Στο πλαίσιο της προεργασίας για τη συγγραφή των μεγάλων έργων του ο Αριστοτέλης συγκρότησε με τη βοήθεια των συνεργατών του μεγάλες συλλογές υλικού. Ως προεργασία για τη συγγραφή των Πολιτικών συγκεντρώθηκαν περιγραφές 158 πολιτευμάτων. Η πρώτη από τις χαμένες πια πολιτείες,η οποία φέρει τον τίτλο Ἀθηναίων πολιτεία, ήρθε στο φως με την ανακάλυψη ενός παπύρου το 1891 και αποδίδεται στον ίδιο τον Αριστοτέλη. Το έργο απαρτίζεται από ένα ιστορικό και ένα συστηματικό μέρος.
Η Αθηναίων Πολιτεία, (λατ. Athenesium respublica,) είναι η μόνη διασωθείσα πραγματεία του περί πολιτειών του Αριστοτέλη ανάμεσα στις 158 κατά τον Διογένη Λαέρτιο,[1] που είχε μελετήσει. Ο μοναδικός πάπυρος βρέθηκε σε τέσσερις κυλίνδρους στη περιοχή της Ερμούπολη της Άνω Αιγύπτου το 1879 και δημοσιεύτηκε το 1881 στο Βερολίνο. Τον Ιανουάριο του 1891 πραγματοποιήθηκε και η πρώτη έκδοση από τον Φρέντερικ Κένυον Το Σύνταγμα των Αθηναίων (στα αρχαία ελληνικά Ἀθηναίων πολιτεία) περιγράφει το πολιτικό σύστημα της αρχαίας Αθήνας. Η πραγματεία έγινε μεταξύ 330 και 322 π.Χ.. Ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Αριστοτέλης είχε αναθέσει στους μαθητές του να προετοιμάσουν μια μονογραφία 158 συνταγμάτων των ελληνικών πόλεων, συμπεριλαμβανομένου ενός συντάγματος της Αθήνας. Το έργο αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, από το κεφάλαιο I, ασχολείται, από τη δίκη του Αλκμεωνιδών μέχρι το 403 π.Χ., ενώ στο κεφ. XLI. γίνεται ανακεφαλαίωση του ιστορικού μέρους. Το δεύτερο μέρος από το κεφ. XLII- LXIX περιγράφει φορείς της πόλης, όπως Θεσμοθέτες, εύθυνοι, συντηρητές ιερών, οπλοποιοί, οδοποιοί, αγορανόμοι, σιτοφύλακες, επιμελητές λιμανιών κ.α. συμπεριλαμβανομένων και των όρων πρόσβασης στα κοινά, στους δικαστές και τα δικαστήρια.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Α.Σ. Βλάχος. 1980.
Το Πολίτευμα των Αθηναίων. Αριστοτέλης: Ι. Αθηναίων Πολιτεία. ΙΙ. “Γερο–Ολιγαρχικός”. Παρουσίαση, μετάφραση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
ΑΡΙΣΤ Αθ.Πολ 13.1–13.5
Η πολιτική κατάσταση στην Αθήνα μετά την αναχώρηση του Σόλωνα για την Αίγυπτο
Στο πρώτο μέρος αυτής της πραγματείας ο Αριστοτέλης ανατέμνει την πολιτειακή ιστορία της Αθήνας. Αφού αναφέρθηκε διεξοδικά στη νομοθεσία του Δράκοντα, εξέθεσε τον τρόπο με τον οποίον ο Σόλωνας προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές αναταραχές της εποχής του – αν και τελικά καμιά από τις κοινωνικές ομάδες δεν έμεινε ευχαριστημένη. Και συνεχίζει:
13.1] Τὴν μὲν οὖν ἀποδημίαν ἐποιήσατο διὰ ταύτας τὰς
αἰτίας. Σόλωνος δ’ ἀποδημήσαντος, ἔτι τῆς πόλεως τετα-
ραγμένης, ἐπὶ μὲν ἔτη τέτταρα διῆγον ἐν ἡσυχίᾳ· τῷ δὲ πέμ-
πτῳ μετὰ τὴν Σόλωνος ἀρχὴν οὐ κατέστησαν ἄρχοντα
διὰ τὴν στάσιν, καὶ πάλιν ἔτει πέμπτῳ διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν
ἀναρχίαν ἐποίησαν. [13.2] μετὰ δὲ ταῦτα διὰ τῶν αὐτῶν χρόνων
Δαμασίας αἱρεθεὶς ἄρχων ἔτη δύο καὶ δύο μῆνας ἦρξεν,
ἕως ἐξηλάθη βίᾳ τῆς ἀρχῆς. εἶτ’ ἔδοξεν αὐτοῖς διὰ τὸ
στασιάζειν ἄρχοντας ἑλέσθαι δέκα, πέντε μὲν εὐπατρι-
δῶν, τρεῖς δὲ ἀγροίκων, δύο δὲ δημιουργῶν, καὶ οὗτοι
τὸν μετὰ Δαμασίαν ἦρξαν ἐνιαυτόν. ᾧ καὶ δῆλον ὅτι
μεγίστην εἶχεν δύναμιν ὁ ἄρχων· φαίνονται γὰρ αἰεὶ στα-
σιάζοντες περὶ ταύτης τῆς ἀρχῆς. [13.3] ὅλως δὲ διετέλουν νο-
σοῦντες τὰ πρὸς ἑαυτούς, οἱ μὲν ἀρχὴν καὶ πρόφασιν ἔχον-
τες τὴν τῶν χρεῶν ἀποκοπήν (συνεβεβήκει γὰρ αὐτοῖς
γεγονέναι πένησιν), οἱ δὲ τῇ πολιτείᾳ δυσχεραίνοντες διὰ τὸ
μεγάλην γεγονέναι μεταβολήν, ἔνιοι δὲ διὰ τὴν πρὸς ἀλλή-
λους φιλονικίαν. [13.4] ἦσαν δ’ αἱ στάσεις τρεῖς· μία μὲν τῶν
παραλίων, ὧν προειστήκει Μεγακλῆς ὁ Ἀλκμέωνος, οἵπερ
ἐδόκουν μάλιστα διώκειν τὴν μέσην πολιτείαν· ἄλλη δὲ
τῶν πεδιακῶν, οἳ τὴν ὀλιγαρχίαν ἐζήτουν, ἡγεῖτο δ’ αὐτῶν
Λυκοῦργος· τρίτη δ’ ἡ τῶν διακρίων, ἐφ’ ᾗ τεταγμένος ἦν
Πεισίστρατος, δημοτικώτατος εἶναι δοκῶν. [13.5] προσεκεκό-
σμηντο δὲ τούτοις οἵ τε ἀφῃρημένοι τὰ χρέα διὰ τὴν
ἀπορίαν καὶ οἱ τῷ γένει μὴ καθαροὶ διὰ τὸν φόβον·
σημεῖον δ’, ὅτι μετὰ τὴν τῶν τυράννων κατάλυσιν ἐποίησαν
διαψηφισμόν, ὡς πολλῶν κοινωνούντων τῆς πολιτείας οὐ
προσῆκον. εἶχον δ’ ἕκαστοι τὰς ἐπωνυμίας ἀπὸ τῶν τόπων
ἐν οἷς ἐγεώργουν.
