Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469-399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτης και μίας μαίας, ο Σωκράτης πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι πέρασε όλη τη ζωή αδιαφορώντας για τα οικονομικά ζητήματα (από εδώ πηγάζουν και όλα τα ανέκδοτα για τους καβγάδες με τη γυναίκα του Ξανθίππη) και το ότι πολέμησε γενναία ως όπλιτης (είχε επομένως τα μέσα να προμηθευτεί το δαπανηρό οπλισμό που χρησιμοποιούσαν οι πολεμιστές αυτοί) στις μάχες της Ποτίδαιας το 429, της Δήλου το 424 και της Αμφίπολης το 422, στην πρώτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου.
Αυτές ήταν, όπως φαίνεται, οι μόνες φορές που ο Σωκράτης απομακρύνθηκε από την πόλη του και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του προσπαθώντας να ασκήσει πάνω στους συμπολίτες του την τέχνη εκείνη της «μαιευτικής», που η μητέρα του ασκούσε στις γυναίκες. Η δραστηριότητα αυτή τον απορρόφησε τελείως και δε θέλησε ποτέ, από προσωπικές πολιτικές πεποιθήσεις, να συμμετάσχει στην πολιτική ζωή της εποχής του (ο Σωκράτης δικαιολογούνταν με τον ισχυρισμό ότι του το απαγόρευε το «δαιμόνιόν» του, ειρωνική, κατά ένα μέρος, και σοβαρή, κατά ένα άλλο, προσωποίηση της συνείδησής του) μόνο δύο φορές βρέθηκε στην ανάγκη να αναλάβει δημόσια καθήκοντα: μία φορά, επί δημοκρατικού καθεστώτος, όταν, ως επιστάτης των πρυτάνεων, αντιτάχθηκε στη συνοπτική καταδική των στρατηγών, που νίκησαν στις Αρχινούσες (406 π.Χ.), οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί ότι δεν έσωσαν τους ναυαγούς. Τη δεύτερη φόρα, την εποχή των Τριάκοντα Τυράννων, όταν αρνήθηκε να γίνει συνένοχος στην πολιτική δολοφονία κάποιου Λέοντα από τη Σαλαμίνα. Και στις δύο περιπτώσεις ο Σωκράτης διέτρεξε μεγάλο κίνδυνο και σώθηκε μόνο από τις πολιτικές μεταβολές που είχαν μεσολαβήσει. Η διάσταση αυτή, μεταξύ του Σωκράτη και της πολιτικής ζωής της πόλης (ανεξάρτητα από το πολιτικό καθεστώς που υπήρχε) έγινε βαρύτερη και οριστική μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού καθεστώτος: διατυπώθηκε εναντίον του η κατηγορία ότι δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης και ότι διαφθείρει τους νέους. Κηρύχτηκε ένοχος και καταδικάστηκε να πιει το κώνειο. Ο Πλάτων στην «Απολογία», στον «Τρίτωνα» και στο «Φαίδωνα» απαθανάτισε τις φράσεις της δίκης, την άρνηση του Σωκράτη να αποφύγει την καταδίκη και τις τελευταίες στιγμές του, υψώνοντας τον σε παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο φιλόσοφος αντιμετωπίζει το θάνατο από αγάπη προς τη δικαιοσύνη και συνέπεια προς τη συνείδησή του.
Ένα γεγονός τόσο εντυπωσιακό και με την πρώτη ματιά τόσο άδικο ώστε να φαίνεται παράλογο (πολύ περισσότερο όταν έχει κανείς υπόψη του τις μετριοπαθείς και διαλλακτικές τάσεις που, γενικά, ακολουθούσε το καθεστώς που τον καταδίκασε), πρέπει να μπορεί να βρει την εξήγηση του, αν όχι μια πραγματική δικαιολογία, στις σχέσεις του Σωκράτη με την πόλη του και, με μια λέξη, στη φιλοσοφία της εποχής του.
