Μενού Κλείσιμο

Η Μάχη των Πλαταιών ήταν μια χερσαία σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Περσών, κοντά στη μικρή πόλη των Πλαταιών της Βοιωτίας, το 479 π.Χ. Μετά τη νίκη τους στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, το Σεπτέμβριο του 480 π.Χ., ενάντια στον ίδιο εχθρό, οι Έλληνες νίκησαν και πάλι τα στρατεύματα εισβολής του Πέρση ηγεμόνα Ξέρξη Α’ (βασ. 486-465 π.Χ.), αυτή τη φορά χάρη στους οπλίτες τους. Η νίκη εξασφάλισε την ανεξαρτησία των πόλεων – κρατών και οδήγησε σε μια περίοδο πρωτοφανών καλλιτεχνικών και πολιτιστικών επιτευγμάτων, η οποία θα διαμόρφωνε τα θεμέλια όλων των δυτικών πολιτισμών για χιλιετίες.

Οι Περσικοί Πόλεμοι

Τα πρώτα χρόνια του 5ου αι. π.Χ., η Περσική Αυτοκρατορία, υπό τον Δαρείο Α’ (βασ. 522-486 π.Χ.), εξαπλωνόταν ήδη στην ηπειρωτική Ευρώπη και είχε υποτάξει τη Θράκη και τη Μακεδονία. Επόμενος στόχος ήταν να υποταχθεί μια και καλή ένα σύνολο δυνητικά ενοχλητικών επαναστατικών κρατών στα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Το 490 π.Χ., οι ελληνικές δυνάμεις, υπό την ηγεσία της Αθήνας, συνάντησαν τους Πέρσες στη Μάχη του Μαραθώνα και νίκησαν τους εισβολείς. Η μάχη θα αποκτούσε μυθικές διαστάσεις για τους Έλληνες, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μόνο το προοίμιο ενός μακροχρόνιου πολέμου, του οποίου τις κύριες πράξεις θα αποτελούσαν πολλές ακόμα μάχες. Το 486 π.Χ., βασιλιάς έγινε ο Ξέρξης, ο οποίος εισέβαλε πρώτα στις Κυκλάδες και στη συνέχεια στην ηπειρωτική Ελλάδα, μετά τη νίκη του στις Θερμοπύλες, τον Αύγουστο του 480 π.Χ., ενάντια σε μια μικρή ελληνική δύναμη. Παράλληλα με τις Θερμοπύλες, μια ατελέσφορη ναυμαχία πραγματοποιήθηκε στο Αρτεμίσιο, όπου οι Έλληνες αντιστάθμισαν την αριθμητική υπεροχή του περσικού στόλου, αλλά αναγκάστηκαν να ανασυγκροτηθούν στη Σαλαμίνα. Τον Σεπτέμβριο του 480 π.Χ., με ιθύνοντα νου τον ιδιοφυή στρατηγό Θεμιστοκλή, ο ελληνικός συμμαχικός στόλος παρέσυρε τον περσικό στα στενά της Σαλαμίνας και πέτυχε απόλυτη νίκη.

Μετά την ήττα της αρμάδας του και με τον ερχομό του χειμώνα, ο Ξέρξης επέστρεψε στο παλάτι του στα Σούσα και άφησε επικεφαλής της εκστρατείας, τον χαρισματικό στρατηγό του, Μαρδόνιο. Η θέση των Περσών ήταν ακόμα ισχυρή, παρά την ήττα – εξακολουθούσαν να ελέγχουν μεγάλο μέρος της Ελλάδας και ο τεράστιος στρατός τους ήταν ανέπαφος. Ο Ξέρξης ίσως ήλπιζε ότι η εύθραυστη συμμαχία μεταξύ των παραδοσιακά ανταγωνιστικών πόλεων, όπως ήταν η Αθήνα και η Σπάρτη, θα διαλυόταν με τους κατάλληλους διπλωματικούς χειρισμούς, αλλά έπειτα από μια σειρά διαπραγματεύσεων, έγινε σαφές ότι οι Πέρσες δεν θα κέρδιζαν τον πόλεμο με τη διπλωματία και μόνο ο πόλεμος θα έδινε τη λύση.

