Μενού Κλείσιμο

Οι χρυσές σελίδες της Ιστορίας της Ηπείρου, με κέντρο την Αμβρακία, γράφτηκαν επί βασιλείας του Βασιλιά Πύρρου (296 π.Χ. – 272 π.Χ.). Τότε που ολόκληρος ο Ελληνικός κόσμος  δοκιμάζοταν σκληρά από τις φιλοδοξίες των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τους αδελφοκτόνους πολέμους στους οποίους τον παρέσυραν.

Αυτή ακριβώς την εποχή έλαμψε το άστρο του Πύρρου, ο οποίος με ορμητήριο την άσημη χώρα των Μολοσσών κατόρθωσε να οργανώσει υπό την ηγεσία του το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδος, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και να γεμίσει με το όνομά του τον κόσμο. Κι αν θελήσουμε να συγκρίνουμε τη μορφή του με τις άλλες μεγάλες ιστορικές μορφές, της τότε εποχής του Ελληνισμού, θα δούμε πως μόνο με μία μπορούμε να την παραβάλουμε, με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και οι αρχαίοι άλλωστε, μόνο τον Πύρρο και κανέναν άλλον, παρομοίαζαν με το Μέγα Αλέξανδρο. Ο Πύρρος υπήρξε «Αλέξανδρος» του τρίτου αιώνα.

Οι ομοιότητες μεταξύ τους, οι οποίοι ήσαν και πρώτα εξαδέλφια, ήταν πάμπολλες. Φύσεις μεγαλουργικές και οι δύο, τολμηρά και ανήσυχα πνεύματα, προικισμένοι με στρατηγική ιδιοφυΐα και αφάνταστο ηρωισμό, μεγάλοι στην ψυχή και στα αισθήματα, γεννημένοι στρατηλάτες και αρχηγοί λαών, οπλισμένοι με ισχυρή θέληση και αποφασιστικότητα, επεδίωξαν να πραγματοποιήσουν τα πλατύτερα πολιτικά σχέδια, που συνέλαβε ποτέ ο ελληνισμός. Ο ένας εξόρμησε με κατεύθυνση προς την ανατολή, ο άλλος με κατεύθυνση προς τη Δύση.

Το τέρμα τους όμως, ήταν κοινό: η δημιουργία ενιαίου μεγάλου ελληνικού βασιλείου κράτους, που να κυριαρχεί σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.

Και ο μεν Μέγας Αλέξανδρος ευνοήθηκε να πραγματοποιήσει το μεγάλο  του σχέδιο και να γίνει ο ιδρυτής ενός τεράστιου κράτους, που άρχιζε από την Ελλάδα και έφθανε στην Ινδία.

Ο Ηπειρώτης Βασιλιάς όμως δεν το κατόρθωσε. Δεν τον συνόδευσε η ίδια εύνοια της Μοίρας.

Ο «Αετός» που εξόριστο παιδί, χωρίς πατέρα και θρόνο, χωρίς δασκάλους σαν τον Αριστοτέλη, με μόνη τη δική του ικανότητα, μπόρεσε να γίνει ο ισχυρός Βασιλιάς της Ηπείρου, δεν ευτύχησε να δει τα όνειρά του να πραγματοποιούνται.
Ο «δημιουργός της ίδιας του τύχης», κατά τον επιτυχημένο χαρακτηρισμό του Παπαρρηγόπουλου, έγινε μεν σύμβολο, μορφή, θρύλος, δεν έγινε όμως ο οικοδόμος ενός μεγάλου στερεού πολιτικού οικοδομήματος. Απέτυχε. Ευτύχησε μόνο να πέσει κατά τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε να επιθυμήσει ένας άξιος πολεμιστής πάνω στη μέθη της μάχης και μέσα στην κλαγγή των όπλων.
Ο θάνατος σαν από σεβασμό προς τον ήρωα που τόσες φορές αναμετρήθηκε άφοβα μαζί του, απέφυγε να τον χτυπήσει κατάστηθα. Προτίμησε να κινήσει εναντίον του, αντί για το ξίφος ενός γενναίου αντιπάλου, το στοργικό χέρι μιας γριάς μητέρας Αργίτισσας. Λεπτή διάκριση, από μέρους του, για να μη δώσει το δικαίωμα σε κανέναν πολεμιστή να καυχηθεί πως πάλεψε και νίκησε σε αγώνα στήθος με στήθος με τον «Αετό» της Ηπείρου.

Ο Πύρρος γεννήθηκε το 319 προς το 318 π.Χ., εφτά περίπου χρόνια ύστερα από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η βασιλική οικογένεια των Μολοσσών, στην οποία ανήκε ο Πύρρος, ιστορούσε την καταγωγή της από τον Αχιλλέα, το θρυλικό ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, εγκαταστάθηκε στη χώρα που κατοικούσαν οι Μολοσσοί γύρω από τα Γιάννενα και τη Δωδώνη και έγινε ο ιδρυτής της δυναστείας των «Πυρριδών». Τον Νεοπτόλεμο ο λαός τον έλεγε Πύρρο, γιατί ήταν κοκκινομάλλης κι από τότε όλη η δυναστεία του πήρε το όνομα των Πυρριδών.

Στη σειρά της βασιλικής διαδοχής έρχεται ο Πύρρος, εικοστός τρίτος από τον Αχιλλέα, τον αρχηγό του οίκου των Μολοσσών. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς των Μολοσσών Αιακίδης και μάνα του η Φθία, θυγατέρα του Μένωνος από τη Θεσσαλία.

Οι αδελφοκτόνοι πόλεμοι των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ανάγκασαν τον μικρό Πύρρο να ζήσει δύο φορές στην εξορία. Μια φορά, ο δωδεκάχρονος Πύρρος στην αυλή του Γλαυκία, στην Ιλλυρία, ο οποίος αργότερα το 307 π.Χ. τον εγκατέστησε ως βασιλιά των Μολοσσών και όταν τον ανέτρεψαν οι Μολοσσοί, για δεύτερη φορά, ο Πύρρος βρέθηκε το 302 π.Χ. (δεκαεφτά χρόνων) εξόριστος στην Ασία, κοντά στον γαμπρό του το Δημήτριο Πολιορκητή και μετά στην αυλή του Πτολεμαίου του Λάγου, βασιλιά της Αιγύπτου, ως όμηρος.

Κοντά στο Δημήτριο Πολιορκητή, ο Πύρρος πήρε τα πρώτα μαθήματα της στρατιωτικής τέχνης. Έμαθε για τις διάφορες πολιορκητικές μηχανές, την τέχνη της πολιορκίας, γνώρισε τους ελέφαντες, ως πολεμικό όπλο και είδε τη νέα στρατιωτική τακτική των Μακεδόνων με τη διάταξη των φαλάγγων, την τακτική εκείνη που με τόση επιτυχία χρησιμοποίησε ο Μέγας Αλέξανδρος για να συντρίψει τους αντιπάλους του.

Η ευκαιρία για να αναφανούν οι στρατιωτικές αρετές του νεαρού Πύρρου δεν άργησε να παρουσιαστεί. Στην Ίψο της Φρυγίας, το 301 π.Χ., τέσσερις από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος, ο Κάσσανδρος και ο Πτολεμαίος, επετέθησαν ενωμένοι κατά του Αντιγόνου, του πατέρα του Δημητρίου. Στη μάχη αυτή, αποκαλύφθηκε η απαράμιλλη ανδρεία και οι έξοχες στρατιωτικές αρετές του Πύρρου.

Αν και η μάχη στην Ίψο έληξε με ήττα του Δημητρίου, ο Πύρρος, πιστός στους φίλους του, δεν εγκατέλειψε τον νικημένο γαμπρό του και όταν κλείστηκε συμφωνία μεταξύ του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου και του Δημητρίου και έπρεπε να σταλούν στον Πτολεμαίο όμηροι, ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας, ο Πύρρος, χωρίς να διστάσει, δέχτηκε να πάει στην Αίγυπτο, ώς όμηρος.

Στην Αίγυπτο ο Πύρρος συγκέντρωσε τη γενική προσοχή και το γενικό θαυμασμό, για τις περιπέτειες της ζωής του και για τη διάκρισή του στη μάχη στην Ίψο. Γρήγορα έγινε ευνοούμενος του Πτολεμαίου και της Βερενίκης, παντρεύτηκε την Αντιγόνη, κόρη της Βερενίκης και επανέκτησε με τη βοήθεια του Πτολεμαίου, το θρόνο του πατέρα του, το 296 π.Χ.

Με τη δεύτερη και οριστική βασιλεία του Πύρρου, αρχίζει η πραγματική στρατιωτική και πολιτική του σταδιοδρομία, αρχίζουν οι λαμπρές, οι εκθαμβωτικές σελίδες της ιστορικής του ζωής, αρχίζει τέλος να παίζει πρωτεύοντα ρόλο η αφανής, η άδοξη, ως τότε, Ήπειρος. Χώρα φτωχική, με γη κατά μέγα μέρος ορεινή και άγονη, χωρίς κανένα πλούτο , με καθυστέρηση στο εκπολιτιστικό επίπεδο, η Ήπειρος, έδινε το δικαίωμα στους άλλους Έλληνες να αποκαλούν κατά την 5η και 4η π.Χ. εκατονταετία τους Ηπειρώτες βαρβάρους, αν και μιλούσαν την ίδια γλώσσα (Δωρική διάλεκτο), αν και πίστευαν στους ίδιους θεούς και είχαν τα ίδια έθιμα. Πως ήταν λοιπόν δυνατόν ο Πύρρος με το νεανικό του ενθουσιασμό να ανεχθεί να βλέπει την Ήπειρο σε κατάσταση βαρβαρότητας; Γι αυτό αφοσιώθηκε  με όλη του την ψυχή στον εκπολιτισμό της χώρας του, της Ηπείρου.

Άρχισε να εξωραΐζει και να στολίζει με αγάλματα τις πόλεις και να φροντίζει για την εκτέλεση τεχνικών έργων. Έδωσε ώθηση στη διάδοση της Ελληνικής παιδείας. Έκτισε καινούριες πόλεις, με σύγχρονες οικοδομικές αντιλήψεις, όπως τη Βερενικίδα και την Αντιγόνεια.