Αλλά ακριβώς εδώ βρίσκεται το πρόβλημα: ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε και όλα όσα ξέρουμε για αυτόν τα ξέρουμε από άλλους: κυρίως από τον Πλάτωνα που παρουσίασε το Σωκράτη πρωταγωνιστή σε όλους σχεδόν τους φιλοσοφικούς διαλόγους του από τον Ξενοφώντα, που του αφιέρωσε μερικά έργα του για να εξάρει τις προσωπικές πολιτικές και θρησκευτικές αρετές του, από τον Αριστοτέλη, που σε μερικές ενδείξεις που συνάγονται από τα έργα του τείνει να τον παρουσιάσει ως τον άνθρωπο που ανακάλυψε τους επαγωγικούς συλλογισμούς και τη θεωρία των αριθμών, από τον Αριστοφάνη, που στις «Νεφέλες» του (όταν η Σωκράτης ζούσε ακόμα) μας δίνει μια σκληρή και υπερβολική γελοιογραφία του, βάζοντάς τον στο ίδιο επίπεδο με τους θεωρητικούς της νέας επιστήμης και με τους σοφιστές. Πρόκειται για παρουσιάσεις του Σωκράτη συχνά διασκεδαστικές ή που, οπωσδήποτε, δε συμφωνούν απόλυτα με την πραγματικότητα ή και μεταξύ τους, και οι οποίες γίνονται ακόμα χειρότερες από τη διαφορά των συγκρουόμενων τάσεων μεταξύ των άμεσων μαθητών του, των λεγόμενων «σωκρατικών ελασσόνων».
Καταλαβαίνουμε έτσι γιατί το «σωκρατικό πρόβλημα» συγκίνησε τα πνεύματα και προκάλεσε τις συζητήσεις ιστορικών και φιλόσοφων από την εποχή του Αριστοτέλη ως τις μέρες μας: κάθε εποχή παρουσίασε μια εικόνα του Σωκράτη κατά τη δική της εικόνα και ομοίωση, περνώντας από τις πιο υπερβολικές υμνολογίες (ας θυμηθούμε το Santa Socrates, oar pro obis – «άγιε Σωκράτη, πρέσβευε υπέρ ημών» του Έρασμου) στις πιο απόλυτες υποτιμήσεις: διαφορές εκτιμήσεων που τις έκανε δυνατές το κριτήριο υπογραμμίσεως των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των πηγών και της προτίμησης της μίας αντί της άλλης. Έτσι γίνεται κατανοητό και το ότι μερικοί έφτασαν στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατο να μάθουμε τον «ιστορικό» Σωκράτη και ότι μπορούμε μόνο να γνωρίσουμε το πλήθος των «σωκρατικών θρύλων».
Ένας τέτοιος σκεπτικισμός όμως πρέπει οπωσδήποτε να απορριφτεί με βάση τα όσα μπόρεσε να διαπιστώσει η ιστορική και η φιλολογική κριτική: η μαρτυρία του Αριστοτέλη εξαρτάται ουσιαστικά από μια ερμηνεία των όσων λέει ο Πλάτων και από τις συζητήσεις που γίνονταν μέσα στην Ακαδημία, η μαρτυρία του Ξενοφώντα, αν εξαιρέσεις κανείς τα δύο πρώτα κεφάλαια των Απομνημονευμάτων, ανάγεται πιθανώς σε μια εποχή περίπου τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του Σωκράτη και ο συγγραφέας τους δε διακρίνεται για την κατανόηση των φιλοσοφικών προβλημάτων, και στη μαρτυρία του Αριστοφάνη τέλος, ο Σωκράτης είναι ένα σύμβολο, όσο και αν μερικά χαρακτηριστικά τον κάνουν να αναγνωρίζεται εύκολα. Επομένως δε μένει παρά μόνο ο Πλάτων και ο Πλάτων των «νεανικών» ή «σωκρατικών» διαλόγων: πρόκειται βέβαια, ακόμα μια φορά, για ένα Σωκράτη «ερμηνευμένο», αλλά είναι μια ερμηνεία που συνεπάγεται επίσης απόδοχη και υπεράσπιση και γι’ αυτό ιστορικά αξιόπιστη. Τα λόγια που ο Πλάτων βάζει στο στόμα του Σωκράτη στο δικαστήριο και στη φυλακή δεν μπορεί να είναι επινοήσεις (πολλά πρόσωπα τα είχαν ακούσει και δεν τα διέψευσαν ποτέ) και στα λόγια αυτά μπορούμε να διακρίνουμε τη φιλοσοφία και την ομολογία πίστης του Σωκράτη.
