Μ’ έναν σύντομο αλλά ατελή ορισμό, τεχνολογιά θα ονομάζεται η σκόπιμη μετατροπή υλικών και γνώσεων σε χρήσιμα προϊόντα (καθώς και κάθε σύνολο «τεχνογνωσίας» που αφορά αυτή την μετατροπή. Αξίζει να σχολιασθούν τα «συστατικά μέρη» αυτού του ορισμού.
– Σκόπιμη δουλειά σημαίνει ότι ο τεχνίτης έχει συλλάβει εκ των προτέρων έναν σκοπό τον οποίον θέλει να υπηρετήσει (π.χ. η κατασκευή βιολιού γίνεται με σκοπό να παραχθεί μουσική).
– Χρήσιμο θα είναι το προϊόν, εάν ικανοποιεί μιαν ανάγκη (π.χ. η ανάγκη για τροφή θεραπεύεται όταν κατασκευάζεται ένα ξύλινο αλέτρι κατάλληλου σχήματος).
– Προϊόν τεχνολογίας είναι το ψωμί, αλλά κι ένα ασήμαντου όγκου ηλεκτρονικό κύκλωμα. Έτσι, εξαρχής το ποσοστό συμμετοχής «υλικών» και «γνώσεων» δεν είναι δεσμευτικό του ορισμού της Τεχνολογίας. Γι’ αυτό και η βαθμιαία επιστημονικοποίηση ήταν ένας δρόμος τον οποίο νομοτελειακά σχεδόν θα ακολουθούσε η Τεχνολογία: για να γίνει οικονομικότερη, αποδικότερη και γενικότερη.
Γιατί χρειάζονται και οι γνώσεις; Ο χιμπαντζής που πεινάει, αλλά το χέρι του δεν φτάνει την μπανάνα (βαλμένη λίγο μακρύτερα έξω απ’ το κιγκλίδωμα), νοιώθει την ανάγκη (πεινάει), βάζει σκοπό να φθάσει την τροφή, προσπαθεί (ματαίως). Ξάφνου, αν έχει κάπου ξαναδεί τη σκηνή (ανάμνηση, γνώση), θα κόψει ένα κλαρί, θα το περάσει από τα κάγκελα, και με αυτό θα σύρει προς τα μέσα την μπανάνα. Τα υλικά ήταν διαθέσιμα, αλλά αν έλειπε η γνώση δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η ανάγκη. Ο χιμπαντζής αυτός κατασκεύασε «εργαλείο» και ουσιαστικά, κάλυψε όλα τα συστατικά στοιχεία του ορισμού μας για την Τεχνολογία.
Κι αν ο φυλακισμένος χιμπατζής δεν είχε ξαναδεί το τέχνασμα: Θα πέθαινε από την πείνα; Εν γένει, ναι. Λέγεται όμως πως ένας στους τόσους νεαρούς άπειρους χιμπαντζήδες εφευρίσκει την γνώση: έχει, δηλαδη, την αναγκαία φαντασία να σπάσει τον φυσικό κώδικα (κλαρί= μέρος του δέντρου, όπου σκαρφαλώνω», και να παραγάγει μιάν ακόμα τεχνητή έννοια (κλαρι= άγκιστρο). Ή αργότερα, μυημένος στο μεταποιητικό νόημα της Τεχνολογίας, να παραγάγει μιάν ακόμα τεχνητή χρήση (κλαρί= όπλο), και να αρχίσει να κοπανάει τους αντιπάλους του.
Ετσι παρατηρείται ότι η γνώση που χρειάζεται για την άσκηση Τεχνολογίας μπορεί μεν να είναι δεδομένη, ενδέχεται όμως να παραχθεί (σκοπίμως κι αυτή) κατά τη διάρκεια επιλύσεως του τεχνικού προβλήματος «πως θα ικανοποιήσω την ανάγκη». Ο μύθος δηλοί εδώ ότι η Τεχνολογία έχει διφυή σχέση με την Επιστήμη: είτε την «εφαρμόζει» έτοιμη, είτε, πολύ συχνότερα (εφαρμόζοντας την επιστημονική μεθοδολογία) παράγει επιστήμη, με συγκεκριμένον χρηστικό σκοπό αυτή τη φορά.
