάμεσα στην κατοικία που περιγράφει ο Βιτρούβιος και τις κατοικίες με δύο αυλές που αποκάλυψαν οι ανασκαφές, επιπλέον, δεν είναι βέβαιο ότι αυτός ο τύπος κάτοψης πρέπει αυτομάτως να συνδεθει με ένα διαχωρισμό των φύλων, που δεν δικαιολογείται στην πραγματικότητα παρά για τους δούλους, κυρίως διότι απορρέει από ένα μετασχηματισμό (στη Μαρώνεια, για παράδειγμα). Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η διαρκής αναζήτηση μιας αντισοιχίας μεταξύ των αρχαίων κειμένων και της αρχαιολογικής πραγματικότητας δεν είναι λίγο μάταιη;
Οι διάφορες μορφές της καθημερινής ζωής
Στην αρχή του 21ου αιώνα, οι μελέτες των ελληνικών κατοικιών μοιάζουν χωρισμένες σε δύο κατηγορίες. Αυτές που ακολουθούν την παράδοση των εργασιών των ατχιτεκτόνων, πολύ καλα εικονογραφημένες, αναζητούν πάντα λίγο ή πολύ τους «κανονικούς» τύπους των κατοικιών – για παράδειγμα, η δημοσίευση των σπιτιών με περιστύλιο της Περγάμου και κυρίως αυτή των κατοικιών της πόλης Σολούς στη Σικελία, όπου ο M. Wolf εξετάζει τη διάδοση του τύπου της πολυτελούς κατοικίας με περιστύλιο σε όλη την Μεσόγειο. Αλλά μια άλλη μέθοδος ανάλυσης χρησιμοποιείται πλέον συχνότερα. Όταν η μορφή των δωματίων δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε με ασφάλεια τη λειτουργία τους, η αρχιτεκτονική περιγραφή είναι ανεπαρκής και πρέπει να συνδυαστεί με άλλες μεθόδους. Οτιδήποτε βρέθηκε στο εσωτερικό ενός δωματίου καταγράφεται, κατηγοριοποιείται και αναλύεται ίσως στο εργαστήριο (οστά, γύρη, σπόροι), οι στατιστικές, η εθνοαρχαιολογία και η ανθρωπολογία καλούνται επίσης σε βοήθεια, για την επιχείρηση της αποκρυπτογράφησης του οικονομικού και κοινωνικού επιπέδου των κατοίκων του σπιτιού. Το καλύτερο παράδειγμα της εφαρμογής της αρχαιολογίας της κατοικίας («household archaeology») στην Ελλάδα είναι ίσως η δημοσίευση κάποιων σπιτιών από τους Αλιείς το 2005, σ’ αυτές τις μη πολυτελείς κατοικίες που φαίνονται οργανωμένες με βάση την παραγωγή του ελαιόλαδου, τα περιττώματα που γεμίζουν τον κοπρώνα είναι εξίσου σημαντικά με το υπόλοιπο της αυλής, ενώ η ταυτοποίηση των κοπρώνων και σε άλλες αρχαιολογικές θέσεις (όπως στη Θάσο) υποδεικνύεται επίσης με πολύ πειστικό τρόπο.
Σήμερα αυτό που εντυπωσιάζει είναι κυρίως οι διαφορές που εμφανίζουν οι κατόψεις από τη μια περιοχή στην άλλη, καθώς και το γεγονός ότι οι κάτοικοι, ακόμη και οι πιο ταπεινοί, δεν αγνοούνται ποτέ, ανάμεσα τους υπήρχαν τεχνίτες που κοιμόντουσαν συνήθωσς στον τόπο της εργασίας τους, αλλά και ανατολίτισσες πόρνες που ασκούσαν την υφαντική σε αυτήν την μεγάλη ταβέρνα-πορνείο που ήταν το «Bau Z», αυτή η περίεργη «κατοικία» στην Αθήνα, κοντά στον Κεραμεικό. Το χρονολογικό φάσμα των κατοικιών που έχουν μελετηθεί διευρύνθηκε επίσης. Αφού ανασκάφηκαν σχεδόν παντού σπίτια αψιδωτά, ωοειδή ή ορθογώνια της γεωμετρικής και αρχαϊκής εποχής, με ένα ή με δύο δωμάτια, και σε διαφορετικών τύπων εγκαταστάσεις (για παράδειγμα, στη Ζαγορά (εικ. 10) και στην Υψηλή της Άνδρου, στα Βρουλιά της Ρόδου, στο Ξώμπουργο της Τήνου, στη Σκάλα Ωρωπού, στους Δελφούς, αλλά και στη δυτική Ελλάδα και στη Μικρά Ασία), αυξάνεται πλέον διαρκώς το ενδιαφέρον για τις κατοικίες που χτίστηκαν στην Ελλάδα την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής. Στα σπίτια αυτά για καιρό δεν είχε δοθεί σημασία και μάλιστα κάποιες φορές είχαν καταστραφεί κατά τις ανασκαφές, ενώ η καταγραφή τους δείχνει ότι το ελληνικό σχήμα της περίστυλης αυλής με δωμάτια διατεταγμένα ακτινωτά διατηρήθηκε για πολύ μεγάλο διάστημα.
Κι αυτό επειδή η ρωμαϊκή επίδραση εκδηλώθηκε κυρίως στις τεχνικές κατασκευής και στη διακόσμηση, ενώ η εισαγωγή του ρωμαϊκού τύπου κάτοψης, που είναι αξονική και συμμετρική με ένα αίθριο (atrium) στο κέντρο, ήταν προοδευτική και διαφορετική ανάλογα με τις πόλεις. Ετσι δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο εκρωμαϊσμός ήταν πιο ξεκάθαρος στις ρωμαϊκές αποικίες όπως στην Κόρινθο, την Πάτρα ή τη Νικόπολη παρά στην Αθήνα.
ΠΗΓΕΣ:
Marie-Christine Hellman
Διευθύντρια Ερευνών, Γαλλικό Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (CNRS)
Maison Rene-Ginouves de l’archeologie et de l’ethnologia, Παρίσι
Μετάφραση από τα γαλλικά: Φωτεινή Κοκκίνη
Περιοδικό «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ & ΤΕΧΝΕΣ», τχ. 114, σελ. 6-15