Διακόσμησε την Αμβρακία, όταν την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Έχτισε μεγαλοπρεπή ανάκτορα στο δυτικό μέρος της πόλεως, τα γνωστά υπό το όνομα «Πύρρειον», οικοδόμησε ναούς, θέατρο, ανήγειρε πολλά μνημεία τέχνης, ανδριάντες, αγάλματα και γενικά δημιούργησε μια πόλη εφάμιλλη με τις άλλες ελληνικές πρωτεύουσες.

Τέτοια ήταν η οικονομική άνθηση της Αμβρακίας, ώστε τα νομισματοκοπεία της έκοβαν κατά τη διάρκεια του έτους δύο και τρεις σειρές νομισμάτων. Ο Πύρρος ένωσε την Ήπειρο κάτω από το σκήπτρο του και δημιούργησε ένα σημαντικό βασίλειο που άρχιζε από τα Κεραύνια βουνά και την Αυλώνα και έφτανε ως τον Αχελώο. Από την εποχή αυτή πήρε και τον τίτλο του βασιλιά της Ηπείρου.

Ο Δημήτριος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, το 289 π.Χ., επετέθη αιφνιδιαστικά εναντίον των Αιτωλών συμμάχων του Πύρρου και με σκοπό μετά να εισβάλει στην Ήπειρο και να την υποτάξει. Ο Πύρρος, αντιμετώπισε 10.000 Μακεδόνες με επικεφαλής τον Πάνταυχο, στρατηγό του Δημητρίου, κοντά στο Αμφιλοχικό Άργος, όπου και τον συνέτριψε.

Μαθαίνοντας τη συντριβή του Πάνταυχου, ο Δημήτριος με τον υπόλοιπο στράτευμά του επέστρεψε στη Μακεδονία.

Δεν είναι γνωστό ποιος αποκάλεσε τον Πύρρο «Αετό». Ο Πλούταρχος αναφέρει πως οι Ηπειρώτες τον ονόμασαν έτσι κατά την ηρωική μονομαχία του με τον Πάνταυχο. «Αετός» ονομάστηκε ο Πύρρος και ήταν πραγματικά αετός. Όχι μόνο για τις ομοιότητες που είχε με το βασιλιά του φτερωτού κόσμου στην πάλη και στον αγώνα, αλλά και τις ψυχικές του ακόμα ομοιότητες. Γιατί πολύ ψηλά, πολύ πιο πάνω από τα χαμηλά αισθήματα των μικρών ανθρώπων στεκόταν ψυχικά ο Πύρρος. Τόσο ψηλά, όσο ψηλά αρέσκεται να πετάει και να στέκεται ο αετός. Και όπως ο αετός, έτσι και ο Πύρρος είχε έμφυτη την τόλμη για τις μεγάλες πράξεις, για την αστραπιαία ενέργεια.

Με αρκετές επιχειρήσεις που έκανε ο Πύρρος επεξέτεινε την κυριαρχία του προς το βορρά. Το κράτος του άρχιζε από την Επίδαμνο, το σημερινό Δυρράχιο, περιελάμβανε την Κέρκυρα, ολόκληρη την Ήπειρο κι έφθανε ως τον Αχελώο. Ήταν ένα στερεό, ομοιογενές κράτος. Δεν ήταν όμως, το κράτος που ονειρευόταν, ούτε το κράτος που ανταποκρινόταν στις φιλοδοξίες του. Τα σχέδια του ήταν πολύ μεγαλύτερα.

Τα σχέδιά του ήταν: να κατακτήσει την Ιταλία και Σικελία, έπειτα διαδοχικά την κατάκτηση της Λιβύης και της Καρχηδόνας και τέλος, με βάση την κολοσσιαία αυτή δύναμη, εύκολη κατάκτηση της Μακεδονίας και της υπόλοιπης Ελλάδας. Να το μεγάλο του σχέδιο!!! Η Ήπειρος κοσμοκράτειρα και ο «Αετός» κυρίαρχος της Μεσογείου και των μεσογειακών λαών. Σχέδιο γιγάντιο, μεγαλόπνοο, εφάμιλλο με τους σκοπούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με μόνη τη διαφορά πως στην εκτέλεση ακολουθούσε την αντίστροφη κατεύθυνση.

Ο δρόμος που ακολούθησε ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πρώτα η κατάκτηση της υπόλοιπης ηπειρωτικής Ελλάδας κι έπειτα η κατάκτηση της Ασίας και της Αφρικής. Ο Πύρρος ακολούθησε αντίθετο δρόμο και αντί να στραφεί προς ανατολάς, στράφηκε προς δυσμάς. Το τέρμα όμως και των δύο αυτών δρόμων ήταν το ίδιο: η δημιουργία ενός τεράστιου και ενιαίου κράτους, η κοσμοκρατορία.

Με τις μεγάλες αυτές ελπίδες ξεκίνησε ο Πύρρος το 280 π.Χ. (σε ηλικία 37 ετών) για την κατάκτηση της Ιταλίας, όταν ο Τάρας, μια από τις πλουσιότερες κι επιφανέστερες ελληνικές πόλεις της Νότιας Ιταλίας, ζήτησε βοήθεια, λόγω της απειλής των Ρωμαίων. Κατατρόπωσε τις Ρωμαϊκές λεγεώνες κοντά στον ποταμό Σίρι, έχοντας ένα «μυστικό» όπλο, τους ελέφαντες, άγνωστο έως τότε στους Ρωμαίους.

Το 279 π.Χ. βάδισε κατά της Ρώμης και νίκησε τους Ρωμαίους στο Άσκλο, στους πρόποδες ενός βουνού της Απουλίας, όμως έχασε και ο Πύρρος πολλούς στρατηγούς και 3.500 στρατιώτες (γι αυτό η νίκη του αποκαλείται « Πύρρειος»).

Νίκησε τους Καρχηδόνιους στην πόλη Έρυκα της Σικελίας και χωρίς πλέον σοβαρή αντίσταση κατέλαβε ολόκληρη τη Σικελία. Αφού έμεινε στη Σικελία τρία περίπου χρόνια, ο Πύρρος το 276 π.Χ. μάζεψε τον στρατό του και το στόλο του και γύρισε στην Ιταλία.

Στη μάχη του Βενεβέντο, το 274 π.Χ., ο Πύρρος ηττήθηκε από τις λεγεώνες του Μάνιου Κούριου, χάνοντας 33.000 στρατιώτες, οπότε αναγκάστηκε με τον υπόλοιπο στρατό του (8.000 πεζούς και 500 ιππείς) να επιστρέψει στην Ήπειρο.

Ο πόλεμος του Πύρρου στην Ιταλία, υπήρξε στην ουσία η πρώτη και τελευταία προσπάθεια της Ελλάδας για την παρεμπόδιση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την προστασία της ελευθερίας των Ελλήνων.

Το τεράστιο σχέδιο της ιδρύσεως ενός μεγάλου ελληνικού κράτους, που θα περιλάμβανε την Ιταλία, τη Σικελία, την Αφρική και ύστερα την Ασία και την Ελλάδα, ναυάγησε. Το όνειρο με το οποίο ο «Αετός» φτερούγισε από την Ήπειρο στην Ιταλία δεν πραγματοποιήθηκε.

 

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

ΠΥΡΡΟΣ ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ… ΜΕΓΑΣ

Αντίγραφο του 50-25 π.Χ. ενός ελληνικού αγάλματος που κατασκευάστηκε το 290 π.Χ.
Απεικονίζει τον Πύρρο βασιλιά της Ηπείρου.

Ποιος είναι ο ηγέτης αυτός που μεσουράνησε αμέσως μετά τον Μέγα Αλέξανδρο; Ποια είναι η καταγωγή του; Ποια είναι η δράση του και τι κατόρθωσε;

Η σημαντικότερη περίοδος στην ιστορία της αρχαίας Ηπείρου είναι η περίοδος της βασιλείας του Πύρρου, μια περίοδος εξαιρετικά πολυκύμαντη λόγω της εκρηκτικής προσωπικότητας του ιδίου.

Η συμμαχία των Ηπειρωτών υπό την κυριαρχία των Μολοσσών βασιλέων, συνετέλεσε ώστε το κράτος να αποκτήσει όχι μόνο την μεγαλύτερη του έκταση, αλλά να γίνει μια από τις πρωτεύουσες δυνάμεις του κόσμου, που αναδύθηκαν από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

 

Μολοσσοί

Ελληνικός λαός της αρχαιότητας που κατοικούσε στην περιοχή που εκτεινόταν από το λεκανοπέδιο της σημερινής λίμνης των Ιωαννίνων ως τα σύνορα Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Κέντρο των Μολοσσών ήταν η Δωδώνη. Βασίλευσε εκεί για πρώτη φορά ο Νεοπτόλεμος ή Πύρρος. Το κράτος των Μολοσσών έγινε πολύ ισχυρό και έφτασε σε μεγάλη ακμή κατά τον 5ο αι. π.Χ., όταν βασιλιάς ήταν ο Άδμητος. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο συμμάχησαν με τους Αθηναίους.
Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο πρωτεύουσα έγινε η Αμβρακία. Τότε οι Μολοσσοί δημιούργησαν πολλές αποικίες και ήρθαν σε επαφή με τους Κορινθίους.Το κράτος άρχισε να παρακμάζει από το 2ο αι. π.Χ., οπότε διασπάστηκε σε άλλα μικρότερα. Το 168 π.Χ. υποδουλώθηκε στους Ρωμαίους.

Ο Πύρρος γεννήθηκε το 319, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ήταν εξάδελφός του, αφού ο πατέρας του Πύρρου, Αιακίδης και η μητέρα του Αλέξανδρου, Ολυμπιάδα, ήταν πρώτα εξαδέλφια.

Ο Αιακίδης, βασιλιάς των Μολοσσών και η γυναίκα του Φθία, από επιφανή οικογένεια της Θεσσαλίας, είχαν επίσης δύο κόρες, την Δηιδάμεια και την Τρωάδα. Ο Πύρρος, μόλις δύο χρονών, φυγαδεύεται από την Ήπειρο, λόγω καθαίρεσης του πατέρα του από τους υπηκόους του.