Η διαλεκτική σχέση: Επιστήμη και Τεχνολογία
Κατά τον ορισμό, η παραγωγή, λοιπόν, απαιτεί «γνώση». Είναι δε ενδιαφέρον να διακριθούν τρεις κατηγορίες τέτοιων γνώσεων:
- Γνώση υπάρχουσα από προγενέστερη εμπειρία, και εφαρμοζόμενη «εμπειρικά» σε εντελώς όμοιες περιπτώσεις στο μέλλον. Τεχνολογία γίνεται, τεχνολογική πρόοδος όμως δεν συντελείται με τέτοια γνώση.
- Γνώση διευρυνόμενη με τη βοήθεια σκόπιμων δοκιμών και πειραματισμού. Στην περίπτωση αυτή (όταν και εάν οι προσπάθειες πετύχουν), η Τεχνολογία προοδεύει. Πολλές φορές, ένα τυχαίο γεγονός πάνω στη δουλειά, ή μια έμπνευση ενός παράξενου τεχνίτη μπορούν να υποκαταστήσουν τον πειραματισμό και την «τυφλή» αναζήτηση. Είναι ακριβώς ό,τι γινόταν για χιλιάδες χρόνια, στην Ελλάδα μέχρι περίπου τον 6ο π.Χ. αιώνα: η τεχνολογιά ανθούσε στην Ελλάδα, αλλά δεν είχε ακόμη συναντηθεί με την Επιστήμη.
- Ενδέχεται όμως να είχε προηγηθεί (ή να έχει εφαρμοσθεί επί τούτου), μια άλλη μεθοδολογία: να έχει αναζητηθεί μια ορθολογική συσχέτιση αιτίου/αποτελέσματος σε ένα πλήθος φαινομένων όπου κείται το προς επίλυση τεχνολογικό πρόβλημα. Τότε, είτε η λύση θα προκύψει αμέσως, είτε ο πειραματισμός θα είναι πιο περιορισμένος και λυσιτελέστερος.
Φαίνεται ότι στις ελληνίδες χώρες, μαζί με τις δύο πρώτες κατηγορίες «τεχνογνωσίας», άρχισε για πρώτη φορά να εφαρμόζεται δειλά-δειλά η τελευταία αυτή κατηγορία τεχνογνωσίας. Δύο, τουλάχιστον, σπουδαίες συνέπειες αυτού του φαινομένου οφείλουν να παρατηρηθούν. Πρώτον, η ίδια η Τεχνολογία γίνεται παραγωγικότερη (οικονομικότερη, ευρύτερης εφαρμογής), η δε τεχνολογική καινοτομία γίνεται ευχερέστερη (γρήγορη τεχνολογική πρόοδος). Δεύτερον, καθώς τώρα αλληλοσυμπληρώνονται Επιστήμη και Τεχνολογία, ένα νέο είδος αναγκών περιμένει να υπηρετηθεί από την Τεχνολογία: πρόκειται για την ίδια την Επιστήμη, η οποία έχει ανάγκη από ποικίλα όργανα παρατηρήσεων και μετρήσεων. Τα «τεχνολογικά» αυτά προϊόντα θα είναι το αντίδωρο της Τεχνολογίας για όσα δωρήματα έλαβε από την Επιστήμη. Στην αρχαία Ελλάδα, η πολλαπλή σχέση «Τεχνολογία > Επιστήμη > Τεχνολογία > Επιστήμη» θα παρατηρηθεί πολλές φορές.
Πως η Επιστήμη ενδυνάμωσε την Τεχνολογία στην αρχαία Ελλάδα
α. Τα σχετικά φαινόμενα παρατηρούνται πρώτον κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., όταν η εμπειρική τεχνική της μετρήσεων των χωραφιών μετεξελίσσεται στην επιστήμη της Γεωμετρίας. Έτσι, ο μέγας μαθηματικός Θαλής ο Μιλήσιος ήταν και σπουδαίος Μηχανικός, αφού βοήθησε τον Κροίσο να περάσει τον στρατό του τον «Άλυν ποταμόν (…) κατά την διώρυχα εκτραπόμενος εκ των αρχαίων ρεέθρων (Ηροδ. Ι, 75). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Πλάτων δεν θαυμάζει τον Θαλήν ως Μαθηματικόν, αλλ’ ως Μηχανικόν: Αλλ’ οια δη εις τα έργα σοφού ανδρός πολλαί επίνοιαι και ευμήχανοι εις τέχνας ή τινας άλλας πράξεις λέγονται ωσπερ αυ Θαλεώ τε περί του Μιλησίου (Πολιτεία 600α).
