Μενού Κλείσιμο

Η αρχαιότερη πλεύσις ανοιχτής θαλάσσης στον κόσμο έλαβε χώρα στο Αιγαίο. Παλαιολιθικά ευρήματα αποκαλύπτουν ότι οι άνθρωποι ταξίδευαν στο Αιγαίο δια θαλάσσης ήδη από το 11.000 π.Χ.

ΜΙΝΩΙΚΑ ΠΛΟΙΑ

Στο Ακρωτήρι της Θήρας, το 1973, αποκαλύφθηκαν, πέρα των άλλων θαυμαστών έργων, τοιχογραφίες που απεικονίζουν επτά συνολικά καλοζωγραφισμένα πλοία της περιόδου 1600-1500 π.Χ. Οι αναπαραστάσεις αυτές μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες της εποχής είχαν φθάσει σε θαυμαστά επίπεδα ναυπηγικής. Το καμπύλο περίγραμμά τους καταδεικνύει καλή πλευστότητα, ενώ διέθεταν πλήρωμα περίπου 60 ατόμων. Διέθεταν υπερυψωμένη κατασκευή στη πρύμνη, το ικρίον, το οποίο προοριζόταν για τον κυβερνήτη του πλοίου, και στο κέντρο στέγαστρο. Τα μακρόστενα πανιά του, υφασμένα από λινό, στερεώνονται πάνω σε δύο κεραίες ψηλά στο κατάρτι. Το πραγματικό μήκος του πλοίου υπολογίζεται 31-35 μέτρα, και το πλάτος του έφθανε τα 6 μέτρα.

Η τοιχογραφία του Στόλου από το Ακρωτήρι στο Μουσείο Προϊστορικής Θήρας

ΜΥΚΗΝΑΪΚΑ ΠΛΟΙΑ

Οι Μυκηναίοι, μέσω της θαλάσσης, ανακαλύπτουν τον Μινωικό πολιτισμό της Κρήτης. Μετά τη συρρίκνωσή του αναλαμβάνουν εκείνοι τον ηγετικό ρόλο. Οι 14ος και 13ος αιώνες π.Χ. είναι η περίοδος της μεγάλης ακμής τους και τα προϊόντα τους κατακλύζουν το Αιγαίο, τη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο, τη Νότια Ιταλία και τη Σικελία, και φθάνουν μέχρι τον Εύξεινο Πόντο. Τα ιστιοφόρα πλοία γίνονται πιο ευρύχωρα με βαθύ κύτος και χρησιμοποιούνται είτε για ειρηνικούς, είτε για πολεμικούς σκοπούς.

Οι Μυκηναίοι κατανοώντας την ανάγκη της στρατιωτικής υπεροχής στη θάλασσα, κάνουν το επόμενο μεγάλο βήμα στην εξέλιξη της ναυπηγικής και εισάγουν ένα νέο είδος πλοίου με προεξοχή. Τα πλοία αυτά είναι μακρόστενα, κωπήλατα με ιστίο, και εφοδιασμένα με ένα προεξέχον έμβολο για πολεμική χρήση. Έχουν χαμηλό σκαρί και ίσια καρίνα και είναι πιο ευέλικτα και ταχύτερα από τα εμπορικά.

Τα ταξίδια με τα πλοία της Μυκηναϊκής εποχής.

ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΟΡΟΣ

Στη συνέχεια, ο συνηθέστερος τύπος πολεμικού πλοίου ήταν η πεντηκόντορος. Φέρει πενήντα κουπιά σε κάθε πλευρά του πλοίου και το μήκος του υπολογίζεται στα 38 μέτρα. Διαθέτει ευελιξία σε σύγκριση με τα άλλα πλοία της εποχής, κάτι που καθιστά δυνατό τον εμβολισμό των άλλων πλοίων. Χρησιμοποιήθηκαν ευρέως από τις ελληνικές ναυτικές πόλεις μέχρι και το τέλος του 6ου αι. π.Χ., αλλά και μετέπειτα, αλλά σε μικρότερη όμως κλίμακα.