Παρά την δυσμενή έκβαση της μάχης, ο νεαρός Πύρρος δεν εγκαταλείπει τον Δημήτριο, τον ακολουθεί στην κυρίως Ελλάδα και αναλαμβάνει την προστασία ορισμένων πόλεων που του εμπιστεύεται ο γαμβρός του.Δώδεκα χρόνων ανακτά τον θρόνο του και ύστερα από πέντε χρόνια καθαιρείται όταν απουσίαζε από το βασίλειό του και καταφεύγει στον άνδρα της αδελφής του Δηιδάμειας, Δημήτριο Πολιορκητή. Στην αποφασιστική μάχη των διαδόχων του Αλέξανδρου που έγινε στην Ιψό (σημερινό Σιψίν) το 301, ο νεαρός τότε Πύρρος πολέμησε γενναιότατα στο πλευρό του γαμβρού του. 

Μετά τον θάνατο της Δηιδάμειας, ο Δημήτριος στέλνει όμηρο τον Πύρρο στην Αίγυπτο στην αυλή του Πτολεμαίου το 299 π.Χ..

Ο Πτολεμαίος Α΄ ο Λάγου, ή Πτολεμαίος ο Λαγίδης (367 π.Χ. – 282 π.Χ.) ήταν στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου καθώς και μέλος της σωματοφυλακής του, σατράπης (323 π.Χ.-305 π.Χ.) και βασιλιάς της Αιγύπτου (304 π.Χ.-283 π.Χ.), γνωστός με το χαρακτηρισμό «Σωτήρ», και ιδρυτής της Πτολεμαϊκής Δυναστείας των Λαγιδών (323 π.Χ.-30 μ.Χ.). Ήταν γιος της της Αρσινόης της Μακεδονίας από ευγενή οικογένεια της Μακεδονίας της περιοχής της Εορδαίας, αγνώστου όμως πατρός. Εικάζεται ότι ίσως ήταν υιός ή θετός υιός του Λάγου ή ετεροθαλής αδελφός του Αλεξάνδρου του Μέγα και υιός του Φιλίππου Β’ του Μακεδόνα. Από την παιδική του ηλικία ήταν ένας από τους πιο στενούς φίλους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον οποίον ακολούθησε σε όλες του τις εκστρατείες. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., έγινε κατανομή των επαρχιών στην Βαβυλώνα και ο Πτολεμαίος ανέλαβε τη διοίκησιν της Αιγύπτου

Στην Αλεξάνδρεια ο Πύρρος κέρδισε την εκτίμηση του Πτολεμαίου, για τα χαρίσματά του, ψυχικά, πνευματικά και την ανδρεία του. Η επιρροή που είχε στην αυλή του Βασιλιά, συνετέλεσε στο να νυμφευθεί την Αντιγόνη, κόρη της Βασίλισσας Βερενίκης και να υποστηριχθεί από τον Πτολεμαίο πολύπλευρα, χάρη στην οποία επανέρχεται στην Ήπειρο ως συμβασιλέας το 297 π.Χ. και σύντομα μόνο του.

Για λόγους πολιτικούς και ακολουθώντας τα χνάρια του Φιλίππου και του Αλέξανδρου, εφαρμόζει την πολυγαμία και μετά τον θάνατο της Αντιγόνης, από την οποία απέκτησε ένα γιο τον Πτολεμαίο, παντρεύεται πρώτα την Λάνασσα κόρη του Βασιλιά των Συρακουσών Αγαθοκλή που του δίνει προίκα την πόλη της Κέρκυρας, με την οποία αποκτά ένα γιο τον Αλέξανδρο και κατόπιν παντρεύεται δύο κόρες γειτόνων βαρβάρων Βασιλέων. Από τη μια θα γεννηθεί ο Έλενος.
Tο έτος 295 π.Χ. εκμεταλλευόμενος τις έριδες για την διαδοχή στο θρόνο της Μακεδονίας, επεμβαίνει και χωρίς να συγκρουσθεί αυξάνει σημαντικά την έκταση του κράτους του, κατακτώντας την φημισμένη Κορινθιακή αποικία Αμβρακία, την οποία ο Πύρρος κόσμησε με καλλιτεχνήματα και την κατέστησε Πρωτεύουσα του κράτους του, μέχρι την πτώση της Βασιλείας του, το 232 π.Χ.

Μαζί με την Κέρκυρα που όπως είπαμε την απέκτησε ως προίκα, το Βασίλειο του Πύρρου, περιελάμβανε τις δύο μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις του Ιονίου.
Την ίδια εποχή, το 294 π.Χ, ο Δημήτριος Πολιορκητής γίνεται κύριος της Μακεδονίας. Έτσι η γειτνίαση των δύο  ικανών Βασιλιάδων θα σημάνει την έναρξη ενός  κύκλου συγκρούσεων, αφού ο θάνατος της Δηιδάμειας, ακύρωσε την συγγενική σχέση των δύο ανδρών.

Η κατάσταση παίρνει σοβαρή τροπή σε βάρος του Πύρρου, όταν η σύζυγός του Λάνασσα τον εγκαταλείπει και παντρεύεται τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, κουβαλώντας μαζί της και το προικώο της, την Κέρκυρα.  Σ’ αυτήν ο Δημήτριος εγκαθιστά αμέσως Μακεδονική φρουρά και έτσι ο Πύρρος έχει Ανατολικά και Δυτικά του τον ίδιο αντίπαλο και αισθάνεται περικυκλωμένος.
Στον συνασπισμό του Πτολεμαίου Α’ της Αιγύπτου και του Βασιλιά της Θράκης Λυσιμάχου, συμμετέχει και ο Πύρρος, στην προσπάθειά του να αποκτήσει πλεονέκτημα.

Πράγματι κατορθώνει να εκδιώξει τον Δημήτριο από το μεγαλύτερο μέρος των κτήσεών του και έτσι ο Πύρρος στέφεται Βασιλιάς της Μακεδονίας και το έτος 288 π.Χ, γίνεται κυρίαρχος και της Θεσσαλίας και σχεδόν του μεγαλύτερου μέρους του Ελλαδικού  χώρου.

Όχι όμως για πολύ αφού ο Λυσίμαχος της Θράκης με τον στρατό του και την προπαγάνδα, τον εκδιώκει από την Μακεδονία και την Θεσσαλία. Σε λίγο με στρατό και ελέφαντες ξεκινά την εκστρατεία του στη Δύση.

Ο Πύρρος δεν ήταν αυτός που πρώτος συνέλαβε την ιδέα να κατακτήσει την Δύση. Προηγήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος, που είχε σχεδιάσει την επέκταση του Μακεδονικού Κράτους προς δυσμάς, προκειμένου να γίνει κυρίαρχος πάσης της Γης. Μετά τον θάνατό του οι διάδοχοι δεν είχαν χρόνο να σκεφθούν την συνέχιση του έργου του Μ. Αλεξάνδρου, απασχολημένοι με τις διαρκείς διαμάχες μεταξύ τους.

Ο Πύρρος που θεωρούσε τον εαυτό του ότι ήταν ο διάδοχος του Μεγάλου Στρατηλάτη,  ασχολήθηκε με τα μεγαλόπνοα σχέδια κατάκτησης της Δύσης. Έστρεψε τα βλέμματά του προς την Ιταλία και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία. Οφείλουμε βέβαια να παραδεχθούμε ότι στρέφοντας την προσοχή του προς την Ιταλία, εγκατέλειψε τα σχέδια του για να ασχοληθεί εκ νέου με τον θρόνο της Μακεδονίας.

Οι Ιστορικοί παραδέχονται ότι παρά το νεαρό της ηλικίας του και τον αψύ χαρακτήρα του, δεν ρίσκαρε την ανακατάληψη του Μακεδονικού θρόνου και την επίθεσή του εναντίον του Πτολεμαίου Κεραυνού, υπολογίζοντας εκτός των άλλων και το κόστος της διάβασης της οροσειράς της Πίνδου, έναντι του εύκολου ναυτικού δρόμου προς δυσμάς, με ορμητήριό του την Κέρκυρα που μόλις είχε καταλάβει.

Άλλωστε τους Μακεδόνες ελάχιστα τους εμπιστεύονταν αφού είχε πικρή εμπειρία από τις προηγούμενες επεμβάσεις του, ενώ τον προσήλκυε το δέλεαρ των πλούσιων πόλεων της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, σε συνδυασμό με την ελάχιστες και ομιχλώδεις πληροφορίες που είχε για την ισχύ της Ρώμης.

Την περίοδο αυτή, το έτος 281 π.Χ. δέχθηκε απρόσμενα την πρόσκληση των Ταραντίνων, οι οποίοι ζήτησαν την βοήθειά του.

Την εποχή εκείνη οι Ελληνικές πόλεις της Δύσης ήταν εύπορες και ο Πύρρος υπολόγιζε σοβαρά στη βοήθειά τους. Ο Πύρρος υπολόγιζε ότι μπορούσε να τις ενώσει και να τις χρησιμοποιήσει ως ορμητήριο στις ενέργειές του. Σκοπός του και όνειρό του, ήταν η κυριαρχία του ελληνισμού στη δύση και η μεταφορά του ελληνικού πολιτισμού σ’ αυτήν, παράλληλα με το έργο του Μ. Αλέξανδρου προς Ανατολάς.

Στις αρχές του 3ου αιώνα, οι Ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας ευημερούσαν, αλλά είχαν εισέλθει πλέον και στο στάδιο της παρακμής. Ο Τάρας, πόλη κυρίως εμπορική ασκούσε τολμηρή πολιτική κηδεμονία σε διάφορες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Για να αντιμετωπίσει τις κατά καιρούς βαρβαρικές επιθέσεις, καλούσε κατά καιρούς ξένους ηγεμόνες ως συμμάχους.  Το φθινόπωρο του 282 π.Χ. εμφανίσθηκε ξαφνικά μοίρα δέκα ρωμαϊκών πλοίων στο λιμάνι του Τάραντα, παραβαίνοντας υφιστάμενη συμφωνία. Τα πλοία προφασίσθηκαν ότι πραγματοποιούσαν επίσκεψη εθιμοτυπίας, αλλά στην πραγματικότητα ο σκοπός τους ήταν η ανατροπή του καθεστώτος του Τάραντα.