Ο Σωκράτης έχει τον ίδιο εκείνο υποκειμενισμό, που είναι το χαρακτηριστικό των σοφιστών. Κάθε ένας πιστεύει ως αληθινό μόνο εκείνο που φαίνεται αληθινό στη δική του σκέψη. Ο ίδιος ο Σωκράτης βεβαίωνε πως άφηνε να πειστεί μόνο από το συλλογισμό εκείνο που του φαινόταν ο καλύτερος έπειτα από πλήρη κριτική εξέταση. Αλλά ακριβώς η απαίτηση αυτή της πλήρους κριτικής εξέτασης κάνει το Σωκράτη να ξεπερνά τη σοφιστική συμπεριφορά γιατί δεν δέχεται ότι οι γνώμες των άλλων είναι μόνο δυσκολίες που πρέπει να υπερνικηθούν με κάθε τρόπο και ότι εκείνοι που τις υποστηρίζουν πρέπει να θεωρούνται μόνο ως αντίπαλοι που πρέπει να νικηθούν σε ένα ρητορικό αγώνα ή ως αφελείς που μπορούν να γοητευτούν με ωραία λόγια. Δεν μπορούμε επομένως να είμαστε βέβαιοι για τη δική μας αλήθεια πριν τη φέρουμε αντιμέτωπη με τις αλήθειες των άλλων. Έτσι, κοντα στο δικαίωμα του καθενός να υποστηρίζει τη δική του άποψη, γεννιέται και το καθήκον να καταλαβαίνει τις απόψεις του άλλου: εκείνο το καθήκον της εξέτασης, της συζήτησης, του διαλόγου που ο Σωκράτης εκτέλεσε σε όλη τη ζωή του, και που θεωρούσε υπέρτατο καθήκον του ανθρώπου και ταυτόχρονα το ύψιστο αγαθό.
Συζήτηση σημαίνει συνεργασία σε μια κοινή αναζήτηση της αλήθειας: ο Σωκράτης είναι βέβαιος ότι μόνο από έναν αληθινό φιλοσοφικό διάλογο μπορούν να προέλθουν κοινές αξίες και αλήθειες, δηλαδή καθολικές συγχρόνως δεν έχει τη δογματική αντίληψη ότι αυτός κατέχει αυτές τις αξίες και τις αλήθειες. Με την έννοια αυτή, το μόνο που ξέρει είναι ότι δεν ξέρει τίποτε («ουδών είδα») και ακριβώς για τον λόγο αυτό θέλει να αναζητήσει, να εξετάσει, να συζητήσει και μπροστά στη φαινομενική αλλά όχι πραγματική σοφία των συνομιλητών του, η γνώση του ότι δεν ξέρει, γίνεται η πηγή της πιο αποτελεσματικής μορφής της σωκρατικής ειρωνείας.
Γύρω από τη βασική αυτή θέση αναπτύσσονται και αποχτούν σημασία οι άλλες θεωρίες, που μπορούμε να του αποδώσουμε με μεγαλύτερη βεβαιότητα. Και κυριώς εκείνη με την οποία «κανένας δεν κάνει κακό θεληματικά» («ουδείς εκών κακός») επειδή δηλαδή του αρέσει να κάνει το κακό καθένας ενεργεί σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του και κάνει εκείνο που θεωρεί για τον εαυτό του καλό. Αν κάνει κακό, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι δεν ξέρει ποιο είναι το αληθινό καλό για τον εαυτό του, αφού, αν το ήξερε, η θέλησή του και η επιθυμία του θα επηρεάζονταν ακατανίκητα απ’ αυτό, γιατί το καλό δεν μπορεί να μη φαίνεται ως αυτό που είναι προτιμότερο περισσότερο από όλα. Η αρχής αυτής της έλξης που ασκεί το καλό, από τη μια πλευρά δεν είναι τίποτε άλλο από την επιβεβαίωση του καθήκοντος να καταλαβαίνουμε και από την άλλη η βάση της σωκράτικης θεωρίας της ταυτότητα γνώσης και αρετής και της αναγωγής όλων των επιμέρους αρετών σε γνώση του καλού και του κακού γενικά. Κι απ’ αυτό πηγάζει και η άλλη θέση, ότι είναι καλύτερο να υφίστασει παρά να διαπράττεια αδικία, με την οποία ο Σωκράτης δικαιολογεί την επίμονη άρνησή του να αποφύγει την δίκη και την καταδίκη.