Εικάζομε βασίμως ότι το γιγαντιαίο εκείνο υδραυλικό έργο του Θαλή κατέστη εφικτόν χάρις στο γεγονός ότι η «θεωρητική» Γεωμετρία επιτρέπει τη μέτρηση της απόσπασης μη προσπελάσιμων σημείων, επιτρέπει τη χάραξη παραλλήλων γραμμών και καμπυλών στο έδαφος – χωρίς εμπειρικές δοκιμές και διορθώσεις.
Κάτι ανάλογο είχε γίνει, την ίδια εποχή (6ος αι. π.Χ.), και με τη χάραξη της σήραγγας του Ευπαλίνου: Μόνον μια γιγαντιαία γεωμετρική κατασκευή γύρω απ’ το βουνό μπορούσε να επιτρέψει την υλοποίηση των ίσων γωνιών κατεύθυνσης της διάτρησης απ’ τα δύο μέτωπα!
β. Στην ίδια κατηγορία ανήκει κι η τεράστια διευκόλυνση κατασκευής νυκτών μουσικών οργάνων – όχι «με τ’ αυτί», αλλά μέσω μαθηματικών: ο Αρχύτας έδωσε οδηγίες για τις διαιρέσεις των τετράχορδων πάνω στον φθόγγο «δε» (fa), επειδή ήδη οι Πυθαγόρειοι είχαν εκφράσει τους ήχους «αριθμητικώς».
γ. Η λεγόμενη αντλία του Αρχιμήδους (Διόδ. Ι.34.2) – μια έλικα ξύλινη ή μεταλλική, καρφωμένη πάνω σ’ έναν ξυλινο περιστρεφόμενο άξονα – ανέβαζε νερό απ’ τα πηγάδια, επι δυό χιλιάδες χρόνια. Αυτή η πολύτιμη μηχανή προϋποθέτει βέβαια τη γνώση της μαθηματικής καμπύλης της έλικας – αρχιμήδεια συμβολή και αυτή.
δ. Κάπως έτσι εξηγείται κι η οξυδερκέστατη παρατήρηση του Βιτρούβιου, κατά τον οποίον: «ο Αρίσταρχος, ο Ερατοσθένης, ο Αρχιμήδης και ο Σκοπίνας κληροδότησαν στις επόμενες γενιές πολλές μηχανές, οι οποίες επινοήθηκαν και κατασκευάσθηκαν με βάση τους Αριθμούς και τους Φυσικούς Νόμους» (De Architectura I.1.17). Δηλαδή, σε σημερινή διατύπωση, η Τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων στηρίχθηκε στην Επιστήμη.
ε. Πολύ αργότερα (Συν. VIII 1.3), ο Πάππας καταγράφει την ίδια ακριβώς τάση λέγοντας: « η επιστήμη της Μηχανικής είναι χρήσιμη για πολλές εφαρμογές της καθημερινής ζωής (…) και επιζητείται εμμόνως από όλους τους μαθηματικούς».
Το αντίδωρον της Τεχνολογίας προς την Επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα
Σ’ αυτην τη διαλεκτική Επιστήμηες και Τεχνολογίας, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσομε τώρα και μιαν αντίστροφη λειτουργία: την υποβοήθηση την οποία προσφέρουν ορισμένα τεχνήματα προς την ανακάλυψη μαθηματικών αληθειών. Ο Αρχιμήδης ο ίδιος ομολογεί λαμβάνειν αφορμάς εις το δύνασθαι νίνα των εν τοις μαθήμασι θεωρείν διά των μηχανικών. Τούτο δεν πέπεισμαι χρήσιμον είναι ουδέν ήσσον και εις την απόδειξιν αυτών των θεωρημάτων (Ερατοσθένους εφόδοι Η.429.20). Πρόκεται ουσιαστικώς για την επιβεβαίωση του διανοητικού λώρου ο οποίος συνδέει την παραγωγή καινοτομίας και την επιστημονική μεθοδολογία (βλ. παραπάνω, «διφυής σχέση Τεχνολογία με την Επιστήμη»).