ΣΑΜΑΙΝΑ

Η Σάμαινα είναι διήρης συνήθως πεντηκόντορος και είχε ορισμένες ιδιαιτερότητες που το έκαναν να ξεχωρίζει από τα άλλα είδη πλοίων. Είναι πλοίο με πρωτοποριακή μορφή και επιδόσεις, είτε με τα κουπιά, είτε με τα ιστία. Ήταν φαρδύτερο και βαθύτερο, σε σχέση με τις άλλες τριήρεις. Διαθέτει εκτεταμένο κατάστρωμα σε όλο το μήκος της (κατάφρακτη).Το φαρδύ κατάστρωμα παρέχει στέρεο έδαφος για πολεμιστές και μεγαλύτερο αμπάρι για τη μεταφορά αγαθών ή στρατιωτών.

Υποθετικός σχεδιασμός του πλοίου "Σάμαινα".

ΤΡΙΗΡΗΣ

Ανάμεσα 650-610 π.Χ. πρωτοναυπηγείται στην Κόρινθο (ή στη Σάμο) από τον Κορίνθιο Αμεινοκλή, η αρχαία τριήρης. Αποκορύφωμα της αρχαίας ναυπηγικής η τριήρης έγινε το σύμβολο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας τόσο για την υπέροχη εμφάνισή της, όσο και για την τελειότητα της κατασκευής της. Δίκαια θεωρείται το περιφημότερο πλοίο της αρχαιότητας και η κατασκευή του συνέβαλε στην εδραίωση της αθηναϊκής θαλασσοκρατίας.

Η τελική μορφή, εξελικτικά, στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., της τριήρους είχε τα παρακάτω χαρακτηριστικά: 37 μέτρα μήκος, 5,20 μέτρα πλάτος, 1,50 μέτρο βύθισμα και εκτόπισμα περίπου 70 τόνους. Συνολικό πλήρωμα 210-216 άνδρες, από τους οποίους οι 170 ήσαν κωπηλάτες, 84 ανά πλευρά, κατανεμημένοι σε τρεις σειρές. Ανώτατη ταχύτητα 9-12 μίλια ανά ώρα. Την ανώτατη διοίκηση του πλοίου ασκούσε ο τριήραρχος με τη βοήθεια 5 αξιωματικών και 4 υπαξιωματικών. Για την ιστοπλοΐα η τριήρης έφερε έναν κύριο ιστό με μεγάλο τετράγωνο πανί και έναν ακόμη μικρότερο προς την πλώρη, τον ακάτιο, με μικρότερο πανί. Η πηδιαλιούχηση γινόταν με δυο τιμόνια, σε μορφή πολύ πλατιών κουπιών, που υπήρχαν ένα σε κάθε πλευρά της πρύμνης. Ο κύριος οπλισμός αυτού του ευέλικτου και ταχύτατου πολεμικού σκάφους ήταν το φοβερό έμβολο της πλώρης με μεταλλική ισχυρή επένδυση. Διέθετε επίσης διάφορα εκηβόλα όπλα, στα οποία αργότερα, στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., προστέθηκαν καταπέλτες και δελφίνες.

Τα πλοία αυτά στις 28 Σεπτεμβρίου 480 π.Χ. συνέτριψαν στη Σαλαμίνα τους Φοίνικες και τους Πέρσες και σφράγισαν με την παρουσία τους τη Μεσόγειο, μετατρέποντάς τη σε μια «ελληνική θάλασσα». Όλοι οι κωπηλάτες της, οι ερέτες, ήσαν ελεύθεροι πολίτες των Αθηνών και όχι σκλάβοι, η δε εργασία τους σ’ αυτήν ήταν μισθοδοτούμενη από το κράτος. Οι ερέτες χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με τη σειρά που κάθονται στις πλευρές του πλοίου. Έτσι, στην επάνω σειρά παίρνουν την θέση οι 62 θρανίτες, στη μεσαία οι 54 ζυγίτες και στην κατώτερη οι 54 θαλαμίτες. Πέρα από τον κελευστή και ένας αυλήτης συντονίζει την κωπηλασία.

Τριήρης “ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ”. Μια ελληνική τριήρης πλέει ξανά ύστερα από 2.500 χρόνια στα ελληνικά ύδατα.

“ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΑ”: ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΠΛΟΙΟ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑΣ

Στη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου και ανάμεσα στους Διαδόχους, απογόνους και κυβερνήτες της τεράστιας αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, αναπτύχθηκε ένας εξαντλητικός ανταγωνισμός που αφορούσε τη ναυπήγηση τεράστιων πλοίων μεγάλης χωρητικότητας, πλοίων κυρίως πολεμικών, αλλά και ψυχαγωγικών. Πολύ σύντομα αυτή η προσπάθεια οδήγησε σε αδιέξοδο, μας άφησε όμως την περιγραφή κάποιων κολοσσιαίων πλοίων, που ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζουν. Το εντυπωσιακότερο από αυτά, ένα πλοίο ψυχαγωγίας, ήταν η Συρακουσία, η «Κυρία των Συρακουσών», που συνδύαζε την άνεση, τη μεταφορά εμπορικών φορτίων και την πολεμική εξέλιξη παράλληλα. Τη μοναδική περιγραφή του πλοίου έγραψε ο Μοσχίων. Δυστυχώς, το έργο του χάθηκε, αλλά μια εκτεταμένη περίληψή του έκανε ο Αθήναιος.

Κατασκευαστής, ναυπηγός του πλοίου ήταν ο Αρχίας κατ’ εντολήν του Ιέρωνα, τυράννου των Συρακουσών, το 240 π.Χ. Το μήκος του ήταν 80 μέτρα, είχε εκτόπισμα 4.000 τόνους περίπου και αποτελούνταν από τρία καταστρώματα. Χρειάστηκε ξυλεία ίση με την κατασκευή 60 τριήρεων που στερεώθηκε και συναρμολογήθηκε με καρφιά βάρους από 0,66 κιλά έως 4,4 κιλά το καθένα (δηλαδή 10 μνων). Το παραπάνω κατάστρωμα ήταν κατάφορτο από πολεμικές μηχανές (καταπέλτες, βαλλίστρες, χελώνες, πύργους, άγκιστρα, και τα λοιπά) και το φρουρούσε ισχυρό σώμα στρατιωτών. Το δεύτερο κατάστρωμα είχε ψυχαγωγικό χαρακτήρα και περιλάμβανε πλήθος από πολυτελείς κατασκευές, λουτρά, ναό της Αφροδίτης, γυμναστήρια, κήπους, πέργκολες με αναρριχώμενα λουλούδια, σχολαστήριο (πεντάκλινη αίθουσα διαμονής), βιβλιοθήκη και πολλά άλλα που είναι αδύνατο να περιγραφούν. Τέλος, το τρίτο κατάστρωμα ήταν για το βοηθητικό προσωπικό και εκεί υπήρχαν όλοι οι βοηθητικοί χώροι, οι αποθήκες εφοδιασμού, εργαλεία και αντλιοστάσιο, δεξαμενές νερού, στάβλοι για τα άλογα, τα ξυλουργεία, οι φούρνοι, οι μύλοι και πολλά άλλα. Μπορούσε να μεταφέρει τεράστιες για την εποχή εκείνη ποσότητες τροφίμων. Όμως αυτό το πλεούμενο νησί ήταν δυσκίνητο και δεν μπορούσε να μπει σε κάποιο λιμάνι λόγω του μεγάλου εκτοπίσματός του. Έκανε ένα μόνο ταξίδι, από τις Συρακούσες στην Αλεξάνδρεια, όπου ο Ιέρων το χάρισε στον Πτολεμαίο, ο οποίος το μετονόμασε σε Αλεξάνδρεια.

ΠΗΓΕΣ:

Εργασία στο μάθημα της Ιστορίας της Τεχνολογίας, «Η ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ», των σπουδαστών Παγώνη Γιάννη και Καλαντζή Χρήστου, ύπο την επίβλεψη του καθηγητή κ. Χόνδρου, Πολυτεχνική Σχολή Πατρών, Τμήμα Μηαχνολόγων & Αεροναυπηγών Μηχανικών, Πάτρα, Ιανουάριος 2002.

https://enimerosi.moec.gov.cy/archeia/1/ypp6269c