 

Ο περσικός στρατός στις Πλαταιές

Η αχανής Περσική Αυτοκρατορία εκτεινόταν από τον Δούναβη ως την Αίγυπτο και από την Ιωνία ως τη Βακτριανή, και ο Ξέρξης μπορούσε να αντλήσει τεράστια αποθέματα πόρων για να συγκεντρώσει μια τεράστια δύναμη εισβολής. Την διοίκηση είχε αναλάβει πλέον ο Μαρδόνιος, γαμπρός και ανιψιός του Δαρείου και εξάδελφος του Ξέρξη. Στο πλευρό του βρισκόταν ο Αρτάβαζος (εξάδελφος του Δαρείου), ο οποίος διοικούσε τα αποσπάσματα των Παρθίων και των Χορασμίων.

Οι αριθμοί των στρατιωτών που έλαβαν μέρος στη μάχη, παρέχονται κυρίως από τον Ηρόδοτο, ο οποίος έγραψε για τις Πλαταιές στις Ιστορίες του. Ωστόσο, η ακρίβεια των υπολογισμών του αμφισβητείται από τους ακαδημαϊκούς. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες παρέταξαν 350.000 άνδρες απέναντι σε 108.200 Έλληνες. Τα νούμερα των Περσών ίσως να έχουν μεγιστοποιηθεί, προκειμένου να εμφανιστεί ο εχθρός ως πιο τρομακτικός, αλλά στην πραγματικότητα, οι δύο στρατοί είχαν μάλλον παρόμοιο μέγεθος. Πάντως, κατά τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις, στη μάχη ενεπλάκησαν περίπου 200.000 στρατιώτες· ήταν η μεγαλύτερη μάχη που είχε δει η Ελλάδα και οι αριθμοί της συγκρίνονται με εκείνους του Βατερλό και του Γκέτισμπεργκ.

Πέρσες τοξότες.

Ο περσικός στρατός ήταν χωρισμένος σε μονάδες ανάλογα με τις διαφορετικές εθνότητες που τον αποτελούσαν, αλλά δυστυχώς, ο Ηρόδοτος δεν προσδιορίζει τη δύναμη της κάθε μιας. Οι κατά προσέγγιση εκτιμήσεις είναι:

  • Πέρσες (οι καλύτεροι στρατιώτες): 40.000
  • Μήδοι: 20.000
  • Βακτρίοι, Ινδοί, Σάκες: 20.000
  • Έλληνες που είχαν μηδίσει: 50.000
  • Σύνολο: 110.000

Όλες αυτές οι ομάδες παρείχαν ιππικό, δημιουργώντας μια συνδυασμένη δύναμη περίπου 5.000 ιππέων.

 

Ο ελληνικός στρατός στις Πλαταιές

Τον ελληνικό στρατό διοικούσε ο Σπαρτιάτης Παυσανίας, ανιψιός του βασιλιά Λεωνίδα που έπεσε στις Θερμοπύλες και επίτροπος του ανήλικου βασιλιά Πλείσταρχου, γιου του Λεωνίδα. Υπαρχηγοί ήταν οι δύο Αθηναίοι στρατηγοί Αριστείδης και Χάνθιππος (πατέρας του Περικλή).