[13.1] Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, ο Σόλων έφυγε. Και όταν αποδήμησε η πολιτεία βρισκόταν ακόμα σε ταραχή, αλλά για τέσσερα χρόνια έμεινε ήσυχη. Τον πέμπτο χρόνο από τότε που ήταν άρχοντας ο Σόλων, δεν μπόρεσαν να εκλέξουν άρχοντα εξαιτίας της εμφύλιας ταραχής και πέντε χρόνια αργότερα δεν μπόρεσαν να εκλέξουν άρχοντα για την ίδια αιτία. [13.2] Μετά από αυτό, στους χρόνους εκείνους, ο Δαμασίας αναδείχθηκε άρχοντας και έμεινε στην εξουσία δυο χρόνια και δυο μήνες έως ότου τον καθαίρεσαν με την βία. Μετά, και επειδή ήταν πάντα σε εμφύλια ταραχή, αποφάσισαν να εκλέξουν δέκα άρχοντες, πέντε από τους ευπατρίδες τρεις από τους αγρότες και δύο από τους βιοτέχνες. Κυβέρνησαν αμέσως μετά τον Δαμασία, έναν χρόνο. Τούτο φανερώνει ότι ο άρχοντας είχε την μεγαλύτερη εξουσία, και γι’ αυτό το αξίωμα φαίνεται ότι είχαν πάντα διαμάχη. [13.3] Δεν έπαυαν οι παρατάξεις, να υποβλέπουν η μια την άλλην. Μερικοί εξαιτίας της καταργήσεως των χρεών ―γιατί είχαν φτωχύνει― άλλοι δυσανασχετούσαν με το καθεστώς επειδή είχαν γίνει πολύ μεγάλες μεταβολές και άλλοι από προσωπικά πάθη. [13.4] Υπήρχαν τρία κόμματα. Το ένα των παραλίων που είχε αρχηγό τον Μεγακλή του Αλκμέωνα και ακολουθούσε μετριοπαθή πολιτική. Το άλλο των πεδινών που επιδίωκε ολιγαρχικό καθεστώς με αρχηγό τον Λυκούργο. Το τρίτο των Διακρίων που είχε αρχηγό τον Πεισίστρατο, ο οποίος φαινόταν ο πιο αφοσιωμένος στην δημοκρατία. [13.5] Προσχωρούσαν στο κόμμα αυτό τόσο εκείνοι που είχαν γίνει φτωχοί εξαιτίας της καταργήσεως των χρεών όσο και εκείνοι που είχαν καταγωγή αμφισβητήσιμη από φόβο. Απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι μετά την κατάλυση της τυραννίας έγινε απογραφή επειδή υπήρχαν πολλοί που ήσαν παράνομα πολίτες. Κάθε κόμμα ονομάστηκε σύμφωνα με την περιοχή όπου οι οπαδοί του είχαν τα κτήματά τους.
ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 34.1–39.6
Η Αθήνα από το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου έως την αποκατάσταση της δημοκρατίας
[34.1] Τούτους μὲν οὖν ἀφείλετο τὴν πολιτείαν ὁ δῆμος διὰ
τάχους· ἔτει δ’ ἑβδόμῳ μετὰ τὴν τῶν τετρακοσίων κατά-
λυσιν, ἐπὶ Καλλίου τοῦ Ἀγγελῆθεν ἄρχοντος, γενομένης
τῆς ἐν Ἀργινούσαις ναυμαχίας, πρῶτον μὲν τοὺς δέκα
στρατηγοὺς τοὺς τῇ ναυμαχίᾳ νικῶντας συνέβη κριθῆναι
μιᾷ χειροτονίᾳ πάντας, τοὺς μὲν οὐδὲ συνναυμαχήσαντας,
τοὺς δ’ ἐπ’ ἀλλοτρίας νεὼς σωθέντας, ἐξαπατηθέντος τοῦ
δήμου διὰ τοὺς παροργίσαντας· ἔπειτα βουλομένων Λακε-
δαιμονίων ἐκ Δεκελείας ἀπιέναι καὶ ἐφ’ οἷς ἔχουσιν ἑκά-
τεροι εἰρήνην ἄγειν ἔνιοι μὲν ἐσπούδαζον, τὸ δὲ πλῆθος
οὐχ ὑπήκουσεν ἐξαπατηθέντες ὑπὸ Κλεοφῶντος, ὃς ἐκώ-
λυσε γενέσθαι τὴν εἰρήνην ἐλθὼν εἰς τὴν ἐκκλησίαν με-
θύων καὶ θώρακα ἐνδεδυκώς, οὐ φάσκων ἐπιτρέψειν, ἐὰν
μὴ πάσας ἀφιῶσι Λακεδαιμόνιοι τὰς πόλεις. [34.2] οὐ χρησά-
μενοι δὲ καλῶς τότε τοῖς πράγμασι μετ’ οὐ πολὺν χρόνον
ἔγνωσαν τὴν ἁμαρτίαν. τῷ γὰρ ὕστερον ἔτει ἐπ’ Ἀλεξίου
ἄρχοντος ἠτύχησαν τὴν ἐν Αἰγὸς ποταμοῖς ναυμαχίαν, ἐξ
ἧς συνέβη κύριον γενόμενον τῆς πόλεως Λύσανδρον
καταστῆσαι τοὺς τριάκοντα τρόπῳ τοιῷδε. [34.3] τῆς εἰρήνης
γενομένης αὐτοῖς ἐφ’ ᾧτε πολιτεύσονται τὴν πάτριον
πολιτείαν, οἱ μὲν δημοτικοὶ διασῴζειν ἐπειρῶντο τὸν δῆ-
μον, τῶν δὲ γνωρίμων οἱ μὲν ἐν ταῖς ἑταιρείαις ὄντες καὶ
τῶν φυγάδων οἱ μετὰ τὴν εἰρήνην κατελθόντες ὀλιγαρ-
χίας ἐπεθύμουν, οἱ δ’ ἐν ἑταιρείᾳ μὲν οὐδεμιᾷ συγκαθε-
στῶτες ἄλλως δὲ δοκοῦντες οὐδενὸς ἐπιλείπεσθαι τῶν
πολιτῶν τὴν πάτριον πολιτείαν ἐζήτουν· ὧν ἦν μὲν καὶ
Ἀρχῖνος καὶ Ἄνυτος καὶ Κλειτοφῶν καὶ Φορμίσιος καὶ
ἕτεροι πολλοί, προειστήκει δὲ μάλιστα Θηραμένης. Λυσάν-
δρου δὲ προσθεμένου τοῖς ὀλιγαρχικοῖς καταπλαγεὶς ὁ
δῆμος ἠναγκάσθη χειροτονεῖν τὴν ὀλιγαρχίαν. ἔγραψε δὲ
τὸ ψήφισμα Δρακοντίδης Ἀφιδναῖος.
[35.1] Οἱ μὲν οὖν τριάκοντα τοῦτον τὸν τρόπον κατέστησαν ἐπὶ
Πυθοδώρου ἄρχοντος. γενόμενοι δὲ κύριοι τῆς πόλεως
τὰ μὲν ἄλλα τὰ δόξαντα περὶ τῆς πολιτείας παρεώρων,
πεντακοσίους δὲ βουλευτὰς καὶ τὰς ἄλλας ἀρχὰς κατα-
στήσαντες ἐκ προκρίτων ἐκ τῶν χιλίων, καὶ προσελό-
μενοι σφίσιν αὐτοῖς τοῦ Πειραιέως ἄρχοντας δέκα καὶ τοῦ
δεσμωτηρίου φύλακας ἕνδεκα καὶ μαστιγοφόρους τριακο-
σίους ὑπηρέτας κατεῖχον τὴν πόλιν δι’ ἑαυτῶν. [35.2] τὸ μὲν
οὖν πρῶτον μέτριοι τοῖς πολίταις ἦσαν καὶ προσεποιοῦντο
διοικεῖν τὴν πάτριον πολιτείαν, καὶ τούς τ’ Ἐφιάλτου καὶ
Ἀρχεστράτου νόμους τοὺς περὶ τῶν Ἀρεοπαγιτῶν καθεῖ-
λον ἐξ Ἀρείου πάγου καὶ τῶν Σόλωνος θεσμῶν ὅσοι
διαμφισβητήσεις εἶχον, καὶ τὸ κῦρος ὃ ἦν ἐν τοῖς δικα-
σταῖς κατέλυσαν, ὡς ἐπανορθοῦντες καὶ ποιοῦντες ἀναμ-
φισβήτητον τὴν πολιτείαν· οἷον περὶ τοῦ δοῦναι τὰ
ἑαυτοῦ ᾧ ἂν ἐθέλῃ κύριον ποιήσαντες καθάπαξ, τὰς δὲ
προσούσας δυσκολίας «ἐὰν μὴ μανιῶν ἢ γηρῶν ἢ γυναικὶ
πιθόμενος» ἀφεῖλον, ὅπως μὴ ᾖ τοῖς συκοφάνταις ἔφοδος·
[35.3] ὁμοίως δὲ τοῦτ’ ἔδρων καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων. κατ’ ἀρχὰς μὲν
οὖν ταῦτ’ ἐποίουν καὶ τοὺς συκοφάντας καὶ τοὺς τῷ δήμῳ
πρὸς χάριν ὁμιλοῦντας παρὰ τὸ βέλτιστον καὶ κακοπράγ-
μονας ὄντας καὶ πονηροὺς ἀνῄρουν, ἐφ’ οἷς ἔχαιρον ἡ
πόλις γιγνομένοις, ἡγούμενοι τοῦ βελτίστου χάριν ποιεῖν
αὐτούς. [35.4] ἐπεὶ δὲ τὴν πόλιν ἐγκρατέστερον ἔσχον, οὐδενὸς
ἀπείχοντο τῶν πολιτῶν, ἀλλ’ ἀπέκτειναν τοὺς καὶ ταῖς
οὐσίαις καὶ τῷ γένει καὶ τοῖς ἀξιώμασιν προέχοντας, ὑπεξ-
αιρούμενοί τε τὸν φόβον καὶ βουλόμενοι τὰς οὐσίας διαρ-
πάζειν· καὶ χρόνου διαπεσόντος βραχέος οὐκ ἐλάττους
ἀνῃρήκεσαν ἢ χιλίους πεντακοσίους.