Για τις ιδέες του αυτές, για τη συνέπεια με την οποία τις εφάρμοσε στην πράξη, ο Σωκράτης παρουσιάστηκε πάντα ως μία από τις κεντρικές φυσιογωνίες της ιστορίας της σκέψης, ένα ιδεώδες σοφίας και κριτικού πνεύματος που η ανθρώπινη συνείδηση δεν έπαψε ποτέ να αναζητά.
Ο Σωκράτης ήταν βσθιά θρησκευόμενος και ταυτόχρονα είχε πάρα πολύ δραστήριο πνεύμα. Προσπαθούσε να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους το οποίο και εξελάμβανε σαν ειδική εντολή που του δόθηκε από τον Θεό. Λέει ο Ξενοφώντας «Αυτός αεί περί των ανθρωπείων διελέγετο, σκοπών, τι καλόν, τι αισχρόν, τι ευσεβές, τι ασεβές, τι δίκαιον, τι άδικον, τι σωφροσύνη, τι μανία, τι ανδρεία, τι δειλία, τι πόλις, τι πολιτικός, τι αρχή ανθρώπων, τι αρχικός ανθρώπων» (Απομν. Α’ α, 16). Κάτι παρόμοιο δηλαδή με τις κατηγορίες και το κριτικό πνεύμα του Χριστού ενάντια στο Φαρισαϊσμό. Ο Σωκράτης δίδασκε ότι η αρετή ταυτίζεται με την σοφία που απ’ αυτήν απορρέουν όλες οι άλλες αρετές, γιατί αυτές είναι το υπέρτατο αγαθό και την αντιπαρέθετε στα αγαθά που φάνταζαν αξιοζήλευτα στη λαϊκή συνείδηση: την ομορφιά, τον πλούτο, τη δύναμη, τη σωματική αλκή, τις ηδονές των αισθήσεων κ.λ.π. Ποιος αμφισβητεί άραγε την ομοιότητα του λόγου του Χριστού «πολλοί όμως πρώτοι θέλουσι έσθαι έσχατοι, και οι έσχατοι πρώτοι» κατά Μάρκον ι-31, και του περίφημου Σωκράτη; Ο Σωκράτης έλεγε για τα θεία «Το θείον τοσούτον και τοιούτον εστί, ώσθ’ άμα πάντα ορά και πάντα ακούειν και πανταχού παρείναι και άμα πάντων επιμελείσθαι». Στην Χριστιανική πίστη «ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Από αυτό φαίνεται περίτρανα η σύνδεση ελληνικού πνεύματος και Ορθοδοξίας και κατ’ επέκταση Χριστιανισμού.
Η καταδική του Σωκράτη στο δικαστήριο μοιάζει πάρα πολύ με αυτήν του Χριστού. Ο Σωκράτης στο δικαστήριο άκρα φιλοσοφικός δεν εκλιπάρησε, δεν έκλαψε, αλλά συνέδεσε απόλυτα διδασκαλία και πράξεις. Ο Χριστός ήλθε για να θυσιαστεί και γι’ αυτό στος δικαστές του δεν απολογήθηκε ώστε να θανατωθεί μπορώντας κατόπιν να αναστηθεί αποδεικύοντας την θεϊκή υπόστασή του. Τέλεια συνδεδεμένη η ζωή του με την διδασκαλία του ώστε την στιγμή του θανάτου στον σταυρό ζητάει από τον πατέρα του να συγχωρήσει τους ανθρώπους διότι δεν γνωρίζουν τι κάνουν (με το να τον σταυρώνουν). Ο Σωκράτης ενώ έμεινε στο κρατητήρίο ένα μήνα πριν θανατωθεί δεν χρησιμοποίησε αθέμιτους τρόπους (δωροδικία Κρίτωνα) για να εξέλθει του μαρτυρίου του. Σαν ένας αρχαιότερος Χριστός ο Σωκράτης, ο μέγιστος των Σοφών, δίνει το παράδειγμα σε όλους τους απλούς πολίτες για την εφαρμογή του νόμου θέλοντας να δημιουργήσει μια τέλεια πολιτεία – κράτος, δίνοντας το παράδειγμα περισσότερο στους πολιτικούς της εποχής του. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Χριστός ο μέγιστος και έμπρακτος δάσκαλος της ηθικής και Θεός ο ίδιος, ταπεινώνεται μπροστά σε όλους τους αλαζονικούς της εποχής του δίνοντας ένα παράδειγμα αυτοθυσίας για τον συνάνθρωπο και προσβλέποντας στην αιώνια λύτρωσή του. Βασικότατη ομοιότητα της διδασκαλίας του Σωκράτη και του Χριστού είναι η ηθική και η ανθρωπολογική διδασκαλία του πρώτου και του δεύτερου. Ο Σωκράτης πιστεύει ότι «καλύτερα να αδικείσαι παρά να αδικείς» και ότι «καλύτερα να τιμωρείσαι άδικα, παρά να γλιτώνεις από δίκαιη τιμωρία». Αυτό συμβαδίζει απόλυτα με την Χριστιανική κοινότητα της αγάπης και της συγχώρησης των άλλων. (Όσον αναφορά την δική πρέπει να πούμε ότι το δικαστήριο της Ηλιαίας που δίκασε τον Σωκράτη αποτελούνταν από 500 δικαστές + 1 άρχοντα – βασιλια = 501 δικαστές οι οποίοι αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της Αθηναϊκής κοινωνίας ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε τις συνήθειες και τους νόμους των αρχαίων περί ασέβειας προς τους θεούς).