Οι Ταραντίνοι αντέδρασαν άμεσα. Επιβιβάσθηκαν στα πλοία τους και ανοιχτά του κόλπου καταναυμάχησαν τα ρωμαϊκά πλοία. Το επεισόδιο σήμανε συναγερμό καθώς η ενέργεια των Ρωμαίων θεωρήθηκε ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά του Τάραντα, αλλά και η ενέργεια των Ταραντίνων θεωρήθηκε από τους Ρωμαίους σκληρή απάντηση σε μια αβλαβή διέλευση των πλοίων τους.
Τα γεγονότα που επακολούθησαν έπεισαν τους Ταραντίνους ότι οι Ρωμαίοι επιδίωκαν την  κατάληψη της πόλης και από εκεί χρησιμοποιώντας το λιμάνι τους ως ορμητήριο, επιδίωκαν να καταλάβουν την Σικελία και τις ευημερούσες εκεί ελληνικές πόλεις.

Οι Ταραντίνοι δεν ζήτησαν στρατιωτική βοήθεια από τον Πύρρο, αλλά ικανό στρατηλάτη για να διευθύνει το στρατό τους. « αλλ’ ηγεμόνος έμφρονος και δόξαν έχοντος». Ο Πλούταρχος μαρτυρεί τους λόγους που οι Ταραντίνοι ζήτησαν την βοήθεια του Πύρρου. « Ταραντίνοι εβουλεύοντο ποιείσθαι Πύρρον ηγεμόνα και καλείν επί τον πόλεμον ως σχολήν άγοντα πλείστον των βασιλέων και στρατηγόν όντα δεινότατον». Βέβαια δεν μπορεί να αποκλεισθεί η άποψη ότι οι  Ταραντίνοι ζήτησαν τη βοήθεια του Πύρρου, αφού γειτνίαζε μ’ αυτούς και σε περίπτωση ανάγκης θα τους ενίσχυε με τα στρατεύματά του.

Μόλις έφθασε το αίτημα των Ταραντίνων, ο Πύρρος κατά την πάγια συνήθεια και πρακτική των ηγετών της εποχής, ζήτησε τον χρησμό του Μαντείου της Δωδώνης και πήρε ευνοϊκή απάντηση.

«Πύρρος πέμψας ες Δωδώνην εμαντεύσατο περί της στρατείας και οι χρησμού ελθόντος, αν εις Ιταλίαν περαιωθεί, Ρωμαίους νικήσειν, συμβαλών αυτόν προς το βούλημα, δεινή γαρ εξαπατήσαι τινα επιθυμία εστίν, ουδέ το έαρ έμειναν».

Οι προτάσεις των πρέσβεων του Τάραντος είχαν άμεσο αποτέλεσμα. Ο Πύρρος αφού στάθμισε την κατάσταση σε Ελλάδα και Ιταλία, οργάνωσε εκστρατευτικό σώμα στο οποίο συμπεριέλαβε ενισχύσεις και από  άλλους ηγεμόνες. Η απόφασή του να περιλάβει και ενισχύσεις από άλλες περιοχές πλην της Ηπείρου, δείχνει την πρόθεση του Πύρρου να προσδώσει πανελλήνιο χαρακτήρα στην εκστρατεία του.

Συμπαρασύροντας και άλλους ηγεμόνες δείχνει την πρόθεση του να τεθεί επικεφαλής τους ως εκπρόσωπος του νέου Μακεδονικού ή ευρύτερα του Ελληνικού κόσμου. Ενισχύσεις δέχθηκε από τον Αντίγονο τον Γονατά και οικονομική από τον Αντίοχο τον Α’.

Το σώμα που συγκροτήθηκε ανέρχονταν σε 22.500 πεζούς , 3.000 ιππείς και 20 ελέφαντες. Ο Πύρρος οργάνωσε τον στρατό του παίρνοντας ως πρότυπο τον στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τον πυρήνα του στρατού του αποτελούσε φάλαγγα πεζών διαιρεμένη σε φυλές (Χάονες, Θεσπρωτοί, Μακεδόνες κλπ) και μονάδες μισθοφορικών συμμαχικών στρατευμάτων, ψιλών και ελεφάντων.

Κατά την συνήθεια των ηγεμόνων της εποχής την αποστολή συμπλήρωναν «οι φίλοι» που ήταν πολεμικό  συμβούλιο από πρόσωπα των κατακτηθέντων εδαφών. Βλέπουμε λοιπόν την αναβίωση του θεσμού «των εταίρων» του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ο Πύρρος επέλεγε τους στρατηγούς του από τους φίλους καθώς και τα μέλη του βασιλικού αγήματος, επίλεκτου τμήματος ιππέων, που είχε σχηματισθεί κατά μίμηση του ομωνύμου τμήματος του Αλέξανδρου.
Τελικά την άνοιξη του 280 π.Χ. ο Πύρρος επικεφαλής του στρατού του απέπλευσε για Ιταλία από την Απολλωνία.

Οι κάτοικοι του Τάραντα, τον υποδέχθηκαν ως «Στρατηγό αυτοκράτορα» ο οποίος εν όψει της σύγκρουσης και επειδή διαπίστωσε μαλθακότητα στον τρόπο ζωής των κατοίκων, κήρυξε τον Τάραντα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο Πύρρος έλαβε μέτρα ανύψωσης του ηθικού των κατοίκων και μέτρα πειθαρχίας στο στρατό τους. Σε λίγο χρόνο διοικούσε έναν αξιόλογο στρατό, έτοιμο να αντιμετωπίσει του Ρωμαίους.

Εν τω μεταξύ η είδηση άφιξης του Πύρρου αναστάτωσε τους Ρωμαίους.Την εποχή αυτή οι Ρωμαίοι, αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα λόγω των συγκρούσεών τους με τους γείτονες Γαλάτες, Τυρρηνούς, Λευκανούς και Σαμνίτες.

Όμως προ του κινδύνου κατόρθωσαν να αντιδράσουν και έστειλαν τον ύπατο Βαλέριο Λαιβίνο, επικεφαλής στρατεύματος και με στόχο να αιφνιδιάσουν τον Πύρρο στην  πόλη Ηράκλεια της νοτίου Ιταλίας.

Ο Πύρρος μολονότι υστερούσε αριθμητικά, δεν δίστασε να επιτεθεί στον ύπατο. Στη σύγκρουση που ακολούθησε ο Πύρρος δείχνοντας τα προσόντα του, κατάφερε, αν και αριθμητικά υστερούσε, να τρέψει σε φυγή τον στρατό των Ρωμαίων.

Η μάχη απέδειξε ότι ο Πύρρος υπερτερούσε των αντιπάλων του. Η νίκη ήταν η αιτία να αρθούν οι επιφυλάξεις από μερικές   πόλεις που δίσταζαν να προσχωρήσουν στον Πύρρο και έτσι ο Πύρρος αύξησε τον αριθμό των συμμάχων του.

Οι Ρωμαίοι, μετά την ήττα τους στην Ηράκλεια, απέστειλαν τον ύπατο Φαβρίκιο να διαπραγματευθεί τους αιχμαλώτους. Ο Πύρρος έδειξε μεγαλοψυχία και τους επέστρεψε χωρίς λύτρα. Στη συνέχεια κινήθηκε προς βορρά και έφθασε μέχρι τα περίχωρα της Ρώμης. Δίστασε όμως ή δεν ήταν έτοιμος για την μεγάλη σύγκρουση και υποχώρησε χωρίς πίεση στον Τάραντα. Εκεί εγκατέστησε τον στρατό του σε γειτονικές πόλεις για να διαχειμάσουν. Ο χειμώνας πέρασε με προετοιμασίες και για τους δύο αντιπάλους. Την άνοιξη ο Πύρρος εισέβαλε στην Απουλία. Ο στρατός των Ρωμαίων κινήθηκε νότια με σκοπό να συναντήσει τον Πύρρο  και οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Άσκλο.

Απουλία, νόμισμα περίπου 240 π.Χ. Η κεφαλή του νεαρού Ηρακλή αριστερά / η Νίκη στέκεται δεξιά κρατώντας στεφάνι και φοίνικα.

Η σύγκρουση είχε διαφορετική τακτική από την πρώτη. Στην πρώτη σύγκρουση την πρωτοβουλία της επίθεσης την είχαν οι Ρωμαίοι, ενώ στο Άσκλο ,(ελληνική πόλη σε περιοχή  που ζούσαν οι  Πίκεντες, Πικεντῖνοι της Απουλίας )την πρωτοβουλία την είχαν οι Έλληνες. Το ιππικό των Θεσσαλών και οι ελέφαντες, κατάφεραν να διασπάσουν τον στρατό των Ρωμαίων οι οποίοι ηττημένοι αποσύρθηκαν στα βουνά, ασφαλείς από την αδυναμία των αλόγων και των ελεφάντων να τους ακολουθήσουν.

Άσχετα προς το τυπικά ευνοϊκό αποτέλεσμα για τον Πύρρο, η γενική κατάσταση μετά την μάχη υπήρξε δυσμενής για τις Ελληνικές δυνάμεις. Ενώ μετά την μάχη και την νίκη της Ηράκλειας, άνοιξε ο δρόμος για την κατάκτηση της Ρώμης, η νίκη στο Άσκλο κατέδειξε ότι ο στρατός του δεν μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα στην Απουλία.

Οι Ρωμαίοι καίτοι νικήθηκαν, μπορούσαν να αντλήσουν δυνάμεις από φιλικές πόλεις του Βορρά, σε αντίθεση με τους Έλληνες που δεν περίμεναν βοήθεια από πουθενά, καθώς «τους αυτόθι συμμάχους αμβλύτερους εώρα».

Η πόλη του Ασκλου με τα βουνά πίσω της όπου αποσύρθηκαν οι ηττημένοι Ρωμαίοι.

