Μενού Κλείσιμο
28-23 εκατομμύρια χρόνια πριν.

Η σχέση ξηράς και θάλασσας στην περιοχή του σημερινού ελλαδικού-αιγιακού χώρου δεν είχε πάντοτε τη μορφή με την οποία τη γνωρίζουμε σήμερα. Η γεωμορφολογία του χώρου μεταβαλλόταν διαρκώς, παρακολουθώντας τις γενικότερες γεωλογικές ανακατατάξεις, που σημειώθηκαν στον πλανήτη μας εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα. Άρρηκτα συνδεδεμένες με τις γεωμορφολογικές, ήταν και οι κλιματολογικές αλλαγές, που καθόρισαν περαιτέρω το είδος και τη συμπεριφορά κάθε μορφής ζωής: πανίδας, χλωρίδας και ανθρώπου.

Κατά τη γεωλογική περίοδο του Μειόκαινου, και συγκεκριμένα 30 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα, ανυψώθηκε, από τα βάθη αυτής που σήμερα ονομάζουμε Μεσόγειο θάλασσα, η Αιγαιίς. Ήταν μια ενιαία στεριά, η οποία περιλάμβανε τη σημερινή νότια Βαλκανική χερσόνησο, το Αιγαίο και τη Μικρά Ασία και εκτεινόταν από την Αδριατική θάλασσα μέχρι και την Κρήτη.

Κατά τα τέλη του Μειόκαινου, περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα, σημειώθηκαν καταβυθίσεις και ανυψώσεις με αποτέλεσμα να εισχωρήσουν στην τεράστια αυτή ξηρά υδάτινοι όγκοι, σχηματίζοντας τμήμα του Αιγαίου και μεγάλες εσωτερικές λίμνες.

Στη διάρκεια του Πλειστόκαινου (περίοδος Παγετώνων), και συγκεκριμένα 400.000 χρόνια πριν από σήμερα, πολλά από τα σημερινά νησιά αποτελούσαν τμήματα της ίδιας στεριάς (π.χ. οι Κυκλάδες) ή συνανήκαν στη σημερινή ηπειρωτική χώρα (π.χ. Σποράδες, νησιά βόρειου και ανατολικού Αιγαίου), αφού η στάθμη της θάλασσας βρισκόταν περίπου 200 μέτρα βαθύτερα από τη σημερινή.

Την εποχή αυτή, η οποία αντιστοιχεί στην Παλαιολιθική, ο κορμός της ηπειρωτικής Ελλάδας καλύπτεται από πυκνά δάση. Στον ελλαδικό χώρο ζουν ο άνθρωπος του τύπου Νεάντερταλ, αλλά και τα παρακάτω είδη ζώων: μαμούθ, άρκτος των σπηλαίων, ελέφαντας και νάνος ελέφαντας, ιπποπόταμος ο αρχαίος, ελαφοειδή, ιππίδες και βοοειδή.

Κατά το Ολόκαινο (Μεταπαγετώδης περίοδος), και συγκεκριμένα από 9000 χρόνια πριν από σήμερα, η θαλάσσια στάθμη ανυψώνεται κατά 30 μέτρα. Το Αιγαίο αποκτά σχεδόν τη σημερινή του μορφή και χαρακτηρίζεται από θερμές κλιματολογικές συνθήκες, ευνοϊκές για μόνιμη εγκατάσταση. Διαφορές παρατηρούνται μόνο στην πορεία των ακτογραμμών, που σημειώθηκαν κατά τις τελευταίες χιλιετίες. Το πρώιμο και μέσο Ολόκαινο αντιστοιχούν πολιτισμικά στη Μεσολιθική, τη Νεολιθική και την εποχή του Χαλκού.

228-200 εκατομμύρια χρόνια πριν.
200-176 εκατομμύρια χρόνια πριν.
176-161 εκατομμύρια χρόνια πριν.
145-99 εκατομμύρια χρόνια πριν.
100-94 εκατομμύρια χρόνια πριν.
100-65 εκατομμύρια χρόνια πριν.
56-34 εκατομμύρια χρόνια πριν.
28-23 εκατομμύρια χρόνια πριν.

ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ ΣΤΑ ΓΙΟΥΡΑ

Το σπήλαιο του Κύκλωπα βρίσκεται στο νότιο τμήμα του βραχώδους και αφιλόξενου νησιού Γιούρα. Τα Γιούρα ανήκουν στο νησιώτικο σύμπλεγμα των βόρειων Σποράδων και απέχουν περίπου 20 μίλια από την Αλόννησο.

Το σπήλαιο του Κύκλωπα βρίσκεται σήμερα σε υψόμετρο 150 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, και είναι, με διαστάσεις θαλάμου 60×50 και ύψος 15 μέτρα, το μεγαλύτερο των βόρειων Σποράδων. Η συστηματική ανασκαφική έρευνα στο εσωτερικό του (1992-95) τεκμηριώνει αδιάκοπη ανθρώπινη δραστηριότητα από τη Μεσολιθική εποχή (10.000-6.800 π.Χ.) στην Προκεραμική Νεολιθική (6800-6500 π.Χ.), μέχρι τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο ΙΙ και τις αρχές της Τελικής Νεολιθικής (4600/4500-3300/3200 π.Χ.). Η χρήση του σπηλαίου συνεχίστηκε και κατά τους ιστορικούς χρόνους (Κλασική-Ρωμαϊκή περίοδος). Στις ανασκαφικές τομές που διανοίχθηκαν στην είσοδο του σπηλαίου διερευνήθηκαν ανθρωπογενείς επιχώσεις, πλουσιότατες σε λίθινα και οστέινα τέχνεργα, κεραμική, οστά ζώων και ψαριών και όστρεα.

Ξεχωριστή σημασία για την Προϊστορία του Αιγαίου έχουν οι επιχώσεις της Μεσολιθικής εποχής, πάχους 1,8 μέτρων, που αποδεικνύουν την εντατική χρήση του σπηλαίου κατά την περίοδο αυτή. Λίθινα τέχνεργα και οστά ζώων επιβεβαιώνουν τη διεξαγωγή του κυνηγιού, ενώ τα φυτικά κατάλοιπα και τα πολυάριθμα όστρεα και σαλιγκάρια πιστοποιούν την αμείωτη τροφοσυλλογή. Εκατοντάδες οστά ψαριών, κυρίως τονοειδών, και δεκάδες οστέινα αγκίστρια (περίπου 45) διαφόρων μεγεθών (6 χιλιοστά-7 εκατοστά), φανερώνουν εντατικές αλιευτικές δραστηριότητες με προηγμένο εργαλειακό εξοπλισμό.

Επειδή η θαλάσσια αυτή περιοχή είναι ακόμη και σήμερα πέρασμα τονοειδών, κυρίως το φθινόπωρο, θεωρείται πιθανό ότι το σπήλαιο του Κύκλωπα φιλοξενούσε περιοδικά ομάδες εξειδικευμένων ψαράδων από τα γειτονικά νησιά, που αποδεδειγμένα κατοικούνταν εντατικά κατά την 9η-7η χιλιετία π.Χ. (Αλόννησος). Η μετάβαση από το ένα νησί στο άλλο, μέσα από τα στενά θαλάσσια περάσματα που υπήρχαν στην περιοχή στην αρχή του Ολόκαινου, γινόταν πιθανότατα με στοιχειώδη πλωτά μέσα (σχεδίες). Ας μην ξεχνάμε ότι η ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο τεκμηριώνεται από τα μέσα της 9ης χιλιετίας, με τα τέχνεργα από οψιανό της Μήλου, που βρέθηκαν στο σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας.

Στο σπήλαιο του Κύκλωπα βρέθηκε σε στρώματα της 9ης χιλιετίας π.Χ. και τμήμα από το κρανίο γυναίκας, της οποίας η ηλικία δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Ανθρωπολογικό υλικό της Μεσολιθικής εποχής προέρχεται και από ταφές, που βρέθηκαν σε σπήλαια στην Αττική, στο Φράγχθι Ερμιονίδας, στη Θεόπετρα Καλαμπάκας και στο Μαρουλά Κύθνου.