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η δύναμη των Ελλήνων οπλιτών χωριζόταν ως ακολούθως:

  • Αθηναίοι: 8.000
  • Κορίνθιοι: 5.000
  • Λακεδαιμόνιοι: 5.000
  • Σπαρτιάτες: 5.000
  • Μεγαρίτες: 3.000
  • Σικυώνιοι: 3.000
  • Τεγεάτες: 1.500
  • Φλειάσιοι: 1.000
  • Τροιζήνιοι: 1.000
  • Ανακτόριοι/Λευκάδιοι: 800
  • Επιδαύριοι: 800
  • Ορχομένιοι: 600
  • Πλαταιείς: 600
  • Αιγινίτες: 500
  • Αμπρακιώτες: 500
  • Ερετριείς/Στυρείς: 600
  • Χαλκιδείς: 400
  • Μυκηναίοι/Τυρίνθιοι: 400
  • Ερμιονείς: 300
  • Ποτιδαιάτες: 300
  • Λεπρεάτες: 200
  • Παλείς: 200
  • Θεσπιείς: αδιευκρίνιστο
  • Σύνολο: 38.700

Οι Έλληνες δεν είχαν ιππικό στις Πλαταιές και μόνο οι Αθηναίοι διέθεταν ένα απόσπασμα τοξοτών. Ο Ηρόδοτος απαριθμεί και δυνάμεις μη οπλιτών, οι οποίοι (κατά τρόπο βολικό) είναι ακριβώς όσοι και οι οπλίτες από κάθε πόλη. Εξαίρεση είναι η Σπάρτη, η οποία παρείχε περίπου 35.000 είλωτες, εκτός από τους 5.000 οπλίτες της.

Έλληνες οπλίτες σε μάχη.

Όπλα και στρατηγική

Χωρίς αμφιβολία, οι Πέρσες ήταν σίγουροι για την επιτυχία. Διέθεταν έναν τεράστιο στρατό, οι Έλληνες ήταν δυνητικά διχασμένοι και η μόνη παραφωνία στις χερσαίες επιτυχίες τους τα προηγούμενα 50 χρόνια, ήταν η αναποδιά στον Μαραθώνα.

Οι δύο αντίπαλοι στρατοί ήταν ουσιαστικά αντιπροσωπευτικοί των δύο διαφορετικών προσεγγίσεων του κλασσικού πολέμου – ο περσικός τρόπος πολέμου ευνοούσε την εξ αποστάσεως επίθεση, με τοξότες που ακολουθούνταν από ιππικό, ενώ οι Έλληνες προτιμούσαν τους βαριά θωρακισμένους οπλίτες, διατεταγμένους σε έναν πυκνό σχηματισμό που ονομάζεται φάλαγγα, με κάθε άνδρα να φέρει βαριά, στρογγυλή, μπρούτζινη ασπίδα και να μάχεται σώμα με σώμα, με δόρυ και σπαθί. Το περσικό πεζικό έφερε ελαφριά ασπίδα από λυγαριά (συχνά σε σχήμα ημισελήνου) και ήταν οπλισμένο με ξιφίδιο, πέλεκυ, κοντό δόρυ και σύνθετο τόξο. Οι περσικές δυνάμεις περιελάμβαναν, επίσης, τους Αθανάτους, μια επίλεκτη δύναμη 10.000 ανδρών, οι οποίοι ήταν καλύτερα προστατευμένοι με πανοπλία και οπλισμένοι με δόρατα, ένα απόσπασμα από καλά οπλισμένους Αιγύπτιους πεζοναύτες και μερικές χιλιάδες οπλίτες από τις φιλοπερσικές ελληνικές πόλεις, ιδιαίτερα τη Θήβα. Το περσικό ιππικό έφερε τον ίδιο οπλισμό με το πεζικό· τόξο και δύο πρόσθετα ακόντια για ρίψη και τρώση. Το ιππικό, που αναπτυσσόταν συνήθως στις πλευρικές πτέρυγες της μάχης, χρησιμοποιούνταν για την εκκαθάριση του αντίπαλου πεζικού, που είχε αποδιοργανωθεί από τις επαναλαμβανόμενες ομοβροντίες των τοξοτών. Αν και οι Πέρσες είχαν απολαύσει νίκες σε προηγούμενες αναμετρήσεις, κατά την Ιωνική Επανάσταση λίγο νωρίτερα, οι Θερμοπύλες είχαν δείξει ότι οι πειθαρχημένοι Έλληνες οπλίτες ήταν δύσκολος αντίπαλος.