Οι νίκες του Πύρρου ονομάσθηκαν «Πύρρειες » , και η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε τις δυσμενείς επιπτώσεις μιας νίκης ή μιας προσπάθειας, όταν οι παράμετροι είναι δυσμενείς σε σχέση με τα κέρδη του αγώνα.

Μετά τη νίκη στο Άσκλο και την αμηχανία που επικράτησε στο στρατόπεδο του Πύρρου, δύο κακές  ειδήσεις,  έφεραν   σε δυσμενέστερη  θέση τον Πύρρο.

Η μία κακή είδηση ήταν από την κυρίως Ελλάδα. Ο Βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεμαίος Κεραυνός, (Πτολεμαίος Κεραυνός (άγν. – 279 π.Χ.), Βασιλιάς της Μακεδονίας από το έτος 281 π.Χ. έως το έτος 279 π.Χ. Γιος του Φαραώ της Αιγύπτου Πτολεμαίου του Λάγου, του επονομαζόμενου Σωτήρα, και της Ευριδίκης, κόρης του Αντίπατρου.)  ξαφνικά τον χειμώνα του 279 π.Χ. ενώ βρίσκονταν στην πρωτεύουσα του Μακεδονικού κράτους με ολιγάριθμη δύναμη του στρατού του, δέχθηκε επίθεση Γαλατών που ξαφνικά εμφανίσθηκαν στη Μακεδονία. Νικήθηκε και σκοτώθηκε. Επακολούθησε πανικός και αναρχία στη Μακεδονία. Άριστες προϋποθέσεις για τον Πύρρο, μετά τη νίκη στο Άσκλο, να τεθεί εκ νέου επικεφαλής του Μακεδονικού κράτους, εμφανιζόμενος ως σωτήρας του Ελλαδικού χώρου.

Η δεύτερη είδηση ήρθε από την Σικελία. Ο Θοίνων, τύραννος των Συρακουσών και ο Σωσίστρατος, τύραννος του Ακράγαντα, κάλεσαν τον Πύρρο να επέμβει στη Σικελία , για να αντιμετωπίσει τους Καρχηδόνιους που εμφανίσθηκαν στη Σικελία με 120 πλοία. Του πρόσφεραν, μάλιστα, τρεις πόλεις της νήσου, τον Ακράγαντα, τις Συρακούσες και τους Λεοντίνους.

Φαίνεται ότι το δίλημμα του Πύρρου ήταν μεγάλο. Να επιστρέψει στην Ελλάδα και να στεφθεί, εκ νέου, πιθανότατα βασιλιάς της Μακεδονίας, εκδιώκοντας τους Γαλάτες ή να παραμείνει στη Σικελία, όπου τον υποδέχθηκαν οι Ελληνικές πόλεις, ως σωτήρα και ήρωα;

Προτίμησε το δεύτερο. Οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες του Πύρρου δικαιολόγησαν και τις τολμηρότερες ελπίδες του. Οι Καρχηδόνιοι στις συγκρούσεις με τους Έλληνες ηττήθηκαν κρατώντας μόνο σαν βάση τους το απρόσιτο οχυρό Λιλύβαιο*.Ξαφνικά όμως ο Πύρρος μετέβαλε γνώμη και αποφάσισε να αναχωρήσει για την πατρίδα του. Πιθανολογούνται τρεις λόγοι που τον ανάγκασαν να μεταβάλει την γνώμη του.

Ο πρώτος λόγος ήταν η αντίδραση ορισμένων ελληνικών πόλεων να συνεισφέρουν για τις στρατιωτικές ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό και μέσα.

Ο δεύτερος λόγος ήταν οι απόπειρες ορισμένων πόλεων να συνάψουν σχέσεις και συμφωνίες με τους Καρχηδονίους και…
Ο τρίτος λόγος ήταν η σθεναρή αντίσταση των Καρχηδονίων σε συνδυασμό με την ισχυρότατη θέση που κατείχαν στο οχυρό Λιλύβαιο.

Ο Πύρρος διαπίστωσε την μεταστροφή των πραγμάτων σε βάρος του και αποφάσισε το 275 π.Χ. να αναχωρήσει από την Σικελία δίνοντας τέλος σε μια ελπιδοφόρα προσπάθεια ελληνικής παρέμβασης στα πράγματα της Μεγάλης Ελλάδας.

 

Περί του Πύρρου

Από αρχαίες πηγές 

Ο φιλόδοξος Πύρρος ήθελε να επεκτείνει το κράτος του προς τα δυτικά, όπως ο ξάδελφός του, Μέγας Αλέξανδρος, είχε επεκτείνει το δικό του προς τα ανατολικά. Έτσι, δέχτηκε τις προτάσεις των Ταραντίνων πρέσβεων που είχαν πάει στην Ήπειρο, για να ζητήσουν τη σύμπραξη του Πύρρου στον αγώνα τους εναντίον της Ρώμης (281 π.Χ.). Το δικαίωμα, άλλωστε, για επέμβαση στη Σικελία, το απόκτησε μετά το γάμο του με τη Λάνασσα.

Οι ευνοϊκοί χρησμοί από τα μαντεία της Δωδώνης και των Δελφών, καθώς και η ενίσχυση που έλαβε από τον Πτολεμαίο Κεραυνό, τον Αντίγονο Γονατά και τον Αντίοχο, τον ενθάρρυναν και τον έκαναν να επισπεύσει τις προετοιμασίες για την εκστρατεία του στην Ιταλία. Βέβαια, η βοήθεια από τους βασιλείς που αναφέραμε παραπάνω, ήταν υστερόβουλη, καθώς ήθελαν να απομακρύνουν τον Πύρρο από τον ελλαδικό χώρο…

Ο Πύρρος, το επόμενο εξάμηνο, ετοιμάστηκε για την εκστρατεία του στην Ιταλία. Λέγεται, μάλιστα, ότι αρχικά σκέφτηκε να ζεύξει με γέφυρα τον Πορθμό του Υδρούντα (αρχαίο όνομα του Οτράντο). Ωστόσο, κάτι τέτοιο κρίθηκε μάλλον εξωπραγματικό και ασύμφορο, καθώς η Κέρκυρα και η Απολλωνία, που βρίσκονταν στην κατοχή του, απείχαν μόλις μία μέρα με το πλοίο από την Ιταλία. Έχοντας υπογράψει συμφωνίες με τους γείτονες βασιλιάδες, οι οποίες τον κατοχύρωναν από κάθε επίθεση, άφησε στην Ήπειρο αντιβασιλέα τον μεγαλύτερο γιο του, τον δεκαπεντάχρονο Πτολεμαίο. Τους δύο μικρότερους γιους του, Αλέξανδρο και Έλενο, τους πήρε μαζί του.

Στα τέλη της άνοιξης του 280 π.Χ., ο Πύρρος με 20.000 άνδρες που αποτελούσαν το βαρύ πεζικό, 3.000 ιππείς, 2.000 τοξότες, 500 σφενδονήτες και 20 ελέφαντες, επιβιβάστηκαν στα διάφορα πλοία : «ιππαγωγών και καταφρακτών και πορθμείων παντοδαπών» (πλοία ιππαγωγικά, πλοία φρακτικά και πλοία για ζεύξη ακτών) και, παρά την αιφνίδια καταιγίδα που αντιμετώπισαν, έφτασαν στις ακτές της Ιταλίας. Εκείνη την εποχή το ρωμαϊκό ναυτικό είχε μόνο 20 πλοία και ήταν αδύνατο να εμποδίσει την απόβαση.

Όταν έφτασε στον Τάραντα ο Πύρρος, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Τον υποδέχτηκε ο Κινέας, Θεσσαλός πολιτικός και ρήτορας, σύμβουλός του, τον οποίο ο Ηπειρώτης βασιλιάς είχε στείλει μαζί με ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα νωρίτερα στον Τάραντα. Οι Ταραντίνοι έκοψαν νομίσματα προς τιμήν του Πύρρου, σύντομα όμως άρχισαν οι προστριβές μαζί του, καθώς δεν ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν τις απαραίτητες για τον πόλεμο θυσίες και να παύσουν να εορτάζουν «περισσότερες εορτές από όσες έχει ημέρες το έτος» ! Για τη συμπεριφορά των Ταραντίνων, γράφει χαρακτηριστικά ο Πολύβιος:

«Οι Ταραντίνοι δια το της ευδαιμονίας υπερήφανον επεκαλέσαντο Πύρρον τον Ηπειρώτην • πάσα γαρ ελευθερία μετ’ εξουσίας πολυχρονίου φύσιν έχει κόρον λαμβάνειν των υποκειμένων, κάπειτα ζητεί δεσπότην • τυχούσα γε μην τούτου πάλιν μισεί διά το μεγάλην φαίνεσθαι την προς το χείρον μεταβολήν • ό και τότε συνέβαινε Ταραντίνοις» (Οι Ταραντίνοι, εξαιτίας της έπαρσής τους λόγω της ευπορίας τους, κάλεσαν τον Πύρρο τον Ηπειρώτη. Γιατί κάθε ελευθερία μαζί με μακρόχρονη δύναμη, είναι φυσικό να προκαλεί κορεσμό σε αυτούς που την υφίστανται και έπειτα ζητάει βασιλιά. Όταν όμως γίνει και αυτό, πάλι τον μισεί εξαιτίας της μεγάλης μεταβολής προς το χειρότερο. Αυτό και τότε συνέβαινε στους Ταραντίνους).

Οι Ταραντίνοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν τα έξοδα του εκστρατευτικού σώματος κόβοντας νομίσματα και πληρώνοντας βαριά φορολογία. Ο Πύρρος, όμως, σε καμία περίπτωση δεν σκόπευε να γίνει απλός μισθοφόρος τους. Έτσι, εξόπλισε τους νεαρούς Ταραντίνους με μακεδονικό οπλισμό και τους κατένειμε ανάμεσα στους δικούς του στρατιώτες, για να αποφύγει τον κίνδυνο εξέγερσης. Παράλληλα, απαγόρευσε «πότους…και κώμους και θαλίας ακαίρους» (οινοποσίες…και διασκεδάσεις σε συμπόσια και γλέντια που γίνονταν σε ακατάλληλες χρονικές στιγμές), ενώ έβαλε στρατιώτες του να φυλάνε τις εισόδους της πόλης, γιατί κάποιοι είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τον Τάραντα.