Σ’ ένα πρακτικότερο επίπεδο τώρα, χάρις στην τεχνολογική ανάπτυξη, οι αρχαίοι Έλληνες ήσαν σε θέση να παραγάγουν μιαν ειδική κατηγορία τεχνολογικών προϊόντων, τα οποία είχαν ως μόνον σκοπό την εξυπηρέτηση της Επιστήμης: πρόκειται για τα μετρητική επιστημονικά όργανα:
Οι αποστάσεις μετριόνταν με «οδόμετρα» (τα γραναζωτά ταξίμετρα του Ήρωνος του Αλεξανδρέως, «Διόπτρα, 34), ή μέσω γεωδαιτικών μεθόδων σαν αυτήν που χρησιμοποίησε ο Ερατοσθένης για να μετρήσει τη διάμετρο της γης – όπου όμως αξιοποίησε γνώμονα (Εύδοξος 4ος αι. π.Χ.). Οι δυνάμεις μετρούνταν μέσω ζυγών (6η πρόταση του Αρχιμήδους). Ο χρόνος μετριόταν με ακρίβεια μέσω «υδρίων ωροσκοπείων» (Κτησίβιος και Αρχιμήδης). Οι χαράξεις γίνονται με χωροβάτες.
Κοντολογής, οι τεχνικές εξελίξεις (στη μεταλλοτεχνική κυρίως) επέτρεψαν γρήγορα στους Έλληνες να κατασκευάσουν μετρητικά όργανα, ακολουθώντας ίσως την θεμελιώδη επιστημολογική παρακαταθήκη του Πλάτωνος: Οίαν πασών τεχνών αν τις αριθμητικής χωρίζη και μετρητικήν και στατικήν, φαύλον το καταλειπόμενον εκάστης αν γίγνοιτο (Φίληβος 55Ε).
Κορύφωμα αυτής της τεχνολογικής συμβολής στην Επιστήμη ήσαν οι «Αστρονομικοί Προσομοιωτήρες» – εκείνοι δηλαδή οι πρόδρομοι των Αναλογικων Υπολογιστών, μέσω των οποίων οι Έλληνες μπορούσαν να αναπαράγουν (άρα και να προβλέπουν) την κίνηση ουρανίων σωμάτων. Ο Κικέρων εξηγεί πως ο Αρχιμήδης είχε συνδυάσει πάνω σε μια σφαίρα τις κινήσεις πέντε ουρανίων σωμάτων «θεία εμπνεύσει». Για να ‘ρθει αργότερα ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, μέσω του οποίου αναπαράγονταν με ακρίβεια οι κινήσεις των πλανητών και της σελήνης. Πρόκειται για ένα τεχνικό αριστούργημα από τριάντα περίπου λεπτουργημένους οδοντωτούς τροχούς, αλληλοεμπλεκομένους σ’ ένα κουρδισμένο επιστημονικό όργανο καμωμένο από κρατέρωμα (μπρούντζο).
Αυτό ήταν περίπου το αντίδωρον της αρχαιοελληνικής Τεχνολογίας προς την ελληνική επιστήμη, για όσο η πρώτη γονιμοποιήθηκε απ’ τη δεύτερη.