[36.1] Οὕτως δὲ τῆς πόλεως ὑποφερομένης Θηραμένης ἀγανα-
κτῶν ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις τῆς μὲν ἀσελγείας αὐτοῖς παρῄ-
νει παύσασθαι, μεταδοῦναι δὲ τῶν πραγμάτων τοῖς βελτί-
στοις. οἱ δὲ πρῶτον ἐναντιωθέντες, ἐπεὶ διεσπάρησαν οἱ
λόγοι πρὸς τὸ πλῆθος καὶ πρὸς τὸν Θηραμένην οἰκείως
εἶχον οἱ πολλοί, φοβηθέντες μὴ προστάτης γενόμενος τοῦ
δήμου καταλύσῃ τὴν δυναστείαν καταλέγουσιν τῶν πολι-
τῶν τρισχιλίους ὡς μεταδώσοντες τῆς πολιτείας. [36.2] Θηρα-
μένης δὲ πάλιν ἐπιτιμᾷ καὶ τούτοις, πρῶτον μὲν ὅτι βου-
λόμενοι μεταδοῦναι τοῖς ἐπιεικέσι τρισχιλίοις μόνοις μετα-
διδόασι, ὡς ἐν τούτῳ τῷ πλήθει τῆς ἀρετῆς ὡρισμένης,
ἔπειθ’ ὅτι δύο τὰ ἐναντιώτατα ποιοῦσιν, βίαιόν τε τὴν
ἀρχὴν καὶ τῶν ἀρχομένων ἥττω κατασκευάζοντες. οἱ δὲ
τούτων μὲν ὠλιγώρησαν, τὸν δὲ κατάλογον τῶν τρισχιλίων
πολὺν μὲν χρόνον ὑπερεβάλλοντο καὶ παρ’ αὑτοῖς ἐφύ-
λαττον τοὺς ἐγνωσμένους, ὅτε δὲ καὶ δόξειεν αὐτοῖς ἐκ-
φέρειν τοὺς μὲν ἐξήλειφον τῶν <ἐγ>γεγραμμένων, τοὺς
δ’ ἀντενέγραφον τῶν ἔξωθεν.
[37.1] Ἤδη δὲ τοῦ χειμῶνος ἐνεστῶτος, καταλαβόντος Θρασυ-
βούλου μετὰ τῶν φυγάδων Φυλήν, καὶ κατὰ τὴν στρατιὰν
ἣν ἐξήγαγον οἱ τριάκοντα κακῶς ἀποχωρήσαντες, ἔγνω-
σαν τῶν μὲν ἄλλων τὰ ὅπλα παρελέσθαι, Θηραμένην δὲ
διαφθεῖραι τόνδε <τὸν> τρόπον. νόμους εἰσήνεγκαν εἰς
τὴν βουλὴν δύο κελεύοντες ἐπιχειροτονεῖν, ὧν ὁ μὲν εἷς
αὐτοκράτορας ἐποίει τοὺς τριάκοντα τῶν πολιτῶν ἀπο-
κτεῖναι τοὺς μὴ τοῦ καταλόγου μετέχοντας τῶν τρισχι-
λίων, ὁ δ’ ἕτερος ἐκώλυε κοινωνεῖν τῆς παρούσης πολιτείας
ὅσοι τυγχάνουσιν τὸ ἐν Ἠετιωνείᾳ τεῖχος κατασκάψαντες
ἢ τοῖς τετρακοσίοις ἐναντίον τι πράξαντες [[ἢ]] τοῖς κατα-
σκευάσασι τὴν προτέραν ὀλιγαρχίαν· ὧν ἐτύγχανεν ἀμφοτέ-
ρων κεκοινωνηκὼς ὁ Θηραμένης, ὥστε συνέβαινεν ἐπι-
κυρωθέντων τῶν νόμων ἔξω τε γίγνεσθαι τῆς πολιτείας
αὐτὸν καὶ τοὺς τριάκοντα κυρίους εἶναι θανατοῦντας.
[37.2] ἀναιρεθέντος δὲ Θηραμένους τά τε ὅπλα παρείλοντο πάν-
των πλὴν τῶν τρισχιλίων καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις πολὺ πρὸς
ὠμότητα καὶ πονηρίαν ἐπέδοσαν. πρέσβεις <δὲ> πέμψαν-
τες εἰς Λακεδαίμονα τοῦ τε Θηραμένους κατηγόρουν καὶ
βοηθεῖν αὑτοῖς ἠξίουν· ὧν ἀκούσαντες οἱ Λακεδαιμόνιοι
Καλλίβιον ἀπέστειλαν ἁρμοστὴν καὶ στρατιώτας ὡς ἑπτα-
κοσίους, οἳ τὴν ἀκρόπολιν ἐλθόντες ἐφρούρουν.