 

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ

Οι Ρωμαίοι, που έμαθαν από τους Ταραντίνους φυγάδες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Αρίσταρχος, ένας από τους αρχηγούς της αριστοκρατικής παράταξης, τις προετοιμασίες του Πύρρου και τον συνασπισμό υπό την αρχηγία του των Ιταλών, των Βρεττίων, των Λευκανών, των Σαυνιτών και των Μεσσαπίων, άρχισαν να συγκεντρώνουν χρήματα και πολεμιστές.

Την αρχηγία των δυνάμεων που θα αντιμετώπιζαν τον Πύρρο, ανέλαβε ο ύπατος Πόπλιος Βαλέριος, ο λεγόμενος Λαιβίνος. Τέσσερις λεγεώνες 9.000 – 10.000 ανδρών η καθεμία, τέθηκαν στις διαταγές του. Ο Πόπλιος Βαλέριος, για να αποφύγει τη μάχη στα ρωμαϊκά εδάφη, προχώρησε στη Λευκανία σκοπεύοντας:

1) να αποκόψει τους Ταραντίνους από τους Λευκανούς, τους Σαυνίτες και τους Βρεττίους συμμάχους τους.
2) να αποτρέψει την αποστασία των Ρηγίνων, των Λοκρών και των Κροτωνιατών και
3) να υποχρεώσει τον Πύρρο να πολεμήσει πριν προλάβουν να τον ενισχύσουν οι σύμμαχοί του.

Στη συνέχεια, ο Πόπλιος Βαλέριος, αφού εξασφάλισε τα νώτα του, προχώρησε κατά μήκος της δεξιάς όχθης του ποταμού Σίρι (σημ. Sinni, Σίνι- Σῖρις ή Σίνις), απειλώντας την πόλη Ηράκλεια.

Μόλις ο Πύρρος πληροφορήθηκε ότι ο Πόπλιος Βαλέριος κινείται εναντίον του, καταστρέφοντας και λεηλατώντας την ύπαιθρο, «δεινόν…ποιούμενος ανασχέσθαι και περιειδείν τους πολεμίους εγγυτέρω προϊόντος» (επειδή θεώρησε φοβερό να ανεχτεί τους εχθρούς να πλησιάζουν), αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει μόνο με τους Ηπειρώτες και τους Ταραντίνους. Έτσι, στρατοπέδευσε στην αριστερή όχθη του Σίρι μεταξύ Πανδοσία και Ηράκλειας. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι έγινε μια προσπάθεια συμβιβασμού με τον Πόπλιο Βαλέριο, όμως αυτό δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό.

Η Πανδοσία στην Λουκανία ήταν αρχαία ελληνική πόλη που βρίσκονταν στη Μεγάλη Ελλάδα. Ήταν αποικία του Κρότωνος ή εξάρτημα της πόλης αυτής κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., όπως μαρτυρούν τα νομίσματα που βρέθηκαν. Φαίνεται ότι βρίσκονταν επάνω σε ύψωμα κάτω από το οποίο έτρεχε ο μικρός ποταμός Αχέρων, παραπόταμος του Κράθιδος. Τα αρχαιότερα νομίσματα της πόλης αυτής κόπηκαν επί συμμαχίας με την Κρότωνα και χρονολογούνται από του 450 π.Χ. Παρουσιάζουν το κεφάλι θεάς ή της νύμφης Πανδοσίας, ενώ η πίσω όψη εικονίζει ταύρο σε τετράγωνο, ή προσωπογραφία του ποταμού Κράθι, γυμνό, να κρατάει φιάλη και κλαδί ελιάς. Λίγο μετά το 400 π.Χ. η Πανδοσία αλώθηκε από τους Βρεττίους. Κοντά στη πόλη αυτή έχασε τη ζωή του το 326 π.Χ. ο Αλέξανδρος Μολισσός. Το έτος 204 π.Χ. η Πανδοσία μνημονεύεται πάλι ως πόλη των Βρεττίων, αλλά δεν υπάρχουν νομίσματα από την εποχή αυτή μετά την πρώτη άλωση από τους Βρεττίους.

Η Μάχη της Ηράκλειας.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ
(Ιούλιος του 280 π.Χ.)

Αν και δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τις δυνάμεις των δύο αντιπάλων, φαίνεται ότι οι Έλληνες διέθεταν γύρω στους 30.000 άνδρες (3.000 από τους οποίους ήταν ιππείς) και 20 ελέφαντες, ενώ οι Ρωμαίοι 35.000 – 40.000 άνδρες, από τους οποίους 4.000 ιππείς και 8.000 ψιλούς (γροσφομάχους), κατανεμημένους εξίσου στις 4 λεγεώνες.

Πριν τη μάχη, ο Πύρρος κατόπτευσε το ρωμαϊκό στρατόπεδο και εντυπωσιάστηκε. Έτσι, όπως γράφει ο Πλούταρχος, είπε στον στρατηγό του Μεγακλή : «…αυτή η τάξη των βαρβάρων δεν είναι βαρβαρική, να δούμε όμως τα έργα τους». Βλέποντας την αριθμητική υπεροχή των Ρωμαίων, προτίμησε να κρατήσει αμυντική στάση αναμένοντας ενισχύσεις. Αντίθετα, ο Πόπλιος Βαλέριος βιαζόταν να αναμετρηθεί μαζί του.

Ο Πύρρος επέλεξε μια μικρή παραλιακή πεδιάδα για να δώσει τη μάχη. Εκεί, μπορούσε να αναπτύξει τη φάλαγγά του και να κινήσει το ιππικό και τους ελέφαντές του. Κρατώντας τον κύριο όγκο του στρατεύματός του σε κάποια απόσταση από τον Σίρι, παρέταξε στις όχθες του μόνο μια μικρή προφυλακή. Σκόπευε να παρενοχλήσει και να καταπονήσει τους Ρωμαίους και όχι να τους εμποδίσει να περάσουν τον Σίρι.

Ο Πόπλιος Βαλέριος, αφού απέτυχε την πρώτη φορά να διασχίσει τον Σίρι, διέταξε το ιππικό του να προχωρήσει κατά μήκος του ποταμού και περνώντας από μια διάβαση (πόρο) να πλήξει από τα νώτα την εμπροσθοφυλακή του Πύρρου. Το σχέδιο πέτυχε και, ενώ οι Έλληνες, για να αποφύγουν την περικύκλωση, υποχωρούσαν προς τον κύριο όγκο του στρατεύματός τους, το ρωμαϊκό πεζικό άρχισε να διασχίζει ανενόχλητο τον Σίρι.

Έτσι, οι δύο παρατάξεις ήλθαν σε μετωπική σύγκρουση. Ο Ρωμαίος ύπατος είχε παρατάξει στο κέντρο της παράταξης τους βαριά οπλισμένους λεγεωνάριους (δεξιά τους Ρωμαίους πολίτες και αριστερά τους συμμάχους Ιταλούς), πλαισιωμένους από ελαφρά οπλισμένους άνδρες. Στα δύο άκρα είχε τοποθετήσει δεξιά τους Ρωμαίους ιππείς και αριστερά τους πολυπληθέστερους Ιταλούς συμμάχους. Ο Πύρρος, στο αριστερό τμήμα της παράταξής του, παρέταξε τους Κρήτες τοξότες, ενώ στο δεξιό τμήμα ολόκληρο το δικό του ιππικό. Στο κέντρο βρισκόταν η μακεδονικού τύπου φάλαγγα, πλαισιωμένη από ελαφρά οπλισμένους πεζούς. Ως εφεδρεία, κράτησε τους 20 ελέφαντες.

Η μάχη ξεκίνησε με την επίθεση των 1.000 βαριά οπλισμένων Θεσσαλών ιππέων του Πύρρου, επικεφαλής των οποίων ήταν ο ίδιος, εναντίον των 5.000 περίπου Ιταλών.Στη μάχη μπήκαν και οι υπόλοιποι 2.000 Έλληνες ιππείς, προκαλώντας πανικό στους Ρωμαίους. Σε κάποια στιγμή της μάχης, ένας Ιταλός απείλησε τον Πύρρο, που σώθηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του σωματοφύλακά του, Λεοννάτου. Έπειτα από αυτό, για να μη γίνεται ο ίδιος στόχος, ο Πύρρος έβγαλε την πανοπλία του, την οποία φόρεσε ο στρατηγός Μεγακλής, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη. Μετά το γεγονός αυτό, προκλήθηκε κάποια σύγχυση μεταξύ των Ελλήνων. Τότε ο Πύρρος αποφάσισε να πολεμήσει χωρίς πανοπλία, για να τονώσει το ηθικό των πολεμιστών του.

Οι φαλαγγίτες του Πύρρου, με τις μακριές σάρισές τους (6 μέτρα λέγεται ότι ήταν το μήκος τους) έφεραν σε δύσκολη θέση τους λεγεωνάριους, που άρχισαν να υποχωρούν. Ο Πόπλιος Βαλέριος, όμως, κατάφερε να τους συγκρατήσει και να τους οδηγήσει σε ορμητική αντεπίθεση, η οποία σύμφωνα με τον Πλούταρχο επαναλήφθηκε 7 φορές!

Μόλις ο Πύρρος είδε και την τελευταία εχθρική αντεπίθεση να αποκρούεται, διέταξε την επέλαση των ελεφάντων. Οι Ρωμαίοι, που για πρώτη φορά έβλεπαν ελέφαντες, ταράχτηκαν και σκόρπισαν, ενώ τα άλογα άρχισαν να αφηνιάζουν και έτσι οι ιππείς υποχώρησαν πανικόβλητοι. Η επέλαση του θεσσαλικού ιππικού που διέταξε ο Πύρρος εναντίον του πεζικού των αντιπάλων, προκάλεσε πανωλεθρία στους Ρωμαίους.