Ο Πλάτωνας στην Απολογία του παρουσιάζει τον Σωκράτη να θεωρεί τη φιλοσοφική ενασχόληση ως θεία εντολή. Εδώ ο Σωκράτης μπορεί να χαρακτηριστεί ως Θεόπνευστος, καθώς αναφέρει το ισχυρό του ένστικτο, ως μία εσωτερική παρόρμηση που του υπαγορεύει ποιες πράξεις και ενασχολήσεις πρέπει να ακολουθήσει. Συχνά μάλιστα δήλωνε ότι άκουγε μέσα του μία φωνία που τον εμπόδιζε να πράττει ότι δεν ήταν σωστό, την οποία φωνή ονόμαζε «δαιμόνιο».
Στις φιλοσοφικές του έρευνες τον παρακολουθούσαν πολλού, ιδιαίτερα νέοι, που ένιωθαν ευχαρίστηση ακούγοντας τον να μιλάει και να συζητάει για θέματα κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά και θρησκευτικά. Έτσι σχηματίστηκε γύρω του ένας όμιλος που δεν αποτελούσε όμως σχολή, γιατί ο Σωκράτης δεν δίδαξε συστημικά, αλλά διαλεγόταν σε κάθε σημείο της πόλης, με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και σε αντίθεση με τους σοφιστές δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές του.
Επειδή ο Σωκράτης καταπολεμούσε τις ολέθριες θεωρίες των διαφόρων σοφιστών και κατέκρινε τα τρωτά της αθηναϊκής δημοκρατίας του καιρού του ονομάζοντας βλακώδη την εκλογή των αρχόντων με κυάμους, δημιούργησε πολλούς εχθρούς, μερικοί από τους οποίους, ως ο Αριστοφάνης, την συνέχεαν με τους σοφιστές, που τους θεωρούσαν αίτιους των ατυχιών της πόλεως. Έτσι ο σοφός κατηγορήθηκε για ασέβεια από τον πολιτικό Άνυτο, τον ποιητή Μέλητο και το ρήτορα Λύκωνα και, ακόμα, για διαφθορά των νέων. Εισηγητής της κατηγορίας ήταν ο Μέλητος και αυτός τη συνέταξε. Το κείμενο έλεγε: «Αδικεί Σωκράτης ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δεν καινά δαιμόνια εισηγούμενος, αδικει δε και τους νέους διαφθείρων, τίμημα θάνατος». Ο Σωκράτης μπορούσε ν’ αποφύγει την καταδίκη αν δεχόταν ν’ απολογηθεί ή αν εκλιπαρούσε το έλεος των δικαστών, όπως συνηθιζόταν τότε. Όχι μόνο κάτι τέτοιο δεν έκανε ο Σωκράτης, αλλά και όταν ο σοφός κηρύχθηκε ένοχος, και συζητείτο, σύμφωνα με το Αττικό Δίκαιο, η επιβλητέα ποινή, ο Σωκράτης αγέρωχος και με θάρρος, δήλωσε ότι του ήταν αδύνατο να διακόψει το έργο της διαπαιδαγωγήσεως των νέων, έργο που μέχρι τώρα έκανε σύμφωνα με τη θέληση του θεού. Η υπερήφανη στάση του Σωκράτη ερέθισε τους δικαστές και ογδόντα απ’ αυτούς, που πριν είχαν δώσει αθωωτική ψήφο, τώρα ψήφισαν και αυτοί υπέρ της θανατικής ποινής.