[38.1] Μετὰ δὲ ταῦτα καταλαβόντων τῶν ἀπὸ Φυλῆς τὴν Μου-
νιχίαν καὶ νικησάντων μάχῃ τοὺς μετὰ τῶν τριάκοντα
βοηθήσαντας, ἐπαναχωρήσαντες μετὰ τὸν κίνδυνον οἱ ἐκ
τοῦ ἄστεως καὶ συναθροισθέντες εἰς τὴν ἀγορὰν τῇ ὑστε-
ραίᾳ τοὺς μὲν τριάκοντα κατέλυσαν, αἱροῦνται δὲ δέκα τῶν
πολιτῶν αὐτοκράτορας ἐπὶ τὴν τοῦ πολέμου κατάλυσιν. οἱ δὲ
παραλαβόντες τὴν ἀρχὴν ἐφ’ οἷς μὲν ᾑρέθησαν οὐκ ἔπρατ-
τον, ἔπεμπον δ’ εἰς Λακεδαίμονα βοήθειαν μεταπεμπό-
μενοι καὶ χρήματα δανειζόμενοι. [38.2] χαλεπῶς δὲ φερόντων
ἐπὶ τούτοις τῶν ἐν τῇ πολιτείᾳ, φοβούμενοι μὴ καταλυθῶ-
σιν τῆς ἀρχῆς καὶ βουλόμενοι καταπλῆξαι τοὺς ἄλλους
(ὅπερ ἐγένετο), συλλαβόντες Δημάρετον οὐδενὸς ὄντα
δεύτερον τῶν πολιτῶν ἀπέκτειναν, καὶ τὰ πράγματα βεβαί-
ως εἶχον, συναγωνιζομένου Καλλιβίου τε καὶ τῶν Πελο-
ποννησίων τῶν παρόντων καὶ πρὸς τούτοις ἐνίων τῶν ἐν
τοῖς ἱππεῦσι· τούτων γάρ τινες μάλιστα τῶν πολιτῶν
ἐσπούδαζον μὴ κατελθεῖν τοὺς ἀπὸ Φυλῆς. [38.3] ὡς δ’ οἱ τὸν
Πειραιέα καὶ τὴν Μουνιχίαν ἔχοντες, ἀποστάντος ἅπαντος
τοῦ δήμου πρὸς αὐτούς, ἐπεκράτουν τῷ πολέμῳ, τότε κατα-
λύσαντες τοὺς δέκα τοὺς πρώτους αἱρεθέντας ἄλλους εἵ-
λοντο δέκα τοὺς βελτίστους εἶναι δοκοῦντας, ἐφ’ ὧν συνέβη
καὶ τὰς διαλύσεις γενέσθαι καὶ κατελθεῖν τὸν δῆμον,
συναγωνιζομένων καὶ προθυμουμένων τούτων. προει-
στήκεσαν δ’ αὐτῶν μάλιστα Ῥίνων τε ὁ Παιανιεὺς καὶ
Φάυλλος ὁ Ἀχερδούσιος· οὗτοι γὰρ πρίν τε Παυσανίαν
ἀφικέσθαι διεπέμποντο πρὸς τοὺς ἐν Πειραιεῖ καὶ
ἀφικομένου συνεσπούδασαν τὴν κάθοδον. [38.4] ἐπὶ πέρας γὰρ
ἤγαγε τὴν εἰρήνην καὶ τὰς διαλύσεις Παυσανίας ὁ τῶν
Λακεδαιμονίων βασιλεὺς μετὰ τῶν δέκα διαλλακτῶν τῶν
ὕστερον ἀφικομένων ἐκ Λακεδαίμονος, οὓς αὐτὸς ἐσπού-
δασεν ἐλθεῖν. οἱ δὲ περὶ τὸν Ῥίνωνα διά τε τὴν εὔνοιαν
τὴν εἰς τὸν δῆμον ἐπῃνέθησαν, καὶ λαβόντες τὴν ἐπιμέ-
λειαν ἐν ὀλιγαρχίᾳ τὰς εὐθύνας ἔδοσαν ἐν δημοκρατίᾳ, καὶ
οὐδεὶς οὐδὲν ἐνεκάλεσεν αὐτοῖς οὔτε τῶν ἐν ἄστει μεινάν-
των οὔτε τῶν ἐκ Πειραιέως κατελθόντων, ἀλλὰ διὰ ταῦτα
καὶ στρατηγὸς εὐθὺς ᾑρέθη Ῥίνων.
[39.1] Ἐγένοντο δ’ αἱ διαλύσεις ἐπ’ Εὐκλείδου ἄρχοντος κατὰ
τὰς συνθήκας τάσδε. τοὺς βουλομένους Ἀθηναίων τῶν
ἐν ἄστει μεινάντων ἐξοικεῖν ἔχειν Ἐλευσῖνα ἐπιτίμους
ὄντας καὶ κυρίους καὶ αὐτοκράτορας ἑαυτῶν καὶ τὰ αὑτῶν
καρπουμένους. [39.2] τὸ δ’ ἱερὸν εἶναι κοινὸν ἀμφοτέρων, ἐπι-
μελεῖσθαι δὲ Κήρυκας καὶ Εὐμολπίδας κατὰ τὰ πάτρια.
μὴ ἐξεῖναι δὲ μήτε τοῖς Ἐλευσινόθεν εἰς τὸ ἄστυ μήτε τοῖς
ἐκ τοῦ ἄστεως Ἐλευσῖνάδε ἰέναι πλὴν μυστηρίοις ἑκατέ-
ρους. συντελεῖν δὲ ἀπὸ τῶν προσιόντων εἰς τὸ συμμαχι-
κὸν καθάπερ τοὺς ἄλλους Ἀθηναίους. [39.3] ἐὰν δέ τινες τῶν
ἀπιόντων οἰκίαν λαμβάνωσιν Ἐλευσῖνι, συμπείθειν τὸν
κεκτημένον· ἐὰν δὲ μὴ συμβαίνωσιν ἀλλήλοις, τιμητὰς
ἑλέσθαι τρεῖς ἑκάτερον, καὶ ἥντιν’ ἂν οὗτοι τάξωσιν τιμὴν
λαμβάνειν. Ἐλευσινίων δὲ συνοικεῖν οὓς ἂν οὗτοι βού-
λωνται. [39.4] τὴν δ’ ἀπογραφὴν εἶναι τοῖς βουλομένοις ἐξοι-
κεῖν, τοῖς μὲν ἐπιδημοῦσιν ἀφ’ ἧς ἂν ὀμόσωσιν τοὺς ὅρ-
κους δέκα ἡμερῶν, τὴν δ’ ἐξοίκησιν εἴκοσι, τοῖς δ’ ἀπο-
δημοῦσιν ἐπειδὰν ἐπιδημήσωσιν κατὰ ταὐτά. [39.5] μὴ ἐξεῖναι
δὲ ἄρχειν μηδεμίαν ἀρχὴν τῶν ἐν τῷ ἄστει τὸν
Ἐλευσῖνι κατοικοῦντα, πρὶν ἂν ἀπογράψηται πάλιν ἐν
τῷ ἄστει κατοικεῖν. τὰς δὲ δίκας τοῦ φόνου εἶναι
κατὰ τὰ πάτρια, εἴ τίς τινα αὐτοχειρίᾳ ἀπέκτεινεν ἢ ἔτρωσεν.
[39.6] τῶν δὲ παρεληλυθότων μηδενὶ πρὸς μηδένα μνησικακεῖν
ἐξεῖναι πλὴν πρὸς τοὺς τριάκοντα καὶ τοὺς δέκα καὶ τοὺς
ἕνδεκα καὶ τοὺς τοῦ Πειραιέως ἄρξαντας, μηδὲ πρὸς τού-
τους, ἐὰν διδῶσιν εὐθύνας. εὐθύνας δὲ δοῦναι τοὺς μὲν
ἐν Πειραιεῖ ἄρξαντας ἐν τοῖς ἐν Πειραιεῖ, τοὺς δ’ ἐν τῷ
ἄστει ἐν τοῖς τὰ τιμήματα παρεχομένοις. εἶθ’ οὕτως
ἐξοικεῖν τοὺς μὴ ἐθέλοντας. τὰ δὲ χρήματα ἃ ἐδανείσαντο
εἰς τὸν πόλεμον ἑκατέρους ἀποδοῦναι χωρίς.