Όπως γράφει ο Ιερώνυμος, οι Ρωμαίοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 7.000 νεκρούς και ο Πύρρος συνέλαβε περίπου 2.000 αιχμάλωτους και κυρίευσε το στρατόπεδο που οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν κατά την άτακτη φυγή τους προς την Ουενουσία. Ο Πύρρος έχασε περίπου 4.000 (ή 3000) άνδρες, κάτι που είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες, καθώς ήταν σχεδόν αδύνατο να αντικαταστήσει τους εμπειροπόλεμους Ηπειρώτες και Μακεδόνες αξιωματικούς και στρατιώτες του, που σκοτώθηκαν στη μάχη.

Σε ένα δείγμα μεγαλοψυχίας, ο Ηπειρώτης βασιλιάς φρόντισε να ταφούν οι νεκροί Ρωμαίοι και συμπεριφέρθηκε με φιλανθρωπία προς τους αιχμαλώτους, που θεωρούσε ότι αποτελούσαν πολύτιμο κεφάλαιο σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις.

 

ΤΑ ΕΠΙΝΙΚΙΑ – ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΥΡΡΟΥ

Ο Πύρρος «ηδόμενος και μέγα φρονών ότι μόνοις τοις μετ’ αυτού και Ταραντίνοις εκράτησε της μεγάλης των Ρωμαίων δυνάμεως» («ευχαριστημένος και υπερήφανος επειδή μόνο με τους δικούς του άνδρες και τους Ταραντίνους επικράτησε στη μεγάλη δύναμη των Ρωμαίων»), πρόσφερε πλούσια αναθήματα στη Δωδώνη, μεταξύ των οποίων ένα αφιέρωμα στον Δία (της Δωδώνης), η αναθηματική επιγραφή του οποίου σώζεται σήμερα στο Μουσείο του Βερολίνου. Οι σύμμαχοί του Ιταλιώτες, γιόρτασαν τη νίκη με την κοπή αναμνηστικών νομισμάτων και την αφιέρωση πελώριου αγάλματος της Νίκης, που φιλοτέχνησε ο μαθητής του Λυσίππου, Ευτυχίδης ο Σικυώνιος.
Η νίκη του Πύρρου διαδόθηκε γρήγορα και πολλές ελληνικές και ιταλικές πόλεις (Κρότων, Επιζεφύριοι, Λοκροί κ.ά.), ακόμα κι αν είχαν ρωμαϊκή φρουρά, τάχθηκαν με τον Πύρρο, ο οποίος βρέθηκε να κυριαρχεί σε όλη τη νότια Ιταλία.
Ο Ηπειρώτης βασιλιάς προσπάθησε να πείσει τους Ρωμαίους να συνθηκολογήσουν, χωρίς όμως να το καταφέρει. Μετά την αρνητική αυτή εξέλιξη, ο φιλόσοφος και πολιτκός Κινέας, που ακολουθούσε τον Πύρρο, του είπε τα εξής προφητικά λόγια : «Πολεμούμε μια Λερναία Ύδρα…».
Ο πόλεμος συνεχίστηκε, χωρίς οι Έλληνες να καταφέρουν να καταλάβουν την Καπύη ή τη Νεάπολη. Έφτασαν σε απόσταση 6 χιλιομέτρων από τη Ρώμη, την οποία προστάτευαν ισχυρές δυνάμεις, και επέστρεψαν στον Τάραντα.
Οι Ρωμαίοι ανασυντάχθηκαν και τον επόμενο χρόνο (279 π.Χ.) προσπάθησαν να πάρουν εκδίκηση για την ήττα τους, στη μάχη του Άσκλου. Ο Πύρρος όμως είχε διαφορετική άποψη…

 

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΠΥΡΡΟΥ

Τα νεανικά χρόνια του Πύρρου – Η άνοδός του στο θρόνο της Ηπείρου – Τα όρια του βασιλείου του στην Ελλάδα

Οι Μολοσσοί ήταν ελληνικό φύλο που κατοικούσε στην Ήπειρο. Ο Πύρρος ήταν γιος του Αιακίδη και της Φθίας. Η γιαγιά του, Τρωάδα, ήταν συγγενής της μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδας. Γεννήθηκε το 318 π.Χ. Όταν ο πατέρας του, Αιακίδης, που ήταν βασιλιάς, εκθρονίστηκε, ο Πύρρος ήταν πολύ μικρός (2 ετών σύμφωνα με μία εκδοχή).Φίλοι του Αιακίδη τον φυγάδευσαν στην Αυλή του βασιλιά των Ταυλαντίνων στην Ιλλυρία, Γλαυκία, όπου και μεγάλωσε. Με τη βοήθεια του Γλαυκία αποκαταστάθηκε στον θρόνο το 307/306 π.Χ., ωστόσο το 302 π.Χ. διώχθηκε ξανά από το θρόνο και κατέφυγε στον Δημήτριο τον Πολιορκητή, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του, Δηιδάμεια. Πήρε μέρος στη μάχη της Ιψού το 301 π.Χ. (τη λεγόμενη «μάχη των διαδόχων» του Μεγάλου Αλεξάνδρου), στο πλευρό του γαμπρού του και στάλθηκε στην Αυλή του Πτολεμαίου Α’ Σωτήρος στην Αλεξάνδρεια, ως όμηρος.Σύντομα όμως έγινε φίλος με τον Πτολεμαίο, ο οποίος του έδωσε για σύζυγο την κόρη του, Αντιγόνη, και τον βοήθησε να επανέλθει στον θρόνο του το 297 π.Χ. Ο Πύρρος έγινε αρχικά συμβασιλέας του ξαδέλφου του, Νεοπτόλεμου Β’, τον οποίο ένα τμήμα του στρατού του Αιακίδη είχε ανεβάσει στον θρόνο. Λίγο αργότερα, ο Πύρρος σκότωσε το Νεοπτόλεμο και έμεινε μόνος του βασιλιάς.Το 295 π.Χ., ο Πύρρος παντρεύτηκε την κόρη του τυράννου των Συρακουσών Αγαθοκλή Λάνασσα, καθώς η πρώτη σύζυγός του, Αντιγόνη, πέθανε. Παράλληλα, πήρε ως γαμήλιο δώρο την Κέρκυρα και τη Λευκάδα. Το 294 π.Χ. επωφελήθηκε από τη σύγκρουση του Αλεξάνδρου Α’ με τον αδελφό του, Αντίπατρο, για τον μακεδονικό θρόνο. Πήρε το μέρος του πρώτου και κέρδισε τις παραμεθόριες περιοχές της Παραναίας και της Τυμφαίας, την Αμβρακία, την Αμφιλοχία και την Ακαρνανία.

Το 288 π.Χ. συνασπίστηκε με τον Λυσίμαχο εναντίον του Δημητρίου του Πολιορκητή και εισέβαλαν στη Μακεδονία. Μετά τη νίκη τους, μοίρασαν το μακεδονικό κράτος. Ο Πύρρος πήρε τη Θεσσαλία και το δυτικό τμήμα του κράτους του Δημητρίου και ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Μολοσσών και των Μακεδόνων.

Στη συνέχεια, προσπάθησε να επεκτείνει το κράτος του και προς το νότο. Για τον σκοπό αυτό, συμμάχησε με τον Αντίγονο Γονατά. Αυτό, όμως, είχε σαν αποτέλεσμα να συγκρουστεί με τον αντίπαλο του Αντίγονου και πρώην σύμμαχό του, Λυσίμαχο, ο οποίος το 284 π.Χ. έχοντας με το μέρος του τον μακεδονικό στρατό, πήρε πίσω τα μακεδονικά και θεσσαλικά εδάφη. Ωστόσο, το βασίλειο του Πύρρου εκτεινόταν από την Επίδαμνο (κοντά στο σημερινό Δυρράχιο) ως τον Κορινθιακό Κόλπο.

 

Τα ιερά της Ηπείρου

Μια από τις πιο λαμπρές περιόδους της Ιστορίας της Ηπείρου και ειδικότερα του ιερού της Δωδώνης ήταν το πρώτο μισό του τρίτου αιώνα π.Χ. Στο χρονικό διάστημα αυτό έβαλε την σφραγίδα του ο Πύρρος. Τα ηπειρωτικά φύλλα που έως την περίοδο αυτή ήταν στην περιφέρεια του Ελληνικού ,ελλαδικού  κόσμου, εγκατέλειψαν την μακρόχρονη τους απομόνωση και φιλοδοξία τους ήταν να αναμιχθούν ενεργά στις υποθέσεις των Ελληνικών πραγμάτων . Καθοδηγητής και μοχλός της προσπάθειας αυτής ήταν ο Πύρρος, βασιλιάς των Μολοσσών, του σημαντικότερου ίσως φύλλου των Ηπειρωτών.

Στις προηγούμενες αναλύσεις μας είδαμε τον Πύρρο να εισβάλει στην υπόλοιπη Ελλάδα, να γίνεται ρυθμιστής των Ελληνικών πραγμάτων, να συγκρούεται με τους Ρωμαίους και να τους νικά στην Ιταλία. Παράλληλα αναπτύχθηκε μια εκτεταμένη δραστηριότητα στον καλλωπισμό των πόλεων της Ηπείρου και την ανοικοδόμησή τους.

Ιδιαίτερα το Ιερό Μαντείο της Δωδώνης, αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε όχι μόνο σε θρησκευτικό και μαντικό κέντρο, αλλά και σε κέντρο διοικητικό και βάση της διευρυμένης πολιτικής κοινοπραξίας της «Ηπειρωτικής Συμμαχίας».

Την εποχή αυτή έγινε εξωραϊσμός του ιερού κέντρου και ο ναός του Δία, κατασκευάσθηκαν νέοι ναοί και ιδρύθηκαν νέα  μνημειακά κτίρια που εξυπηρετούσαν πολιτικούς και πολιτιστικούς σκοπούς. Τέτοια ήταν το Βουλευτήριο, το Πρυτανείο και το Θέατρο.

Με τις προσθήκες αυτές, ο χώρος του ιερού γέμισε κτίρια, αλλάζοντας τελείως το αρχέγονο τοπίο του δάσους, χωρίς όμως να παραμορφωθεί ο προσανατολισμός του χώρου που ατένιζε την κοιλάδα μέσω της οποίας εισέρχονταν οι προσκυνητές από την κεντρική και νότιο Ελλάδα.