Στα ευρήματα της Μεσολιθικής συγκαταλέγονται
και κοσμήματα από όστρεα καθώς και πεταλίδες.

Η ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗ ΘΕΟΠΕΤΡΑ

Η Μεσολιθική εποχή στη Θεόπετρα χρονολογείται μεταξύ 9700 και 6500 π.Χ. Στα ανώτερα στρώματα της Μεσολιθικής βρέθηκε αδιατάρακτη (in situ ταφή σε συνεσταλμένη στάση, που χρονολογείται το 7500 π.Χ., και απηχεί ταφικές πρακτικές όμοιες με εκείνες που παρατηρήθηκαν στο σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα, στο σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας, αλλά και στην υπαίθρια μεσολιθική θέση Μαρουλάς Κύθνου.

Οι διατροφικές συνήθειες των μεσολιθικών ενοίκων του σπηλαίου περιλάμβαναν αγριοκρίθαρο, άγρια φακή, λιθόσπερμο. Ανάμεσα στα οστά ζώων συγκαταλέγονται οστά από αγριοκάτσικα, βοοειδή, ελάφια, κάποια σαρκοβόρα, πουλιά, ποντίκια και άλλα τρωκτικά.

 

ΜΑΡΟΥΛΑΣ ΚΥΘΝΟΥ

Στη θέση Μαρουλάς της νήσου Κύθνου εντοπίστηκαν και ανασκάφηκαν αρχιτεκτονικά και ανθρωπολογικά κατάλοιπα, τα οποία χρονολογούνται στη Μεσολιθική εποχή (10.000-8.000 πριν από σήμερα).

Ο αρχαιολογικός χώρος του Μαρουλά βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, η οποία έχει διαβρώσει εμφανώς τμήμα της μεσολιθικής εγκατάστασης. Η έκταση της θέσης υπολογίζεται σε δύο στρέμματα περίπου. Η περιορισμένης έκτασης ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως σκελετούς σε στάση οκλαδόν ή σχεδόν οκλαδόν. Πρόκειται για τις πρώτες γνωστές από τον αιγαιακό χώρο υπαίθριες ταφές, που έρχονται να προστεθούν σε κείνες, που βρέθηκαν παλαιότερα, σε σπήλαια στην Αττική, στο Φράγχθι Ερμιονίδας, στη Θεόπετρα Καλαμπάκας και στα Γιούρα Αλοννήσου.

Εκτός από τις ταφές, στο Μαρουλά αποκαλύφθηκαν τα πρώτα λείψανα κατοικιών της Μεσολιθικής που γνωρίζουμε από τον ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για τμήμα από πλακόστρωτο δάπεδο, που άνηκε πιθανότατα σε κάποιου είδους κατάλυμα. Η συνύπαρξη αρχιτεκτονικών λειψάνων και ταφών υποδηλώνει τη μακροχρόνια εγκατάσταση μιας κοινότητας κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, που αποδίδεται στη συστηματική ενασχόληση με την αλιεία και τη συλλογή οστρέων.

Η μελέτη των κινητών ευρημάτων της ανασκαφής, λίθινων και οστέινων τέχνεργων, καθώς και οστών ζώων δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη.

Τα ευρήματα από το Μαρουλά έχουν ιδιαίτερη σημασία, μια και η μελέτη της Μεσολιθικής περιόδου στην Ελλάδα στηρίζεται σε ευρήματα, προερχόμενα μέχρι στιγμής από ελάχιστες θέσεις. Η ανακάλυψη θέσεων της εποχής αυτής – εκτός από την Κύθνο – στην Αλόννησο και στο σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα, σε συνδυασμό με τη διαπιστωμένη χρήση του οψιανού στο σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας, αποτελούν αδιάσειστες ενδείξεις για την ευκαιριακή εξερεύνηση αλλά και την κατοίκηση των νησιών του Αιγαίου (Κυκλάδων και Σποράδων) ήδη από την πρώιμη φάση του Ολόκαινου.