[34.1] Ο λαός, λοιπόν, γρήγορα αφαίρεσε την εξουσία από τους τετρακοσίους, και έξη χρόνια μετά την κατάλυσή τους, όταν επώνυμος άρχοντας ήταν ο Καλλίας από τον δήμο της Αγγελής, έγινε η ναυμαχία στις Αργινούσες και καταδίκασαν, με μια ψηφοφορία και τους δέκα μαζί νικητές στρατηγούς ενώ μερικοί δεν είχαν πάρει μέρος στην ναυμαχία και άλλοι είχαν σωθεί από πλοία που δεν ήσαν δικά τους. Τούτο έγινε επειδή εξαπατήθηκε ο λαός από εκείνους που παρόξυναν την οργή του. Έπειτα, όταν οι Λακεδαιμόνιοι πρόσφεραν να εκκενώσουν την Δεκέλεια και να κάνουν ειρήνη με όρο να κρατήσει ο καθένας τα όσα έχει κατακτήσει, μερικοί έδειξαν προθυμία να το δεχτούν αλλά το πλήθος δεν τον δέχτηκε. Εξαπατήθηκε από τον Κλεοφώντα που εμπόδισε να γίνει ειρήνη. Παρουσιάστηκε στην εκκλησία του δήμου μεθυσμένος και φορώντας θώρακα και είπε ότι δεν θα το δεχόταν παρά μόνο αν οι Λακεδαιμόνιοι παραιτηθούν από όλες τις κατακτήσεις τους. [34.2] Οι Αθηναίοι δεν επωφελήθηκαν τότε, από τις περιστάσεις και γρήγορα κατάλαβαν το λάθος τους. Γιατί τον επόμενο χρόνο, όταν επώνυμος άρχοντας ήταν ο Αλέξιος, έπαθαν συμφορά στην ναυμαχία των Αίγος Ποταμών με συνέπεια να κατακτήσει ο Λύσανδρος την πολιτεία και να εγκαταστήσει τους Τριάκοντα με τον εξής τρόπο. [34.3] Είχαν κάνει ειρήνη με τον όρο να εφαρμόσουν το προγονικό τους πολίτευμα και οι δημοκρατικοί προσπαθούσαν να σώσουν την δημοκρατία ενώ όσοι ήσαν μέλη των πολιτικών σωματείων καθώς και οι φυγάδες που είχαν επιστρέψει μετά την ειρήνη επιδίωκαν να εγκατασταθεί ολιγαρχία. Όσοι δεν ήσαν μέλη κανενός σωματείου αλλά και ανήκαν στην καλή τάξη επιζητούσαν να εφαρμοσθεί το προγονικό τους πολίτευμα. Μεταξύ τους ήσαν ο Αρχίνος, ο Άνυτος, ο Κλειτοφών, ο Φορμίσιος και άλλοι πολλοί και πρώτος μεταξύ τους ο Θηραμένης. Όταν όμως ο Λύσανδρος πήρε το μέρος των ολιγαρχικών ο λαός, τρομοκρατημένος, αναγκάστηκε να ψηφίσει ολιγαρχία. Το ψήφισμα το συνέταξε ο Δρακοντίδης από την Αφίδνα.
[35.1] Με αυτόν, λοιπόν, τον τρόπο εγκαταστάθηκε το καθεστώς των Τριάκοντα όταν επώνυμος άρχοντας ήταν ο Πυθόδωρος. Όταν ανέλαβαν την εξουσία αγνόησαν ό,τι είχε αποφασιστεί για το πολίτευμα. Διόρισαν πεντακόσιους βουλευτές και έβαλαν στα άλλα αξιώματα πρόσωπα από κατάλογο τον οποίο κατήρτισαν οι Χίλιοι διόρισαν δέκα άρχοντες στον Πειραιά, έντεκα δεσμοφύλακες και τριακόσιους μαστιγοφόρους. Κυβερνούσαν την πολιτεία αυταρχικά. [35.2] Στην αρχή ήσαν μετριοπαθείς με τους πολίτες και προσποιούνταν ότι κυβερνούν σύμφωνα με το πάτριο πολίτευμα. Αφαίρεσαν από τον Άρειο Πάγο τους νόμους του Εφιάλτη και του Αρχιστράτου περί Αρεοπαγιτών και τους νόμους του Σόλωνα όσοι έδιναν λαβή σε αμφισβητήσεις και κατήργησαν την τελεσιδικία από τους δικαστές. Ισχυρίζονταν ότι διορθώνουν έτσι το πολίτευμα αφαιρώντας κάθε αιτία αμφισβητήσεως. Λόγου χάριν για τις δωρεές άφησαν τον καθένα να δωρίζει την περιουσία του σε όποιον θέλει και κατήργησαν τα κωλύματα που υπήρχαν πριν: δηλαδή αν κανείς δεν είχε τα λογικά του, αν ήταν υπέργηρος ή αν τον είχε παρασύρει γυναίκα. Έτσι οι συκοφάντες δεν θα είχαν πεδίο δράσης. [35.3] Με τον ίδιο τρόπο αποφάσιζαν για τα άλλα ζητήματα. Στην αρχή, λοιπόν, αυτά έκαναν. Καταδίωξαν τους συκοφάντες και τους κακούς εκείνους και φαύλους, όσοι μιλούσαν στον λαό εναντίον του συμφέροντός του για να τον κολακέψουν. Η πολιτεία χαιρόταν για όλα αυτά που γίνονταν επειδή νόμιζε ότι οι Τριάκοντα ενεργούν για το καλύτερο. [35.4] Όταν όμως στερεώθηκαν στην εξουσία δεν σέβονταν κανέναν από τους πολίτες αλλά σκότωσαν όσους ξεχώριζαν από πλούτο, καταγωγή ή αξίωμα θέλοντας να εξαφανίσουν τους επίφοβους και, ταυτόχρονα, να αρπάξουν τις περιουσίες τους. Σε μικρό χρονικό διάστημα σκότωσαν όχι λιγότερους από χίλιους πεντακόσιους.
[36.1] Επειδή η κατάσταση της πολιτείας χειροτέρευε, ο Θηραμένης που αγανακτούσε με τα όσα γίνονταν, παρότρυνε τους Τριάκοντα να πάψουν να αδικοπραγούν και να επιτρέψουν την συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας στους εντιμότερους πολίτες. Στην αρχή οι Τριάκοντα ήσαν αντίθετοι αλλά όταν διαδόθηκε το πράγμα στο πλήθος και οι περισσότεροι ήσαν με το μέρος του Θηραμένη, φοβήθηκαν μήπως γίνει αρχηγός των δημοκρατικών και ανατρέψει την απολυταρχική τους εξουσία. Γι’ αυτό έκαναν κατάλογο από τρεις χιλιάδες πολίτες που θα μετέχουν ―έλεγαν― στην άσκηση της εξουσίας. [36.2] Πάλι ο Θηραμένης τους κατηγόρησε για το μέτρο αυτό, πρώτα επειδή, ενώ έλεγαν ότι θέλουν να έχουν συμμετόχους στην εξουσία, διάλεξαν μόνο τρεις χιλιάδες, σαν να ήσαν οι ενάρετοι πολίτες τόσοι μόνο, και ύστερα επειδή έκαναν δύο αντιφατικότατα πράγματα θέλοντας να στηρίξουν την εξουσία στην βία παρ’ ότι ήταν λιγότερο ισχυρή από τους πολίτες. Οι Τριάκοντα όμως αδιαφόρησαν και κράτησαν πολύ καιρό αδημοσίευτο τον κατάλογο των τριών χιλιάδων και κάθε φορά που έπαιρναν την απόφαση να τους δημοσιεύσουν, έσβηναν μερικά ονόματα και τα αντικαθιστούσαν με άλλα.
[37.1] Είχε αρχίσει ο χειμώνας, ο Θρασύβουλος με τους φυγάδες είχε καταλάβει το φρούριο της Φυλής και οι Τριάκοντα που είχαν αποτύχει στο εγχείρημά τους εναντίον του, αποφάσισαν να αφοπλίσουν τους άλλους πολίτες και να εξοντώσουν τον Θηραμένη με τον ακόλουθο τρόπο. Πρότειναν δύο νόμους στην βουλή ζητώντας να ψηφιστούν με ανάταση χεριών. Με τον πρώτο οι Τριάκοντα είχαν το δικαίωμα να θανατώσουν οποιονδήποτε από τους πολίτες που δεν ήταν γραμμένος στον κατάλογο των τριών χιλιάδων. Με τον δεύτερο νόμο αφαίρεσαν τα πολιτικά δικαιώματα σε όσους είχαν καταστρέψει το τείχος της Ηετιωνίας ή είχαν δράσει εναντίον των Τετρακοσίων που είχαν εγκαταστήσει την προηγουμένη ολιγαρχία. Ο Θηραμένης είχε λάβει μέρος και στα δύο και έτσι, όταν επικυρώθηκαν οι νόμοι βρέθηκε χωρίς πολιτικά δικαιώματα και οι Τριάκοντα είχαν εξουσία να τον θανατώσουν. [37.2] Αφού σκότωσαν τον Θηραμένη και αφόπλισαν όλους τους πολίτες άρχισαν να ασκούν την εξουσία με ωμότητα και κακία. Έστειλαν επίσης πρέσβεις στην Λακεδαίμονα για να καταγγείλουν τον Θηραμένη και να ζητήσουν βοήθεια. Οι Λακεδαιμόνιοι τους άκουσαν και έστειλαν αρμοστή τον Καλλίβιο με επτακόσιους στρατιώτες που ήρθαν και κατέλαβαν την Ακρόπολη.
