Μενού Κλείσιμο

ΑΠΟΔΟΣΗ  ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

 Β. Μοσκόβης. 1989.
 Αριστοτέλους Πολιτικά. Ι–ΙΙ.
Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

 

ΑΡΙΣΤ Πολ 1252a1–1253a39

Ορισμός της πόλεως – Τα στάδια της εξελικτικής πορείας προς αυτήν.

Ο Αριστοτέλης τελείωσε τα Ηθικά Νικομάχειά του δηλώνοντας ότι, προκειμένου να ολοκληρώσει τη φιλοσοφία του για τα ανθρώπινα, μετά την εξέταση των αρετών του ανθρώπου όφειλε να αναφερθεί στους νόμους και τα πολιτεύματα. Άλλωστε, η απόκτηση των αρετών, για τις οποίες έκανε λόγο στο έργο εκείνο, δεν αφορά αποκλειστικά το άτομο, αλλά κυρίως την πόλη στην οποία ζει. Ακολουθεί το πρώτο κεφάλαιο των Πολιτικών.

[1252a] Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη (κράτος) αποτελεί ένα είδος κοινωνίας και ότι κάθε κοινωνία έχει συσταθεί για να επιτελεσθεί κάτι καλό (γιατί όλοι κάμνουν το παν για να πετύχουν κάτι που τους φαίνεται ωφέλιμο), είναι ολοφάνερο ότι όλες οι κοινωνίες έχουν για στόχο τους κάτι καλό και ότι, ακριβέστερα, (5) το βασικώτερο από όλα τα αγαθά αποτελεί τον στόχο των κοινωνιών και είναι το κυριώτερο στοιχείο σ’ όλες αυτές τις κοινωνίες και περιλαμβάνει όλες τις άλλες: κι αυτό είναι που ονομάζουμε πόλη ή πολιτική κοινωνία. Όσοι, λοιπόν, ταυτίζουν τον πολιτικό, με τον βασιλιά, τον αρχηγό οικογένειας και τον κύριο δούλων, δεν έχουν σωστή γνώμη. Νομίζουν δηλ. (10)
ότι η διαφορά συνίσταται στο αν είναι λιγότεροι ή περισσότεροι εκείνοι που εξουσιάζουν κι όχι στο είδος της εξουσίας που ασκούν. Π.χ. αν κάποιος εξουσιάζει λίγους, είναι κύριος, αν εξουσιάζει περισσότερους, είναι αρχηγός οικογένειας, αν ακόμη περισσότερους, είναι πολιτικός ή βασιλιάς, σα να μην υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε μια μεγάλη οικογένεια και σε μια μικρή πόλη. Το ίδιο λάθος κάνουν στην κρίση τους για τον πολιτικό και το βασιλιά: όταν δηλ. ασκεί μόνος του την εξουσία, είναι βασιλιάς. Αν αντιθέτως, (15) ασκεί την εξουσία σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτικής επιστήμης, όντας άλλοτε κυβερνήτης κι άλλοτε κυβερνώμενος, είναι πολιτικός. Όμως αυτά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κι αυτό θα το αποδείξουμε εξετάζοντας το θέμα σύμφωνα με τη μέθοδο που ακολουθούμε. Όπως δηλαδή και σε άλλους τομείς της σκέψης είναι αναγκαίο να διαιρούμε το σύνθετο ως τα πιο απλά του στοιχεία (με άλλα λόγια στα ελάχιστα μόρια του συνόλου), (20) με τον ίδιο τρόπο, εξετάζοντας τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται η πόλη, θα διακρίνουμε καλύτερα κατά τι διαφέρουν το ένα από το άλλο, κι αν είναι δυνατό να εξαγάγουμε για το καθένα κάποια επιστημονικά συμπεράσματα.

Αν, λοιπόν, εξετάσει κανείς τα πράγματα από τη γένεσή τους και παρακολουθήσει την εξέλιξή τους, (25) μπορεί και σ’ αυτά όπως και στα άλλα, να σχηματίσει την πιο σωστή γνώμη γι’ αυτά. Πρώτα–πρώτα, είναι ανάγκη να εξετάσει κατά ζεύγη εκείνα που είναι αδύνατο να υπάρξουν το ένα χωρίς το άλλο, όπως π.χ. το αρσενικό και το θηλυκό από την άποψη της απόκτησης παιδιών (κι αυτό όχι από ελεύθερη βούληση, αλλά όπως και στ’ άλλα ζώα και στα φυτά, από φυσική επιθυμία και τάση (30) να αφήσουν άλλο όμοιό τους όταν πεθαίνουν). Το ίδιο επίσης συμβαίνει και στα πλάσματα, που από τη φύση τους είναι γεννημένα να κυβερνούν, και για εκείνα που υπακούουν [Ο μεταφραστής δεν μεταφράζει ένα τμήμα του κειμένου , ].

…το οποίο είναι
οἷον αὐτό, τοιοῦτον καταλιπεῖν ἕτερον), ἄρχον δὲ φύσει καὶ
ἀρχόμενον διὰ τὴν σωτηρίαν. τὸ μὲν γὰρ δυνάμενον τῇ
διανοίᾳ προορᾶν ἄρχον φύσει καὶ δεσπόζον φύσει, τὸ δὲ
δυνάμενον [ταῦτα] τῷ σώματι πονεῖν ἀρχόμενον καὶ φύσει
δοῦλον· διὸ δεσπότῃ καὶ δούλῳ ταὐτὸ συμφέρει.

Γιατί εκείνο που μπορεί, χάρη στην ευφυΐα να προβλέπει τι θα γίνει, είναι από τη φύση αρχηγός και κυρίαρχος. Το άλλο που μπορεί, χάρη στη σωματική του δύναμη, να εκτελεί μονάχα (όσα πρέπει) είναι υπήκοος και δούλος από τη φύση του. Γι’ αυτό κι ο κύριος κι ο δούλος έχουν τα ίδια συμφέροντα. [1252b] Από τη φύση επομένως η γυναίκα κι ο δούλος είναι αντίθετα, γιατί η φύση δεν κάμνει τίποτε με τσιγγουνιά όπως οι χαλκουργοί που φτιάχνουν τα μαχαίρια των Δελφών αλλά κάθε αντικείμενο για μια μόνο χρήση. Και πραγματικά μόνο το εργαλείο που είναι φτιαγμένο για μια μόνο χρήση, μπορεί να κάμει τέλεια τη δουλειά του και όχι αν φτιαχτεί για πολλές. (5) Στους βαρβάρους, η γυναίκα κι ο δούλος ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Ο λόγος αυτού του φαινομένου είναι ότι δεν έχουν, όπως είναι φυσικό, άρχοντες, κι η κοινωνία τους αποτελείται από δούλους και δούλες. Γι αυτό λένε οι ποιητές:

τους βαρβάρους οι Έλληνες πρέπει να κυβερνούνε

σα να ταυτίζονται από τη φύση τους οι βάρβαροι με τους δούλους, (10) από το σμίξιμο, επομένως του αρσενικού και του θηλυκού, του αφέντη και του δούλου σχηματίζεται πρώτη η οικογένεια και σωστά ο Ησίοδος γράφει σ’ ένα ποίημά του:

πρώτα ν’ αποκτήσεις σπίτι
κι ύστερα γυναίκα και βόδι για τ’ αλέτρι.

Αφού το βόδι για τους φτωχούς παίρνει τη θέση του δούλου. Ήταν φυσικό η πρώτη σταθερή κοινωνία να είναι η οικογένεια, που τα μέλη της ο Χαρώνδας ονομάζει ομοσύσσιτους και ο Επιμενίδης από την Κρήτη, ομοτράπεζους. (15) Η ένωση περισσότερων οικογενειών, όχι προσωρινή αλλά μόνιμη για εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών, είναι το χωριό. Πολύ φυσικό το χωριό να μοιάζει με αποικία της οικογένειας, και τα μέλη του μερικοί να τα ονομάζουν ομογάλακτους, παιδιά και εγγόνια. Γι’ αυτό ακριβώς οι πόλεις στην αρχή, είχαν βασιλιάδες, όπως και σήμερα ακόμη έχουν βασιλιάδες τα έθνη, (20) επειδή σχηματίστηκαν από υπηκόους του βασιλιά. Γιατί κάθε οικογένεια θεωρεί βασιλιά τον πιο ηλικιωμένο, κι οι αποικίες των οικογενειών, δηλ. τα χωριά, λόγω της συγγένειας κυβερνιούνται από βασιλιά. Αυτό ακριβώς είναι που λέει ο Όμηρος:

Ο καθένας τα παιδιά του, και τη γυναίκα του κυβερνά

Γιατί ήταν σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη τον παλιό καιρό κι έτσι ζούσαν. Και για τον ίδιο λόγο, λένε όλοι ότι και οι θεοί είναι υποταγμένοι σε βασιλιάδες, (25) επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι, άλλοι παλαιότερα άλλοι και σήμερα, έχουν βασιλιάδες. Και όπως το κάθε τι οι άνθρωποι το φέρνουν στα μέτρα τους έτσι φαντάζονται πως κι οι θεοί ζουν μια ζωή όμοια με την δική τους. Η κοινωνία που προέρχεται από περισσότερα χωριά, σχηματίζει την τέλεια πόλη, που φθάνει στο σημείο, κατά κάποιο τρόπο, να έχει πλήρη αυτάρκεια, και ενώ σχηματίσθηκε για να εξασφαλίσει ευκολώτερα τα απαραίτητα για την ζωή, (30) διατηρείται επειδή επιτρέπει την καλοζωία των κατοίκων της. Γι αυτό, κάθε πόλη υπάρχει από τη φύση της, όπως και οι πρώτες κοινωνίες. Γιατί η τελειοποίηση εκείνων είναι η πόλη, η δε φύση τελειοποίηση του παντός. Οποιοδήποτε δηλ. ον φτάσει εξελικτικά στην τέλεια ανάπτυξή του, λέμε, ότι αυτό είναι η φύση του, έστω κι αν πρόκειται για έναν άνθρωπο, για ένα άλογο, για ένα σπίτι.

Επίσης ότι η έσχατη αιτία και ο προορισμός των όντων είναι το πιο σημαντικό αγαθό. [1253a] Και η αυτάρκεια αποτελεί συγχρόνως τον σκοπό και το μέγιστο αγαθό. Από τις παραπάνω, λοιπόν, σκέψεις, γίνεται ολοφάνερο ότι η πόλη είναι μια φυσική πραγματικότητα και ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του προορισμένος να ζήσει μέσα στην πόλη (πολιτικόν ζώον). Εκείνος δε που περνά τη ζωή του έξω από την πόλη, από τη φύση του και όχι από κάποια ατυχία, είναι ανήθικος ή κάτι ανώτερο από άνθρωπος. (5)

Είναι σαν εκείνον που ο Όμηρος κατηγορεί ότι «δεν έχει ούτε οικογένεια, ούτε νόμους, ούτε εστία». Γιατί από τη φύση του είναι συνάμα και φιλοπόλεμος, σαν πιόνι απομονωμένο από τα άλλα στο παιχνίδι των πεσσών. Να ο λόγος για τον οποίο είναι ολοφάνερο πως ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό περισσότερο κι από τη μέλισσα κι από όλα τα άλλα που ζουν σε αγέλες. Γιατί, όπως είπαμε, δεν κάνει τίποτε στην τύχη. (10)

Και μόνος απ’ όλα τα ζώα ο άνθρωπος έχει έναρθρο λόγο. Και οι μεν άναρθρες κραυγές εκφράζουν τη λύπη και την ευχαρίστηση, και γι’ αυτό υπάρχουν στα άλλα ζώα. Η φύση τους δηλαδή τους επιτρέπει να αισθάνονται τη λύπη και την ευχαρίστηση και να γνωστοποιούν τα συναισθήματα αυτά το ένα στο άλλο.

Αλλά ο έναρθρος λόγος δημιουργήθηκε για να εκφράζεται το συμφέρον και το βλαβερό, (15) και φυσικά και το δίκαιο και το άδικο. Αυτό, πραγματικά, είναι το διακριτικό σημείο που κάμνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει απ’ όλα τα άλλα ζώα: μονάχα αυτός δηλ. αντιλαμβάνεται το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο και τις άλλες παρόμοιες αξίες. Η κοινή γνώση αυτών των αξιών συντείνει στη δημιουργία της οικογένειας και της πόλης.

Είναι, επομένως, φυσικό η πόλη να προηγείται της οικογένειας και του καθενός από μας, (20) αφού αναγκαστικά το όλο προϋπάρχει του μέρους. Αν εκμηδενισθεί δηλ. ολόκληρο το σώμα, δε θα υπάρχει ούτε πόδι, ούτε χέρι, εκτός αν μιλάει κανείς μεταφορικά και λέει για πέτρινο χέρι.

 Γιατί αν αυτό καταστραφεί, θα κατασκευασθεί άλλο όμοιο, αλλά το πραγματικό θα έχει νεκρωθεί. Όλα τα πράγματα καθορίζονται από την εργασία και τη δύναμη με την οποία την εκτελούν, και, μόλις αυτή η ικανότητά τους παύσει να υπάρχει, δεν μπορούμε πια να πούμε πως είναι τα ίδια ως προς την ουσία αλλά μονάχα ως προς το όνομα.

(25) Έτσι, λοιπόν, είναι προφανές ότι η πόλη υπάρχει από τη φύση της και είναι προγενέστερη από το άτομο. Γιατί αν ο καθένας χωρισμένος από το σύνολο παύει να είναι αυτάρκης, θα βρεθεί στην ίδια κατάσταση, στην οποία βρίσκεται και κάθε μέρος του σώματος σχετικά με το σύνολο. Εκείνος δε που δε μπορεί να ζει μέσα στην κοινωνία με τους άλλους ή αυτός που δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτός δεν έχει καμιά θέση στην πόλη, γιατί είναι ή θηρίο ή θεός. (30) Φυσική, επομένως, είναι η ορμή που σπρώχνει όλους τους ανθρώπους σ’ αυτή την κοινωνία. Κι εκείνος που τη σύστησε πρώτος έγινε αιτία των μεγαλυτέρων αγαθών.

Γιατί, αν ο άνθρωπος είναι το ανώτερο από τα όντα, όταν φθάσει στην τελειότητά του, έτσι κι όταν διακόπτει κάθε σχέση με το νόμο και τη δικαιοσύνη, γίνεται το χειρότερο απ’ όλα. Γιατί η αδικία είναι ανυπόφορη όταν διαθέτει όπλα, και ο άνθρωπος γεννιέται έχοντας όπλα την φρόνηση και την αρετή, (35) τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει και για αντίθετους σκοπούς. Γι αυτό ο χωρίς αρετή άνθρωπος είναι το πιο ανόσιο, το πιο άγριο ον, και το πιο επιρρεπές στις ερωτικές ηδονές και τη λαιμαργία. Η δικαιοσύνη είναι πολιτική αξία και αποτελεί κανόνα της κοινωνίας. Και η ορθή εφαρμογή της καθορίζει τι είναι δίκαιο.

ΑΡΙΣΤ Πολ 1274b32–1275b21

Η προϋπόθεση για τη μελέτη των πολιτευμάτων: ο προσδιορισμός των εννοιών “πόλις” και “πολίτης”

Ο Αριστοτέλης στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών του πραγματεύτηκε σε γενικές γραμμές τη ζωή σε μια κοινότητα, καθώς και τη λειτουργία και οργάνωση της απλούστερης μορφής κοινωνικής οργάνωσης, του οἴκου , ενώ στο δεύτερο βιβλίο εξετάστηκαν κριτικά διάφορες πολιτειακές μορφές, θεωρητικές ή ιστορικές. Ακολουθεί η αρχή του τρίτου βιβλίου.

Όποιος θελήσει να μελετήσει τα πολιτεύματα, ποια είναι η φύση κι ο χαρακτήρας του καθενός, πρέπει πρώτα–πρώτα να εξετάσει τι άραγε να σημαίνει η λέξη πόλη. Γιατί τώρα γίνεται συζήτηση γι’ αυτήν, κι άλλοι λένε: (35) η πόλη έκαμε αυτή την πράξη, άλλοι λένε ότι δεν την έκαμε η πόλη, αλλά η ολιγαρχία ή ο τύραννος. Όμως από τ’ άλλο μέρος βλέπουμε πως όλη η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη στρέφεται γύρω από την πόλη, και το πολίτευμα είναι κάποια οργάνωση εκείνων που κατοικούν σ’ αυτήν.

Επειδή δε η πόλη ανήκει στις σύνθετες έννοιες, (40) καθώς και κάθε άλλο αντικείμενο που αποτελεί σύνολο σχηματισμένο από πολλά μέρη, είναι φανερό ότι πρέπει να στρέψουμε πρώτα την έρευνά μας στο πρόβλημα: τι είναι πολίτης, αφού η πόλη αποτελείται από πλήθος πολιτών.

 [1275a] Πρέπει, λοιπόν, να εξετάσουμε ποιον πρέπει να ονομάζουν πολίτη και τι είναι ο πολίτης. Γιατί και η έννοια «πολίτης» γίνεται πολλές φορές αντικείμενο αμφισβητήσεων, αφού δεν παραδέχονται όλοι ότι αυτό ή εκείνο το άτομο είναι πολίτης.

Συμβαίνει δηλ. ώστε, ενώ στη δημοκρατία ένα πρόσωπο θεωρείται πολίτης, στην ολιγαρχία πολλές φορές το ίδιο πρόσωπο να μην είναι πολίτης. (5)

Ας αφήσουμε τώρα κατά μέρος αυτούς που παίρνουν αυτή την προσωνυμία με κάποιον άλλο τρόπο, όπως π.χ. τους πολιτογραφημένους (ποιητούς), και καθορίζουμε ότι πολίτης δεν είναι εκείνος που κατοικεί κάπου στην πόλη (αφού εκεί συγκατοικούν και οι μέτοικοι και οι δούλοι), ούτε εκείνοι που έχουν το δικαίωμα, να μπορούν να παρουσιάζονται μπροστά στο δικαστήριο σαν συνήγοροι ή κατηγορούμενοι (10) (αφού αυτό το δικαίωμα το έχουν κι οι πολίτες άλλης πόλης που το αποκτούν δυνάμει συνθηκών με την πόλη) ― το ίδιο άλλωστε ισχύει και στη δική τους πόλη.

Σε πολλά μέρη μάλιστα οι μέτοικοι έχουν λιγότερα δικαιώματα απ’ αυτούς και αναγκάζονται να διαλέγουν ανάμεσα στους πολίτες ένα προστάτη, ώστε ελάχιστα δικαιώματα αποκτούν από τέτοιες σχέσεις).

Το ίδιο συμβαίνει ακριβώς και με τα παιδιά τα οποία λόγω ηλικίας δεν έχουν εγγραφεί ακόμη στα μητρώα των πολιτών. (15) Επίσης κι οι γέροντες που έχουν υπερβεί ορισμένη ηλικία και δεν κάνουν καμιά δουλειά πρέπει να ονομάζονται από μια άποψη πολίτες, αλλά όχι με την πλήρη σημασία της λέξης, προσθέτοντας για τα παιδιά το χαρακτηρισμό «ατελείς» και για τους γέρους το χαρακτηρισμό «παρηκμασμένοι» ή κάτι άλλο παρόμοιο, αφού δε μας ενδιαφέρουν οι λέξεις, αλλά η έννοιά τους που είναι ξεκάθαρη.

Εκείνο που αναζητούμε είναι ο ακριβής προσδιορισμός της έννοιας του τέλειου πολίτη (20) που να είναι απαλλαγμένος από κάθε ελάττωμα που θα είναι ανάγκη να διορθωθεί, αφού και γι’ αυτούς που έχουν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα και για τους εξόριστους γεννιούνται παρόμοιες απορίες, αν και ως ποιο βαθμό είναι πολίτες, οι οποίες πρέπει να βρουν τη λύση τους.

Πολίτης με την πιο ακριβή σημασία του όρου είναι εκείνος που έχει το δικαίωμα να γίνεται δικαστής ή άρχοντας.

Κι από τις αρχές, άλλες έχουν περιορισμένη χρονική διάρκεια, (25) ώστε δεν μπορεί να τις αναλάβει δυο φορές το ίδιο πρόσωπο, ή τουλάχιστον μετά από την πάροδο ορισμένου διαστήματος, κι άλλες έχουν απεριόριστη διάρκεια όπως το να είναι δικαστής ή μέλος της εκκλησίας του δήμου.

Ίσως θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτοί ούτε άρχοντες είναι, ούτε ασκούν καμιά εξουσία, αν και είναι γελοίο να λέμε ότι δεν έχουν το δικαίωμα να ανεβαίνουν στα ανώτερα αξιώματα. (30) Αλλ’ αυτό δεν έχει καμιά σημασία, αφού πρόκειται μονάχα για ζήτημα ορολογίας.

Γιατί δεν υπάρχει καμιά λέξη που να εκφράζει συγχρόνως και την ιδιότητα του δικαστή και την ιδιότητα του μέλους της εκκλησίας του δήμου ώστε μ’ αυτή τη λέξη να δηλώνονται και οι δυο εξουσίες μαζί. Για να δώσουμε κάποιο ορισμό σ’ αυτή τη λέξη, ας μεταχειρισθούμε την έκφραση: αξίωμα με απεριόριστη διάρκεια. Θεωρούμε, επομένως, πολίτες όσους δικαιούνται να μετέχουν σ’ αυτά τα δύο αξιώματα. Αυτός, λοιπόν, είναι ο ορισμός του πολίτη που θα ταίριαζε περισσότερο σ’ εκείνους που λέγονται πολίτες. (35)

Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι από τα πράγματα, που το καθένα διαφέρει από το άλλο ως προς το είδος, και το ένα απ’ αυτά είναι το πρώτο, το άλλο δεύτερο και ούτω καθεξής, αυτά δεν έχουν καμιά σχέση το ένα με το άλλο, ή, αν έχουν, είναι ασήμαντη.

Έτσι και τα πολιτεύματα βλέπουμε ότι διαφέρουν το ένα από το άλλο κατ’ είδος αφού το ένα είναι μεταγενέστερο και το άλλο προγενέστερο.

[1275b] Κι όσα είναι ελαττωματικά και δημιουργήθηκαν παρεκτρεπόμενα από τα αρχικώς διατυπωθέντα αναγκαστικά θα τα τοποθετήσουμε μετά από εκείνα που δεν έχουν κανένα ελάττωμα. (Τι εννοούμε λέγοντας πολιτεύματα από παρέκκλιση θα το εξηγήσουμε αργότερα). Ώστε αναγκαστικά ο πολίτης ενός πολιτεύματος είναι διαφορετικός από εκείνον που ανήκει σε άλλο πολίτευμα. (5) Γι’ αυτό, ο ορισμός για τον πολίτη που δόθηκε προηγουμένως μπορεί να εφαρμοσθεί στα δημοκρατικά κυρίως πολιτεύματα. Στους πολίτες των άλλων πολιτευμάτων είναι ενδεχόμενο να ταιριάζει, αλλά όχι αναγκαστικά.

Γιατί σε μερικά πολιτεύματα, δεν υπάρχει αυτό που λέμε «λαός», ούτε τακτικές συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου, αλλά συνελεύσεις ορισμένων αρχόντων που συγκαλούνται για να δικάσουν υποθέσεις της αρμοδιότητάς τους, όπως π.χ. στη Σπάρτη όπου οι έφοροι αναλαμβάνουν τις κρατικές υποθέσεις, κι οι άλλες αρχές άλλα ζητήματα, (10) ενώ η γερουσία δικάζει τις σχετικές με τους φόνους δίκες, και ίσως άλλη αρχή κάποιες άλλες.

Το αυτό σύστημα εφαρμόζεται και στην Καρχηδόνα, όπου όλες τις δίκες τις δικάζουν ορισμένες αρχές. Επομένως πρέπει να διορθώσουμε τον ορισμό που δώσαμε για τον πολίτη. Γιατί στα άλλα πολιτεύματα δεν υπάρχει ο άρχοντας με απεριόριστη εξουσία, που έχει το δικαίωμα να είναι συγχρόνως μέλος της εκκλησίας και δικαστής, (15) αλλά εκείνος που διορίζεται από την πόλη σε κάποιο αξίωμα.

Σ’ αυτούς, λοιπόν, που συνέρχονται όλοι μαζί ή σε μερικούς απ’ αυτούς έχει δοθεί το δικαίωμα να διαβουλεύονται και να δικάζουν όλες τις υποθέσεις ή μερικές μονάχα.

Ποιος, λοιπόν, είναι ο πολίτης σ’ αυτά τα συστήματα, γίνεται φανερό από τα παραπάνω: πολίτης δηλ. είναι το άτομο που έχει το δικαίωμα να μετέχει στην πολιτική και δικαστική εξουσία. (20) Και πόλη, για να το πούμε πιο απλά, είναι το πλήθος των πολιτών που είναι οικονομικά αυτάρκεις.

ΑΡΙΣΤ Πολ 1279a22–1279b10
(Τα είδη των πολιτευμάτων)

Τα ορθά πολιτεύματα και οι παρεκκλίσεις από αυτά

Ο Αριστοτέλης όρισε και διερεύνησε τις έννοιες πολίτης και πολιτεία . Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, όσα πολιτεύματα αποσκοπούν στο κοινό συμφέρον είναι ορθά, ενώ όσα εξυπηρετούν αποκλειστικά το συμφέρον των αρχόντων ανήκουν στις παρεκκλίσεις των ορθών πολιτευμάτων. Στη συνέχεια αρχίζει να εξετάζει τα είδη των πολιτευμάτων.

Ο καθορισμός των παραπάνω μας οδηγεί να εξετάσουμε τώρα πόσα είναι τα πολιτεύματα και ποια τα γνωρίσματά τους. Θα εξετάσουμε πρώτα τα ορθά, γιατί αν τα προσδιορίσουμε, οι παρεκκλίσεις απ’ αυτά θα γίνουν φανερές.

(25) Αφού πολιτεία και πολίτευμα σημαίνουν το ίδιο πράγμα, κι η διακυβέρνηση, η υπέρτατη εξουσία των πόλεων, αναγκαστικά ασκείται ή από ένα άτομο ή από λίγους ή από πολλούς. Όταν το ένα αυτό άτομο ή οι λίγοι ή οι πολλοί κυβερνούν σύμφωνα με το κοινό συμφέρον, αναγκαστικά τα πολιτεύματα αυτά είναι ορθά. (30) Όταν όμως έχουν σκοπό να εξυπηρετήσουν το προσωπικό συμφέρον του ενός ή των λίγων ή του πλήθους είναι παραβιάσεις.

Γιατί ή πρέπει να αρνηθούμε τον τίτλο του πολίτη σ’ αυτούς, που μετέχουν στη διακυβέρνηση ή πρέπει να μετέχουν σ’ αυτήν αφού είναι πολίτες. Συνηθίζουμε από τα μοναρχικά πολιτεύματα να ονομάζουμε «βασιλεία» εκείνο που αποβλέπει στο κοινό συμφέρον, (35) και αριστοκρατία, τη διακυβέρνηση από λίγους κι όχι από ένα μονάχα πρόσωπο, είτε επειδή κυβερνούν οι άριστοι, είτε επειδή η εξουσία τους έχει σκοπό να κάμει άριστη την πόλη και τους πολίτες.

Όταν κυβερνά την πόλη ο λαός για το κοινό καλό, σ’ αυτό το πολίτευμα δίνουμε το όνομα «πολιτεία» που είναι κοινό για όλα τα πολιτεύματα. Και πολύ σωστά. (40) Γιατί αν είναι δυνατό να εξακριβώσουμε την αρετή ενός ανθρώπου ή μιας μικρής ομάδας ανθρώπων, [1279b] είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε κάθε είδος αρετής μέσα στο πλήθος, και μάλιστα την πολεμική, επειδή αυτή υπάρχει μέσα στη μάζα. Γι’ αυτό το λόγο σ’ αυτή την πολιτεία η υπέρτατη εξουσία ανήκει στην τάξη των πολεμιστών και μετέχουν στην κυβέρνηση αυτοί που κατέχουν όπλα.

(5) Παρεκτροπές των πολιτευμάτων που αναφέραμε είναι η τυραννία της βασιλείας, η ολιγαρχία της αριστοκρατίας, και της «πολιτείας» η δημοκρατία. Η τυραννία είναι μια μοναρχία που εξυπηρετεί το συμφέρον μονάχα του μονάρχη. Η ολιγαρχία ωφελεί μονάχα τους πλούσιους. Η δημοκρατία μονάχα τους φτωχούς. (10) Όμως κανένα από τα πολιτεύματα αυτά δεν εξυπηρετεί το συμφέρον του συνόλου των πολιτών.

ΑΡΙΣΤ Πολ 1279b11–1280a6
(Τα είδη των πολιτευμάτων)

Πόσο ορθοί είναι οι ορισμοί των πολιτευμάτων; – Η ουσιαστική διαφορά ολιγαρχίας–δημοκρατίας

Πρέπει δε να μιλήσουμε λίγο πιο εκτεταμένα για τα γνωρίσματα αυτών των πολιτευμάτων, επειδή το θέμα παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες. Κι ανάμεσα στους διάφορους τρόπους έρευνας ο καλύτερος τρόπος είναι εκείνου που εισχωρεί στο βάθος των πραγμάτων, δεν περιορίζεται μονάχα στην πρακτική εφαρμογή, ούτε παραλείπει κανένα σημείο, (15) αλλά αποκαλύπτει την αλήθεια για το καθετί. Τυραννία, λοιπόν, όπως είπαμε, είναι μια μοναρχία που κυβερνά με απολυταρχικό τρόπο την πολιτική κοινότητα. Ολιγαρχία υπάρχει όταν την υπέρτατη εξουσία στο κράτος κατέχουν οι πλούσιοι, και δημοκρατία αντιθέτως υπάρχει, όταν την εξουσία αυτή ασκούν όχι αυτοί που έχουν μεγάλη περιουσία, αλλά οι άποροι. (20)

Η πρώτη, λοιπόν απορία αφορά τον ορισμό. Αν υποθέσουμε δηλ. ότι η πλειοψηφία που συμβαίνει να αποτελείται από πλούσιους, κατέχει την εξουσία (έχουμε τότε ολιγαρχία;). Έχουμε, λέμε, δημοκρατία όταν την εξουσία κρατούν τα πλήθη. Όταν όμως, αντιθέτως, συμβεί οι άποροι να είναι λιγότεροι από τους εύπορους αλλά πιο γενναίοι απ’ αυτούς και κατορθώσουν να καταλάβουν την εξουσία, τότε δε θα έχουμε δημοκρατία αλλά ολιγαρχία, (25) αφού ολιγαρχικό είναι το πολίτευμα όπου οι λίγοι καταδυναστεύουν τους πολλούς; Φαίνεται επομένως από τις παραπάνω περιπτώσεις ότι οι ορισμοί που δώσαμε για τα πολιτεύματα δεν είναι σωστοί.

Αλλά κι αν πάλι συνδυάσουμε τον πλούτο με τη μειονότητα, τη φτώχεια με το πλήθος, κι αν δώσουμε όνομα σ’ αυτά τα συστήματα σύμφωνα με τους ορισμούς μας, ονομάζοντας ολιγαρχία εκείνο όπου οι πλούσιοι, ενώ είναι ολιγάριθμοι, κατέχουν την εξουσία, (30) και δημοκρατία το πολίτευμα όπου οι πολλοί και άποροι κυβερνούν, γεννιέται άλλη απορία.

Πώς θα ονομάσουμε τα συστήματα για τα οποία μιλήσαμε προηγουμένως; Εκείνο δηλ. όπου οι πλούσιοι είναι περισσότεροι και, εκείνο όπου οι φτωχοί αποτελούν μειονότητα κι όμως και οι μεν κι οι δε είναι κυβερνήτες μέσα στην πόλη τους, αν δεν υπάρχει άλλο είδος πολιτεύματος εκτός από εκείνα που απαριθμήσαμε;

(35) Από όλη αυτή τη συζήτηση φαίνεται ότι έγινε φανερό πως η κυριαρχία μιας μειοψηφίας ή μιας πλειοψηφίας αποτελεί τυχαίο γεγονός και στις ολιγαρχίες και στις δημοκρατίες, αφού παντού οι πλούσιοι είναι λίγοι και οι φτωχοί πολλοί (για τούτο κι οι αιτίες που αναφέραμε δεν προκαλούν διαφορές στα πολιτεύματα).
Η πραγματική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη (40) δημοκρατία και την ολιγαρχία, είναι η φτώχεια κι ο πλούτος. [1280a] Κι αναγκαστικά επομένως, όπου κυβερνούν οι πλούσιοι άσχετο αν είναι λίγοι ή πολλοί, έχουμε ολιγαρχία, όπου οι άποροι, έχουμε δημοκρατία. Αλλά συμβαίνει, όπως είπαμε, οι πρώτοι να είναι λίγοι και οι δεύτεροι πολλοί. (5) Υπάρχουν πραγματικά λίγοι πλούσιοι άνθρωποι, όμως όλοι απολαμβάνουν την ελευθερία. Γι’ αυτό και οι δυο κατηγορίες έχουν την αξίωση να καταλάβουν την εξουσία στο κράτος τους.

ΑΡΙΣΤ Πολ 1280a7–1281a10
(Τα είδη των πολιτευμάτων)

Κριτική της τρέχουσας άποψης περί δικαίου – Ο σκοπός μιας πολιτικής κοινωνίας και η αληθινή δικαιοσύνη

Ας εξετάσουμε πρώτα–πρώτα ποια είναι τα όρια της δημοκρατίας και της ολιγαρχίας και σε τι συνίσταται η ολιγαρχική και δημοκρατική δικαιοσύνη, (10) αφού κι η μια κι η άλλη έχουν δικές τους απόψεις πάνω στο δίκαιο. Προχωρούν όμως ως ένα σημείο χωρίς να εκφράζουν ολόκληρη τη δικαιοσύνη στην απόλυτη έννοιά της. Έχουν τη γνώμη π.χ. ότι δικαιοσύνη σημαίνει ισότητα, όχι όμως για όλους, αλλά μονάχα για τους ίσους μεταξύ τους. Κι η ανισότητα επίσης αποτελεί δικαιοσύνη και εφαρμόζεται όχι σε όλους, αλλά σε άτομα άνισα μεταξύ τους. Αλλά παραλείπουν να πουν «σε ποιους αφορά η δικαιοσύνη» και συνεπώς δεν εκδίδουν σωστές αποφάσεις. (15) Αιτία γι’ αυτό είναι ότι οι διάδικοι είναι συγχρόνως και κριτές. Και όλοι σχεδόν οι άνθρωποι είναι οι χειρότεροι κριτές των υποθέσεων που αφορούν τον εαυτό τους.

Συνεπώς, αφού η έννοια της δικαιοσύνης είναι σχετική με τα πρόσωπα και η απονομή της με την ίδια αναλογία στα πράγματα και στα πρόσωπα, όπως έχουμε πει προηγουμένως και στα «Ηθικά», παραδέχονται την ισότητα των πραγμάτων, αλλά διαφωνούν για τα πρόσωπα που πρόκειται να δικάσουν, (20) και κυρίως γι’ αυτό που είπαμε πριν από λίγο, ότι δηλ. είναι οι χειρότεροι κριτές για τον εαυτό τους, κι ακόμη ενώ, κι ο ένας κι ο άλλος εξετάζουν μέχρις ενός σημείου τι είναι δίκαιο, νομίζουν πως μιλούν για την δικαιοσύνη με την πλήρη σημασία της. Αν δηλ. είναι άνισοι σε κάτι, π.χ. στα χρήματα, νομίζουν πως είναι άνισοι σε όλα, κι αν είναι ίσοι σε άλλο, π.χ. στην ελευθερία, είναι ίσοι σε όλα. (25)

Παραλείπουν όμως να πουν το πιο βασικό. Αν δηλ. οι άνθρωποι συμπήξανε κοινωνία κι ενώθηκαν για ν’ αποκτήσουν ιδιοκτησία, ή η συμμετοχή τους στα κοινά πρέπει να είναι ανάλογη με την περιουσία τους, ώστε να φαίνεται ισχυρό το επιχείρημα των ολιγαρχικών ότι δεν είναι δίκαιο, όπως λένε, να έχει ίσα δικαιώματα εκείνος που συνεισέφερε εκατό μνας, μ’ εκείνον που συνεισέφερε μονάχα μια, (30) ούτε εκείνος που σπατάλησε τα υπόλοιπα χρήματά του, να έχει ίσα δικαιώματα πάνω στο αρχικό κεφάλαιο και στους τόκους.

Εξ άλλου η πολιτική κοινωνία συγκροτήθηκε όχι μόνο και μόνο για να ζει απλώς ο πολίτης αλλά για να ζει με άνεση. (Αλλιώς θα μπορούσε να υπάρξει μια πόλη δούλων και ζώων, αλλά δεν υπάρχει επειδή δε μπορούν να ζουν ευτυχισμένα, ούτε όπως τους αρέσει). Ούτε μπορούν να σχηματίσουν συμμαχία (35) για να μη μπορεί να τους αδικήσει κάποιος, ούτε για να διευκολυνθούν οι συναλλαγές κι οι αμοιβαίες σχέσεις τους.

Αντίθετα, οι Τυρρηνοί και οι Ετρούσκοι κι όλοι όσοι έχουν συνάψει συνθήκες μεταξύ τους, μοιάζουν σαν πολίτες μιας μονάχα πόλης. Οι λαοί αυτοί, φυσικά, έχουν συμβάσεις για τις εισαγωγές και αμοιβαίες συμφωνίες να μην αδικούν ο ένας τον άλλο και γραπτές συμβάσεις για αμυντική συμμαχία. (40) Αλλά δεν έχουν κοινές αρχές για να κανονίζουν αυτά τα ζητήματα. [1280b]

Αντιθέτως ο καθένας έχει τις δικές του, ούτε ενδιαφέρονται οι μεν ποιοι θα είναι οι άρχοντες των δε, αλλά πώς να μην παραβεί κανένας τις συμφωνίες διαπράττοντας κάποια αδικία ή φερόμενος με κάποιο τρόπο, πώς δηλ. να μη βλάψει ο ένας τον άλλο σε τίποτε. (5) Αντιθέτως η αρετή και η κακία της πολιτείας, απασχολεί την προσοχή όλων εκείνων που φροντίζουν για την καλή νομοθεσία. Γιατί είναι, βέβαια, απαραίτητο ότι η αρετή της πολιτείας που αξίζει αυτό το όνομα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής μελέτης κι όχι με τρόπο βερμπαλιστικό. Διαφορετικά η κοινότητα υποβιβάζεται σε μια συμμαχία που όσοι μετέχουν σ’ αυτή ζουν ο ένας μακρυά από τον άλλο. (10)

Κι ο νόμος καταντά να είναι συμβατικός κι όπως είπε ο σοφιστής Λυκόφρων «μια αμοιβαία εγγύηση δικαιωμάτων και καθηκόντων», αλλά και ανίκανος να κάμει τους πολίτες ενάρετους και δίκαιους. Κι ότι αυτό είναι πραγματικότητα, μπορούμε να το αποδείξουμε. Αν δηλ. συνενώσει κάποιος δυο τόπους σε ένα, έτσι που η πόλη των Μεγαρέων και των Κορινθίων να περιβληθούν από το ίδιο τείχος, (15) και πάλι δε μπορεί να δημιουργηθεί μια και μοναδική πόλη, κι αν ακόμη οι κάτοικοί τους συνήπταν επιγαμίες ανάμεσά τους, μολονότι αυτό αποτελεί ένα μέσο προσέγγισης της μιας πόλης με την άλλη. Το ίδιο θα συνέβαινε, κι αν ακόμη κάποιοι κατοικούσαν μεν χωριστά, αλλά όχι τόσο μακρυά ώστε να μη μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους, και να έχουν νόμους σύμφωνα με τους οποίους θα αποτρεπόταν κάθε αδικία στις μεταξύ τους ανταλλαγές (20) ―αν π.χ. ο ένας ήταν χτίστης, ο άλλος γεωργός, ο άλλος τσαγκάρης, κι άλλος κάτι παρόμοιο κι οι κάτοικοι ήταν δέκα χιλιάδες―, εφόσον δεν είχαν άλλες σχέσεις εκτός απ’ αυτές δηλ. την συναλλαγή και τη συμμαχία δε θα μπορούσαν παρ’ όλα αυτά να αποτελέσουν πόλη.

Για ποιαν άραγε αιτία; Όχι, βέβαια, για τη διασπορά της κοινότητας, (25) αφού κι αν ακόμη οι άνθρωποι αυτοί κατοικούσαν στον ίδιο τόπο κι είχαν τον ίδιο τρόπο επικοινωνίας (μεταβάλλοντας ο καθένας το σπίτι σε πόλη) και βοηθούσαν ο ένας τον άλλο σα να περιοριζόταν η σχέση τους στην απόκρουση εκείνων που τους αδικούν συνάπτοντας αμυντική συμμαχία, ούτε πάλι θα νόμιζαν οι προσεκτικοί παρατηρητές ότι αυτοί έχουν σχηματίσει πόλη, αφού και συγκεντρωμένοι στο ίδιο μέρος, συμπεριφέρονται όπως όταν ζούσαν διασκορπισμένοι. (30) Είναι, επομένως προφανές ότι η πόλη δεν είναι μια απλή συγκατοίκηση στον ίδιο τόπο για να μην επιτρέπονται οι αμοιβαίες αδικίες και να διευκολύνονται οι συναλλαγές.

Βέβαια όλα αυτά είναι απαραίτητα για την ύπαρξη της πόλης, αλλά κι αν υπάρχουν όλα μαζί, δεν υπάρχει πόλη. Πόλη είναι μια κοινότητα που εξασφαλίζει την καλή ζωή (το ευ ζην) και στις οικογένειες και στις ομάδες των οικογενειών για να δημιουργήσει μια τέλεια κι αυτάρκη ζωή. (35) Κι αυτό δε μπορεί να πραγματοποιηθεί αν οι κάτοικοι δε μένουν στον ένα και τον ίδιο τόπο και δεν συνάπτουν επιγαμίες μεταξύ τους.

Να για ποιο λόγο δημιουργήθηκαν συγγένειες από επιγαμίες. Έγιναν δημόσιες θυσίες κι αναπτύχθηκαν κάθε λογής σχέσεις όπως οι συγκεντρώσεις των συγγενών στις φατρίες και τόποι όπου ζουν από κοινού οι πολίτες. Οι δραστηριότητες αυτές είναι έργο φιλικής διάθεσης. Γιατί φιλία είναι να ζει κανείς κοινή ζωή με ελεύθερη βούληση.

Κι επειδή τελικός σκοπός του κράτους είναι ο καλός τρόπος ζωής των πολιτών, (40) όλα αυτά συντείνουν σ’ αυτόν. Μια πόλη είναι μια κοινότητα από οικογένειες και χωριά [1281a] όπου όλοι ζουν μια ζωή τέλεια και αυτάρκη. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μας, σημαίνει να ζει κανείς ευτυχισμένα και ηθικά.

Σκοπός, λοιπόν, της πολιτικής κοινωνίας, δεν είναι η κοινή ζωή αλλά οι ωραίες πράξεις που εκδηλώνονται μέσα στα πλαίσιά της. Γι’ αυτό ακριβώς εκείνοι που συμβάλλουν σε μεγαλύτερο βαθμό στο σχηματισμό μιας τέτοιας κοινωνίας (5) έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους ίσους ή ανώτερούς τους ως προς το βαθμό της ελευθερίας και την καταγωγή, αλλά κατώτερους ως προς την πολιτική αρετή, κι από όσους, ενώ έχουν περισσότερα πλούτη, είναι κατώτεροί τους ως προς την αρετή. (10) Φαίνεται, επομένως, καθαρά από εκείνα που είπαμε ότι όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με τα είδη των πολιτευμάτων δεν κατόρθωσαν ν’ ανακαλύψουν όλη την αλήθεια, αλλά ένα μονάχα μέρος απ’ αυτήν.

 

ΑΡΙΣΤ Πολ 1281a11–1281a39
(Ποιοι πρέπει να ασκούν εξουσία στην πόλη)

Αξιολόγηση των προσώπων ή ομάδων που ενδέχεται να αναλάβουν την εξουσία στην πόλη

Υπάρχει κι ένα άλλο πρόβλημα: ποιος πρέπει άραγε να είναι ο ηγεμόνας της πόλης; ο λαός; οι πλούσιοι; οι μετριοπαθείς; ο ένας που είναι καλύτερος απ’ όλους; ένας τύραννος; Όλες όμως αυτές οι λύσεις παρουσιάζουν την ίδια δυσκολία. Τι πρέπει να κάνουμε, λοιπόν; (15) αν οι φτωχοί μοιρασθούν, επειδή είναι περισσότεροι από τους πλούσιους, τις περιουσίες τους, αυτό δεν αποτελεί αδικία; Όχι, μα τον Δία, γιατί αυτό αποφάσισε ο νόμιμος κυβερνήτης της πόλης. Τότε τι πρέπει να πούμε ότι αποτελεί την έσχατη αδικία; Ας εξετάσουμε κι από άλλη άποψη το ζήτημα παίρνοντας υπ’ όψη όλο τον πληθυσμό: αν οι περισσότεροι μοιρασθούν τα αγαθά των λίγων, είναι φανερό ότι θα καταστρέψουν την πόλη. (20) Όμως ούτε η αρετή καταστρέφει αυτόν που την έχει κτήμα του, ούτε η δικαιοσύνη καταστρέφει την πόλη. Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι ένας τέτοιος νόμος δεν είναι δίκαιος.

Άλλη συνέπεια: είναι δυνατό όλες οι πράξεις του τυράννου να είναι δίκαιες, αφού στηριζόμενος στη δύναμή του, ασκεί βία όμοια μ’ εκείνη που ασκούν οι λαϊκές μάζες πάνω στους πλούσιους; Αλλά μήπως είναι δίκαιο η εξουσία ν’ ανήκει στους λίγους και τους πλούσιους; (25) αν όμως κι εκείνοι κάμουν τα ίδια όπως οι άλλοι κι αρπάζουν και κλέβουν τα κτήματα του λαού, είναι δίκαιο; Ούτε το ένα βέβαια ούτε το άλλο. Είναι, λοιπόν, ολοφάνερο ότι όλες αυτές οι λύσεις είναι ανήθικες κι όχι δίκαιες. Τότε μήπως πρέπει να γίνουν άρχοντες και να κυβερνούν όλους οι αψεγάδιαστοι (χωρίς ελαττώματα) άνθρωποι;

Στην περίπτωση αυτή πάλι θα αποκλεισθούν από την εξουσία όλοι οι άλλοι, (30) αφού δεν θα έχουν την τιμή να καταλάβουν κανένα αξίωμα στην πόλη. Γιατί αφού τα πολιτικά αξιώματα τα ονομάζουμε τιμές, αν τα ίδια πρόσωπα ασκούν πάντοτε την εξουσία, αναγκαστικά οι άλλοι αποκλείονται από κάθε τιμή. Μήπως είναι προτιμότερο να ασκεί την εξουσία ένας άνθρωπος, ο ηθικότερος απ’ όλους; Αυτό ευνοεί την ολιγαρχία γιατί εκείνοι που θα στερηθούν τις τιμές θα είναι οι περισσότεροι. Θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος ότι, (35) με κανένα τρόπο, δεν πρέπει να κάνουμε απόλυτο κυρίαρχο έναν άνθρωπο με τα συνηθισμένα σ’ όλους ψυχικά πάθη, αλλά το νόμο. Αλλ’ αν ο νόμος είναι ολιγαρχικός ή δημοκρατικός ως προς τι θα μας βοηθήσει να ξεδιαλύνουμε τις απορίες μας; Θα συμβεί το ίδιο μ’ εκείνα που είπαμε προηγουμένως.

ΑΡΙΣΤ Πολ 1281a39–1281b21
(Ποιοι πρέπει να ασκούν εξουσία στην πόλη)

Η “αθροιστική θεωρία”

Ας αναβάλουμε, λοιπόν, για ευθετότερο χρόνο τη συζήτηση, πάνω σ’ άλλα θέματα. (40) Το να δώσουμε την εξουσία στο πλήθος κι όχι στους άριστους αλλά λίγους πολίτες, θα αποτελούσε κάποια λύση που θα παρουσίαζε κάποιες δυσκολίες, αλλά περιέχει και μια δόση αλήθειας. Οι πολλοί δηλ. που ο καθένας τους ξεχωριστά δεν είναι αξιόλογος, [1281b] είναι ενδεχόμενο ενωμένοι όλοι μαζί να είναι καλύτεροι από τους ξεχωριστούς πολίτες, όχι σαν άτομα, αλλά σαν σύνολο, όπως τα δείπνα στα οποία συνεισφέρουν όλοι είναι καλύτερα από εκείνα που αναλαμβάνει τα έξοδά τους ένα μονάχα πρόσωπο.

Γιατί καθώς είναι πολλοί, ο καθένας διαθέτει κάποιο μόριο αρετής και πρακτικής σοφίας (5) ώστε όταν συγκεντρωθούν γεννιέται κατά κάποιο τρόπο ένας άνθρωπος με πολλά πόδια, πολλά χέρια και προικισμένος με πολλές αισθήσεις και με ανάλογο χαρακτήρα κι εξυπνάδα. Γι’ αυτό και τα πλήθη κρίνουν πιο σωστά τα έργα των μουσικών και των ποιητών. Γιατί ο ένας κρίνει ένα μέρος, ο άλλος άλλο, κι όλοι μαζί το σύνολο. (10) Και σ’ αυτό διαφέρουν οι σπουδαίοι άνθρωποι από τα άτομα που ανήκουν στο λαό, όπως π.χ. οι ωραίοι από τους όχι ωραίους, ή τα έργα της ζωγραφικής, από τα ζωντανά μοντέλα τους, κι η διαφορά συνίσταται στο ότι μαζεύτηκαν σ’ ένα σύνολο τα διασκορπισμένα εδώ κι εκεί στοιχεία κι ακόμη επειδή τα στοιχεία αυτά είναι μοιρασμένα σε διάφορα πρόσωπα, έτσι που να λέμε ότι ένας έχει πιο ωραίο μάτι από εκείνον που είναι ζωγραφισμένος, κι άλλος άλλο μέλος του σώματος. (15)

Αν τη διαφορά αυτή του πλήθους και των λίγων μορφωμένων ανθρώπων υπάρχει περίπτωση να την συναντήσουμε σε κάθε λαό και πλήθος, δεν είναι ξεκαθαρισμένο. Ίσως όμως, μα τον Δία, για μερικούς λαούς αυτό να είναι απραγματοποίητο, (γιατί ο ίδιος λόγος θα μπορούσε να ισχύσει και για τα άγρια ζώα. (20) Αφού σε τι διαφέρουν μερικοί λαοί, για να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση, από τα ζώα;). Αλλά για ορισμένους πληθυσμούς τίποτε δεν εμποδίζει να αληθεύει αυτό που είπαμε.

ΑΡΙΣΤ Πολ 1281b21–1282b13
(Ποιοι πρέπει να ασκούν εξουσία στην πόλη)

Ποια πολιτικά δικαιώματα πρέπει να δοθούν στους πολλούς; – Η ανάγκη κυριαρχίας των “ὀρθῶς κειμένων” νόμων

Με τέτοιους συλλογισμούς θα διευκολυνόμαστε να λύσουμε την προηγούμενη απορία κι αυτήν που αποτελεί λογική συνέπεια της: Ποια πρέπει να είναι τα κυριαρχικά δικαιώματα των ελεύθερων ανθρώπων και του πλήθους των πολιτών; (Και τέτοιοι είναι εκείνοι που δεν είναι πλούσιοι, (25) και δεν φημίζονται καθόλου για την αρετή τους). Το να μετέχουν στα μεγαλύτερα αξιώματα είναι επικίνδυνο (αφού από έλλειψη εντιμότητας και φρονιμάδας, μπορεί να διαπράξουν αδικίες ή να κάμουν σφάλματα).

Αλλά το να μη μετέχουν πάλι και να μη μπορούν να ζυγώσουν την εξουσία είναι φοβερό. (30) Γιατί η πόλη στην οποία υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στερημένοι των πολιτικών δικαιωμάτων και φτωχοί, είναι αναπόφευκτα γεμάτη από εχθρούς. Στην περίπτωση αυτή η μόνη λύση είναι να μετέχουν στη βουλή και στα δικαστήρια.

Γι’ αυτό δίκαια ο Σόλων και μερικοί άλλοι νομοθέτες τούς επιτρέπουν να μετέχουν ομαδικά, στην εκλογή των αρχόντων και στις λογοθεσίες τους, χωρίς να τους επιτρέπουν να ασκούν ατομικά την εξουσία. (35)

Γιατί αν ενωθούν όλοι μαζί αποκτούν ικανοποιητικό πολιτικό αισθητήριο κι αναμιγνυόμενοι με τους καλύτερους πολίτες ωφελούν τις πολιτείες, όπως ένα μη καθαρό τρόφιμο ανακατεμένο μ’ ένα καθαρό κάμνει όλη την τροφή πιο χρήσιμη από τη λίγη. Το κάθε άτομο όμως χωριστά δε μπορεί παρά να εκφέρει ατελή γνώμη.

Όμως μια τέτοια τακτοποίηση της πολιτείας προκαλεί πρώτα–πρώτα την εξής απορία: (40) Μπορεί να σκεφθεί κάποιος ότι αρμόδιος για να κρίνει αυτόν που έκαμε σωστή θεραπεία, είναι εκείνος που έχει γιατρέψει κι έχει κάμει καλά τον άρρωστο από την αρρώστια για την οποία γίνεται λόγος. Κι αυτός είναι ο γιατρός.

[1282a] Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες τέχνες και για κάθε τι όπου είναι απαραίτητη η εμπειρία. Όπως δηλ. ο γιατρός πρέπει να λογοδοτεί σε γιατρούς, έτσι κι άλλοι πρέπει να δίνουν λόγο στους ομότεχνούς τους. Στον όρο «γιατρός» δεν περιλαμβάνεται μονάχα ο επιστήμονας, αλλά κι αυτός που έχει κάμει πρακτική εξάσκηση, «ο αρχιτεχνίτης», και τρίτος κατά σειρά, ο άνθρωπος που έχει κάποιαν ιδέα ιατρικής. (5) Γιατί οι ερασιτέχνες αυτού του είδους υπάρχουν σ’ όλες σχεδόν τις τέχνες. Κι αναγνωρίζουμε ίσο δικαίωμα κρίσεως τόσο στους καλλιεργημένους ερασιτέχνες όσο και στους επαγγελματίες γιατρούς.

Έπειτα θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ίδιες αρχές ισχύουν και στις εκλογές, αφού η ορθή εκλογή είναι έργο των ειδικών, όπως π.χ. όσοι έχουν γνώσεις γεωμετρίας να εκλέγουν ένα γεωμέτρη κι οι κυβερνήτες πλοίων τον πλοίαρχο. (10) Και μολονότι σε μερικές δουλειές και τέχνες, έχουν δικαίωμα ψήφου και μερικοί ιδιώτες, η γνώμη τους δεν έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τη γνώμη των ειδικών. Σύμφωνα, επομένως, μ’ αυτό το συλλογισμό, δε θα έπρεπε ν’ αφήνουμε το λαό να πρωταγωνιστεί ούτε στις εκλογές των αρχόντων, ούτε στην εκτίμηση των ευθυνών τους.

(15) Ίσως όμως όλα αυτά τα επιχειρήματα να μην είναι σωστά, πρώτα–πρώτα για το λόγο που είπαμε παραπάνω, ότι δηλ. η νοοτροπία του λαού δεν είναι πολύ δουλική (αφού ο καθένας απομονωμένος από τους άλλους, θα είναι βέβαια, κατώτερος από τους ειδικούς, αν όμως συγκεντρωθούν όλοι μαζί θα είναι καλύτεροι κριτές ή τουλάχιστον όχι χειρότεροι από τους ειδικούς) κι ακόμη επειδή, όσον αφορά μερικά πράγματα, εκείνος που τα κατασκευάζει δεν είναι ο μόνος κι ο καλύτερος κριτής. Υπάρχουν δηλ. τέχνες των οποίων τα προϊόντα μπορούν να τα εκτιμήσουν κι αυτοί που δεν τα άσκησαν πρακτικά: (20) Ένα σπίτι π.χ. δεν μπορεί να το κρίνει μονάχα εκείνος που το έχτισε, αλλά θα το εκτιμήσει καλύτερα εκείνος που θα το χρησιμοποιήσει (και το χρησιμοποιεί ο αρχηγός της οικογένειας). Επίσης κι ένας πλοίαρχος θα κρίνει καλύτερα ένα τιμόνι από τον κατασκευαστή του, και τα φαγητά ενός συμποσίου όσοι θα συμμετάσχουν σ’ αυτό κι όχι ο μάγειρος.

Η λύση, λοιπόν, της παραπάνω απορίας, θα φανεί χωρίς αμφιβολία ικανοποιητική. Αλλά παρουσιάζεται μια άλλη στενά συνυφασμένη μ’ αυτήν: (25) φαίνεται δηλ. ανόητο οι μετριότητες να παίρνουν τελεσίδικες αποφάσεις για θέματα πολύ ενδιαφέροντα κι όχι οι ξεχωριστοί πολίτες. Γιατί, φυσικά, οι λογοδοσίες των αρχόντων και οι εκλογές για την κατάληψη αξιωμάτων είναι σοβαρότατα ζητήματα. Κι αυτά, όπως είπαμε, μερικές πολιτείες, τα παραχωρούν στο λαό, αφού η εκκλησία του δήμου ασκεί κυριαρχική εξουσία σ’ όλα αυτά. Βέβαια, όλα τα μέλη αυτής της συνέλευσης, για να έχουν το δικαίωμα να παίρνουν αποφάσεις και να δικάζουν, (30) πρέπει να έχουν, άσχετα με την ηλικία κάποια μέτρια περιουσία. Αλλά για να γίνουν ταμίες και στρατηγοί, ή για να καταλάβουν τα πιο υψηλά αξιώματα, πρέπει να έχουν μεγάλα εισοδήματα.

Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να λύσει κανείς κι αυτή την απορία επειδή ίσως έχει τεθεί σωστά. Γιατί στην πραγματικότητα ούτε ο δικαστής, ούτε ο βουλευτής, ούτε το μέλος της εκκλησίας του δήμου ασκούν την εξουσία, (35) αλλά τα δικαστήρια, η βουλή κι ο λαός. Ο καθένας απ’ αυτούς που αναφέραμε είναι ένα μικρό μόριο των διαφόρων αρχών. (Εννοώ δε λέγοντας μόριο τον βουλευτή, το μέλος της εκκλησίας του δήμου και τον δικαστή). Ώστε είναι δίκαιο οι πολλοί να αποφασίζουν κυριαρχικά για τα πιο σοβαρά ζητήματα, αφού από τους πολλούς αποτελούνται ο λαός, η βουλή και τα δικαστήρια. (40) Και το γενικό εισόδημα όλων αυτών μαζί είναι μεγαλύτερο από το εισόδημα του καθενός χωριστά κι από το εισόδημα των λίγων που έχουν το δικαίωμα να ανέρχονται στα πιο μεγάλα αξιώματα.

[1282b] Τα παραπάνω ας θεωρηθούν τακτοποιημένα μ’ αυτό τον τρόπο. Όσο για το θέμα που θεωρήσαμε πρωταρχικό, είναι προφανές ότι άλλη λύση δεν υπάρχει, εκτός από το να καταστήσουμε κυρίαρχους της πόλης τους καλώς κειμένους νόμους. Και ο άρχοντας (είτε είναι ένας, είτε περισσότεροι) πρέπει να παίρνει αποφάσεις (5) μόνο στις περιπτώσεις που οι νόμοι δεν είναι δυνατό να καθορίζουν με ακρίβεια, γιατί δεν είναι εύκολο να νομοθετήσει κανείς για όλα. Πάντως το ποιοι πρέπει να είναι ο νόμοι που τους χαρακτηρίζουμε «ορθώς κειμένους» δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμη κι έτσι η αρχική απορία μας παραμένει άλυτη. Εξάλλου, όπως τα πολιτεύματα, αναγκαστικά και οι νόμοι πρέπει να είναι κακοί ή καλοί, δίκαιοι ή άδικοι. (10) Αλλά το εξής είναι φανερό: οι νόμοι στα κανονικά πολιτεύματα πρέπει αναγκαστικά να είναι δίκαιοι, σ’ αυτά όμως που αποτελούν παρέκκλισή τους, δεν είναι δυνατό να είναι δίκαιοι.

ΑΡΙΣΤ Πολ 1282b14–1283a22
(Ποιοι πρέπει να ασκούν εξουσία στην πόλη)

Πού πρέπει να στηρίζεται η διεκδίκηση των πολιτικών αξιωμάτων;

Αφού όλες οι επιστήμες κι οι τέχνες έχουν θέσει τελικό σκοπό τους ένα αγαθό, (15) τότε το μεγαλύτερο αγαθό στον υπέρτατο βαθμό του πρέπει να αποτελεί τελικό σκοπό εκείνης που κυριαρχεί πάνω απ’ όλες τις άλλες. Κι αυτή είναι η πολιτική δύναμη. Και αγαθό στην πολιτική είναι η δικαιοσύνη, δηλ. το κοινό συμφέρον. Και όλοι οι άνθρωποι βλέπουν μέσα στην έννοια της δικαιοσύνης κάποιαν ισότητα και, ως ένα σημείο τουλάχιστον, συμφωνούν με τις φιλοσοφικές θεωρίες που έχουν καθοριστεί στα «Ηθικά». (20)

Τι είναι δηλ. δίκαιο και σε ποιους πρέπει να εφαρμόζεται, και ότι πρέπει να ισχύει η ισότητα μεταξύ ίσων. Και δεν πρέπει να μας διαφεύγει σε ποιους πρέπει να εφαρμόζεται η ισότητα και σε ποιους η ανισότητα, γιατί αυτό το ζήτημα γεννά απορίες και αφορά την πολιτική φιλοσοφία. Ίσως θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα πολιτικά αξιώματα πρέπει να απονέμονται άνισα και με βάση την υπεροχή ως προς κάποιο αγαθό, (25) αν σ’ όλα τ’ άλλα δεν διαφέρουν καθόλου, αλλά είναι απολύτως όμοιοι.

Πραγματικά οι διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετικά δικαιώματα και διαφορετική αξία. Όμως, αν αυτή η αρχή είναι αληθινή, τότε όσοι υπερέχουν ως προς το χρώμα, το ανάστημα και οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό, θα έπρεπε να έχουν περισσότερα πολιτικά δικαιώματα, ανάλογα με το βαθμό της υπεροχής τους. (30) Αλλά μήπως αυτό αποτελεί ολοφάνερη πλάνη;

Και γίνεται φανερό από τις άλλες επιστήμες και ικανότητες; Αν δηλαδή, μοιράσουμε αυλούς σε αυλητές που κατέχουν την τέχνη τους στον ίδιο βαθμό, δεν πρέπει να δώσουμε τους καλύτερους αυλούς σ’ αυτούς που έχουν ευγενέστερη καταγωγή, γιατί αυτοί δε θα παίξουν καλύτερα γι’ αυτή την αιτία, αλλά, αντίθετα, πρέπει να δίνουμε τους ανώτερης ποιότητας αυλούς, σ’ αυτούς που υπερέχουν στην εκτέλεση του έργου. (35) Κι αν αυτό που θέλουμε να πούμε δεν έγινε φανερό, θα γίνει πιο ξεκάθαρο αν προχωρήσουμε περισσότερο.

Αν, π.χ. ένας άνθρωπος υπερέχει στην αυλητική τέχνη, αλλά είναι πολύ κατώτερος στην ευγενική καταγωγή και στην ομορφιά, μολονότι το καθένα απ’ αυτά έχει πιο μεγάλη σπουδαιότητα από την τέχνη του αυλητή (κι εννοώ την ευγένεια και την ομορφιά) (40) και αναλογικά είναι ανώτερα απ’ την αυλητική τέχνη, απ’ όσο υπερέχει εκείνος ως προς την αυλητική, σ’ εκείνον πρέπει να δοθούν οι καλύτερης ποιότητας αυλοί. [1283a] Γιατί η υπεροχή και του πλούτου και της ευγενικής καταγωγής, θα έπρεπε να συμβάλλουν στην τελειότητα της εκτέλεσης του έργου.

Όμως δεν συμβάλλουν καθόλου. Ακόμη ας υποθέσουμε πως αυτός ο συλλογισμός μπορεί να εφαρμοσθεί στη σύγκριση ενός αγαθού με οποιοδήποτε άλλο. Αν π.χ. κάποιος υπερέχει κατά το ανάστημα, (5) τότε γενικά το ανάστημα θα μπορούσε να είναι εφάμιλλο με τον πλούτο και την ελευθερία.

Ώστε αν ένας υπερέχει κατά το ανάστημα περισσότερο απ’ όσο υπερέχει ένας άλλος από έναν τρίτο στην αρετή κι αν το ανάστημα είναι γενικά ανώτερο από την αρετή, τότε όλα και τα πιο διαφορετικά πράγματα θα μπορούσαν να συγκριθούν μεταξύ τους. Γιατί, αν το ανάστημα υπερέχει από κάθε άλλο αγαθό κατά ποσόν, με κάποια προσθήκη θα πετυχαίναμε την ισότητα.

(10) Επειδή όμως αυτό είναι αδύνατο, βλέπουμε ότι και στον τομέα της πολιτικής, δε μπορούμε να στηριχθούμε σε καμιά ανισότητα για τη διεκδίκηση των πολιτικών αξιωμάτων. (Αν λ.χ. άλλοι είναι αργοί, κι άλλοι είναι γρήγοροι, αυτός δεν είναι λόγος για να έχουν οι πρώτοι ή οι δεύτεροι περισσότερα ή λιγότερα δικαιώματα στην εξουσία, αφού στους γυμνικούς αγώνες ανταμείβεται αυτή η διαφορά), (15) αλλά πρέπει η διεκδίκηση των αξιωμάτων να γίνεται αναγκαστικά με βάση τα στοιχεία από τα οποία απαρτίζεται η πόλη. Γι’ αυτό δικαιολογημένα διεκδικούν αυτές τις τιμές και οι ευγενείς κι οι ελεύθεροι κι οι πλούσιοι. Πρέπει, βέβαια, οι ελεύθεροι να έχουν και κάποιο εισόδημα (αφού η πόλη δεν είναι δυνατό να υπάρξει μόνο από φτωχούς, όπως και μόνο από δούλους). Κι αν αυτά είναι απαραίτητα να υπάρχουν, (20) είναι φανερό ότι είναι απαραίτητα επίσης και η δικαιοσύνη και η πολεμική αρετή. Γιατί χωρίς αυτές δεν είναι δυνατό να διατηρηθεί η πόλη. Κι αν χωρίς τα δύο πρώτα είναι αδύνατο να υπάρξει πόλη, χωρίς τα δύο τελευταία είναι αδύνατο να κυβερνηθεί με καλό τρόπο.

ΑΡΙΣΤ Πολ 1283a23–1284b34
(Ποιοι πρέπει να ασκούν εξουσία στην πόλη)

Πόσο δικαιολογημένες είναι οι αξιώσεις διάφορων πληθυσμιακών ομάδων για κατάληψη της εξουσίας; – Διερεύνηση της σκοπιμότητας του οστρακισμού

Σχετικά, λοιπόν, για την ύπαρξη της πόλης μπορούμε να πούμε ότι συζητήσαμε σωστά όλες τις απόψεις ή μερικές από αυτές. (25) Αλλά αν πρόκειται να εξασφαλίσουμε την καλή ζωή, πρέπει να συζητήσουμε οπωσδήποτε με μεγάλη προσοχή τα προβλήματα της εκπαίδευσης και της αρετής, όπως είπαμε και προηγουμένως. Κι επειδή ούτε εκείνοι που είναι ίσοι σε κάτι πρέπει να θεωρούνται ίσοι σε όλα, ούτε κι εκείνοι που είναι άνισοι σ’ ένα σημείο, πρέπει να είναι άνισοι σε όλα, όλα τα είδη των πολιτευμάτων στα οποία δεν εφαρμόζονται τα παραπάνω αποτελούν παραποιήσεις των κανονικών. (30) Ειπώθηκε ήδη και προηγουμένως ότι όλες οι αξιώσεις αυτών που διεκδικούν τα αξιώματα είναι δίκαιες από κάποιαν άποψη, αλλά όχι κι από όλες τις απόψεις.

Οι πλούσιοι έχουν δίκιο, γιατί κατέχουν τη μεγαλύτερη έκταση της γης ―και η χώρα είναι κοινό αγαθό― και στις συναλλαγές τους εμπνέουν περισσότερη εμπιστοσύνη επειδή τηρούν γενικά τις συμφωνίες τους. Οι ελεύθεροι και ευγενείς επειδή η κοινωνική τους θέση τους φέρνει τον ένα κοντά στον άλλο (35) (αφού θεωρούνται αξιολογότεροι πολίτες οι ευγενείς από εκείνους που έχουν ταπεινή καταγωγή και η ευγένεια, σε όλους τους λαούς, είναι αντικείμενο εκτιμήσεως).

Άλλος λόγος επίσης είναι ότι είναι φυσικό οι απόγονοι των καλυτέρων να είναι κι αυτοί καλύτεροι από τους άλλους, αφού η ευγενική καταγωγή είναι οικογενειακή αρετή. Επίσης θα πούμε ότι είναι δίκαιες, κατά τη γνώμη μας, οι αξιώσεις, εκείνων, που υποστηρίζουν ότι η αρετή πρέπει να διεκδικήσει πολιτικά δικαιώματα, επειδή νομίζουμε ότι η δικαιοσύνη είναι κοινωνική αρετή, κι ότι είναι ανάγκη να την ακολουθούν οι άλλες αρετές. (40)

Αλλά είναι εξ ίσου αληθινό ότι και οι πολλοί μπορούν να εγείρουν διεκδικήσεις κατά των λίγων γιατί εκείνοι που αποτελούν την πλειοψηφία, συγκρινόμενοι στο σύνολό τους με την μειοψηφία είναι πιο δυνατοί, πιο πλούσιοι και καλύτεροι

[1283b] Συνεπώς, αν υποθέσουμε ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται συγκεντρωμένοι στην ίδια πόλη, κι εννοώ π.χ. τους ενάρετους, τους πλούσιους, τους ευγενείς κι όλο τον άλλο όγκο των πολιτών, θα εγερθεί αμφισβήτηση ποιοι πρέπει να ασκούν την εξουσία ή όχι; (5) Στο καθένα, φυσικά, από τα πολιτεύματα που αναφέραμε, το ποιος πρέπει να κυβερνήσει είναι πάνω από κάθε αμφισβήτηση (αφού αυτοί που θα ασκήσουν κάποια αρχή είναι διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο: Π.χ. ορισμένα αξιώματα ταιριάζουν στους πλούσιους, άλλα στους ενάρετους ανθρώπους και ούτω καθεξής). Αλλ’ όμως πρέπει να εξετάσουμε πώς θα κανονίσουμε αυτό το ζήτημα όταν υπάρχουν στην πόλη όλες αυτές οι κατηγορίες του πληθυσμού ταυτοχρόνως. (10) Αν λ.χ. οι ενάρετοι είναι ελάχιστοι, πώς θα μοιράσουμε τ’ αξιώματα;

Πρέπει να εξετάσουμε το μικρό αριθμό τους συγκριτικά με το έργο που μπορούν να προσφέρουν και να δούμε αν είναι ικανοί να διοικούν την πόλη ή μήπως είναι τόσο πολλοί ώστε να σχηματίσουμε μ’ αυτούς μια πόλη; Αλλά παρουσιάζεται μια δυσκολία σχετική με όσους έχουν αξιώσεις πάνω στα αξιώματα και τις τιμές της πολιτείας. (15)

Θα μπορούσε να έχει κανείς τη γνώμη ότι δεν έχουν δίκιο όσοι έχουν την αξίωση να κυβερνούν επειδή είναι πλούσιοι. Το ίδιο κι εκείνοι που έχουν ευγενική καταγωγή. Γιατί είναι φανερό, ότι κάποιος που είναι πλουσιώτερος απ’ όλους τους άλλους, σύμφωνα μ’ αυτό το δίκαιο, θα πρέπει μόνος αυτός απ’ όλους να καταλάβει την εξουσία.

Το ίδιο θα ήταν δυνατόν να ισχύσει και γι’ αυτόν που έχει ανώτερο βαθμό ευγενικής καταγωγής, σχετικά με όσους διεκδικούν αξιώματα σαν ελεύθεροι πολίτες. (20) Το ίδιο θα συμβεί, χωρίς αμφιβολία, στα αριστοκρατικά πολιτεύματα, που στηρίζονται στην αρετή των πολιτών. Γιατί αν κάποιος πολίτης είναι ανώτερος, απ’ όλους που θεωρούνται σπουδαίοι σ’ αυτό το πολίτευμα, αυτός πρέπει να κυβερνήσει σύμφωνα με το ίδιο δίκαιο.

Αλλά κι αν σύμφωνα μ’ αυτήν την αρχή και το πλήθος πρέπει να κατέχει την εξουσία, (25) αφού οι πολλοί είναι ισχυρότεροι από τους λίγους. Αν όμως ένας ή περισσότεροι γίνουν ισχυρότεροι από τους πολλούς, αυτοί πρέπει να κατέχουν την εξουσία κι όχι το πλήθος.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν καθαρά ότι κανένα από τα επιχειρήματα εκείνων που έχουν την αξίωση να καταλάβουν οι ίδιοι την εξουσία κι οι άλλοι να γίνουν υπήκοοί τους, δεν είναι ορθό. (30) Γιατί σ’ εκείνους που έχουν την αξίωση να είναι κυρίαρχοι του πολιτεύματος για την αρετή τους, και σ’ εκείνους που έχουν την ίδια αξίωση για τα πλούτη τους, οι λαϊκές μάζες θα μπορούσαν να αντιτάξουν μια σωστή δικαιολογία: τίποτε δεν εμποδίζει κάποτε το πλήθος να είναι καλύτερο και πλουσιώτερο από τους λίγους, θεωρούμενο όχι σαν άτομα ξεχωριστά, αλλά σαν σύνολο: (35)

Αυτό μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε με τον ακόλουθο τρόπο την ζητημένη απορία που διατυπώνουν μερικοί: εκφράζουν δηλ. κάποιοι την απορία αν ο νομοθέτης που θέλει να θεσπίσει τους πιο δίκαιους νόμους, πρέπει να νομοθετήσει σύμφωνα με το συμφέρον των καλύτερων ή των περισσότερων, όταν αντιμετωπίζει το παραπάνω δίλημμα. (40) Η λέξη «δίκαιο» πρέπει να σημαίνει «δίκαιο σύμφωνα με την ισότητα» και αυτό που είναι «δίκαιο σύμφωνα με την ισότητα» πρέπει ν’ αποβλέπει στο κοινό συμφέρον της πόλης και το κοινό συμφέρον των πολιτών.

Πραγματικά πολίτης, είναι εκείνος που κυβερνά και κυβερνιέται με τη σειρά του, [1284a] αλλά η θέση του ποικίλλει ανάλογα με κάθε πολιτικό σύστημα, αλλά στο καλύτερο από όλα είναι εκείνος που μπορεί να εκλέγει ελεύθερα να κυβερνιέται και να κυβερνά ζώντας μια ζωή σύμφωνη με την αρετή.

Όμως, αν υπάρχει ένας, ή περισσότεροι, (5) αλλά όχι αρκετοί για να συμπληρώσουν όλα τα αξιώματα της πόλης, που η ανωτερότητά τους στην αρετή δεν μπορεί να συγκριθεί με την αρετή ή την πολιτική δύναμη όλων μαζί των άλλων, είτε είναι περισσότεροι είτε ένας μονάχα, δεν πρέπει να τους περιλάβουμε στους πολίτες της πόλης.

Γιατί θα τους αδικήσουμε, αναγνωρίζοντάς τους δικαιώματα ίσα, (10) ενώ η αρετή και η πολιτική ικανότητά τους τους καθιστούν άνισους. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου]. Απ’ αυτό συμπεραίνουμε ότι η νομοθεσία αφορά αναγκαστικά στους ίσους και ως προς την γέννηση και την πολιτική δύναμη, ενώ για τέτοιες ανώτερες προσωπικότητες δεν υπάρχει νόμος. Αφού οι ίδιοι είναι νόμος. Και θα ήταν γελοίο να προσπαθήσει να κάμει νόμους εναντίον τους. (15) Θα μπορούσαν τότε αυτοί να δώσουν την ίδια απάντηση που, όπως λέει ο Αντισθένης, έδωσαν τα λιοντάρια στους λαγούς όταν δημηγορούσαν και απαιτούσαν να έχουν όλοι τα ίδια δικαιώματα.

Για το λόγο αυτό οι δημοκρατικές πολιτείες θεσπίζουν τον εξοστρακισμό. Αυτές δηλ. οι πόλεις επιδιώκουν πάνω απ’ όλα την ισότητα, (20) κι έτσι αυτούς που υπερείχαν και ασκούσαν επιρροή με τα πλούτη ή την απόκτηση πολλών πολιτικών φίλων ή κάποιαν άλλη πολιτική ισχύ, τους εξοστράκιζαν και τους εξόριζαν από την πόλη ορισμένο χρονικό διάστημα.

Η μυθολογία αναφέρει ότι για την ίδια αιτία εγκατάλειψαν οι Αργοναύτες τον Ηρακλή: το πλοίο «Αργώ» αρνήθηκε να τον μεταφέρει μαζί με τους άλλους, (25) επειδή ήταν πολύ ανώτερος από το άλλο πλήρωμα. Γι’ αυτό δεν πρέπει να νομίζουμε απόλυτα σωστές τις επικρίσεις κατά του τυραννικού πολιτεύματος και τη συμβουλή του Περιάνδρου στον Θρασύβουλο. (Λέγεται δηλ. ότι ο Περίανδρος δεν είπε τίποτε στον κήρυκα που ήρθε να ζητήσει τη συμβουλή του, (30) αλλά περιορίστηκε στο να κόψει τα κεφάλια των σταχυών που ήταν πιο ψηλά για να ισοπεδώσει έτσι το χωράφι. Ο κήρυκας, που δεν κατάλαβε τη σημασία αυτής της χειρονομίας, ανέφερε το γεγονός στον Θρασύβουλο, που αντελήφθηκε ότι έπρεπε να σκοτώσει τους ανθρώπους που ήταν ανώτεροι από τους άλλους).

Πραγματικά αυτή η μέθοδος δε συμφέρει μονάχα τους τυράννους, ούτε την χρησιμοποιούν μονάχα οι τύραννοι, (35) αλλά το ίδιο συμβαίνει και στα ολιγαρχικά και τα δημοκρατικά καθεστώτα. Γιατί ο εξοστρακισμός φέρνει, τρόπον τινά, το ίδιο αποτέλεσμα, να ξεκόβει δηλ. από τους άλλους και να εξορίζει τους ανώτερους ανθρώπους. Το ίδιο κάνουν ακόμη και στις πόλεις και τα έθνη εκείνοι που κατέχουν την εξουσία: Οι Αθηναίοι π.χ. έκαμαν το ίδιο στους κάτοικους της Σάμου, της Χίου και της Λέσβου (40) (αφού μόλις εξασφάλισαν την κυριαρχία τους, τους ταπείνωσαν παραβιάζοντας τις συνθήκες). [1284b] Κι ο βασιλιάς των Περσών αποδεκάτισε πολλές φορές τους Μήδους και τους Βαβυλώνιους και τους άλλους λαούς που είχε υποτάξει, επειδή ήταν πολύ περήφανοι για την ισχύ που είχαν κάποτε.

Ο τρόπος αυτός της άμυνας εφαρμόζεται από όλα τα πολιτεύματα κι απ’ αυτά που θεωρούνται σωστά. (5) Γιατί τα από παρέκκλιση του κανόνα σχηματισμένα πολιτεύματα, εφαρμόζουν αυτή τη μέθοδο φροντίζοντας για το δικό τους συμφέρον, αλλά με τον ίδιο τρόπο ενεργούν και τα συστήματα που αποβλέπουν στο συμφέρον του συνόλου. Είναι φανερό ότι το ίδιο συμβαίνει και στις άλλες τέχνες και επιστήμες: Γιατί ούτε ο ζωγράφος θ’ αφήσει ένα άτομο που ζωγραφίζει με το ένα πόδι υπερβολικά μεγάλο, έστω κι αν έχει ξεχωριστή ομορφιά, γιατί ζημιώνει τη συμμετρία του συνόλου, (10) ούτε ο ναυπηγός την πρύμνη ή άλλο μέρος του πλοίου να ξεπεράσει τον κανόνα της συμμετρίας, ούτε ο μαέστρος μιας χορωδίας, θα αφήσει να τραγουδά μαζί με τα άλλα μέλη της εκείνον που έχει την πιο δυνατή και πιο γλυκειά φωνή.

Τίποτε, λοιπόν, δεν εμποδίζει τους μονάρχες να συμφωνούν απόλυτα με τις πόλεις τους, (15) όταν η μέθοδος αυτή ενισχύει και τη δική τους δύναμη και εξυπηρετεί συγχρόνως και το συμφέρον της πόλης των. Επομένως, όσον αφορά τις ανεγνωρισμένες προσωπικότητες, η επιχειρηματολογία υπέρ του εξοστρακισμού, έχει κάποια πολιτική δικαίωση. Θα ήταν ίσως προτιμότερο, ο νομοθέτης να τακτοποιήσει από την αρχή το πολιτικό του σύστημα έτσι ώστε να μην έχει ανάγκη από τέτοια θεραπεία. Μα «στο δεύτερο ταξίδι, αν γίνει», όπως λέει κι η παροιμία, υπάρχει τρόπος να διορθωθεί το σύστημα. (20) Κάτι τέτοιο όμως δε θα μπορούσε να συμβεί σχετικά με τις πόλεις. Γιατί οι κυβερνήτες δεν αποβλέπανε στο συμφέρον της δικής τους πολιτείας αλλά στο κομματικό τους όφελος χρησιμοποιώντας τον εξοστρακισμό.

Και στα κατά παρέκκλιση πολιτεύματα, είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η μέθοδος και συμφέρει και δίκαιη είναι, αλλά χωρίς αμφιβολία δεν είναι δίκαιη σύμφωνα με τη σωστή σημασία του όρου. (25) Όμως η χρησιμοποίησή του στην τέλεια πολιτεία γεννά πολλές απορίες: Όταν παρουσιασθεί ένας πολίτης όχι μόνον ανώτερος στα άλλα αγαθά, δηλ. στην πολιτική δύναμη, τα πλούτη και τους πολυάριθμους κομματικούς φίλους, αλλά στην αρετή, τι πρέπει να κάνουμε; Γιατί βέβαια δεν μπορούμε να πούμε ότι πρέπει να τον εξοστρακίσουμε και να τον εξορίσουμε σ’ άλλο μέρος, (30) ούτε όμως και να τον αφήσουμε να καταλάβει την εξουσία, αφού αυτό θα έμοιαζε σα να έχουμε την αξίωση ο Δίας να μοιρασθεί μαζί μας τα αξιώματα. Δε μας απομένει, λοιπόν, παρά εκείνο που είναι και πιο φυσικό, να υπακούουμε όλοι ευχαρίστως σ’ ένα τέτοιο άντρα, κι έτσι άνθρωποι όμοιοι μ’ αυτόν θα είναι σ’ όλη τους τη ζωή βασιλιάδες στις πόλεις.

ΑΡΙΣΤ Πολ 1291b30–1292a38

Τα είδη της δημοκρατίας

Στο τέλος του τρίτου βιβλίου έγινε λόγος για το πολίτευμα της βασιλείας, ενώ από το τέταρτο, στο οποίο ανήκει και το απόσπασμα που ακολουθεί, ξεκινά η εξέταση των δημοκρατικών και ολιγαρχικών πολιτευμάτων.

Πρώτο, λοιπόν, είδος δημοκρατίας είναι εκείνη που παίρνει τ’ όνομά της κυρίως από την ισότητα. Η ισότητα δηλ. σύμφωνα με το νόμο μιας τέτοιας δημοκρατίας, συνίσταται στο ότι οι φτωχοί κι οι πλούσιοι έχουν ίδια δικαιώματα και στο ότι καμιά από τις δυο αυτές ομάδες δεν είναι κυρίαρχη η μια της άλλης, αλλά κι οι δύο είναι όμοιες. (35) Γιατί, αν, όπως παραδέχονται μερικοί, η ελευθερία καθώς κι η ισότητα μπορεί να φτάνουν στο ψηλότερο σημείο τους, μόνο σ’ αυτό το πολίτευμα συμβαίνει, αφού όλοι, χωρίς εξαίρεση, οι πολίτες έχουν όμοια δικαιώματα και μετέχουν σ’ όλα τ’ αξιώματα. Κι όπως ο λαός αποτελεί την πλειοψηφία κι οι αποφάσεις της πλειοψηφίας είναι τελεσίδικες, αναγκαστικά αυτό το σύστημα είναι δημοκρατία.

Το παραπάνω είναι ένα είδος δημοκρατίας. Υπάρχει κι άλλο: εκείνο σύμφωνα με το οποίο μπορεί να καταλάβει κανείς αξιώματα ανάλογα με τα εισοδήματά του, που δεν πρέπει να είναι μεγάλα. Ο κάτοχος αυτών των εισοδημάτων μπορεί να μετέχει στην εξουσία, (40) αν όμως τα χάνει, δεν μπορεί να πάρει κανένα αξίωμα. [1292a] Άλλο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο κατά το οποίο μπορούν να αναλάβουν εξουσία όλοι οι μη υπόλογοι σε τίποτε πολίτες. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου] Άλλο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο όπου όλοι μπορεί να καταλάβουν αξιώματα, αρκεί να είναι γνήσιοι πολίτες, ανώτατος όμως κυρίαρχος θα είναι ο νόμος. Σε μιαν άλλη μορφή δημοκρατίας, (5) όλες οι άλλες διατάξεις είναι οι ίδιες με την προηγούμενη, εκτός του ότι κυρίαρχος είναι ο λαός κι όχι ο νόμος. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου] Αυτό συμβαίνει εκεί όπου κυριαρχούν οι δημαγωγοί. Γιατί στα νόμιμα δημοκρατικά πολιτεύματα δεν υπάρχουν δημαγωγοί, αλλά την προεδρία της εκκλησίας του δήμου κατέχουν οι πιο ενάρετοι πολίτες. (10) Πάντως όπου η ανώτατη εξουσία δεν ανήκει στους νόμους, εκεί εμφανίζονται οι δημαγωγοί. Γιατί ο λαός γίνεται μονάρχης, ένας και μοναδικός, όταν αποτελείται από πολλούς. Γιατί κυρίαρχοι είναι οι πολλοί, όχι ο καθένας χωριστά, αλλά όλοι μαζί, σαν σύνολο: Και δεν είναι ξεκάθαρο τι θέλει να πει ο Όμηρος χρησιμοποιώντας τη λέξη «πολυκοιρανίη» στο στίχο:

Το να ειν’ πολλοί οι αρχηγοί, δεν είναι καλό πράγμα.

Εννοεί αυτό που είπαμε παραπάνω ή την περίπτωση, που, ενώ υπάρχουν πολλοί άρχοντες, ο καθένας κυβερνά χωριστά για λογαριασμό του;

(15) Τέτοιος λαός όμως, επειδή είναι απόλυτος μονάρχης, επιζητεί να βασιλεύσει μόνος, εφόσον απορρίπτει την κυριαρχία του νόμου και γίνεται δεσποτικός και τιμώνται οι κόλακες που τον κολακεύουν. Και μια τέτοια δημοκρατία είναι ανάλογη με την τυραννία ανάμεσα στα μοναρχικά πολιτεύματα. Κι ο χαραχτήρας τους είναι ο ίδιος: και τα δύο συστήματα συμπεριφέρονται δεσποτικά στους άριστους πολίτες. (20)

Και τα ψηφίσματα σ’ αυτά ισοδυναμούν με διατάγματα, κι ο δημαγωγός κι ο κόλακας έχουν την ίδια κι ανάλογη δύναμη. Κι οι δυο τους ασκούν μεγάλη επίδραση στους αντίστοιχους κυρίους τους, οι κόλακες στους τυράννους κι οι δημαγωγοί στους «λαούς» αυτού του είδους. Εξ αιτίας αυτών των ανθρώπων η υπέρτατη εξουσία ανήκει στα ψηφίσματα κι όχι στο λαό, (25) γιατί τα φέρνουν όλα μπροστά στην εκκλησία του δήμου. Συμβαίνει δηλ. να γίνονται μεγάλοι επειδή ασκεί κυριαρχία σε όλα ο λαός, κι αυτοί να επηρεάζουν τη γνώμη του λαού, επειδή τα πλήθη υπακούουν σ’ αυτούς. Ακόμη κι αυτοί που απαγγέλλουν κατηγορίες εναντίον των αρχόντων λένε ότι θα τους δικάσει ο λαός, κι ο λαός ευχαρίστως δέχεται αυτή την πρόκληση. (30)

Ώστε μ’ αυτό τον τρόπο καταργείται κάθε εξουσία. Και δικαιολογημένα θα μπορούσε να κατακρίνει κάποιος μια δημοκρατία αυτού του είδους ότι δεν έχει κανένα πολίτευμα, αφού εκεί όπου δεν έχουν ισχύ οι νόμοι, δεν υπάρχει πολιτεία. Πράγματι η κυριαρχία του νόμου πρέπει να εκτείνεται σε όλα και για τις ειδικές περιπτώσεις να εκδίδουν αποφάσεις οι άρχοντες και το σύνολο των πολιτών. Επομένως, αν η δημοκρατία είναι στην πραγματικότητα μια μορφή πολιτεύματος, (35) είναι φανερό πως μια τέτοια κατάσταση, στην οποία τα πάντα διοικούνται με ψηφίσματα, δεν είναι δημοκρατία στην κυριολεξία του όρου αφού κανένα διάταγμα δε μπορεί να έχει γενική ισχύ. Ποια, λοιπόν, είναι τα είδη της δημοκρατίας έχουν καθορισθεί μ’ αυτό τον τρόπο.

ΑΡΙΣΤ Πολ 1337a33–1338b8

(Η αγωγή που διαμορφώνει ελεύθερους πολίτες)

Οι στόχοι της παιδείας – Σκοπός της διδασκαλίας καθενός από τα μαθήματα των εγκυκλίων σπουδών

Στο έβδομο και όγδοο βιβλίο ο φιλόσοφος εξετάζει το άριστο πολίτευμα και υποστηρίζει ότι προϋπόθεση για την ύπαρξη και εξέλιξή του είναι η κατάλληλη παιδεία, καθώς οι νέοι πρέπει να παίρνουν μόρφωση ταιριαστή με το πολίτευμα της πόλης τους. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, η παραμέληση της αγωγής των πολιτών βλάπτει το ίδιο το πολίτευμα· επίσης, είναι αναγκαία η κοινή διαπαιδαγώγηση σε όλους τους πολίτες από τη στιγμή που και οι στόχοι της πόλης είναι κοινοί. Στη συνέχεια διατυπώνει τις απόψεις του για το πρόγραμμα της αγωγής που διαμορφώνει αληθινά ελεύθερους πολίτες.

Ότι, λοιπόν, πρέπει να υπάρχει ειδική νομοθεσία για την παιδεία και ότι πρέπει αυτή να είναι η ίδια για όλους, έγινε φανερό από τα παραπάνω. Αλλά δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας, (35) ποια πρέπει να είναι αυτή η παιδεία και με ποιο σύστημα πρέπει να εκπαιδεύονται οι νέοι. Γιατί σήμερα υπάρχει διαφωνία ως προς το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που πρέπει να εφαρμοσθεί, αφού δεν παραδέχονται όλοι ότι τα ίδια πρέπει να μαθαίνουν οι νέοι ούτε όταν την αρετή, ούτε όταν τον άριστο βίο πρόκειται να επιδιώξουν, ούτε είναι ξεκαθαρισμένο αν η παιδεία πρέπει να έχει στόχο της την ανάπτυξη του πνεύματος μάλλον ή την διάπλαση του ήθους της ψυχής. (40) Από τις συγκεχυμένες αυτές γνώμες παρεμποδίζεται η ανεύρεση του σωστού παιδαγωγικού συστήματος και δε μπορούμε να ξεύρουμε τι πρέπει να επιδιώκουμε: τα χρήσιμα για τη ζωή, τα σχετικά με την απόκτηση αρετής, ή τα περιττά στολίδια; Γιατί το καθένα απ’ αυτά έχει τους υποστηριχτές και τους επικριτές του. [1337b] Κι ούτε για τα σχετικά με την αρετή υπάρχει ομοφωνία αφού δεν τιμούν όλοι την ίδια αρετή, αλλά ο καθένας έχει διαφορετική έννοια γι’ αυτή κι επομένως δικαιολογημένα διαφωνούν για τον τρόπο με τον οποίο αυτή ασκείται.

Δεν υπάρχει, βέβαια, αμφισβήτηση ότι από τα χρήσιμα πρέπει να διδάσκονται τ’ αναγκαία για τη ζωή. (5) Επίσης είναι φανερό ότι, επειδή τα έργα χωρίζονται σ’ εκείνα που ταιριάζουν σε ελεύθερους και σ’ εκείνα που δεν ταιριάζουν σ’ αυτούς, δεν πρέπει να διδάσκονται όλα, αλλά όσα από τα χρήσιμα δεν υπάρχει φόβος να κάνουν αυτόν που τα μαθαίνει βάναυσο. Και βάναυσο έργο, βάναυση τέχνη και βάναυση μάθηση πρέπει να θεωρούμε (10) όσα κάνουν το σώμα ή την ψυχή ή το νου των ελεύθερων ανθρώπων άχρηστα για τις χρήσεις και τις πράξεις της αρετής. Γι’ αυτό τις τέτοιες τέχνες που χειροτερεύουν την κατάσταση του σώματος, ονομάζουμε βάναυσες, όπως και τις δουλειές που πληρώνονται, επειδή απασχολώντας τη διάνοια την κάνουν αδρανή και ταπεινή. (15) Η σπουδή όμως μερικών ελευθέριων επιστημών ως ένα σημείο δεν είναι ανελεύθερο έργο, ενώ αντίθετα το να αφοσιωθεί κανείς σ’ αυτές για την τέλεια εκμάθησή τους γίνεται αιτία να πάθει τις βλάβες που αναφέραμε προηγουμένως. Υπάρχει επίσης μεγάλη διαφορά και «στο γιατί» κάνει ή μαθαίνει κάποιος κάτι. Γιατί, αν πράττει ή μαθαίνει κάτι για χάρη του εαυτού του ή των φίλων του ή της αρετής, δεν είναι ανελεύθερο. (20) Εκείνος όμως που καταγίνεται μ’ αυτό το ίδιο για χατήρι άλλων, θα μπορούσε να νομισθεί ότι ασκεί έργο βάναυσο και άξιο δούλου.

Τα καθιερωμένα, επομένως, μαθήματα, όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, είναι αμφιλεγόμενα. Τέσσερα περίπου είναι τα είδη των μαθημάτων με τα οποία συνηθίζουν να εκπαιδεύουν τους νέους: τα γράμματα, η γυμναστική, η μουσική και τέταρτο η ιχνογραφία που την διδάσκουν μερικοί. (25) Την γραμματική και την ιχνογραφία τις διδάσκουν επειδή είναι χρήσιμες και εξυπηρετούν πολλές ανάγκες της ζωής. Τη γυμναστική επειδή συντείνει στην ανδρεία. Όσον αφορά τη μουσική θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει απορία σήμερα για ποιο λόγο διδάσκεται, αφού στη σημερινή εποχή οι περισσότεροι την χρησιμοποιούν για διασκέδαση. (30) Οι αρχαίοι όμως νομοθέτες την είχαν ορίσει σαν παράγοντα της παιδείας γιατί η ίδια η φύση αποζητεί, όπως είπαμε πολλές φορές, ο άνθρωπος να μη μπορεί να χρησιμοποιεί μονάχα σωστά το χρόνο της εργασίας, αλλά να περνά ωραία και το χρόνο της ανάπαυσής του. Επειδή η φύση, για να το ξαναπούμε και πάλι, είναι η αρχή όλων των πραγμάτων.

Γιατί, αν είναι αναγκαία και τα δύο, προτιμότερη δεν είναι η απασχόληση με κάτι αλλά η ανάπαυση και τελικά πρέπει να αναζητούμε πώς θα μπορούσαμε να περνούμε ευχάριστα τις ώρες της ξεκούρασής μας. (35) Όχι βέβαια παίζοντας, γιατί τότε το παιχνίδι θ’ αποτελούσε αναγκαστικά τον τελικό σκοπό της ζωής μας. Αλλά, αφού αυτό είναι αδύνατο, και μάλλον το παιχνίδι είναι χρήσιμο σαν ανάπαυλα της δουλειάς, (αφού αυτός που κοπιάζει έχει ανάγκη από ανάπαυση και το παιχνίδι γίνεται για χάρη της ανάπαυσης, η δε εργασία γίνεται με κόπο και ένταση των δυνάμεών μας). (40) Πρέπει, λοιπόν, να μπάζουμε στη ζωή μας, παραμονεύοντας την κατάλληλη στιγμή, τα παιχνίδια, σα να είναι φάρμακα αναψυχής. [1338a] Γιατί η τέτοιας λογής κίνηση της ψυχής είναι ανακούφιση κι όταν συνοδεύεται από ευχαρίστηση είναι συγχρόνως και ανάπαυση. Κι η ανάπαυση φαίνεται να κλείνει μέσα της την ηδονή, την ευδαιμονία και τη μακάρια ζωή.

Αλλά αυτό το κατέχουν όχι αυτοί που εργάζονται αλλά αυτοί που δεν έχουν καμιάν ασχολία. Γιατί ο εργαζόμενος εργάζεται για κάποιο σκοπό που, (5) κατά τη γνώμη του, δεν έχει φτάσει στο τέρμα του, ενώ η ευδαιμονία είναι σκοπός που έχει πραγματοποιηθεί και όλοι τη φαντάζονται ενωμένη με την ηδονή κι απαλλαγμένη από τη λύπη. Η ηδονή όμως αυτή δεν είναι για όλους η ίδια, αλλά ο καθένας τη φαντάζεται σύμφωνα με τη δική του γνώμη και τη δική του ιδιοσυγκρασία, και ο άριστος τη φαντάζεται σαν άριστη και προερχόμενη από τα ωραιότατα επιτεύγματα. (10) Ώστε είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει και στην περίοδο της ανάπαυσής μας να μαθαίνουμε μερικά πράγματα, κι αυτές τις γνώσεις και τα μαθήματα να τα διδαχθούμε για χάρη του εαυτού μας, ενώ για την εργασία να μαθαίνουμε όσα είναι αναγκαία και για χάρη των άλλων.

Για το λόγο αυτό οι πρόγονοί μας είχαν συμπεριλάβει τη μουσική στην παιδεία, όχι σαν κάτι αναγκαίο (15) (γιατί δεν εξυπηρετεί καμιάν ανάγκη), ούτε σαν κάτι χρήσιμο (όπως π.χ. τα γράμματα που χρειάζονται στον καθένα για την απόκτηση χρημάτων, στη διαχείριση του σπιτιού του, την ειδική μόρφωση και την πολιτική του δραστηριότητα. Ακόμη και η ιχνογραφία θεωρείται χρήσιμη για να κρίνει κανείς καλύτερα τα έργα των καλλιτεχνών), (20) ούτε όπως τη γυμναστική που, συντείνει στην υγεία και τη δύναμη του σώματος (αφού, ούτε το ένα ούτε το άλλο βλέπουμε να πετυχαίνεται με τη μουσική). Μας απομένει, λοιπόν, να δεχθούμε ότι η μουσική μάς είναι χρήσιμη για να περνούμε ευχάριστα τις ώρες της αναψυχής μας. Αποβλέποντας σ’ αυτό το σκοπό, επομένως, περιλάβανε τη μουσική στην παιδεία οι παλιοί νομοθέτες, αφού αυτό που χαραχτηρίζει την ευχάριστη ανάπαυση των ελεύθερων ανθρώπων είναι η μουσική. Γι’ αυτό κι ο Όμηρος έγραψε το στίχο:

(25) Τέτοιον σωστό είναι να καλείς σε γιορτινό τραπέζι 

Κι έτσι αφού αναφέρει πιο μπροστά μερικούς άλλους 

που κάλεσαν τραγουδιστή 

προσθέτει:

αυτόν που ευφραίνει όλους 

Και σ’ άλλα μέρη της «Οδύσσειας» ο Οδυσσέας λέει ότι ο άριστος τρόπος να περνά κανείς τη ζωή του, είναι να ευφραίνονται οι άνθρωποι και

Ν’ ακούνε τον τραγουδιστή στου παλατιού το δώμα, 

οι καλεσμένοι στη σειρά, που πρέπει καθισμένοι

(30) Από τα παραπάνω έγινε φανερό πως υπάρχει κάποια παιδεία που πρέπει να διδάξουμε στους γυιους μας, όχι επειδή έχει πρακτική σκοπιμότητα ούτε επειδή είναι αναγκαία, αλλά επειδή είναι αντάξια ελεύθερων και με καλή αγωγή πολιτών. Αν η παιδεία αυτή είναι μια ή περισσότερες και ποιες είναι και με ποιο τρόπο πετυχαίνονται, γι’ αυτό το θέμα θα μιλήσουμε αργότερα. Για την ώρα έχουμε φθάσει στο σημείο να έχουμε κάποια μαρτυρία για την καθιερωμένη από τους αρχαίους παιδεία που μέρος της ήταν η μουσική.

Επίσης έχει αποδειχθεί ότι μερικά από τα χρήσιμα μαθήματα όπως π.χ. τη γραμματική πρέπει να τα διδάσκουμε στα παιδιά, όχι μονάχα επειδή είναι χρήσιμα καθ’ εαυτά, (40) αλλά επειδή μέσω αυτών είναι ενδεχόμενο ν’ αποκτήσουν κι άλλες γνώσεις. Ομοίως και την ιχνογραφία πρέπει να τους διδάσκουμε, όχι για να μη κάνουν λάθη στην εκτίμηση των πραγμάτων που αγοράζουν για τον εαυτό τους, ούτε για να μη τους εξαπατούν όταν αγοράζουν ή πουλούν έπιπλα και οικιακά σκεύη, [1338b] αλλά μάλλον επειδή η μόρφωση αυτή κάνει τους ανθρώπους πιο ευαίσθητους στην εκτίμηση των ωραίων σωμάτων.

Το να ζητεί κανείς παντού το χρήσιμο ελάχιστα ταιριάζει στους μεγαλόψυχους κι ελεύθερους ανθρώπους. Αφού, λοιπόν, αποδείχτηκε πιο μπροστά ότι πρέπει να προηγηθεί η βασιζόμενη στα έθιμα εκπαίδευση από εκείνη που βασίζεται στη λογική, (5) καθώς και η εκπαίδευση του σώματος πριν από την εκπαίδευση του νου, γίνεται φανερό απ’ αυτά πως πρέπει να παραδίνουμε τα παιδιά πρώτα στο γυμναστή και στον προπονητή γιατί ο πρώτος θα φροντίσει για την καλή διάπλαση του σώματος κι ο άλλος για τις πρακτικές ασκήσει

ΑΡΙΣΤ Πολ 1339a11–1340b19

(Η αγωγή που διαμορφώνει ελεύθερους πολίτες)

Ειδικότερα για την ανάγκη διδασκαλίας της μουσικής

Για τη μουσική διατυπώσαμε και προηγουμένως μερικές λογικές απορίες, όμως είναι καλό να ξαναγυρίσουμε σ’ αυτές και να τις προσδιορίσουμε καλύτερα ώστε να χρησιμοποιηθούν σαν εισαγωγή κατά κάποιο τρόπο των λόγων εκείνου που θα ήθελε να εκφέρει γνώμη γι’ αυτήν. (15)

Γιατί ούτε ποια δύναμη έχει μπορεί κάποιος να εξακριβώσει ούτε για ποιο λόγο πρέπει να τη μαθαίνουμε, αν δηλ. τη μαθαίνουμε για να την χρησιμοποιήσουμε σαν παιχνίδι ή μέσο ανάπαυσης, όπως ο ύπνος και το μεθύσι, (αφού κι αυτά από μόνα τους δεν ανήκουν στις σοβαρές ασχολίες, αλλά είναι ευχάριστα και μας ξεκουράζουν από τις έγνοιες, όπως λέει ο Ευριπίδης, (20) γι’ αυτό κατατάσσουν και τη μουσική ανάμεσα στα παιχνίδια και τα μεταχειρίζονται όλα για τον ίδιο σκοπό, (τον ύπνο, το μεθύσι και τη μουσική δηλαδή και μαζί τους και το χορό). Ή μήπως πρέπει μάλλον να δεχθούμε ότι η μουσική συντελεί στην απόκτηση αρετής (επειδή, όπως ακριβώς η γυμναστική συντείνει στη διάπλαση του σώματος, έτσι κι η μουσική διαπλάσσει το ήθος, συνηθίζοντάς μας να απολαμβάνουμε τις σωστές ηδονές), (25) ή μήπως συμβάλλει στην ευχάριστη ζωή και στη φρόνηση; (Γιατί κι αυτό μπορεί να θεωρηθεί σαν τρίτος σκοπός).

Ότι όμως δεν πρέπει να εκπαιδεύουμε τους νέους με σκοπό το παιχνίδι είναι φανερό, αφού δε μαθαίνουν παίζοντας εφόσον η μάθηση είναι κοπιαστική. (30) Κι ούτε σαν τελικός σκοπός μπορεί να τεθεί για παιδιά και μάλιστα σ’ αυτή την ανώριμη ηλικία το πώς να περνούν τον καιρό τους, αφού σε κανένα ατελές πλάσμα δεν ταιριάζει τελικός σκοπός.

Αλλά ίσως θα μπορούσε κάποιος να εκφράσει τη γνώμη ότι η μάθηση της μουσικής στους νέους γίνεται για να τη χαίρονται σαν παιχνίδι, όταν γίνουν τέλειοι άνδρες. Αλλ’ αν αυτό είναι σωστό, για ποιο λόγο να τη μαθαίνουν οι ίδιοι (35) και να μην την απολαμβάνουν όπως οι βασιλιάδες των Περσών και των Μήδων, μέσω άλλων που την ασκούν σαν επάγγελμα;

Γιατί αναγκαστικά και καλύτεροι μουσικοί είναι οι επαγγελματίες και την τέχνη κατέχουν περισσότερο από εκείνους που ασχολήθηκαν με τη μουσική μονάχα για να τη μάθουν. Αφού αν πρέπει να κοπιάζουν για τέτοια πράγματα, (40) θα έπρεπε να κοπιάζουν το ίδιο, για να μάθουν να ετοιμάζουν φαγητά, πράγμα που είναι παράλογο.

Την ίδια απορία γεννά και το ερώτημα, αν μπορεί η μουσική να εξευγενίζει τα ήθη. Αλλά τότε για ποιο λόγο να τη μαθαίνουν οι ίδιοι [1339b] και να μην την ακούνε να εκτελείται από άλλους σωστά και να τη χαίρονται και να μπορούν να την κρίνουν όπως οι Σπαρτιάτες; Γιατί αυτοί, ενώ δε μαθαίνουν μουσική, μπορούν, όπως διαδίδεται, να κρίνουν σωστά ποιες μελωδίες είναι σεμνές και ποιες άσεμνες. Το ίδιο ισχύει και για τη γνώμη, (5) αν πρέπει δηλ. να χρησιμοποιούμε τη μουσική για ευημερία και τρόπο ζωής που ταιριάζει σ’ ελεύθερους ανθρώπους.

Πρέπει άραγε να τη μαθαίνουμε οι ίδιοι ή να την απολαμβάνουμε ακούοντάς την από άλλους; Σχετικά μ’ αυτό μπορούμε να προστρέξουμε στις δοξασίες που επικρατούν για τους θεούς. Ο Δίας δηλαδή σύμφωνα με τη γνώμη των ποιητών ούτε τραγουδά, ούτε παίζει κιθάρα.

Αλλά κι αυτούς που ασκούν τέτοιο επάγγελμα τους ονομάζουμε αγροίκους (10) και το έργο τους ανάξιο για έναν άνθρωπο που δεν είναι μεθυσμένος και δεν του αρέσουν τα παιχνίδια.

Ίσως όμως ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτά αργότερα. Η πρώτη μας έρευνα είναι αν πρέπει να περιληφθεί ή όχι στην παιδεία η μουσική και σε ποιαν από τις τρεις απορίες μας μπορεί να δώσει κάποιος ικανοποιητική απάντηση. Τι είναι άραγε; παιδεία ή παιχνίδι ή ευχάριστη απασχόληση; Δικαιολογημένα δε σ’ όλα αυτά κατατάσσεται και σ’ όλα φαίνεται ότι μετέχει. (15)

Γιατί και το παιχνίδι υπάρχει για χάρη της ανάπαυσης, κι η ανάπαυση αναγκαστικά πρέπει να είναι ευχάριστη (αφού είναι η γιατρειά του πόνου που προκαλεί η λύπη) κι η άνετη επίσης ζωή δεν πρέπει να περιλαμβάνει μονάχα το καλό αλλά και την ηδονή (αφού η ευδαιμονία είναι συνένωση και των δύο). (20) Κι όλοι παραδεχόμαστε ότι η μουσική είναι ένα από τα πιο ευχάριστα πράγματα και χωρίς όργανο και με συνοδεία οργάνου. (Κι ο ίδιος μάλιστα ο Μουσαίος λέει ότι το πιο ευχάριστο για τους θνητούς είναι το τραγούδι. Γι’ αυτό και στις συναναστροφές κι όταν θέλουν να περνούν ευχάριστα τον καιρό τους περιλαβαίνουν κι αυτήν επειδή μπορεί να τους ευφραίνει). (25)

Ώστε κι απ’ αυτό μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι πρέπει οι νέοι να εκπαιδεύονται και στη μουσική. Γιατί όσα από τα ευχάριστα δεν προκαλούν βλάβη, όχι μονάχα ταιριάζουν με τον τελικό σκοπό, αλλά και με την ανάπαυση. Κι αφού σπάνια συμβαίνει οι άνθρωποι να φθάνουν στον τελικό σκοπό της ζωής, αλλά πολλές φορές να αναπαύονται και να παίζουν, μη αποβλέποντας στον απώτερο σκοπό τόσο, (30) αλλά στην ηδονή που απολαμβάνουν απ’ αυτές, χρήσιμη μπορεί να γίνει σ’ αυτούς η μουσική επειδή τους αναπαύει με τις ηδονές που προσφέρει σ’ αυτούς.

Συμβαίνει κάποτε οι άνθρωποι να θεωρούν τις ηδονές σαν τελικό σκοπό αφού κι ο τελικός σκοπός έχει ίσως κάποιαν ηδονή αλλά όχι την οποιανδήποτε. Κι αναζητώντας την αληθινή ηδονή, την παίρνουν από τα παιχνίδια, εφόσον μοιάζει κάπως μ’ αυτήν που προέρχεται από τις ενέργειες που έχουν στόχο τον τελικό σκοπό. (35)

Γιατί ο τελικός σκοπός της ζωής δεν πρέπει να επιδιώκεται για χάρη του μελλοντικού αποτελέσματος, όπως κι οι τέτοιες ηδονές δεν επιδιώκονται για χάρη κανενός από εκείνα που πρόκειται να συμβούν, αλλά για χάρη αυτών που έχουν ήδη γίνει και που ανάμεσά τους είναι οι πόνοι και η λύπη. Να, λοιπόν, η αιτία για την οποία οι άνθρωποι αναζητώντας την ευδαιμονία, νομίζουν πως την βρίσκουν σ’ αυτές τις ηδονές.

(40) Αλλά στην περίπτωση της ανάγκης να γίνουμε κοινωνοί της μουσικής, μόνη αιτία δεν είναι αυτή που αναφέραμε παραπάνω, αλλά και άλλη, επειδή δηλ. η μουσική φαίνεται να είναι χρήσιμη και για το χρόνο της ανάπαυσης. [1340a] Έχουμε όμως χρέος να ερευνήσουμε μήπως αυτό συμβαίνει συμπτωματικά και μήπως η φύση της είναι άξια μεγαλύτερης τιμής από όσην απαιτεί η χρησιμοποίησή της που αναφέραμε.

Και επομένως, μήπως πρέπει όχι μονάχα να μετέχουμε στην κοινή ηδονή, που όλοι τη νιώθουν (αφού μέσα στη φύση της μουσικής υπάρχει η ηδονή που μας προσφέρει, (5) και γι’ αυτό η χρήση της είναι προσφιλής σ’ όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από ηλικία και ήθος), αλλά και να προσέξουμε μήπως συντείνει κάπως στη διαμόρφωση του ήθους και της ψυχής. Κι αυτό θα μπορούσε να γίνει ολοφάνερο, αν αποδεικνυόταν ότι ασκεί επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα.

Αλλά το ότι επιδρά στο χαρακτήρα, είναι φανερό και από πολλά άλλα, και όχι λιγότερο από τις μελωδίες του Ολύμπου. (10) Γιατί αυτές πραγματικά γεμίζουν τις ψυχές μας από ενθουσιασμό, κι ο ενθουσιασμός είναι πάθος της ψυχής που συνδέεται με το ήθος. Από όμοιο πάθος κυριεύονται οι άνθρωποι και όταν ακούνε απαγγελία μονάχα, χωρίς συνοδεία ρυθμού και μελωδίας.

Κι επειδή έτυχε η μουσική να είναι ευχάριστο πράγμα, (15) κι η αρετή συνίσταται στο να χαίρεται κανείς και ν’ αγαπά και να μισεί με σωστό τρόπο, είναι φανερό ότι, περισσότερο από κάθε άλλο, οι νέοι πρέπει να μαθαίνουν και να μη συνηθίζουν, παρά στο να κρίνουν σωστά και να ευχαριστούνται με τα κόσμια ήθη και τις καλές πράξεις.

Παράλληλα με τα αληθινά φυσικά πάθη, υπάρχουν στους ρυθμούς και στις μελωδίες μιμήσεις θυμού και πραότητας, (20) και ακόμη ανδρείας και σωφροσύνης, καθώς κι όλων των αντίθετων μ’ αυτά, και των άλλων ηθικών συναισθημάτων. (Κι αυτό γίνεται φανερό από τα πράγματα, αφού η ψυχική μας κατάσταση μεταβάλλεται όταν ακούμε τέτοια μουσικά έργα).

Όταν όμως συνηθίσει κάποιος να λυπάται και να χαίρεται από τις μιμήσεις, πλησιάζει στις συναισθηματικές καταστάσεις που του προκαλούν τα πραγματικά γεγονότα. (25) (Αν π.χ. συγκινείται κανείς βλέποντας την προσωπογραφία κάποιου, όχι για άλλη αιτία, αλλά για την ίδια τη μορφή, είναι φανερό πως αναγκαστικά θα αισθάνεται ευχαρίστηση κι όταν βλέπει την πραγματική μορφή του προσώπου, που η εικόνα του τού προκάλεσε τα ίδια συναισθήματα.

Οι άλλες αισθήσεις, όπως η αφή και η γεύση, δεν προκαλούν καθόλου ηθικές εντυπώσεις. (30) (Εξαίρεση αποτελούν τα ορατά που φιλοτεχνούνται σε στάση ακινησίας. Γιατί υπάρχουν έργα ζωγραφικής και γλυπτικής που παριστάνουν ψυχικές και σωματικές καταστάσεις που διαρκούν λίγες μόνο στιγμές κι όλοι όσοι τα βλέπουν δεν αποκομίζουν την ίδια εντύπωση απ’ αυτά. Ακόμη οι τύποι των προσώπων που βλέπουμε στις εικόνες και στ’ αγάλματα, καθώς κι οι χρωματισμοί τους δεν αποτελούν ακριβή ομοιώματα των ηθών, αλλά είναι μάλλον διακριτικά γνωρίσματα, όπως εμφανίζονται πάνω στο σώμα στις στιγμές του πάθους. (35) Όμως, εφόσον μας ενδιαφέρει η θεωρία αυτή, οι νέοι μας δεν πρέπει να βλέπουν έργα του Παύσωνος, αλλά του Πολυγνώτου ή κάποιου άλλου ζωγράφου ή γλύπτη που έχουν ηθικό χαρακτήρα).

Αντίθετα οι μελωδίες είναι από μόνες τους μιμήσεις ηθών (40) κι αυτό είναι φανερό από τη φύση των αρμονιών, που όταν αλλάξουν, αλλάζουν μαζί τους και τα συναισθήματα των ακροατών, ώστε από την ακρόασή τους να διεγείρονται διάφορα πάθη ανάλογα με την καθεμιά στις ψυχές των ακροατών. [1340b] Έτσι από μια θρηνητική και καταθλιπτική αρμονία που ονομάζεται «μιξολυδικός τρόπος» η ψυχή θρηνεί και νιώθει κατάθλιψη, ενώ άλλες αρμονίες, που είναι απαλότερες, προκαλούν ψυχική χαλάρωση, όπως οι παθητικότερες. Μια μέση ψυχική κατάσταση και μεγάλη γαλήνη κατορθώνει να προκαλέσει μονάχα «ο δώριος τρόπος» αρμονίας, κι ο φρυγικός τρόπος προκαλεί ενθουσιασμό.

(5) Αυτά ισχυρίζονται σωστά όσοι μελέτησαν βαθιά το είδος αυτό της παιδείας κι οι γνώμες τους επιβεβαιώνονται από τα πράγματα. Το ίδιο συμβαίνει σχετικά με τους ρυθμούς. Άλλοι δηλ. χαρίζουν γαλήνη στην ψυχή κι άλλοι συγκίνηση. Άλλοι έχουν γοργότερες κινήσεις κι άλλοι ελευθεριότερες. (10) Απ’ αυτά, λοιπόν, γίνεται φανερό ότι η μουσική έχει τη δύναμη να διαμορφώνει κάπως το ήθος της ψυχής, κι αν έχει τη δύναμη να κατορθώνει αυτό, είναι φανερό πως πρέπει να την φέρουμε κοντά στους νέους και να τους μορφώσουμε διδάσκοντάς την σ’ αυτούς.

Η διδασκαλία της μουσικής ταιριάζει στη φύση της νεολαίας. (15) Γιατί οι νέοι λόγω ηλικίας δεν ανέχονται τίποτε που να μην είναι ευχάριστο με τη θέλησή τους. Κι η μουσική από τη φύση της ανήκει στα ευχάριστα πράγματα. Κι ίσως να υπάρχει κάποια συγγένεια ανάμεσα σε μας και τις αρμονίες και τους ρυθμούς. Γι’ αυτό πολλοί σοφοί υποστηρίζουν ότι η ψυχή είναι αρμονία ή ότι περιέχει αρμονία.