 

Η ΑΝΩΤΕΡΗ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ

Η Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος στην Ελλάδα καλύπτει το διάστημα από το 35.000 μέχρι το 11.000 πριν από σήμερα, δηλαδή μέχρι το τέλος του Πλειστόκαινου. Ελάχιστα είναι μέχρι στιγμής τα στοιχεία για τη μετάβαση από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική, την περίοδο δηλαδή κατά την οποία εκλείπει σταδιακά ο ανατομικά σύγχρονος άνθρωπος Homo sapiens. Έτσι, παραμένουν ακόμη ανοιχτά τα ερωτήματα σχετικά με το ρόλο της Ελλάδας ως διαδρόμου πληθυσμιακών μετακινήσεων και εν γένει πολιτιστικών ανταλλαγών μεταξύ Ευρώπης και Εγγύς Ανατολής.

Η έλλειψη αρχαιολογικών και ανθρωπολογικών δεδομένων αφορά στην περίοδο 35.000-25.000 πριν από σήμερα. Αντίθετα, για την προχωρημένη και την Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική (25.000-11.000 πριν από σήμερα) παρέχονται ασφαλέστερα στοιχεία από ανασκαμμένες και στρωματογραφημένες θέσεις, όπως τα σπήλαια Θεόπετρα Θεσσαλίας και Φράγχθι Ερμιονίδας, οι βραχοσκεπές Μποΐλα, Κλειδί και Καστρίτσα Ηπείρου και η υπαίθρια θέση Λεπτός Γιαλός.

 

ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ ΒΟΡΕΙΩΝ ΣΠΟΡΑΔΩΝ

Η Αλόννησος ανήκει στο νησιωτικό σύμπλεγμα των βόρειων Σποράδων, που βρίσκεται στα ανατολικά της χερσονήσου της Μαγνησίας. Η συστηματική επιφανειακή έρευνα του νησιού οδήγησε στον εντοπισμό θέσεων κυρίως της Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου και της Μεσολιθικής, ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις τεκμηριώνεται η Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος.

Από τους 14 υπαίθριους χώρους συγκέντρωσης που εντοπίστηκαν, και με κριτήριο την πυκνότητα των λίθινων τέχνεργων που βρέθηκαν, πέντε αποτελούν θέσεις ενώ οι υπόλοιπες χαρακτηρίζονται ως απλές συγκεντρώσεις. Ιδιαίτερη πυκνότητα >>>>> σημειώνεται στη νοτιοανατολική παραλία της Αλοννήσου, ενώ στο κεντρικό τμήμα της ανατολικής ακτής και στο βόρειο τμήμα του νησιού τα ευρήματα είναι αισθητά λιγότερα. Στην Αλόννησο είναι αξιοσημείωτη αφενός η χρήση των ίδιων θέσεων κατά τη Μέση Παλαιολιθική και τη Μεσολιθική, αφετέρου η εξαιρετική σπανιότητα ευρημάτων της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής. Τα φαινόμενα αυτά είναι απόρροια των γεωλογικών ανακατατάξεων και των συνακόλουθων μεταβολών της θαλάσσιας στάθμης.