[38.1] Μετά από αυτά όσοι ήσαν στην Φυλή κατέλαβαν την Μουνιχία και νίκησαν σε μάχη τους Τριάκοντα και αυτούς που ήσαν μαζί τους. Μετά την συμπλοκή υποχώρησαν οι πολίτες και την επομένη μέρα συναθροίστηκαν στην αγορά και ανέτρεψαν τους Τριάκοντα. Εξέλεξαν δέκα πρόσωπα με απόλυτη πληρεξουσιότητα για να τερματίσουν τον πόλεμο. Οι δέκα αυτοί άρχισαν να ασκούν την εξουσία αλλά δεν ενεργούσαν για να εκπληρώσουν την εντολή που τους δόθηκε και έστειλαν στην Σπάρτη ζητώντας βοήθεια και χρηματικό δάνειο.
[38.2] Οι πολίτες δυσανασχετούσαν με την κατάσταση και οι Δέκα φοβήθηκαν ότι θα ανατραπούν από την εξουσία. Θέλησαν να τρομοκρατήσουν τους άλλους ―και το πέτυχαν― συλλαμβάνοντας και σκοτώνοντας τον Δημάρετο, έναν από τους πρώτους πολίτες. Στερεώθηκαν στην εξουσία με την βοήθεια του Καλλιβίου και των Πελοποννησίων που ήσαν μέσα στην πολιτεία καθώς και μερικών από την τάξη των ιππέων. Από την τάξη αυτή των πολιτών προερχόταν η μεγαλύτερη αντίσταση για να μην επιστρέψουν εκείνοι που ήσαν στην Φυλή. [38.3] Αλλά όταν η παράταξη που κρατούσε την Μουνιχία και τον Πειραιά, προς την οποία προσχώρησαν όλοι οι πολίτες, επικράτησε στις διάφορες συγκρούσεις, τότε ανέτρεψαν τους Δέκα και όρισαν άλλους δέκα πολίτες που θεωρούνταν οι πιο ενάρετοι. Με την βοήθειά τους και τις προσπάθειές τους έγινε η συμφιλίωση και επέστρεψαν οι δημοκρατικοί στην πολιτεία. Από τους δέκα αυτούς διακρίθηκαν κυρίως ο Ρίνων από την Παιανία και ο Φαύλλος από τον Αχερδούντα. Οι δύο αυτοί, προτού φτάσει ο Παυσανίας, είχαν έρθει σε επαφή με εκείνους που ήσαν στον Πειραιά και όταν έφτασε συνεργάστηκαν πρόθυμα για να επιστρέψουν οι εξόριστοι. [38.4] Ο Παυσανίας, βασιλιάς των Λακεδαιμονίων, με την βοήθεια δέκα μεσολαβητών τους οποίους είχε ζητήσει και είχαν έρθει από την Λακεδαίμονα έφερε σε πέρας την αποκατάσταση της ειρήνης και της συμφωνίας. Ο Ρίνων και οι συνάδελφοί του πήραν έπαινο του Δήμου για την δημοκρατική τους δραστηριότητα και ενώ ανέλαβαν την εξουσία με ολιγαρχικό πολίτευμα, λογοδότησαν με δημοκρατία και κανείς δεν τους κατηγόρησε για τίποτα ούτε από εκείνους που είχαν μείνει στην πολιτεία ούτε από εκείνους που είχαν πάει στον Πειραιά. Αλλά για την δραστηριότητά του ο Ρίνων αναδείχθηκε αμέσως στρατηγός.
[39.1] Οι συμφωνίες έγιναν όταν επώνυμος άρχοντας ήταν ο Ευκλείδης, με τους ακόλουθους όρους: «Όσοι από τους Αθηναίους έχουν μείνει στην πολιτεία και θέλουν να μετοικήσουν θα έχουν διαμονή την Ελευσίνα, διατηρώντας όλα τα πολιτικά τους δικαιώματα, έχοντας την δική τους ανεξάρτητη διοίκηση και την ελεύθερη διάθεση των εισοδημάτων τους. [39.2] Το ιερό της Ελευσίνας θα είναι κοινό και στις δύο παρατάξεις και θα έχουν την εποπτεία του οι Κήρυκες και οι Ευμολπίδες, κατά τα πάτρια. Δεν θα επιτρέπεται ούτε όσοι πάνε στην Ελευσίνα να έρχονται στην πολιτεία ούτε όσοι μείνουν στην πολιτεία να πηγαίνουν στην Ελευσίνα, εκτός από τις μέρες των Μυστηρίων και για τα δυο μέρη. Όσοι μετοικήσουν στην Ελευσίνα θα συνεισφέρουν στο συμμαχικό ταμείο όπως και οι άλλοι Αθηναίοι. [39.3] Εκείνοι από τους μετοίκους που θα θέλουν ν’ αποκτήσουν σπίτι στην Ελευσίνα θα πρέπει να έχουν την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Αν δεν συμφωνούν μεταξύ τους για το τίμημα, τότε ο καθένας τους θα ορίσει τρεις εκτιμητές και ο ιδιοκτήτης θα παίρνει όποιαν αξία θα ορίσουν αυτοί. Όσοι Ελευσίνιοι θα είναι δεκτοί από τους άποικους θα μπορούν να συγκατοικούν μαζί τους. [39.4] Όσοι βρίσκονται στην Αθήνα και θέλουν να μετοικήσουν θα πρέπει να εγγραφούν στους καταλόγους μέσα σε δέκα μέρες από την ημέρα που θα δώσουν τους όρκους, και να φύγουν μετά από είκοσι μέρες. Για όσους δεν βρίσκονται στην Αθήνα η προθεσμία θα είναι η ίδια από την στιγμή που θα επιστρέψουν. [39.5] Κανείς από όσους θα κατοικούν στην Ελευσίνα δεν θα μπορεί να κατέχει αξίωμα στην Αθήνα προτού εγγραφεί πάλι στους καταλόγους των κατοίκων. Οι δίκες για φόνο θα γίνονται κατά τους πατρίους νόμους καθώς και οι δίκες για άδικη επίθεση και για σωματική βλάβη. [39.6] Κανείς δεν θα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει κανέναν για τα παρελθόντα εκτός από τους Τριάκοντα, τους δέκα άρχοντες, τους έντεκα άρχοντες και τους άρχοντες του Πειραιά. Ούτε και αυτούς δεν θα μπορεί κανείς να καταγγείλει μετά την λογοδοσία τους. Όσοι ήσαν άρχοντες στον Πειραιά θα λογοδοτήσουν στους Πειραιώτες, όσοι ήσαν άρχοντες στην πολιτεία θα λογοδοτήσουν σ’ εκείνους που έχουν δηλωμένο εισόδημα. Όταν γίνουν αυτά θα μπορούν να μετοικήσουν όσοι θέλουν. Κάθε μία από τις δύο παρατάξεις θα πλήρωνε, χωριστά, τα χρήματα που δανείστηκε για τον πόλεμο».
ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 55.1–55.5
Τρόπος ανάδειξης και δοκιμασία των Εννέα αρχόντων
Στο δεύτερο μέρος της πραγματείας του ο Αριστοτέλης περιγράφει τους διοικητικούς θεσμούς και τον τρόπο λειτουργίας του σύγχρονού του αθηναϊκού πολιτεύματος. Μετά το σύντομο προοίμιον , ο φιλόσοφος πραγματεύεται τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των κληρωτών και αιρετών αξιωματούχων και των υπαλλήλων της διοίκησης. Φτάνει έτσι στους Εννέα άρχοντες.