Ήταν ο Πλάτων αντι-τεχνικός;
Οι Αθηναίοιυ της κλασικής εποχής δεν ήσαν «αντίθετοι» προς την τεχνολογία – το αργυροφόρον Λαύριον, η προωθημένη ναυπηγική των τριήρεων και τα υδραυλικά έργα στις αθηναιϊκές κτήσεις καλά κρατούσαν. Ο Πλάτων είναι ίσως ένα πρόσωπο χαρακτηριστικό της εποχής. Αν θεωρήσουμε τον Πλάτωνα ως εκπρόσωπο μιας κατεξοχήν «θεωρητικής» στάσεως επι των ανθρώπινων, θα ήταν σκόπιμο να εξετάσουμε και την (μάλλον παρεξηγημένη) στάση του απέναντι στην Τεχνολογία. Ακούσαμε πόσο τιμητική χαρακτηρίζει τον Θαλήν τον Μιλήσιο ως Μηχανικό! Κι είδαμε τον επιστημολογικό ρεαλισμό του Πλάτωνος υπέρ των μετρήσεων ως Βάσεως πάσης Τέχνης. Ναι, αλλά τότε γιατί ενοχλήθηκε απ’ την «πρακτική» λύση του δηλίου προβλήματος απ’ τον Αρχύτα; Επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω το επεισόδιο. Ο πολύς Αρχύτας επέτυχε μια «μηχανική» λύση για το άλυτο πρόβλημα του διπλασιασμού του κύβου. Η λύση βρίσκεται δι’ αλληλοτομίας κώνου, ημικυλίνδρου και της εκ περιστροφής επιφανείας σπειροειδούς δακτυλίου. Προσοχή δε: η λύση δεν ήταν καθόλου εμπειρική, αντιθέτως, στηριζόταν στη γνώση των εξισώσεων τριών επιφανειών εκ περιστροφής. Απαιτούσε όμως να γίνει κάτι και με τα χέρια: Να πάρεις στα χέρια σου τις τρεις επιφάνειες, και να μετρήσεις τις αποστάσεις των σημείων της τριπλής των αλληλοτομίας.
Κι εδώ ακριβώς σηκώνεται ο Πλάτων και, παρά την μεγάλη του προς Αρχύταν φιλίαν (την ίδια του τη ζωή χρωστούσε ο Πλάτων στον Αρχύτα), παρα ταύτα, λεεί (Πλούτ., Συμποσιακά προβλήματα 8/2): Απόλλυσθαι γαρ ούτω και διαφθείρεσθαι το γεωμετρίας αγαθόν, αύθις επί τα αισθητά παλινδρομούσης. Ετούτη η τελευταία πλατωνική ένσταση είναι κι η σημαντικότερη. Τρομάξαμε, σου λέει, να βγάλομε τη Γεωμετρία απ’ το εμπειρικοπρακτικό της στάδιο («τα αισθητά»), κάνοντας την έλλογον επιστήμην, θα την ξανακύλησομε τώρα προς τα ‘κει με τις μηχανικές σας κατασκευές: ποιος μπορεί να τον αδικήσει γι’ αυτην την εύλογη ανησυχία; Άρα, απ’ αυτήν την άποψη, ο Πλάτων δεν ελέγχεται ως αντιτεχνικός αλλ’ ως καθαρολόγος επιστήμων.
Απλώς δεν μπόρεσε να συλλάβει τα σημάδια των καιρών. Διότι απ’ την άλλη μεριά, πώς να μη θαυμάζεις τον Αρχύτα, καθώς μας οδηγεί στη γένεση ενός νέου πνεύματος: Επιστήμη και Τεχνική μαζί (χωρίς ακραίες προκαταλήψεις) ας δώσουν τις λύσεις που χρειαζόμαστε για οποιοδήποτε πρόβλημα. Με το ίδιο πνεύμα άλλωστε, ο μέγας εκείνος Ταραντίνος, ο μαθηματικός, μηχανικός, φιλόσοφος, πολιτικός, κι εφτά φορές στρατηγός, ο Αρχύτας, πραγματώνει τα τρία γνωστά γένη της μουσικής (το εναρμόνιον, το χρωματικόν και το διατονικόν), και δίνει και οδηγίες για τις διαιρέσεις των τετράχορδων πάνω στον φθόγγο «δε», όπως είπαμε.
Αν μάλιστα είχε σωθεί το «περί μηχανής» σύγραμμά του, θα μπορούσαμε ίσως να θεωρήσουμε τον Αρχύτα εφευρέτη της πτητικής μηχανής. Ο Cellius (10. 12.5) την περιγράφει: Ξύλινο περιστέρι, που πετούσε μέσω ενός συνδυασμού ελατηρίων και πεπιεσμένου αέρος.
ΠΗΓΕΣ:
Περιοδικό «Αρχαιολογία & Τέχνες», τεύχος 95, σελ. 8-11
Συγγραφέας: Θεοδόσιος Π. Τάσιος, Πολιτικός Μηχανικός