Κατά την τελευταία Παγετώδη περίοδο (120.000-10.000 πριν από σήμερα), και ιδιαίτερα γύρω στο 18.000 πριν από σήμερα, η θαλάσσια στάθμη στο κεντρικό Αιγαίο ήταν κατά μέσον όρο 50-80 μέτρα χαμηλότερη από τη σημερινή και η Αλόννησος αποτελούσε την ανατολική απόληξη της χερσονήσου της Μαγνησίας. Ανάμεσα στα νησιά των βόρειων Σποράδων υπήρχαν στενά θαλάσσια περάσματα, ενώ ανάμεσα στην Αλόννησο και την Περιστέρα σχηματίζονταν ένας ρηχός κόλπος, που κατά περιόδους αποτελούσε λιμνοθάλασσα ή μια άγονη κοιλάδα. Οι χερσαίες ζώνες γύρω από τον κόλπο θα ήταν ιδιαίτερα ομαλές και κατάλληλες για κατοίκηση, αφού προσέφεραν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης τόσο της στεριάς (βουνό με δάση, πεδιάδες) όσο και της θάλασσας. Ανάλογες συνθήκες επικρατούσαν και στην αρχή του Ολόκαινου, γεγονός που αιτιολογεί την οικονομική εκμετάλλευση των ίδιων θέσεων και κατά τη Μεσολιθική. Η γεωμορφολογία του νησιού και οι αυξομειώσεις της θαλάσσιας στάθμης καθιστούν αδύνατη την ανεύρεση καταλοίπων της Παλαιολιθικής σε πρωτογενή απόθεση (στην αρχική τους θέση). Τα αρχαιολογικά δεδομένα από την Αλόννησο και τα παρακείμενα μικρά νησιά Περιστέρα, Κυρά Παναγιά, Γράμμιζα, Γιούρα και Ψαθούρα τεκμηριώνουν την κατοίκηση του νησιωτικού περιβάλλοντος των βόρειων Σποράδων από το τέλος του Πλειστόκαινου και τη συνακόλουθη εκμετάλλευση των περιορισμένων φυσικών πόρων (κυνήγι, αλιεία), που καθιστούσαν δυνατή την επιβίωση. Η επικοινωνία των νησιών αυτών τόσο με τη Μαγνησία, όσο και μεταξύ τους, μέσω των θαλάσσιων περασμάτων, υποδηλώνει τέλος τη χρήση κάποιων πρώιμων πλωτών μέσων.

Η συνέχεια κατοίκησης, που σημειώνεται στις βόρειες Σποράδες από τη Μέση Παλαιολιθική στη Μεσολιθική μέχρι και τη Νεολιθική εποχή (σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα, Άγιος Πέτρος στην Κυρά Παναγιά) προσθέτουν σημαντικότατα στοιχεία στο πολυσυζητημένο πρόβλημα της μετάβασης από το τροφοσυλλεκτικό στάδιο στο νεολιθικό τρόπο ζωής (μόνιμη εγκατάσταση, άσκηση γεωργίας και κτηνοτροφίας) και θέτουν υπό διαπραγμάτευση την παλαιότερη άποψη, που υποστηρίζει την εισαγωγή του νεολιθικού τρόπου παραγωγής από τη Μικρά Ασία.

Η έρευνα της απώτατης Προϊστορίας της Αλοννήσου ξεκίνησε στη δεκαετία του ’70 από τον αείμνηστο Έλληνα προϊστοριολόγο Δ.Ρ.Θεοχάρη. Η συστηματική έρευνα του νησιού πραγματοποιείται από το 1994 από διεπιστημονική ομάδα ερευνητών της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού.

 

ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΕΣ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΛΟΝΝΗΣΟ

Τα λίθινα τέχνεργα της Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής που βρέθηκαν στην Αλόννησο κατασκευάστηκαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία από καστανόχρωμο πυριτόλιθο με πορσελανώδη υφή, που ονομάζεται πορσεναλίτης. Η προτίμηση σ’ αυτή την πρώτη ύλη οφείλεται στην εύκολη εξεύρεσή της στο νότιο τμήμα του νησιού (Σπαρτίνες, Μεταμόρφωση), παραλία της Αλοννήσου. Στις λιθοτεχνίες που βρέθηκαν, περιλαμβάνεται πορσεναλίτης σε μορφή πλακετών, δηλαδή στη μορφή που είχε κατά τη λατόμηση, κυρίως όμως σε μορφή κροκάλων.

Οι λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής αντιπροσωπεύονται στις θέσεις Γέρακας, Καλαμάκια, Γλυφά, Λεπτός Γιαλός, Κοκκινόκαστρο και Σπαρτίνες. Περιλαμβάνουν κυρίως κεντροφερείς φολίδες, καθώς και τέχνεργα από όλα τα στάδια της τεχνολογικής αλυσίδας Λεβαλλουά (Levallois). Λεπίδες με φυσική ράχη, αιχμές, ξέστρα μονά, διπλά και συγκλίνοντα, εγκοπές και οδοντωτά αποτελούν τους κυριότερους εργαλειακούς τύπους.

Η λιθοτεχνία της Τελικής Ανώτερης Παλαιολιθικής εντοπίστηκε στη θέση Λεπτός Γιαλός, ενώ στις Σπαρτίνες αντιπροσωπεύεται από ένα μόνο τέχνεργο. Περιλαμβάνει πυρήνες μικρολεπίδων σε πρώιμο στάδιο επεξεργασίας, φολίδες και λεπίδες με κορυφή, λιγοστά θραύσματα μικρολεπιδικών εργαλείων και τροπιδωτά ξέστρα σε λεπίδες.

 

ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΕΣ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΛΟΝΝΗΣΟ

Λιθοτεχνίες της Μεσολιθικής εντοπίστηκαν στην Αλόννησο στις θέσεις, όπου αναγνωρίστηκε λιθοτεχνία και της Μέση Παλαιολιθικής. Η μεγαλύτερη πυκνότητα μεσολιθικών τέχνεργων σε ολόκληρο το νησί εντοπίστηκε στη θέση Λεπτός Γιαλός.

Σ’ αυτά συγκαταλέγονται φολίδες κεντροφερείς και λεπιδόμορφες, αλλά και φολίδες με ευθύγραμμη και ανάστροφη δευτερογενή επεξεργασία. Η χαρακτηριστική παρουσία υπερμικρολιθικών πυρήνων και αποκρουσμάτων υποδηλώνουν την επιτόπια επεξεργασία και ανανέωση-επισκευή των τέχνεργων. Οδοντωτά, εγκοπές, ξέστρα, φολίδες με ράχη και γεωμετρικοί μικρόλιθοι συνιστούν τη λιθοτεχνία της εποχής.

 

ΣΠΗΛΑΙΟ ΑΠΗΔΗΜΑ ΜΑΝΗΣ

Το σπήλαιο Απήδημα βρίσκεται στην απόκρημνη παραλία της δυτικής Μάνης, δυτικά της Αρεόπολης. Η συστηματική έρευνα του σπηλαίου απέδωσε σημαντικότατα στοιχεία τόσο για την απώτατη Προϊστορία της Πελοποννήσου, όσο και για την Παλαιοανθρωπολογία του ελλαδικού χώρου γενικότερα.

Το Απήδημα βρίσκεται στο κατώτερο μέρος μιας απόκρημνης ακτής, που υπόκειται σε συνεχή θαλάσσια διάβρωση, η οποία έχει ως συνέπεια της εκτενέστατη διάβρωση των πλειστοκαινικών αποθέσεων.

Η ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε τέσσερα καροτικά κοιλώματα, που βρίσκονται σε ύψος 4 έως 19 μέτρων από τη σημερινή θαλάσσια στάθμη. Βρέθηκαν αρχαιολογικά κατάλοιπα και σημαντικότατα ανθρωπολογικά ευρήματα, που ανήκουν σε έξι ή οκτώ άτομα, χρονολογημένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της Παλαιολιθικής εποχής.

Σε μια μικρή εσοχή του ασβεστολιθικού τοιχώματος του σπηλαίου Α βρέθηκαν δύο κρανία (ΛΑΟ1Σ1 και ΛΑΟ1Σ2), ενσωματωμένα σε πλειστοκαινικό στρώμα οστεοπαγούς. Τα κρανία αυτά, μετά τον πρώτο μηχανικό καθαρισμό τους στα εργαστήρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, χρονολογήθηκαν αρχικά μεταξύ 100.000 και 300.000 χρόνων πριν από σήμερα και αποδόθηκαν, με καθαρά μορφολογικά κριτήρια, στον ανθρωπολογικό τύπο του Homo Sapiens praesapiens. Στον ίδιο ανθρωπολογικό τύπο ανήκει και το κρανίο από το σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής (350.000 ή 200.000 πριν από σήμερα). Τα τρία αυτά κρανία αποτελούν τα σημαντικότερα μέχρι στιγμής ευρήματα της Κατώτερης Παλαιολιθικής στην Ελλάδα.