Ελληνική φάλαγγα.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν ότι η περσική τακτική της ταχείας εκτόξευσης μεγάλου αριθμού βελών κατά του εχθρού, παρότι πρέπει να ήταν ένα μοναδικό θέαμα, λόγω του μικρού βάρους των βελών, θα ήταν αναποτελεσματική ενάντια στους θωρακισμένους με μπρούντζο οπλίτες, εκτός αν εκτοξεύονταν από κοντινή απόσταση σε μη προστατευμένα μέρη του σώματος. Σε κοντινές αποστάσεις, τα μακρύτερα δόρατα, τα βαρύτερα σπαθιά, η καλύτερη θωράκιση και η άκαμπτη πειθαρχία της φάλαγγας, έδιναν στους Έλληνες οπλίτες το πλεονέκτημα στο ανώμαλο έδαφος. Οι Πέρσες θα έπρεπε να παρασύρουν τον εχθρό σε ένα εντελώς επίπεδο έδαφος για να αξιοποιήσουν το πλεονέκτημα του ιππικού τους και τη μεγαλύτερη κινητικότητα που προσέφεραν τα ελαφρύτερα θωρακισμένα στρατεύματά τους.

 

Η μάχη – Πρώτη φάση

Την άνοιξη του 479 π.Χ. ο περσικός στόλος συγκεντρώθηκε στη Σάμο, ενώ τον Ιούνιο, ο Μαρδόνιος άφησε τα χειμερινά του καταλύματα στη Θεσσαλία και για άλλη μια φορά εισέβαλε στην Αττική, προτού αποσυρθεί για να σχηματίσει μέτωπο στη Βοιωτία, βόρεια του ποταμού Ασωπού, όπου έχτισε ένα μεγάλο οχυρωμένο στρατόπεδο.

Στο μεταξύ, ο ελληνικός στόλος συγκεντρώθηκε στην Αίγινα και από εκεί έπλευσε στη Δήλο, όπου στάθμευσε, ενώ παράλληλα, κινητοποιούνταν τα χερσαία στρατεύματα. Τον Ιούλιο, ο σπαρτιατικός στρατός ενώθηκε με άλλα ελληνικά αποσπάσματα στην Ελευσίνα και κινήθηκε προς τις Πλαταιές, όπου πήρε θέση, σχηματίζοντας μέτωπο πλάτους 7 χλμ, σε απόσταση μόλις 3-4 χλμ απέναντι από τους Πέρσες, στους πρόποδες του Κιθαιρώνα.

Ο Μαρδόνιος τοποθέτησε τους Πέρσες στη δεξιά πλευρά και στο κέντρο ήταν οι Μήδοι, οι Βακτρίοι, οι Ινδοί και οι Σάκες. Στην αριστερή πλευρά τοποθετήθηκαν οι ελληνικές πόλεις που είχαν μηδίσει. Οι δυνάμεις του ιππικού έμειναν λίγο πιο πίσω, μία ομάδα σε κάθε πλευρά. Στο ελληνικό μέτωπο, Σπαρτιάτες, Τεγεάτες και Θεσπιείς κρατούσαν τη δεξιά πλευρά και Αθηναίοι, Μεγαρίτες και Πλαταιείς την αριστερή, με όλους τους υπόλοιπους στο κέντρο. Μόλις πήραν θέσεις, όλοι περίμεναν. Μετά από δύο ημέρες αναμονής, όταν κάθε πλευρά είχε καταλάβει το έδαφος που ταίριαζε καλύτερα στις τακτικές της – οι Πέρσες την πεδιάδα και οι Έλληνες το ανώμαλο έδαφος κοντά στους λόφους – ο Μαρδόνιος έστειλε το ιππικό του να επιτεθεί στους Μεγαρείς και τους Αθηναίους. Κατά τη σύγκρουση, μόνο η παρουσία των Αθηναίων τοξοτών φαίνεται ότι επέτρεψε στους Έλληνες να κρατήσουν τις θέσεις τους και ο Πέρσης διοικητής Μασίστιος σκοτώθηκε, γεγονός που αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων.