[55.1] Αὗται μὲν οὖν αἱ ἀρχαὶ κληρωταί τε καὶ κύριαι τῶν
εἰρημένων [πάντ]ων εἰσίν. οἱ δὲ καλούμενοι ἐννέα ἄρ-
χοντες τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς ὃν τρόπον καθίσταντο [εἴρ]ηται·
[νῦν] δὲ κληροῦσιν θεσμοθέτας μὲν ἓξ καὶ γραμματέα
τούτοις, ἔτι δ’ ἄρχοντα καὶ βασιλέα καὶ πολέμαρχον
κατὰ μέρος ἐξ ἑκάστης φυλῆς. [55.2] δοκιμάζονται δ’ οὗτοι πρῶτον
μὲν ἐν τῇ βουλῇ τοῖς φ’ πλὴν τοῦ γραμματέως, οὗτος δ’
ἐν δικαστηρίῳ μόνον ὥσπερ οἱ ἄλλοι ἄρχοντες (πάντες
γὰρ καὶ οἱ κληρωτοὶ καὶ οἱ χειροτονητοὶ δοκιμασθέντες
ἄρχουσιν), οἱ δ’ ἐννέα ἄρχοντες ἔν τε τῇ βουλῇ καὶ πάλιν
ἐν δικαστηρίῳ. καὶ πρότερον μὲν οὐκ ἦρχεν ὅντιν’ ἀπο-
δοκιμάσειεν ἡ βουλή, νῦν δ’ ἔφεσίς ἐστιν εἰς τὸ δικαστή-
ριον, καὶ τοῦτο κύριόν ἐστι τῆς δοκιμασίας. [55.3] ἐπερωτῶ-
σιν δ’, ὅταν δοκιμάζωσιν, πρῶτον μὲν «τίς σοι πατὴρ καὶ
πόθεν τῶν δήμων, καὶ τίς πατρὸς πατήρ, καὶ τίς μήτηρ,
καὶ τίς μητρὸς πατὴρ καὶ πόθεν τῶν δήμων;» μετὰ δὲ
ταῦτα, εἰ ἔστιν αὐτῷ Ἀπόλλων πατρῷος καὶ Ζεὺς ἑρκεῖος,
καὶ ποῦ ταῦτα τὰ ἱερά ἐστιν, εἶτα ἠρία εἰ ἔστιν καὶ ποῦ
ταῦτα, ἔπειτα γονέας εἰ εὖ ποιεῖ, καὶ τὰ τέλη <εἰ> τελεῖ,
καὶ τὰς στρατείας εἰ ἐστράτευται. ταῦτα δ’ ἀνερωτήσας,
«κάλει», φησίν, «τούτων τοὺς μάρτυρας». [55.4] ἐπειδὰν δὲ παρά-
σχηται τοὺς μάρτυρας, ἐπερωτᾷ «τούτου βούλεταί τις κατ-
ηγορεῖν;» κἂν μὲν ᾖ τις κατήγορος, δοὺς κατηγορίαν καὶ
ἀπολογίαν οὕτω δίδωσιν ἐν μὲν τῇ βουλῇ τὴν ἐπιχειροτο-
νίαν, ἐν δὲ τῷ δικαστηρίῳ τὴν ψῆφον· ἐὰν δὲ μηδεὶς βού-
ληται κατηγορεῖν, εὐθὺς δίδωσι τὴν ψῆφον. καὶ πρότερον
μὲν εἷς ἐνέβαλλε τὴν ψῆφον, νῦν δ’ ἀνάγκη πάντας ἔστὶ
διαψηφίζεσθαι περὶ αὐτῶν, ἵνα, ἄν τις πονηρὸς ὢν ἀπαλλάξῃ
τοὺς κατηγόρους, ἐπὶ τοῖς δικασταῖς γένηται τοῦτον ἀπο-
δοκιμάσαι. [55.5] δοκιμασθέν<τες> δὲ τοῦτον τὸν τρόπον βαδί-
ζουσι πρὸς τὸν λίθον ἐφ’ οὗ τὰ τόμι’ ἐστίν, ἐφ’ οὗ καὶ οἱ
διαιτηταὶ ὀμόσαντες ἀποφαίνονται τὰς διαίτας καὶ οἱ
μάρτυρες ἐξόμνυνται τὰς μαρτυρίας· ἀναβάντες δ’ ἐπὶ
τοῦτον ὀμνύουσιν δικαίως ἄρξειν καὶ κατὰ τοὺς νόμους,
καὶ δῶρα μὴ λήψεσθαι τῆς ἀρχῆς ἕνεκα, κἄν τι λάβωσι
ἀνδριάντα ἀναθήσειν χρυσοῦν. ἐντεῦθεν δ’ ὀμόσαντες εἰς
ἀκρόπολιν βαδίζουσιν καὶ πάλιν ἐκεῖ ταὐτὰ ὀμνύουσι, καὶ
μετὰ ταῦτ’ εἰς τὴν ἀρχὴν εἰσέρχονται.
[55.1] Αυτά, λοιπόν, είναι τα αξιώματα στα οποία ο διορισμός γίνεται με κλήρο και οι αρμοδιότητές τους είναι αυτές που αναφέρθηκαν. Για τους λεγόμενους εννέα άρχοντες έχει κιόλας λεχθεί πώς διορίζονταν παλαιότερα. Τώρα διορίζουν με κλήρο έξη θεσμοθέτες και έναν γραμματέα τους, καθώς και τον άρχοντα, τον βασιλέα και τον Πολέμαρχο, τον καθένα από μία φυλή με την σειρά. [55.2] Οι άρχοντες αυτοί, εκτός από τον γραμματέα, εξετάζονται πρώτα από την βουλή των πεντακοσίων. Ο γραμματέας εξετάζεται από το δικαστήριο όπως όλοι οι άλλοι αξιωματούχοι γιατί όλοι όσοι διορίζονται σε αξίωμα είτε με κλήρο είτε με εκλογή εξετάζονται από δικαστήριο προτού αναλάβουν υπηρεσία. Οι εννέα άρχοντες εξετάζονται πρώτα από την βουλή και ύστερα από το δικαστήριο. Παλαιότερα δεν αναλάμβανε εξουσία όποιος αποδοκιμαζόταν από την βουλή αλλά τώρα μπορεί να γίνει έφεση στο δικαστήριο που έχει και τελεσίδικη αρμοδιότητα. [55.3] Όταν γίνεται η εξέταση ρωτούν: «Ποιος είναι ο πατέρας σου και σε ποιον δήμο ανήκει, και ποιος είναι ο πατέρας του πατέρα σου, ποια η μητέρα σου και ποιος ο πατέρας της μητέρας σου και από ποιους δήμους;» Μετά τον ρωτούν αν συμμετέχει στην λατρεία του πατρώου Απόλλωνα και του ερκείου Διός και πού βρίσκονται τα ιερά τους. Ύστερα αν έχει οικογενειακούς τάφους και πού βρίσκονται, έπειτα αν φροντίζει τους γονείς του και αν πληρώνει τους φόρους και αν είχε πάρει μέρος σε εκστρατείες.