Για τα ευρήματα από το Απήδημα προτάθηκε από τους ανασκαφείς τους προσωρινά ο όρος Homo (sapiens) taenarius, δηλαδή Ταινάριος άνθρωπος. Οι χρονολογήσεις που δίνονται για τα ανθρωπολογικά αυτά ευρήματα, μέχρι την ολοκλήρωση του εργαστηριακού καθαρισμού και την απόλυτη χρονολόγησή τους με φυσικές μεθόδους, δεν θα πρέπει να θεωρούνται οριστικές.

Σε στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής, ερευνήθηκαν απολιθωμένα ανθρώπινα σκελετικά υπολείμματα, αναγόμενα στον τύπο του Homo sapiens sapiens, δηλαδή στον τύπο του σύγχρονου ανθρώπου. Το αντιπροσωπευτικό δείγμα αποτελεί σκελετός, που βρέθηκε ενταφιασμένος σε στάση συνεσταλμένη, και ανήκει σε γυναίκα ηλικίας 20 (+-3) ετών. Ο σκελετός αυτός χρονολογείται στα 30.000 χρόνια και παραβάλλεται με τον άνθρωπο του Cro Magnon.

Το διεπιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα στο Απήδημα άρχισε το 1978 και πραγματοποιείται από το Ανθρωπολογικό Μουσείο σε συνεργασία με το Εργαστήριο Ιστορικής Γεωλογίας-Παλαιοντολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

 

ΣΠΗΛΑΙΟ ΠΕΤΡΑΛΩΝΩΝ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ

Το σπήλαιο Κόκκινες Πέτρες των Πετραλώνων βρίσκεται 46 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης, κοντά στο δρόμο που οδηγεί στη χερσόνησο της Κασσάνδρας, στη δυτική Χαλκιδική. Η ανακάλυψη του σπηλαίου το 1960 και η συστηματική ανασκαφική έρευνα που ακολούθησε, το ανέδειξαν ως τον πρώτο σημαντικό σταθμό για τη μελέτη της Παλαιολιθικής εποχής στην Ελλάδα.

Στο εσωτερικό του σπηλαίου ανακαλύφθηκε, μέσα σε σταλαγμιτική ύλη, απολιθωμένο ανθρώπινο κρανίο, που πιθανότατα ανήκει σε γυναίκα ηλικίας 25 ετών, και θεωρήθηκε αρχικά 700.000 ετών. Νεότερες χρονολογήσεις, βασιζόμενες σε μεθόδους των φυσικών επιστημών, ανάγουν το κρανίο 200.000 χρόνια πριν από σήμερα.

Σύμφωνα με μορφολογική εξέταση, το κρανίο κατατάσσεται στον ανθρωπολογικό τύπο του Homo sapiens praesapiens. Παραβάλλεται με το κρανίο από το Steinheim της νοτιοδυτικής Γερμανίας και τοποθετείται χρονολογικά 350.000 χρόνια πριν από σήμερα, δηλαδή στην Κατώτερη Παλαιολιθική περίοδο.

Κρανία που ανήκουν στον ίδιο ανθρωπολογικό τύπο βρέθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στο σπήλαιο Απήδημα της Μάνης, και χρονολογήθηκαν αρχικά μεταξύ 300.000 και 100.000 χρόνια πριν από σήμερα. Τα προαναφερόμενα ευρήματα, σε συνδυασμό με τα ανθρωπολογικά κατάλοιπα από το σπήλαιο Yarimburgaz, κοντά στην Κωνσταντινούπολη (έρευνα 1988-90), πιστοποιούν την κατοίκηση του ελλαδικού-αιγαιακού χώρου, από τη Θράκη και τη Χαλκιδική ως τη νότια Πελοπόννησο, ήδη από την πρωιμότερη φάση της Παλαιολιθικής.

Στο εσωτερικό του σπηλαίου βρέθηκαν ίχνη εστίας (φωτιάς), λίθινα και οστέινα τέχνεργα και οστά ζώων που ανήκαν σε αρκτίδες, ελαφίδες κλπ., η μελέτη των οποίων δεν έχει ολοκληρωθεί.

ΠΗΓΕΣ:

www.geodifhs.com

Ι.Μ. ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