Σπαρτιάτες πολεμιστές.

Δεύτερη φάση

Οι Έλληνες προχώρησαν τότε βορειοδυτικά, νότια του ποταμού, στο ύψωμα Πύργος, προκειμένου να εξασφαλίσουν καλύτερη πρόσβαση σε νερό, αλλά αυτή η κίνηση δεν προκάλεσε καμία αντίδραση από τον Μαρδόνιο. Και οι δύο πλευρές έμειναν στις θέσεις τους για περίπου άλλη μία εβδομάδα, διστάζοντας να εγκαταλείψουν το εδαφικό τους πλεονέκτημα. Αυτό είναι και μια πιθανή ένδειξη ότι οι δύο στρατοί ήταν ισοδύναμοι και κανένας από τους διοικητές δεν ήθελε να διακινδυνεύσει μια ανοιχτή μάχη. Ο Μαρδόνιος έστειλε το ιππικό σε μια αποστολή στη δεξιά πλευρά των ελληνικών δυνάμεων και εκεί συνάντησε μια μεγάλη εφοδιοπομπή. Οι Πέρσες σφαγίασαν τους ελαφρά οπλισμένους Έλληνες και έκαψαν τις προμήθειες – ένα σοβαρό πλήγμα στον ανεφοδιασμό του εχθρού, που με τόσους πολλούς άνδρες στο πεδίο, δυσκολευόταν να παρέχει επαρκείς ποσότητες τροφής και νερού, ειδικά αφού οι Πέρσες τοξότες εμπόδιζαν την πρόσβαση στον ποταμό.

Πέρασαν άλλες δύο μέρες πριν ο Μαρδόνιος εξαπολύσει το ιππικό του στις γραμμές των Ελλήνων, σε πλήρη κατά μέτωπο επίθεση. Προκαλώντας μεγάλες καταστροφές στους Έλληνες, οι εισβολείς κατάφεραν ακόμη και να θολώσουν και να καταχώσουν την Γαργαφία κρήνη, η οποία ήταν η βασική πηγή νερού των Ελλήνων. Είναι πολύ πιθανό ότι το περσικό ιππικό άρχισε τότε να παρενοχλεί τα νώτα του εχθρού, διακόπτοντας τις γραμμές ανεφοδιασμού.

 

Τρίτη φάση

Ο Παυσανίας, προκειμένου να προστατεύσει τα πλευρά και τα νώτα του, και σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει την παροχή νερού, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, μετακίνησε και πάλι το κέντρο του στρατοπέδου στους πρόποδες του Κιθαιρώνα, ακριβώς μπροστά από τις Πλαταιές. Με κάποια καθυστέρηση, που προκλήθηκε είτε από σύγχυση είτε από διαφωνία με την απόφαση για απόσυρση, η δεξιά πτέρυγα τον ακολούθησε, ενώ η αριστερή παρέμεινε στη θέση της και ως εκ τούτου, απομονώθηκε. Όταν άρχισε κι αυτή να μετακινείται, δέχθηκε επίθεση από όλες τις πλευρές, από οπλίτες των φιλοπερσικών πόλεων και η αριστερή περσική πτέρυγα πέρασε το ποτάμι καταδιώκοντάς την. Σε εκείνο το σημείο, το ιππικό είχε υποχωρήσει, πιθανόν για να ανανεώσει τα βέλη του.