[55.4] Και αφού παρουσιάσει τους μάρτυρές του, ρωτούν: «Έχει κανείς κάποια κατηγορία εναντίον του;» Και αν υπάρχει κάποιος κατήγορος το δικαστήριο του δίνει τον λόγο και μετά ο κατηγορούμενος απολογείται. Ύστερα βγαίνει απόφαση, στην βουλή με ανάταση χεριών και στο δικαστήριο με ψήφο. Αν δεν παρουσιαστεί κατήγορος γίνεται αμέσως η ψηφοφορία. Άλλοτε μόνο ένας δικαστής έριχνε την ψήφο του (στην ψηφοδόχη) αλλά τώρα όλοι οι δικαστές πρέπει να ψηφίσουν για τους εννέα άρχοντες ώστε, αν κανένας πονηρός υποψήφιος δωροδοκήσει τους κατηγόρους του, να μπορούν οι δικαστές να τον απορρίψουν. [55.5] Αφού περάσουν την δοκιμασία αυτήν πηγαίνουν στον βράχο όπου είναι τοποθετημένα τα κομμάτια από τα θυσιασμένα ζώα, τον ίδιο βράχο όπου παίρνουν όρκο οι δικαστές όταν εκδίδουν την απόφαση τους καθώς και όσοι παίρνουν όρκο ότι δεν έχουν να καταθέσουν τίποτε. Ανεβαίνουν, λοιπόν, επάνω στον βράχο και δίνουν όρκο να ασκήσουν τα καθήκοντά τους με δικαιοσύνη και σύμφωνα με τους νόμους και να μη δεχθούν δώρα που θα είναι σχετικά με την άσκηση της εξουσίας τους, και αν το κάνουν να δώσουν ανάθημα έναν ανδριάντα από χρυσό. Αφού ορκιστούν εκεί πηγαίνουν στην ακρόπολη και ορκίζονται πάλι τον ίδιο όρκο. Και μετά από αυτά αναλαβαίνουν τα καθήκοντά τους.
ΑΡΙΣΤ Αθ. Πολ 63.1–63.5
Η δομή και οργάνωση του αθηναϊκού δικαστικού συστήματος
Ο Αριστοτέλης αναφέρθηκε στις αρμοδιότητες των οργάνων διοίκησης της πολιτείας, για να περιγράψει τους θεσμούς και τον τρόπο λειτουργίας του σύγχρονού του αθηναϊκού πολιτεύματος. Στο σημείο αυτό περνά στην περιγραφή του δικαστικού συστήματος της πόλης.
[63.1] Τὰ δὲ δικαστήρια κληροῦσιν οἱ θ’ ἄρχοντες
κατὰ φυλάς, ὁ δὲ γραμματεὺς τῶν θεσμοθετῶν τῆς δεκά-
της φυλῆς. [63.2] εἴσοδοι δέ εἰσιν εἰς τὰ δικαστήρια δέκα, μία
τῇ φυλῇ ἑκάστῃ, καὶ κληρωτήρια εἴκοσι, δύο τῇ φυλῇ
ἑκάστῃ, καὶ κιβώτια ἑκατόν, δέκα τῇ φυλῇ ἑκάστῃ, καὶ
ἕτερα κιβώτι[α, εἰς ἃ ἐ]μβάλλεται τῶν λαχόντων δικαστῶν
τὰ πινάκια, καὶ ὑδρίαι δύο. καὶ βακτηρίαι παρατίθενται
κατὰ τὴν ε[ἴσοδον] ἑκάστην ὅσοιπερ οἱ δικασταί, καὶ βά-
λανοι εἰς τὴν ὑδρίαν ἐμβάλλονται ἴσαι ταῖς βακτηρίαις,
ἐγγέγραπται δὲ ἐν ταῖς βαλάνοις τῶν στοιχείων ἀπὸ τοῦ
ἑνδεκάτου, τοῦ λ’ [[τριακοστοῦ]], ὅσαπερ ἂν μέλλῃ τὰ δικα-
στήρια πληρωθήσεσθαι. [63.3] δικάζειν δ’ ἔξεστιν τοῖς ὑπὲρ λ’
ἔτη γεγονόσιν, ὅσοι αὐτῶν μὴ ὀφείλουσιν τῷ δημοσίῳ ἢ
ἄτιμοί εἰσιν. ἐὰν δέ τις δικάζῃ οἷς μὴ ἔξεστιν, ἐνδείκνυ-
ται καὶ εἰς τὸ δικαστήριον εἰσάγεται· ἐὰν δ’ ἁλῷ προστι-
μῶσιν αὐτῷ οἱ δικασταὶ ὅ τι ἂν δοκῇ ἄξιος εἶναι παθεῖν ἢ
ἀποτῖσαι. ἐὰν δὲ ἀργυρίου τιμηθῇ, δεῖ αὐτὸν δεδέσθαι,
ἕως ἂν ἐκτείσῃ τό τε πρότερον ὄφλημα ἐφ’ ᾧ ἐνεδείχθη
καὶ ὅ τι ἂν αὐτῷ προστιμήσῃ τὸ δικαστήριον. [63.4] ἔχει δ’
ἕκαστος δικαστὴς τὸ πινάκιον πύξινον, ἐπιγεγραμμένον τὸ
ὄνομα τὸ ἑαυτοῦ πατρόθεν καὶ τοῦ δήμου καὶ γράμμα
ἓν τῶν στοιχείων μέχρι τοῦ κ· νενέμηνται γὰρ κατὰ φυ-
λὰς δέκα μέρη οἱ δικασταί, παραπλησίως ἴσοι ἐν ἑκάστῳ
τῷ γράμματι. [63.5] ἐπειδὰν δὲ ὁ θεσμοθέτης ἐπικληρώσῃ τὰ γράμματα
ἃ δεῖ προσπαρατίθεσθαι τοῖς δικαστηρίοις, ἐπέθηκε φέ-
ρων ὁ ὑπηρέτης ἐφ’ ἕκαστον τὸ δικαστήριον τὸ γράμμα
τὸ λαχόν.
[63.1] Οι εννέα άρχοντες κληρώνουν τους δικαστές κατά φυλές και ο γραμματέας των θεσμοθετών κληρώνει τους δικαστές από την δεκάτη φυλή.
[63.2] Υπάρχουν δέκα είσοδοι στα δικαστήρια, μια για κάθε φυλή, είκοσι κληρωτήρια δύο για κάθε φυλή, εκατό κιβώτια, δέκα για κάθε φυλή, και άλλα κιβώτια όπου ρίχνουν τα πινάκια των δικαστών που έχουν κληρωθεί, και δύο στάμνες. Σε κάθε είσοδο τοποθετούν ραβδιά ίσα στον αριθμό με τους δικαστές που πρέπει να εκλεγούν και ρίχνουν στην μία στάμνα βελανίδια, όσα είναι τα ραβδιά. Επάνω στα βελανίδια αυτά γράφουν γράμματα, από το ενδέκατο γράμμα Λ και ύστερα, ισάριθμα με τα δικαστήρια που πρέπει να συμπληρωθούν.
[63.3] Δικαστές επιτρέπεται να είναι όσοι έχουν συμπληρώσει τα τριάντα τους χρόνια και δεν είναι οφειλέτες του δημοσίου και δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. Εάν κάποιος που δεν έχει το δικαίωμα παρακαθήσει στο δικαστήριο, καταγγέλλεται και δικάζεται. Αν είναι ένοχος τότε οι δικαστές του επιβάλλουν όποια ποινή ή πρόστιμο κρίνουν ότι είναι δίκαιο. Αν καταδικαστεί σε χρηματική ποινή πρέπει να μείνει στην φυλακή έως ότου πληρώσει και το προηγούμενο χρέος και το πρόστιμο που του επέβαλε το δικαστήριο.
[63.4] Ο κάθε δικαστής έχει ένα πινάκιο από ξύλο πυξού όπου είναι γραμμένο το όνομά του, το όνομα του πατέρα του, το όνομα του δήμου του κι ένα από τα δέκα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου έως το Κ. Τούτο επειδή σε κάθε φυλή οι δικαστές είναι μοιρασμένοι σε δέκα τμήματα ισάριθμοι περίπου σε κάθε γράμμα.
[63.5] Μόλις ο θεσμοθέτης κληρώσει τα γράμματα (από το Λ και πέρα) που αντιστοιχούν στα δικαστήρια, ο αρμόδιος υπηρέτης τα παίρνει και τα τοποθετεί στο κάθε δικαστήριο όπου έλαχε το γράμμα.
ΠΗΓΕΣ: