Απόδοση στην νέα Ελληνική
ΤΙΜΑΙΟΣ: Πόσο ευχαριστημένος νιώθω, Σωκράτη · σαν να έχω αναπαυτεί από μεγάλη οδοιπορία, έτσι τώρα έχω απαλλαχτεί μ’ ευχαρίστηση από τη μεγάλη οδοιπορία της ομιλίας!
Παρακαλώ τώρα τον θεό, που η ύπαρξή του έχει βεβαιωθεί εδώ και χρόνια από τα πράγματα και που πριν λίγο πιστοποιήθηκε επίσης ότι υπάρχει από τη συζήτησή μας, να μας χαρίσει υγεία για όσα από τα λεχθέντα είπαμε σωστά και να μας τιμωρήσει όπως μας αξίζει, αν αθέλητα αναφέραμε κάτι που δεν έπρεπε. Σωστή τιμωρία μάλιστα είναι να μας ξαναφέρει στην τάξη εκείνον που ξέφυγε απ’ αυτή. Για να μπορέσουμε, επομένως, να μιλήσουμε σωστά στη συνέχεια για τη γένεση των θεών, εύχομαι να μας δώσει το καλύτερο και τελειότερο απ’ όλα τα φάρμακα, τη γνώση.
Αφού λοιπόν προσευχηθούμε, δίνουμε τον λόγο στον Κριτία, όπως είχαμε συμφωνήσει, για να συνεχίσει τη συζήτηση.
ΚΡΙΤΙΑΣ: Δέχομαι λοιπόν, Τιμαίε. Ζητώ όμως κι εγώ τώρα από σας εκείνο που ζήτησες στην αρχή της ομιλίας σου, δηλαδή να φανούμε ανεκτικοί επειδή θα μιλούσες για πολύ σημαντικά ζητήματα. Απαιτώ μάλιστα να δείξετε μεγαλύτερη συγκατάβαση σε όσα πρόκειται να σας πω εγώ. Ξέρεις καλά ότι αυτό που ζητώ θεωρείται κάπως ανάγωγο και αλαζονικό, αλλά πρέπει να το πω. Ποιος βέβαια συνετός άνθρωπος θα τολμούσε να πει πως δεν έχουν ειπωθεί με σωστό τρόπο αυτά που είπες; Θα προσπαθήσω όμως να σας αποδείξω ότι αυτά που θα σας πω πρέπει να τ’ ακούσετε με περισσότερη ανεκτικότητα, επειδή είναι δυσκολότερα. Είναι ευκολότερο, Τιμαίε, να φαίνεται κανείς ότι μιλάει ικανοποιητικά στους ανθρώπους σχετικά με τους θεούς, παρά να κάνει το ίδιο σε μας σχετικά με τους θνητούς, επειδή η έλλειψη πείρας και η ολοκληρωτική άγνοια όσων τον ακούνε για τα αν είναι έτσι τα πράγματα δίνει μεγάλη ευχέρεια σ’ εκείνον που πρόκειται να πει κάτι σχετικά μ’ αυτά.
Και ξέρετε σε ποιο συμπέρασμα φτάσαμε σχετικά με τους θεούς. Για να εξηγήσω όμως σαφέστερα τι εννοώ, προσέξτε τι θα πω παρακάτω.
Οι περιγραφές που κάναμε όλοι μας πρέπει να είναι αναγκαστική μίμηση και απεικόνιση κάποιου πράγματος.
Όσο αφορά την απεικόνιση θείων ή ανθρώπινων σωμάτων από τους ζωγράφους, αντιλαμβανόμαστε την ευκολία ή τη δυσκολία με την οποία τα μιμούνται, ώστε όσοι βλέπουν τους πίνακες τους να νομίζουν ότι μοιάζουν πολύ. Θα παρατηρήσουμε μάλιστα ότι νιώθουμε ευχαρίστηση αν κάποιος απ’ αυτούς καταφέρει να ζωγραφίσει έστω και λίγο πιστά τη γη, τα βουνά, τα ποτάμια, τα δάση, όλο τον ουρανό και όσα βρίσκονται πάνω του και κινούνται κυκλικά, κι ακόμα γιατί δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα με ακρίβεια σχετικά με τα πράγματα αυτού του είδους κι έτσι δεν εξετάζουμε ούτε κρίνουμε τους πίνακες, αλλά μας αρκεί μια σαφής και παραπλανητική σκιαγραφία αυτών που βλέπουμε. Όταν όμως κάποιος ζωγραφίσει ανθρώπινα σώματα, καταλαβαίνουμε αμέσως τις ελλείψεις τους, επειδή τα ξέρουμε καλά από την καθημερινή μας παρατήρηση, και γινόμαστε αυστηροί κριτές εκείνου που δεν απέδωσε σωστά όλες τις ομοιότητες. Το ίδιο μπορούμε να δούμε ότι συμβαίνει και στις συζητήσεις · τα ουράνια και τα θεία μας ικανοποιούν αν η περιγραφή τους απεικονίζει έστω και ελάχιστα την πραγματικότητα, ενώ εξετάζουμε τα ανθρώπινα και εφήμερα ζητήματα με κάθε λεπτομέρεια. Πρέπει λοιπόν να με συγχωρήσετε, αν δεν καταφέρω να κάνω ακριβής αναπαράσταση των πραγμάτων, καθώς θα μιλήσω χωρίς προηγούμενη προετοιμασία. Πρέπει να σκεφτείτε ότι δεν είναι καθόλου εύκολο, αλλά αντίθετα δύσκολο, να αναπαραστήσουμε όπως πρέπει τα θνητά θέματα. Είπα όλ’ αυτά, Σωκράτη, γιατί θέλω να σας τα υπενθυμίσω τούτα και να ζητήσω όχι λίγη αλλά πολλή συγκατάβαση για όσα πρόκειται να πω. Αν, επομένως, σας φαίνομαι ότι δικαιούμαι τη χάρη, να μου τη δώσετε με τη θέλησή σας.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Και γιατί να μην τη δώσουμε, Κριτία; Ακόμα περισσότερο, πρέπει να δώσουμε το ίδιο και σ’ αυτόν τον Ερμοκράτη που θα μιλήσει τρίτος στη σειρά. Είναι άλλωστε φανερό πως, λίγο μετά, όταν θα πρέπει να μιλήσει, θα κάνει την ίδια παράκληση όπως και σεις. Για να μπορέσει λοιπόν να αρχίσει διαφορετικά την ομιλία του και να μην αναγκαστεί να κάνει την ίδια εισαγωγή, έτσι ας μιλήσει τότε, σαν να έχει από τώρα την ανοχή μας. Σου λέω εκ των προτέρων όμως, αγαπητέ μου Κριτία, τις διαθέσεις αυτών στους οποίους θα μιλήσεις. Αυτός που μίλησε πριν από σένα τα είπε πολύ καλά ώστε, αν εννοείς να μπορέσεις ν’ ανταπεξέλθεις σ’ αυτά, θα χρειαστείς κάποια μεγαλύτερη ανοχή από μέρους μας.
ΕΡΜΟΚΡΑΤΗΣ: Αλήθεια, Σωκράτη, κάνεις και σε μένα την ίδια προειδοποίηση. Όμως να μην ξεχνάς, Κριτία, ότι κανένας άνθρωπος χωρίς φρόνημα δεν κέρδισε ποτέ τρόπαιο. Πρέπει να προχωρήσεις λοιπόν με θάρρος στην ανάπτυξη του θέματός σου και, αφού ζητήσεις τη βοήθεια του Παίωνα Απόλλωνα και των Μουσών, να εκθειάσεις και να εξυμνήσεις τη λαμπρότητα των παλαιών μας συμπολιτών.
ΚΡΙΤΙΑΣ: Έχεις θάρρος ακόμα, φίλε Ερμοκράτη, γιατί πριν από σένα που θα μιλήσεις αύριο, προηγείται κι άλλος. Τι είναι όμως αυτό το κουράγιο, θα το αντιληφθείς πολύ γρήγορα μόνος σου. Πρέπει πάντως να σε υπακούσουμε που μας παρηγορείς κι ενθαρρύνεις, και κοντά στους θεούς που ανέφερες ας προσκαλέσουμε και τους υπόλοιπους, προπάντων μάλιστα τη Μνημοσύνη, αφού απ’ αυτήν εξαρτάται το μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας μου. Αν θυμηθώ αρκετά και αναφέρω τον μύθο που είπαν κάποτε οι ιερείς στον Σόλωνα, ο οποίος τον έφερε σε μας, είμαι βέβαιος ότι θα δώσω την εντύπωση σ’ αυτή την ομήγυρη πως είπα πολύ καλά αυτά που είχα να πω. Αυτό λοιπόν πρέπει να κάνω αμέσως και να μην καθυστερώ περισσότερο.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να θυμηθούμε ότι πέρασαν συνολικά εννέα χιλιάδες χρόνια από τότε που έγινε ο πόλεμος ανάμεσα σ’ εκείνους που ζούσαν έξω από τις στήλες του Ηρακλή και σ’ όλους εκείνους που κατοικούσαν στο μέσα μέρος.
Οφείλω λοιπόν να σας μιλήσω για τον πόλεμο με όλες τις λεπτομέρειες. Την αρχηγία όσων κατοικούσαν μέσα λέγεται πως είχε αυτή η πόλη μέχρι το τέλος του πολέμου, ενώ των άλλων αρχηγοί ήταν οι βασιλιάδες της νήσου Ατλαντίδας, που, όπως είπαμε, ήταν κάποτε μεγαλύτερη από τη Λιβύη και την Ασία μαζί. Τώρα που βυθίστηκε από σεισμούς, έχει καλυφθεί από λάσπη, η οποία εμποδίζει όσους θέλουν να ταξιδέψουν στον ωκεανό που βρίσκεται πιο πέρα. Τα πολυάριθμα βαρβαρικά έθνη και όλα τα Ελληνικά γένη που υπήρχαν εκείνη την εποχή, θα τα φανερώσει ο λόγος σαν να σηκώνει ό,τι συναντά σε κάθε σημείο · πρέπει όμως στην αρχή να πω πρώτα για τους Αθηναίους εκείνης της εποχής και τους εχθρούς, που πολέμησαν μεταξύ τους, για τη στρατιωτική δύναμη και τα πολιτεύματά τους. Από αυτά λοιπόν πρέπει να προτιμήσω ν’ αναφέρω πρώτα τα εξής.
Κάποτε οι θεοί έβαλαν σε κλήρο τις διάφορες περιοχές όλης της γης και τις μοιράστηκαν μεταξύ τους, χωρίς τσακωμούς. Δεν θα ήταν ασφαλώς σωστό να μην ξέρουν τι ανήκει στον καθένα τους ούτε να θέλουν να πάρουν με έριδες κάτι, αν και ξέρουν ότι ανήκει σε κάποιον άλλο. Αφού λοιπόν έγινε η διανομή με κλήρο, πήρε ο καθένας το μερίδιό του και κατοίκησαν στην περιοχή που κέρδισαν. Κι όταν εγκαταστάθηκαν, ας έτρεφαν σαν κοπάδια, δικά τους αποκτήματα και ζωντανά, χωρίς να χρησιμοποιούν όμως σωματική βία, σαν τους βοσκούς που οδηγούν τα κοπάδια στη βοσκή χτυπώντας τα. Επειδή ο άνθρωπος είναι ευκολοκυβέρνητο πλάσμα, κατευθύνουν, όπως το πλοίο από την πρύμνη με το πηδάλιο, αγγίζοντας την ψυχή με την πειθώ ανάλογα με τις διαθέσεις τους, και δίνοντας κατεύθυνση μ’ αυτόν τον τρόπο κυβερνούσαν όλους τους θνητούς. Άλλοι λοιπόν από τους θεούς, αφού πήραν με κλήρο διάφορους τόπους, τους τακτοποίησαν. Στην Ήφαιστο και την Αθηνά όμως, επειδή είχαν κοινή φύση, σαν αδέλφια από τον ίδιο πατέρα, και είχαν την ίδια κατεύθυνση στη σοφία και τις καλές τέχνες, έτυχε να πέσει στον κλήρο αυτή εδώ η περιοχή, η οποία από τη φύση της τους ταίριαζε και ήταν κατάλληλη για την αρετή και τη φρόνησή τους. Έφτιαξαν λοιπόν εκεί καλούς κατοίκους και τους βοήθησαν ν’ αντιληφθούν ποιος ήταν ο σωστότερος τρόπος για τη διακυβέρνηση της πολιτείας τους. Τα ονόματα των ντόπιων εκείνης της εποχής έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα, έχουν χαθεί όμως τα έργα τους από τις πολλές καταστροφές που έκαναν οι διάδοχοί τους και από τη φθορά του χρόνου. Όπως ήδη έχει αναφερθεί, όσοι επιζούσαν μετά από κάθε καταστροφή ήταν αγράμματοι βουνίσιοι, που είχαν ακούσει μόνο τα ονόματα των παλιών ηγετών αλλά γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για τα έργα τους. Έτσι, προτιμούσαν να δίνουν αυτά τα ονόματα στα παιδιά τους, αγνοούσαν όμως τις αρετές και τους νόμους των προγενέστερων, εκτός από κάποιες ασαφείς πληροφορίες που είχε τύχει ν’ ακούσουν για τον καθένα. Και επειδή ακόμα οι ίδιοι και τα παιδιά τους επί πολλές γενιές δεν είχαν τα αναγκαία μέσα για τη συντήρησή τους, σκέφτονταν συνεχώς για τα πράγματα που τους έλειπαν, χωρίς να δίνουν καμία σημασία σε όσα είχαν συμβεί προηγουμένως τα περασμένα χρόνια. Οι ιστορικές γνώσεις και η έρευνα του παρελθόντος ήρθαν και τα δυο στις πόλεις αργότερα, όταν οι άνθρωποι είχαν εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή τους, και όχι πριν. Με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκαν τα ονόματα των αρχαίων αλλά όχι και τα έργα τους. Αναφέρω αυτά συμπεραίνοντας από το ότι ο Σόλωνας είπε πως οι Αιγύπτιοι ιερείς, περιγράφοντας τον πόλεμο εκείνης της εποχής, με αυτά ως επί το πλείστον ονόμαζαν εκείνους, όπως του Κέκροπα, του Ερεχθέα, του Εριχθόνιου, του Ερυσίχθονα, καθώς και πολλά άλλα που αναφέρονταν σε ήρωες παλαιότερους από τον Θησέα.
Με τον ίδιο τρόπο διατηρήθηκαν και τα ονόματα των γυναικών. Ακόμα, η εικόνα και το άγαλμά της θεάς δείχνουν ότι εκείνη την εποχή οι πολεμικές ασχολίες ήταν κοινές και για τις γυναίκες και για τους άνδρες. Έτσι, σύμφωνα μ’ εκείνο το έθιμο, η θεά οπλισμένη ήταν αφιέρωμα για τους τότε κατοίκους, απόδειξη ότι όλα τα ζώα, αρσενικά και θηλυκά, που ζουν μαζί, είναι ικανά από τη φύση τους να εξασκούν τις ικανότητες που έχει το γένος του καθενός. Σ’ εκείνο τον τόπο κατοικούσαν τότε και οι άλλες τάξεις των πολιτών που ασχολούνταν με τις τέχνες και τη γεωργία, υπήρχες επίσης και η τάξη των πολεμιστών από άνδρες που είχαν θεϊκή καταγωγή. Η τάξη αυτή χωρίστηκε από την αρχή και κατοικούσε σε ιδιαίτερη περιοχή, έχοντας ό,τι χρειαζόταν για την τροφή και την εκπαίδευσή της, χωρίς κανένας τους να έχει τίποτα δικό του αλλά όλα τα πράγματα θεωρούνταν κοινά για όλους. Δεν δέχονταν από τους άλλους πολίτες τίποτα πέρα από αρκετή τροφή κι έκαναν όλες τις δουλειές που αναφέραμε χθες, όταν μιλήσαμε για τους διορισμένους φύλακες. Ακόμα, λεγόταν για τη χώρα μας το εξής πιθανό και πιστευτό, ότι δηλαδή τα σύνορα της τότε έφθαναν μέχρι τον Ισθμό, και από το άλλο μέρος της ξηράς μέχρι τον Κιθαιρώνα και την Πάρνηθα, κι ότι κατέβαιναν τα σύνορα μέχρι τον Ασωπό ποταμό έχοντας στα δεξιά την Ωρωπία και στ’ αριστερά τη θάλασσα.
Αυτός ο τόπος ξεπερνούσε κάθε άλλον στη γονιμότητα, γι’ αυτό και μπορούσε τότε να τρέφει πολύ στρατό που προερχόταν από γειτονικά μέρη.
Μεγάλη μάλιστα απόδειξη της γονιμότητας του είναι το γεγονός ότι το μέρος που απέμεινε σήμερα από εκείνη την περιοχή ξεπερνάει οποιονδήποτε άλλο τόπο στην παραγωγή και την αφθονία καρπών, ενώ επίσης είναι πλούσιο σε βοσκοτόπια για όλα τα είδη ζώων. Εκείνη την εποχή, εκτός από τις φυσικές καλλονές, αυτά όλα τα είχε σε αφθονία. Πως όμως μπορούν ν’ αποδειχτούν όλ’ αυτά και για ποιο λόγο πρέπει ο τόπος μας να χαρακτηριστεί αληθινά απομεινάρι εκείνης της πλούσιας γης; Η περιοχή μας ξεχωρίζει από την υπόλοιπη στεριά και χώνεται σαν ακρωτήριο μέσα στο πέλαγος, τυχαίνει μάλιστα όλη θάλασσα γύρω της να έχει μεγάλο βάθος. Επειδή όμως έγιναν πολλοί μεγάλοι κατακλυσμοί στη διάρκεια των εννέα χιλιάδων ετών – τόσα πέρασαν από τότε μέχρι σήμερα – το χώμα σ’ αυτά τα χρόνια και εξαιτίας αυτών των γεγονότων απομακρυνόταν από τα υψώματα και δεν συγκεντρώνονταν πάνω στο έδαφος, όπως συμβαίνει σε άλλους τόπους, αλλά πάντοτε γλιστρούσε σε μεγάλες ποσότητες και εξαφανιζόταν στα βάθη της θάλασσας. Έτσι, όπως συμβαίνει στα μικρά νησιά, αυτό που έχει απομείνει, συγκρινόμενο με εκείνο που υπήρχε στο παρελθόν, μοιάζει με σκελετό άρρωστου κορμιού, αφού το χώμα, όσο ήταν εύφορο και μαλακό, παρασύρθηκε μακριά κι απέμεινε μόνο ο ρηχός φλοιός της γης.
Εκείνη όμως την παλαιά εποχή ο τόπος μας, επειδή διατηρούσε την ακεραιότητά του, αντι για βουνά και τους σημερινούς ξερότοπους είχε ψηλούς χωμάτινους λόφους, και αυτές οι πεδιάδες που σήμερα ονομάζονται φελλέες ήταν γεμάτες εύφορο χώμα και τα βουνά είχαν πολλά δάση, από τα οποία ακόμα και σήμερα φαίνονται σημάδια. Υπάρχουν δηλαδή μερικά βουνά που παράγουν μόνο τροφή για μέλισσες, ενώ παλαιότερα είχαν τεράστια δέντρα από τα οποία έχουν γίνει οι στέγες πολλών κτιρίων που εξακολουθούν να είναι άθικτες μέχρι τις μέρες μας. Ακόμα, υπήρχαν πολλά άλλα καρποφόρα δέντρα και άφθονα βοσκοτόπια για τα κοπάδια. Πλουτιζόταν επίσης κάθε χρόνο με το νερό που έπεφτε από τον Δία, το οποίο δεν χανόταν όπως σήμερα που κυλάει πάνω στην αποψιλωμένη γη και καταλήγει στη θάλασσα, αλλά έχοντας πολλά χώματα το συγκρατούσε η ίδια, αποθηκεύοντας το κάτω από τη λάσπη που σκέπαζε τη γη, επειδή το άφηνε να τρέχει από τα υψώματα στις λεκάνες που βρίσκονταν πιο χαμηλά – έτσι όλα τα μέρη είχαν τρεχούμενα νερά από πηγές και ποτάμια. Οι βωμοί που έχουν απομείνει μέχρι σήμερα στα μέρη όπου υπήρχαν πηγές είναι σημάδια που επιβεβαιώνουν ότι είναι αληθινά όσα λέγονται τώρα γι’ αυτή.
Έτσι λοιπόν φτιάχτηκαν από τη φύση τα υπόλοιπα μέρη, τα οποία, όπως είναι φυσικό, καλλιεργούνταν από πραγματικούς γεωργούς, που ασχολούνταν μόνιμα με τη γη, που αγαπούσαν το ωραίο και ήταν έξυπνοι. Είχαν πλούσιο έδαφος, άφθονα νερά και ακόμα εποχές με εύκρατο κλίμα. Όσο για την πόλη, είχε οργανωθεί τότε με τον εξής τρόπο: Κατ’ αρχάς, η ακρόπολη τότε δεν ήταν σαν τη σημερινή. Κάποια νύχτα έτυχε να πέσει ασυνήθιστα δυνατή βροχή που παρέσυρε όλο το χώμα γύρω της και την άφησε γυμνή, ενώ στη συνέχεια ακολούθησαν σεισμοί και τρεις καταστρεπτικές πλημμύρες πριν από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα.
Πιο πριν όμως, σε άλλες εποχές, η έκτασή της έφθανε μέχρι τον Ηριδανό και τον Ιλισσό, περιλάμβανε την Πνύκα και είχε για σύνορο τον Λυκαβηττό απέναντι από την Πνύκα. Ολόκληρη είχε πλούσιο χώμα και, εκτός από ελάχιστα σημεία, ήταν επίπεδη στο πάνω μέρος της. Στα εξωτερικά της σημεία, κάτω από τις πλαγιές, κατοικούσαν τεχνίτες και αγρότες που καλλιεργούσαν τις γύρω περιοχές. Στο πάνω μέρος, γύρω από το ιερό της Αθήνας και του Ηφαίστου, κατοικούσε η τάξη των πολεμιστών, περίκλειστη από φράχτη, όπως ο κήπος σπιτιού. Στο βόρειο μέρος βρίσκονταν οι κοινές κατοικίες των πολεμιστών και οι χειμερινές εγκαταστάσεις για τα συσσίτια τους και όσα κτίρια ήταν αναγκαία για τις κοινές ανάγκες της πολιτείας, να κατοικούν οι ίδιοι και οι ιερείς, χωρίς να έχουν χρυσάφι ή ασήμι απ’ αυτά τίποτα και καθόλου δεν χρησιμοποιούσαν, αλλά, επιδιώκοντας το ενδιάμεσο της σπατάλης και της φιλαργυρίας, έχτιζαν όμορφα σπίτια, όπου έμεναν οι ίδιοι και τα παιδιά τους μέχρι να γεράσουν και στη συνέχεια τα έδιναν στις επόμενες γενιές χωρίς ν’ αλλάζουν τίποτα. Όσο για τα νότια σημεία της ακρόπολης, αυτά χρησιμοποιούνταν ως κήποι, γυμναστήρια και χώροι συσσιτίων. Το καλοκαίρι, πάντως, τα εγκατέλειπαν. Στο μέρος όπου βρίσκεται σήμερα η ακρόπολη υπήρχε μια πηγή που καταστράφηκε από τους σεισμούς, και το μόνο που απομένει απ’ αυτή είναι μερικά ρυάκια ολόγυρα. Τότε όλοι έπαιρναν τρεχούμενο νερό απ’ αυτή τη βρύση, που ήταν αρκετά ζεστό τον χειμώνα και δροσερό το καλοκαίρι. Μ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν ζούσαν οι πολεμιστές που ήταν φύλακες των συμπολιτών τους και ηγέτες των άλλων Ελλήνων, με τη θέληση των τελευταίων. Φρόντιζαν να κρατούν πάντοτε σταθερό αριθμό ανδρών και γυναικών ικανών να φέρουν όπλα, δηλαδή περίπου ήταν εκείνη την εποχή είκοσι χιλιάδες.
Αυτοί λοιπόν τέτοιοι ήταν και κυβερνούσαν δίκαια τη γη τους και ολόκληρη την Ελλάδα πάντοτε με τον τρόπο αυτό. Ήταν πασίγνωστοι στην Ευρώπη και την Ασία, όπου τους θαύμαζαν για τα όμορφα κορμιά και τα κάθε είδους ψυχικά τους χαρίσματα. Τώρα όμως, ελπίζοντας ότι δεν έχω ξεχάσει όσα άκουσα όταν ήμουν παιδί, θα τ’ αναφέρω στη μέση της ομιλίας μου για να πληροφορηθείτε εσείς οι φίλοι μου πως ήταν εκείνοι που πολέμησαν εναντίον τους, τι είδους πολιτεία είχαν και πως ξεκίνησαν όλα.
Πριν όμως αρχίσω, οφείλω αμέσως να πω ότι δεν πρέπει να σας φανεί παράξενο που θα μ’ ακούσετε να δίνω βάρβαρους Ελληνικά ονόματα · θα μάθετε άλλωστε αμέσως τον λόγο. Επειδή ο Σόλωνας σκεφτόταν να χρησιμοποιήσει τη διήγηση αυτή στα ποιήματά του, πληροφορήθηκε, όταν ρωτούσε για τη σημασία των ονομάτων, τα είχαν μεταφράσει στη γλώσσα τους. Έτσι κι ο ίδιος με τη σειρά του μάθαινε τη σημασία κάθε ονόματος και το καταχωρούσε μεταφρασμένο στη δική μας γλώσσα. Τα χειρόγραφά του, που βρίσκονταν στην κατοχή του παππού μου, είναι σήμερα στα χέρια μου και μπορώ να πω ότι τα έμαθα απ’ έξω όταν ήμουν μικρός. Αν λοιπόν ακούτε τέτοια ονόματα να μοιάζουν με τα δικά μας, μην ξαφνιαστείτε, γιατί ξέρετε πια την αιτία. Τέτοια λοιπόν ήταν περίπου η αρχή της μακριάς διήγησης.
Όπως ειπώθηκε πιο πριν για την κλήρωση που έκαναν οι θεοί, ότι μοίρασαν όλη τη γη και ορισμένοι πήραν μεγαλύτερες περιοχές ενώ άλλοι μικρότερες, στις οποίες έφτιαξαν βωμούς και κανόνισαν τις θυσίες που έπρεπε να γίνονται προς τιμήν τους, έτσι ο Ποσειδώνας, που του έτυχε το νησί της Ατλαντίδας, εγκατέστησε εκεί τα παιδιά που είχε αποκτήσει με μια θνητή γυναίκα σε κάποια τέτοια περιοχή του νησιού. Κοντά στη θάλασσα, στο κέντρο του νησιού, υπήρχε πεδιάδα, που λέγεται ότι η ωραιότερη και πιο εύφορη σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ακόμα, στο κέντρο της, σε απόσταση πενήντα στάδια από τη μέση του νησιού, βρισκόταν ένα χαμηλό βουνό, όπου ήταν κάτοικος κάποιος από τους πρώτους ανθρώπους που γεννήθηκαν από τη γη, ο Ευήνορας, που έμενε μαζί με τη γυναίκα του Λευκίππη. Οι δυο γέννησαν μοναχοκόρη την Κλειτώ. Όταν η κοπέλα έφτασε σε ηλικία γάμου, πέθανε η μητέρα και ο πατέρας της. Τότε ο Ποσειδώνας ποθώντας τη συνευρέθηκε μαζί της. Ύστερα οχύρωσε το μικρό βουνό, όπου κατοικούσε, και το έκανε απόκρημνο από παντού, ώστε να μην μπορεί να το περάσει κανένας. Έφτιαξε γύρω του αλλεπάλληλες κυκλικές ζώνες στεριάς και θάλασσας, άλλες μικρότερες και άλλες μεγαλύτερες, δύο στεριανές και τρεις θαλάσσιες ζώνες τόσο στρογγυλές σαν να τις είχε τορνέψει, στη μέση του νησιού, σε ίση απόσταση απ’ όλες τις άκρες του, ώστε να είναι απρόσιτες στους ανθρώπους, αφού τότε ούτε πλοία υπήρχαν ούτε ταξίδια γίνονταν. Έπειτα στόλισε πλούσια, σαν θεός που ήταν, το μικρό κεντρικό νησί αφού έφερε από το εσωτερικό της γης δυο ειδών νερά, το ένα ζεστό και το άλλο κρύο, που έρεε από μια κρήνη, κάνοντας τη γη να παράγει άφθονα τρόφιμα κάθε είδους. Αφού γέννησε πέντε ζευγάρια δίδυμων γιων, μοίρασε όλο το νησί της Ατλαντίδας σε δέκα μέρη και στον μεγαλύτερο απ’ όσους είχαν γεννηθεί πρώτοι έδωσε την κατοικία της μητέρας του με ολόκληρο τον χώρο τριγύρω, που ήταν το καλύτερο και το μεγαλύτερο από τα μερίδια. Τον όρισες επίσης βασιλιά των άλλων, ενώ έκανε τους άλλους κυβερνήτες μεγάλου αριθμού ανθρώπων και χάρισε στον καθένα τεράστιες εκτάσεις γης. Ακόμα, τους έδωσε ονόματα. Ο μεγαλύτερος και πρώτος βασιλιάς, από τον οποίο ολόκληρο το νησί και ο ωκεανός πήραν το όνομα Ατλαντικός, λεγόταν Άτλαντας. Ο άλλος που γεννήθηκε μαζί του πήρε με κλήρο την άκρη του νησιού, η οποία βρισκόταν κοντά στις στήλες του Ηρακλή, την περιοχή δηλαδή που σήμερα λέγεται Γαδειρική, Εύμηλος στα Ελληνικά και Γάδειρος στη γλώσσα των ντόπιων, από το οποίο όλος ο τόπος πήρε τ’ όνομά του. Από τα παιδιά που γεννήθηκαν δεύτερα ονόμασε το ένα Αμφήρη και το άλλο Ευαίμονα. Από τα τρίτα, ο μεγαλύτερος ονομάστηκε Μνησέας και ο μικρότερος Αυτόχθονας. Τα τέταρτα λέγονταν Ελάσιππος ο πρώτος και Μήστορας ο δεύτερος. Και, τέλος, από τα πέμπτα, τον πρώτο ονόμασε Αζάη και τον δεύτερο Διαπρεπή. Αυτοί λοιπόν και οι απόγονοί τους κατοίκησαν επί πολλές γενιές εκεί και εξουσίαζαν τα περισσότερα νησιά του πελάγους κι ακόμα, όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, άπλωσαν την εξουσία τους και στο εσωτερικό των στηλών του Ηρακλή, μέχρι την Αίγυπτο και την Τυρρηνική θάλασσα. Από τον Άτλαντα δημιουργήθηκε μεγάλη γενιά με σημαντικούς απογόνους. Ο μεγαλύτερος, που γινόταν πάντα βασιλιάς, έδινε το σκήπτρο στο πρώτο του παιδί κι έτσι η εξουσία τους διατηρήθηκε επί πολλές γενιές, αποκτώντας τόσα πλούτη που καμιά δυναστεία δεν είχε πριν απ’ αυτούς, αλλά ούτε και στο μέλλον μπορεί ν’ αποκτήσει καμιά άλλη. Έβρισκαν επίσης οτιδήποτε χρειάζονταν είτε μέσα στην πόλη είτε στην υπόλοιπη χώρα, γιατί, σαν άρχοντες που ήταν, έφερναν πολλά πράγματα από το εξωτερικό. Αλλά και το νησί τους έδινε τα περισσότερα απ’ όσα χρειάζονταν στην καθημερινή τους ζωή και πρώτα πρώτα τα μέταλλα, που βγαίνουν από τα ορυχεία στερεά και κείνα που βγαίνουν σε ρευστή κατάσταση, υπήρχε ακόμα κι εκείνο το είδος που σήμερα ξέρουμε μόνο τ’ όνομά του, που έβγαινε από τη γη σε πολλές περιοχές του νησιού και ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα μετά το χρυσάφι και ξυλεία, που τη χρησιμοποιούν οι ξυλουργοί στη δουλειά τους, έβγαζε άφθονη και είχε όλα τα είδη ήμερων και άγριων ζώων. Τότε μάλιστα υπήρχαν εκεί πολλοί ελέφαντες. Διέθετε άφθονη τροφή όχι μόνο για τα ζώα που βοσκούν στους βάλτους, τις λίμνες και τα ποτάμια, αλλά και για εκείνα που τριγυρίζουν στις πεδιάδες και στα βουνά. Η τροφή ήταν τόσο πλούσια που επαρκούσε ακόμα και για τους ελέφαντες, οι οποίο τρώνε πολύ, σαν μεγαλόσωμα ζώα που είναι. Εκτός όμως απ’ αυτά, όσα τώρα βγάζει γενικά η γη, μυρωδικά, ρίζες, βότανα και δέντρα ή ουσίες από λουλούδια και καρπούς έβγαζε κι έτρεφε σε μεγάλες ποσότητες. Υπήρχαν ακόμα χλωροί και ξηροί καρποί που τους χρησιμοποιούμε για φαγητό – τους καρπούς αυτούς τους ονομάζουμε όσπρια – καθώς επίσης και καρποί δέντρων από τους οποίους φτιάχνουμε ποτά, φαγητά ή λάδια, και τους καρπούς που, επειδή τους καλλιεργούμε τόσο για στολισμό όσο και για ευχαρίστηση, έγιναν δυσκολοφύλακτοι. Τέλος, υπήρχαν και τα φρούτα που δίνουμε μετά το φαγητό σε όσους θέλουν ν’ ανακουφίσουν το φορτωμένο στομάχι τους. Όλα αυτά βρίσκονταν σε μεγάλη αφθονία και με απέραντη ομορφιά πάνω σ’ εκείνο το νησί που ήταν κάποτε παλαιά ιερό κάτω από τον ήλιο. Παίρνοντας λοιπόν τόσα πολλά προϊόντα από τη γη, οι κάτοικοι του νησιού μπόρεσαν να φτιάξουν ναούς, παλάτια, λιμάνια, ναύσταθμους και όλα τ’ άλλα έργα που χρειαζόταν η χώρα τους.
Πρώτα απ’ όλα γεφύρωσαν τις κυκλικές θάλασσες που βρίσκονταν γύρω από την αρχαία μητρόπολη κι έφτιαξαν δρόμο που οδηγούσε μέχρι τα βασιλικά ανάκτορα, τα οποία είχαν χτίσει στο σημείο όπου κατοίκησε ο θεός και οι πρόγονοί τους. Κι επειδή, παρ’ ότι ήταν στολισμένα, κάθε βασιλιάς που τα έπαιρνε από τον προηγούμενο πρόσθετε νέα στολίδια, προσπαθώντας να ξεπεράσει τον προκάτοχό του, τα ανάκτορα έγιναν τελικά ασύγκριτα χάρη στο μεγαλείο και την ομορφιά τους. Αρχίζοντας ύστερα από τη θάλασσα του εξωτερικού κύκλου, άνοιξαν διώρυγα τρία πλέθρα πλάτος, βάθος εκατό πόδια και μήκος πενήντα στάδια. Έτσι ακόμα και τα μεγαλύτερα πλοία μπορούσαν να περνάνε από το στόμιο της και να φτάνουν μέχρι το λιμάνι. Έκαναν επίσης άνοιγμα στις εσωτερικές ζώνες της ξηράς, που χώριζαν τις λωρίδες της θάλασσας κοντά στο σημείο που βρίσκονταν οι γέφυρες, το οποίο οδηγούσε από κύκλο σε κύκλο και ήταν τόσο ώστε να χωράει μια τριήρης. Το κάλυψαν από πάνω, αφού το επίπεδο της ξηράς βρισκόταν αρκετά ψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας, έτσι ώστε τα πλοία να περνάνε από κάτω. Η μεγαλύτερη απ’ αυτές τις κυκλικές ζώνες, που επικοινωνούσε άμεσα με τη θάλασσα, είχε πλάτος τρία στάδια, και το πρόχωμα που ακολουθούσε στη συνέχεια είχε το ίδιο μήκος. Από τις άλλες δυο ζώνες, η θαλασσινή είχε πλάτος δυο στάδια, ενώ ίση ήταν πάλι και η στεριανή ζώνη.
Ο κύκλος που έζωνε το κεντρικό νησί είχε ένα στάδιο πλάτος, ενώ η διάμετρος του νησιού στο οποίο βρισκόταν το παλάτι ήταν πέντε στάδια. Το νησί, οι ζώνες γύρω του και η γέφυρα που είχε πλάτος ενός πλέθρου περιφράχτηκαν με πέτρινο τείχος κι από τις δυο πλευρές. Στις άκρες κάθε γέφυρας, πάνω από τα περάσματα προς τη θάλασσα, έφτιαξαν πύργους και πύλες. Τις πέτρες που χρειάζονταν για τον σκοπό αυτό τις έβγαζαν από τα λατομεία που υπήρχαν τόσο στο κεντρικό νησί όσο και στις ζώνες της ξηράς που βρίσκονταν γύρω του. Άλλες ήταν άσπρες, άλλες μαύρες κι άλλες κόκκινες. Στο σημείο απ’ όπου τις έβγαζαν δημιουργήθηκαν δυο μεγάλα κοιλώματα, τα οποία έκαναν υπόγειους ναύσταθμους και τα σκέπασαν με αυτό τον βράχο. Ορισμένα από τα κτίρια φτιάχτηκαν με πέτρες του ίδιου χρώματος, άλλα όμως έγιναν πολύχρωμα, ώστε να φαίνονται στολισμένα και να σκορπίζουν την ευχαρίστηση. Την επιφάνεια του τείχους που κάλυπτε ολόκληρη την εξωτερική ζώνη τη σκέπασαν με χαλκό αντί να τη βάψουν, ενώ την εσωτερική επιφάνεια την έντυσαν με κασσίτερο. Το τείχος της ακρόπολης καλύφθηκε με αστραφτερό ορείχαλκο που έλαμπε σαν φωτιά.
Τα ανάκτορα που βρίσκονταν μέσα στην ακρόπολη ήταν φτιαγμένα ως εξής: Στη μέση υπήρχε ναός αφιερωμένος στην Κλειτώ και τον Ποσειδώνα, τριγυρισμένος από χρυσό τοίχο που δεν επιτρεπόταν να τον πλησιάσει κανένας. Σ’ εκείνο το σημείο είχαν σμίξει για πρώτη φορά αυτοί οι δυο και γέννησαν τα παιδιά που έγιναν αρχηγοί των δέκα βασιλικών οικογενειών. Εκεί πήγαιναν κάθε χρόνο εκπρόσωποι των δέκα περιφερειών που μοιράστηκαν με κλήρο, για να προσφέρουν τους πιο διαλεχτούς καρπούς της γης αφιέρωμα στον καθένα θεό. Υπήρχες ναός του Ποσειδώνα που είχε μήκος ένα στάδιο, πλάτος τρία πλέθρα και ύψος ανάλογο με τις άλλες διαστάσεις, όπως το βλέπει κανείς, αλλά η μορφή του ήταν κάπως βαρβαρική. Απ’ έξω ήταν ντυμένος ολόκληρος με ασήμι, εκτός από τις γωνίες που ήταν χρυσές.
Η οροφή του στο εσωτερικό ήταν φτιαγμένη από ελεφαντοστό και είχε χρυσά, ασημένια και ορειχάλκινα στολίδια. Τα υπόλοιπα σημεία, τους τοίχους, τους κίονες και το δάπεδο τα κάλυψαν με ορείχαλκο. Μέσα στον ναό τοποθέτησαν το χρυσό άγαλμα του Ποσειδώνα που ήταν όρθιος στο άρμα του και οδηγούσε τα έξι φτερωτά του άλογα. Ήταν τόσο ψηλός που το κεφάλι του άγγιζε τη σκεπή του ναού. Γύρω υπήρχαν εκατό αγάλματα Νηρηίδων πάνω σε δελφίνια, γιατί οι τότε άνθρωποι πίστευαν ότι τόσες ήταν οι Νηρηίδες. Ακόμα υπήρχαν πολλά άλλα αγάλματα, τα οποία είχαν αφιερώσει διάφοροι ιδιώτες. Στο έξω μέρος γύρω από τον ναό βρίσκονταν χρυσές εικόνες όλων των βασιλιάδων και των συζύγων τους που κατάγονταν από τα δέκα αδέλφια, καθώς και πολλά άλλα αφιερώματα των ίδιων ή άλλων ατόμων όχι μόνο από την πολιτεία αλλά και από τα υπόλοιπα μέρη που εξουσίαζε αυτή η χώρα. Ο βωμός ήταν ανάλογος στο μέγεθος και στην εμφάνιση με το περιβάλλον, ενώ τα παλάτια ταίριαζαν με την ισχύ της πολιτείας κι επίσης ταίριαζαν με το μεγαλείο του ναού. Οι βρύσες, που είχαν το κρύο και το ζεστό νερό, ήταν πλούσιες κι επειδή με τα όμορφα και θεραπευτικά νερά τους εξυπηρετούσαν ιδιαίτερα τους κατοίκους, έφτιαξαν γύρω τους διάφορες εγκαταστάσεις και φύτεψαν υδρόφιλα φυτά. Ακόμα κατασκεύασαν δεξαμενές, τόσο στα χωράφια όσο και μέσα στην πόλη, εκ των οποίων ορισμένες ήταν υπαίθριες και άλλες κλειστές για να χρησιμοποιούνται τον χειμώνα σαν θερμά λουτρά, χωριστά των βασιλέων, χωριστά των πολιτών, ενώ υπήρχαν ακόμα και μερικές για τις γυναίκες, ορισμένες για τ’ άλογα και για τα κατοικίδια ζώα, διακοσμώντας καθεμιά με τον ανάλογο στολισμό. Το νερό που έτρεχε από τις δεξαμενές χρησίμευε για το πότισμα του ιερού άλσους του Ποσειδώνα, που είχε κάθε είδους όμορφα και ψηλά δέντρα, χάρη στη γονιμότητα του εδάφους. Με αυλάκια έφερναν το νερό από τις δεξαμενές μέχρι τις γέφυρες στις εξωτερικές ζώνες, όπου υπήρχαν ναοί πολλών θεών, κήποι και γυμναστήρια για άνδρες και γι’ άλογα ολόγυρα στο νησί. Στο κέντρο του μεγαλύτερου νησιού υπήρχε ένας ξεχωριστός ιππόδρομος με πλάτος ένα στάδιο και μήκος όσο η περιφέρεια του νησιού, που τον χρησιμοποιούσαν για ιππικά αγωνίσματα.
Στις δυο πλευρές του ιπποδρόμου υπήρχαν οι κατοικίες των πολλών σωματοφυλάκων του βασιλιά, οι πιο πιστοί όμως ζούσαν στη δεύτερη ζώνη, που βρισκόταν πιο κοντά στην Ακρόπολη. Όσοι ήταν ακόμα πιο αφοσιωμένοι από τους άλλους είχαν κατοικίες μέσα στην Ακρόπολη, γύρω από τ’ ανάκτορα. Οι ναύσταθμοι ήταν γεμάτοι με τριήρεις και τα εξαρτήματα τους σε τέλεια τάξη. Τα σχετικά λοιπόν με τις βασιλικές κατοικίες έτσι ήταν κατασκευασμένα. Όταν κάποιος διέσχιζε τα λιμάνια, που ήταν τρία, για να βγει έξω, έβλεπε ένα τείχος που άρχιζε από τη θάλασσα και περιτριγύριζε το νησί σε απόσταση πενήντα σταδίων από τη μεγαλύτερη ζώνη και το μεγαλύτερο λιμάνι, για να καταλήξει στο στόμιο της διώρυγας που βρισκόταν κοντά στη θάλασσα. Στο εσωτερικό του υπήρχαν αμέτρητα σπίτια το ένα κοντά στο άλλο. Η διώρυγα και το μεγάλο λιμάνι ήταν γεμάτα πλοία και εμπόρους που έρχονταν απ’ όλα τα μέρη του κόσμου και, επειδή ήταν πολλοί, έκαναν τόση φασαρία και κάθε είδος θορύβους, μέρα και νύχτα.
Για την πόλη λοιπόν και την αρχαία οίκησή της σχεδόν όπως ειπώθηκαν τότε τ’ απομνημόνευσα και τ’ αφηγήθηκα. Πρέπει όμως να συνεχίσω με την περιγραφή των φυσικών χαρισμάτων και του στολισμού της υπόλοιπης χώρας. Κατ’ αρχάς λέγεται ότι ολόκληρος εκείνος ο τόπος ήταν πολύ ψηλός και είχε απόκρημνες ακτές, ενώ η όλη περιοχή γύρω στην πόλη ήταν πεδινή και τριγυρισμένη από βουνά που οι πλαγιές τους κατέβαιναν μέχρι τη θάλασσα. Η πεδιάδα ήταν εντελώς επίπεδη, χωρίς υψώματα με παραλληλόγραμμο σχήμα μήκους τριών χιλιάδων και πλάτους δύο χιλιάδων σταδίων από τη θάλασσα μέχρι το κέντρο της.
Ολόκληρη αυτή η περιοχή έβλεπε νότια και ήταν προφυλαγμένη από τους βοριάδες. Τα γύρω βουνά ήταν φημισμένα παντού, γιατί ήταν ανώτερα απ’ όλα τα τωρινά κατά τον αριθμό, το ύψος και την ομορφιά. Ανάμεσα τους υπήρχαν πολλά πλούσια χωριά, ποτάμια, λίμνες και λιβάδια, όπου όλα τ’ άγρια και ήμερα ζώα έβρισκαν άφθονη τροφή. Ήταν επίσης γεμάτα δέντρα πολλά κάθε είδους, που έδιναν αρκετή ξυλεία για τις ανάγκες όλων των επαγγελμάτων. Αυτή λοιπόν η πεδιάδα ήταν φτιαγμένη έτσι από τη φύση αλλά και από τα έργα που έκαναν πολλοί βασιλιάδες στη διάρκεια αμέτρητων χρόνων. Το σχήμα της ήταν τετράγωνο και, στα περισσότερα μέρη, ορθογώνιο και μακρουλό, ενώ ίσιωσαν τ’ ακανόνιστα σημεία της σκάβοντας τριγύρω χαντάκια. Το βάθος, το πλάτος και το μήκος κάθε χαντακιού ήταν τόσο μεγάλο που είναι απίστευτο αυτό που λέγεται, ότι ήταν φτιαγμένο από ανθρώπινα χέρια, αφού, σε σύγκριση με άλλα παρόμοια έργα, φαινόταν τεράστιο.
Οφείλουμε, πάντως, ν’ αναφέρουμε ότι ακούσαμε. Είχε σκαφτεί το βάθος του ένα πλέθρο και το πλάτος σε όλα τα σημεία ένα στάδιο και επειδή τώρα ήταν σκαμμένο γύρω σ’ ολόκληρη την πεδιάδα, το μήκος του τύχαινε να είναι δέκα χιλιάδες στάδια. Δεχόταν όλα τα νερά που κατέβαιναν κυλώντας από τα βουνά, κύκλωνε την πεδιάδα, έφτανε μέχρι την πόλη κι από τα δυο μέρη της, προχωρούσε μέχρι τη θάλασσα κι άδειαζε εκεί όλα τα νερά. Από το εσωτερικό της περιοχής ξεκινούσαν αυλάκια πλάτους περίπου εκατό πόδων, που διέσχιζαν την πεδιάδα σε παράλληλες γραμμές και είχαν τέτοια κλίση, ώστε τα νερά τους χύνονταν στο χαντάκι.
Μέσα απ’ αυτά τα αυλάκια, που απείχαν μεταξύ τους εκατό στάδια, κατέβαζαν την ξυλεία από τα βουνά στην πόλη και μετέφεραν με πλοία τα υπόλοιπα προϊόντα κάθε εποχής, αφού πρώτα άνοιξαν κι άλλα αυλάκια, πλάγια μεταξύ τους, ώστε να επικοινωνεί το ένα με το άλλο και με την πόλη. Είχαν συγκομιδή δυο φορές τον χρόνο, χρησιμοποιώντας τον χειμώνα τα νερά που τους έστελνε ο Δίας και το καλοκαίρι όσα έβγαιναν από τις πηγές, που τα έφερναν στην πεδιάδα μέσα από τα τεχνητά αυλάκια. Σχετικά τώρα με τον αριθμό των πολεμιστών, είχε κανονιστεί ότι κάθε τμήμα της χώρας θα έδινε από έναν αρχηγό για τους άνδρες που ήταν ικανοί να φέρουν όπλα. Η έκταση κάθε τμήματος ήταν περίπου εκατό στάδια και υπήρχαν εξήντα χιλιάδες τέτοια τμήματα. Οι άνδρες που έμεναν στα βουνά και τα άλλα μέρη της χώρας ήταν, όπως λεγόταν, αμέτρητοι κι εξουσιάζονταν από τους αρχηγούς τους σύμφωνα με τον συνοικισμό ή το χωριό στο οποίο ζούσαν.
Σε καιρό πολέμου ο αρχηγός έπρεπε να δίνει το ένα έκτος ενός πολεμικού άρματος, σε δέκα χιλιάδες άρματα, δυο άλογα με τους ιππείς τους, δυο άλογα χωρίς άρμα, έναν πεζό με ελαφριά ασπίδα, έναν ιππέα που μπορούσε να πηδάει από άλογο σε άλογο, δυο βαριά οπλισμένους πεζούς, δυο τοξότες, δυο σφενδονιστές, τρεις πετροβολητές, τρεις ακοντιστές και, τέλος, από τέσσερις ναύτες για τα χίλια διακόσια πλοία της χώρας. Έτσι λοιπόν είχαν οργανωθεί τα στρατιωτικά πράγματα της βασιλικής πόλης. Όσο για τα υπόλοιπα εννέα τμήματα, καθένα είχε τη δική του οργάνωση, που θα χρειαζόταν πολλή ώρα για ν’ αναπτύξω.
Τα αξιώματα και οι τιμητικές διακρίσεις κανονίστηκαν από την αρχή με τον παρακάτω τρόπο. Καθένας από τους δέκα βασιλιάδες κυβερνούσε τους ανθρώπους που ζούσαν στην περιοχή και την πρωτεύουσά του, όριζε τους περισσότερους νόμους και τιμωρούσε ή θανάτωνε όποιον ήθελε.
Οι σχέσεις όμως και η εξουσία που είχαν μεταξύ τους ήταν ρυθμισμένες σύμφωνα με τις αρχές που είχε ορίσει ο Ποσειδώνας, όπως όριζε ο νόμος που είχε φτάσει μέχρις αυτούς από γενιά σε γενιά χαραγμένος σε γράμματα από τους πρώτους βασιλιάδες σε στήλη από ορείχαλκο, που βρισκόταν στον ναό του Ποσειδώνα στο κέντρο του νησιού. Οι βασιλιάδες συγκεντρώνονταν κάθε πέντε και κάθε έξι χρόνια με τη σειρά – γιατί τιμούσαν τόσο τους μονούς όσο και τους ζυγούς αριθμούς – και συζητούσαν, έπαιρναν αποφάσεις για τα κοινά τους συμφέροντα, εξέταζαν τις παραβάσεις των νόμων και δίκαζαν τις σχετικές υποθέσεις. Όταν επρόκειτο να δικάσουν, έδιναν πρώτα διαβεβαιώσεις μεταξύ τους με τον ακόλουθο τρόπο. Άφηναν ελεύθερους τους ταύρους μέσα στον ναό του Ποσειδώνα κι έμεναν μόνοι μαζί τους, όντας δέκα, και παρακαλούσαν τον θεό να διαλέξει το σφάγιο που θα τον ευχαριστούσε κι άρχιζαν να κυνηγάνε τους ταύρους άοπλοι, κρατώντας μόνο ξύλα και θηλιές. Όποιον τύχαινε να πιάσουν, τον πήγαιναν στη στήλη και τον έσφαζαν πάνω από το μέρους όπου ήταν γραμμένος ο νόμος. Στη στήλη ήταν χαραγμένος και ο όρκος που καταριόταν με φοβερά λόγια όσους καταπατούσαν τους νόμους. Όταν λοιπόν έκαναν τη θυσία σύμφωνα με τους νόμους τους κι ευλογούσαν τα μέλη του ταύρου, ανακάτευαν σ’ ένα κύπελλο λίγο κρασί με μερικές σταγόνες από το αίμα του ζώου ο καθένας με τη σειρά του. Μετά έριχναν τα κομμάτια του ιερού σφαγίου στη φωτιά και καθάριζαν τη στήλη.
Έπειτα έπαιρναν με χρυσές φιάλες λίγο κρασί από το κύπελλο, έκαναν σπονδές στη φωτιά κι ορκίζονταν ότι θ’ απέδιδαν δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους της στήλης, τιμωρώντας όσους τους είχαν παραβεί. Ακόμα, ορκίζονταν ότι δεν θα παραβούν κανένα γραπτό νόμο εκούσια, δεν θα διοικήσουν και δεν θα υπακούσουν στον βασιλιά, παρά μόνο αν οι προσταγές του είναι σύμφωνες με τους νόμους του πατέρα τους. Όταν καθένας έδινε τέτοιες διαβεβαιώσεις για λογαριασμό δικό του και της γενιάς του, έπινε και μετά αφιέρωνε τη φιάλη στο ιερό του θεού και ύστερα έτρωγε και τακτοποιούσε όλες τις άλλες ανάγκες. Μόλις νύχτωνε και η φωτιά γύρω από τα σφάγια έσβηνε, φορούσαν μια θαυμάσια γαλάζια στολή, έσβηναν όλες τις φωτιές του ναού και κάθονταν δίπλα στ’ απομεινάρια της θυσίας όλη τη νύχτα δικάζοντας και δικαζόμενοι, αν κανένας κατηγορούσε κάποιον άλλο πως είχε παραβεί τον νόμο. Μετά την έκδοση της απόφασης σχετικά με κάθε υπόθεση που είχε κριθεί, την έγραφαν, όταν ξημέρωνε, πάνω σ’ ένα χρυσό πίνακα και την αφιέρωναν στον θεό μαζί με τις στολές τους. Υπήρχαν πολλοί ειδικοί νόμοι σχετικά με τα προνόμια κάθε βασιλιά, σημαντικότεροι από τους οποίους ήταν ότι ποτέ δεν θα έκαναν πόλεμο ο ένας εναντίον του άλλου – ότι θα βοηθούσαν όλοι, αν κάποιος επιχειρούσε ν’ ανατρέψει τη βασιλική οικογένεια κάποιας πόλης – κι ότι θα συγκεντρώνονταν, όπως οι πρόγονοί τους, για να πάρουν κοινές αποφάσεις σε περίπτωση πολέμου ή σχετικά με άλλα σοβαρά ζητήματα, παραχωρώντας την αρχηγία στη γενιά του Άτλαντα. Τέλος, κανένας βασιλιάς δεν είχε το δικαίωμα να θανατώσει κάποιο συγγενή του, αν δεν είχε τη συγκατάθεση περισσότερων από τους μισούς ανάμεσα στους δέκα βασιλιάδες.
Αυτή όμως την τόσο μεγάλη και τέτοιου είδους δύναμη που υπήρχε σ’ εκείνο το μέρος, αφού την οργάνωσε ο θεός, την οδήγησε εναντίον αυτών των χωρών με την εξής, σύμφωνα με την παράδοση, δικαιολογία: Για πολλές γενιές, όσο υπήρχε ακόμα πάνω τους η επίδραση του θεού από τον οποίο κατάγονταν, υπάκουαν στους νόμους και τιμούσαν τη θεϊκή τους καταγωγή. Οι καρδιές τους ήταν καθαρές και το μυαλό τους αφοσιωμένο σ’ ευγενικά έργα. Έδειχναν πάντα λογική και σωφροσύνη στις εκάστοτε περιστάσεις και ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις. Γι’ αυτό τον λόγο περιφρονούσαν οτιδήποτε εκτός από την αρετή και δεν έδιναν μεγάλη σημασία στ’ αγαθά που είχαν, θεωρώντας βάρος την ποσότητα του χρυσαφιού και της υπόλοιπης περιουσίας. Έτσι, χωρίς να μεθύσουν από την τρυφηλότητα κι εξαιτίας του πλούτου να χάσουν τον αυτοέλεγχό τους, δεν παραδόθηκαν στα πάθη τους. Με νηφαλιότητα, αντίθετα, έβλεπαν καθαρά ότι και αυτά όλα αυξάνουν από τη φιλία και μαζί με την κοινή αρετή, ενώ η διαρκής επιδίωξη και λατρεία αυτών των αγαθών καταστρέφει την ίδια και την αξία τους. Με αυτές λοιπόν τις σκέψεις και με τη θεϊκή επίδραση πάνω τους, τα πάντα σ’ αυτούς προόδευσαν, όσα αναφέραμε προηγουμένως. Όταν όμως ατόνησε κι εξαφανίστηκε σιγά σιγά το θεϊκό στοιχείο από μέσα τους, επειδή αναμείχθηκε πολύ με το θνητό στοιχείο, κι επικράτησε το ανθρώπινο, τότε άρχισαν να συμπεριφέρονται άσχημα, μη μπορώντας ν’ αντέξουν το βάρος του πλούτου που είχαν. Σ’ αυτόν που είχε τη δυνατότητα να παρατηρεί φαίνονταν αισχροί, που είχαν χάσει τα πιο πολύτιμα από τ’ αγαθά τους. Σ’ εκείνους όμως που δεν μπορούσαν να διακρίνουν ποια είναι η πραγματικά ευτυχισμένη ζωή, φαίνονταν κατ’ εξοχήν καλοί και ευλογημένοι, παρά την πλεονεξία που τους είχε καταλάβει ν’ αυξάνουν με κάθε τρόπο τα πλούτη τους. Ο Δίας λοιπόν, ο θεός των θεών, που κυβερνάει σύμφωνα με τους νόμους, επειδή μπορεί να βλέπει τέτοια πράγματα, παρατηρώντας ότι αυτός ο χρηστός λαός τραβούσε για την καταστροφή, αποφάσισε να τον τιμωρήσει, για να γίνουν νουνεχείς αφού συνετιστούν. Κάλεσε λοιπόν σε συμβούλιο όλους τους θεούς στην τιμιότατα κατοικία τους, που βρίσκεται στη μέση του κόσμου και βλέπει καλά τα πάντα, όσα έχουν πραγματοποιηθεί, κι αφού τους συγκέντρωσε είπε
Στο σημείο αυτό ο διάλογος διακόπτεται.
ΠΗΓΕΣ:
–