Επειδή η εκτέλεση της θανατικής ποινής καθυστέρησε, εξ αιτίας της θεωρίας στη Δήλο, ο Σωκράτης έμεινε τριάντα μέρες στη φυλακή, όπου τον επισκέπτονταν οι φίλοι του, όμως αρνήθηκε επίμονα τη σωτηρία του με απόδραση, που του είχαν προετοιμάσει οι φίλοι του, θεωρώντας την άτιμη πράξη. Έτσι, ήπιε το κώνειο με αδιάσειστη ηρεμία και θεία έξαρση, φιλοσοφώντας ηρεμότατα ακόμα και κατά την ημέρα του θανάτου του. Γρήγορα οι Αθηναίοι μετανόησαν για το θάνατο ροτ σοφού, και με πολλούς τρόπους τίμησαν τη μνήμη του. Λέγεται μάλιστα ότι, όταν παιζόταν στο θέατρο η τραγωδία του Ευρυπίδη, που είχε υπόθεση τον άδικο θάνατο του Παλαμήδη, την ώρα που ο χορός τραγουδούσε, λέγοντας «εκάνετε, εκάνετε, τον πάνσοφον, ω Δαναοί, ταν ουδέν αλγύνουσαν αηδόνα μούσαν, των Ελλήνων τον άριστον», το πλήθος των θεατών ξέσπασε σε κλάματα.
Για το χαρακτήρα και την εξωτερική μορφή του Σωκράτη συμφωνούν όλες οι πηγές. Η εξωτερική του μορφή δεν είχε τίποτα από την ελληνική καλλονή και τον τύπο του φυσιογνωμικά εξελιγμένου Έλληνα. Ήταν άσχημος, με μάτια πεταγμένα έξω, μύτη κοντή και χονδρη με σηκωμένα ρουθούνια, παχιά χείλη, κεφάλι φαλακρό και κοιλιά εξογκωμένη, ψυχικά όμως και πνευματικά ήταν τύπος υπέροχος και διακρινόταν για τη λεπτότητά του, την εξυπνάδα του, την πρωτοτυπία του, το χρηστό ήθος, την εγκράτεια και την αυτάρκειά του, για τη γαλήνη και τη φαιδρότητα της ψυχής του και, όπως λέγει ο Πλάτων, ήταν «ο άριστος, ο φρονιμότατος και δικαιότατος των Ελλήνων».
Ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτα και όσα γνωρίζουμε γι’ αυτόν προέρχονται από συγγράμματα του Ξενοφώντα, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Όμως, οι πηγές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική κάπως την εικόνα της φιλοσοφίας του Σωκράτη. Ο Ξενοφών δέχεται το Σωκράτη σαν μεταρρυθμιστή της κοινωνίας, οι άλλοι δε, στηριζόμενο στον Πλάτωνα, τον παριστάνουν κυρίως σαν ηθικοδιδάσκαλο, και άλλοι, τέλος, συμφωνώντας με τον Αριστοτέλη, δέχονται τον Σωκράτη, όχι σαν ηθικοδιδάσκαλο, αλλά σαν διαλεκτικό. Η φιλοσοφία του Σωκράτη, στην επιστημονική της μορφή, είναι διαλεκτική, η οποία στην εφαρμογή της πάνω σε συγκεκριμένα πράγματα γίνεται ηθική. Σαν τους σοφιστές, έτσι και ο Σωκράτης, έχει σαν βάση της φιλοσοφίας του όχι τη φύση, αλλά τον άνθρωπο, κατεβάζοντας με αυτό τον τρόπο, ως είπε ο Κικέρων, τη φιλοσοφία από τον ουρανό στη γη όμως ταυτόχρονα ανακαλύπτοντας ένα άλλο απέραντο πνευματικό σύμπαν μέσα σε κάθε άνθρωπο.
ΠΗΓΕΣ:
Συγγραφέας άρθρου: Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Φιλόλογος – Ιστορικός
https://ellinondiktyo.blogspot.com/2011/06/blog-post_30.html