Ωστόσο, τη στιγμή που οι Πέρσες φαίνονταν να παίρνουν το πάνω χέρι, οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες από την ελληνική δεξιά πτέρυγα, αντεπιτέθηκαν. Όταν και η αριστερή πτέρυγα ενώθηκε μαζί τους, οι περσικές δυνάμεις εγκλωβίστηκαν από το δικό τους κέντρο που έφτασε πίσω τους και, χωρίς πειθαρχημένο σχηματισμό και ανεπαρκώς προστατευμένοι από ένα φράγμα ψάθινων ασπίδων, υπέστησαν συντριπτική ήττα. Το χειρότερο ήταν ότι ο Μαρδόνιος χτυπήθηκε από μια πέτρα που έριξε ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος και σκοτώθηκε. Ο ανώτερος οπλισμός και θωράκιση των οπλιτών, στο τέλος αποδείχθηκαν καθοριστικά. Τα απομεινάρια των Περσών αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν άτακτα πίσω από το ποτάμι και γλίτωσαν την απόλυτη καταστροφή με την κάλυψη του θηβαϊκού ιππικού, που τους επέτρεψε να επιστρέψουν στο οχυρωμένο στρατόπεδό τους. Οι φιλοπέρσες Έλληνες οπλίτες της δεξιάς περσικής πτέρυγας αναγκάστηκαν, επίσης, να υποχωρήσουν υπό την πίεση των Αθηναίων και κλείστηκαν πίσω από τα τείχη της γειτονικής Θήβας.

Το ελληνικό κέντρο, εμπνευσμένο σίγουρα από την επιτυχία των Σπαρτιατών, μπήκε στη μάχη χωρίς πειθαρχία και υπερφαλαγγίστηκε από το φιλοπερσικό ιππικό, υφιστάμενο βαριές απώλειες. Στο μεταξύ, Αθηναίοι, Σπαρτιάτες και Τεγεάτες βρέθηκαν στο περσικό στρατόπεδο στο οποίο εφόρμησαν, προκαλώντας νέες σημαντικές απώλειες στους εισβολείς. Τότε, οι Έλληνες έστρεψαν την προσοχή τους στη Θήβα, η οποία δέχθηκε επίθεση και λεηλατήθηκε. Η νίκη είχε επιτευχθεί και τα σχέδια των Περσών για εισβολή είχαν κουρελιαστεί.

 

Ο απόηχος

Αφού ακολούθησαν το σύνηθες μετά τη μάχη τυπικό – ταφές, διαμοιρασμός λαφύρων και στήσιμο τροπαίων – οι Έλληνες δεν είχαν ακόμα τελειώσει. Στη σχεδόν ταυτόχρονη μάχη της Μυκάλης, στην Ιωνία, ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής τον Λεωτυχίδη, αποβίβασε στρατό που εξόντωσε την εκεί περσική φρουρά και σκότωσε τον διοικητή της, Τιγράνη. Οι ιωνικές πόλεις ορκίστηκαν και πάλι πίστη στην Ελληνική Συμμαχία και ιδρύθηκε η Συμμαχία της Δήλου. Περαιτέρω, ανακτήθηκαν η Χερσόνησος, που ήλεγχε τον Εύξεινο Πόντο και το Βυζάντιο, που ήλεγχε τον Βόσπορο. Οι Έλληνες είχαν στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στον Ξέρξη, ότι η Ελλάδα δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να υποταχθεί σε ξένη κυριαρχία. Ίσως αναπόφευκτα, οι πόλεμοι εξακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες και τα ελληνικά κράτη θα εμπλέκονταν στον μακροχρόνιο και καταστροφικό Πελοποννησιακό Πόλεμο, αλλά οι νίκες στον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και τώρα στις Πλαταιές, είχαν εξασφαλίσει την επιβίωση της Ελλάδας και είχαν δώσει στον ελληνικό πολιτισμό και την καλλιτεχνική αριστεία την ευκαιρία να ανθίσουν και να γίνουν τα θεμέλια στα οποία στηρίχθηκαν όλοι οι πολιτισμοί της Δύσης για χιλιετίες.