Η μαντική φηγός (Βαλανιδιά) είχε δεσπόζουσα θέση στην ανατολική πλευρά της υπαίθριας αυλής του ιερού πλάι στο ναό που ήταν αφιερωμένος στο Δία, ενώ περιβάλλονταν από τους υπόλοιπους ναούς που σχημάτιζαν γύρω- γύρο, ημικύκλιο με αμφιθεατρική ανάπτυξη, ενώ το Θέατρο λίγο πιο πάνω προκαλούσε δέος στον εισερχόμενο προσκυνητή.

Εντός του ναού του Διός υπήρχε…μια φηγός (βελανιδιά) όπου οι ιερείς έδιδαν χρησμούς σύμφωνα
με το θρόισμα που προκαλούσαν ο άνεμος και τα πτηνά στα φύλλα του. Η φηγός κόπηκε από
μισαλλόδοξους ανθρώπους το 391 μ.Χ., ενώ σήμερα, είναι πιθανόν, η βελανιδιά που βρίσκεται
στη θέση της να είναι η βιολογική συνέχεια της Ιεράς Φηγούς της αρχαιότητας.
Η υπόθεση αυτή αρκεί για να προσφέρει ρίγος σε όποιον ευαίσθητο άνθρωπο την αντικρίσει.

Ο Πύρρος πρωταρχικό μέλημα ήταν η αναγέννηση και η αναβάθμιση του ναού του Δία, ο οποίος αποκτά μνημειακό χαρακτήρα. Ο Παυσανίας, ιστορικός της εποχής, αναφέρει ότι ο Πύρρος υλοποίησε την επιθυμία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος είχε υποσχεθεί, ως «Ηπειρώτης τρων Αιακιδών» την διάθεση υπέρογκου ποσού για τον εξωραϊσμό της Δωδώνης. Ο περίβολος του ναού, που είχε οικοδομηθεί από την Ολυμπιάδα, μητέρα του Αλέξανδρου, όταν βρίσκονταν στην Ήπειρο τον 4ο αιώνα, αντικαταστάθηκε με άλλον πιο ευρύχωρο, διακοσμημένο στο εσωτερικό του με ιωνικές κιονοστοιχίες σε σχήμα Π . Παράλληλα αναμορφώθηκε ο ναός και απέκτησε πέτρινη σκεπή, κατά τις οικοδομικές συνήθειες της περιοχής.

Στους κίονες των στοών ο Πύρρος ανάρτησε τις ρωμαϊκές ασπίδες που ήταν λάφυρα από τις μάχες του στην Ιταλία και από την νίκη του στην Ηράκλεια το 280 π.Χ. με αφιερωματικές επιγραφές: « Βασιλεύς Πύρρος και Ηπειρώται και Ταραντίνοι από Ρωμαίων και των συμμάχων», καθώς και Μακεδονικές ασπίδες λάφυρα του πολέμου και της νίκης του εναντίον του Αντιγόνου στα στενά του Αώου.

Με αυτόν τον τρόπο ο Πύρρος, όχι μόνο εξέφραζε όχι μόνο την ευγνωμοσύνη του προς το Μαντείο της Δωδώνης, προς το οποίο είχε απευθυνθεί πριν εκστρατεύσει στην Ιταλία και είχε πάρει ευνοϊκή απάντηση, αλλά και υπενθύμιζε την εναντίον της Δύσης προσπάθεια του, αφού πριν από αυτόν είχε προσπαθήσει χωρίς επιτυχία ο θείος του Αλέξανδρος Α΄ ο Μολοσσός.

Ο Αλέξανδρος Α΄ (370 π.Χ. – 331 π.Χ., γνωστός και ως Αλέξανδρος ο Μολοσσός, ήταν βασιλιάς της Ηπείρου (350 π.Χ.-331 π.Χ.) από τη δυναστεία των Αιακιδών. Προερχόταν από τη φυλή των Μολοσσών. Ως γιος του Νεοπτόλεμου Β´[2] και αδελφός της Ολυμπιάδας, ήταν θείος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν επίσης θείος του Πύρρου της Ηπείρου. Έμεινε γνωστός στην ιστορία για την εισβολή που πραγματοποίησε στην ιταλική χερσόννησο το 334 π.Χ.Κύρια πηγή για τη δράση του είναι ο ιστορικός Τίτος Λίβιος.

Η ανατολική πλευρά του ιερού χώρου ήταν ελεύθερη από κτίσματα, αφού εκεί υπήρχε η «υψίκορμος» βαλανιδιά η κατοικία του Δωδωναίου Δία, ο οποίος κατά την έκφραση του Ησιόδου « ναίει δ’ εν πυθμένι φηγού».Ταυτόχρονα με την αναμόρφωση του ναού του Δία ιδρύονται οι ναοί της Αφροδίτης και του Ηρακλή που πλαισιώνουν το τόξο με επίκεντρο το ναό του Δία.

Ο ναός του Ηρακλή ήταν ο μοναδικός δωρικός ναός στη Δωδώνη με σηκό και τετράστυλο ή εξάστυλο πρόναο. Με το ναό συνδέεται ένα ανάγλυφο από ασβεστόλιθο με παράσταση του αγώνα του Ηρακλή με την υποστήριξη του Ιόλαου εναντίον της Λερναίας Ύδρας.  Η μοναδική για τα αρχαιολογικά δεδομένα της Δωδώνης ανάγλυφη παράσταση από τους άθλους του Ηρακλή μοιραία οδηγεί στην εποχή της Βασιλείας του Πύρρου και στην σύνδεσή του με τον Ηρακλή, τον ήρωα που λάτρευε, αλλά και είχε και προγονικές ρίζες μ’ αυτόν.

Χάριν της ιστορικής αλήθειας παραθέτουμε την πληροφορία σύμφωνα με την οποία ο Μολοσσικός οίκος των Αιακιδών, μετά τον γάμο της Ολυμπιάδος με τον Φίλιππο της Μακεδονίας, πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου, είχε συνδεθεί με επιγαμία με τον Μακεδονικό οίκο των Αργεαδών, οι οποίοι θεωρούσαν εαυτούς ως απογόνους του Ηρακλή. Ο Πύρρος ενίσχυσε αυτούς τους γενεαλογικούς δεσμούς με τον δεύτερο γάμο του με την κόρη του Αγαθοκλή, τυράννου των Συρακουσών, ο οποίος επίσης καταγόταν από τον Ηρακλή.

Αριστερά: Κεφαλή Δωδωναίου Διός με την αναγραφή “ΑΡΓΕΑΔΗΣ” /
Δεξιά: κεφαλή της Αρτέμιδος με την αναγραφή “ΜΕΝΕΔΗΜΟΣ ΙΕΡΕΥΣ”.

Οι ιστορικοί της εποχής παραλληλίζουν τη Ρώμη μετά την μάχη της Ηράκλειας εναντίον του Πύρρου και τη νίκη του, προς την Λερναία Ύδρα. Θεωρείται συνεπώς πιθανό η αναπαράσταση στο ανάγλυφο της Δωδώνης που αναπαριστά τον Ηρακλή εναντίον της Λερναίας Ύδρας, να υπονοεί τον Πύρρο (Ηρακλή) εναντίον της Ρώμης (Λερναία Ύδρα).

Ο Πύρρος επίσης συνδέεται και με την λατρεία της Αινειάδας Αφροδίτης, την οποία εισήγαγε από τον Έγεστα της Σικελίας.  Σ’ αυτόν πρέπει να οφείλεται η ίδρυση του απλού δίστηλου ναΐσκου, με πρόναο και σηκό, που βρίσκονταν στο δυτικό άκρο της τοποθέτησης των λατρευτικών κτιρίων.   Ο ναός αυτός έχει αποδοθεί στη λατρεία της Αφροδίτης με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, τη χρονολόγηση του κτιρίου στα τέλη του 4ου και κατά μια άποψη στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. και τη σύνδεση του Πύρρου με την λατρεία της Αινειάδας Αφροδίτης.

Τα μεγαλόπνοα σχέδια του Αιακίδη Βασιλιά στη Δωδώνη δεν περιορίσθηκαν στον εξωραϊσμό του τεμένους του Δία και στους νεωτερισμούς της λατρείας που εισήγαγε. Το ιερό της Δωδώνης στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. διευρύνθηκε με δυο σημαντικά μνημειακά κτίρια πολιτικού χαρακτήρα. Πρόκειται για το Πρυτανείο, ένα από τα ελάχιστα που έχουν αποκαλυφθεί έως τώρα και το Βουλευτήριο.

Το Πρυτανείο βρίσκονταν νοτιοδυτικά του ιερού και αποτελούνταν από μια αίθουσα τετράγωνη με εστία στο κέντρο και μια περίστυλη αυλή με ιωνική στοά.  Το Βουλευτήριο απέναντι από το Πρυτανείο στη νότια πλευρά του λόφου, ανατολικά του θεάτρου , αποτελείται από μια μνημειακή αίθουσα με εμβαδόν 1.260 τ.μ. και μια δωρική στοά στην πρόσοψη. Παρ’ όλο που η ανασκαφή κινείται σε ρυθμούς αργούς,  θεωρείται βέβαιο,  ότι οι σύνεδροι κάθονταν στην ανωφερή θεατρική διαμόρφωση της αίθουσας, ενώ χαμηλά στην επίπεδη πλευρά, θα βρίσκονταν η έδρα των ομιλητών και η κάλπη από λαξευμένη πέτρα για την ψηφοφορία.

Το Πρυτανείο εκπροσωπούσε την διοίκηση του εκτελεστικού σώματος και αποτελούνταν  από εκπροσώπους των Ηπειρωτικών φύλλων, οι οποίοι επόπτευαν την εκτέλεση των νόμων και των ψηφισμάτων.

Στο Βουλευτήριο συνέρχονταν οι εκπρόσωποι της Συμμαχίας των Ηπειρωτών και αργότερα του Κοινού των Ηπειρωτών και έπαιρναν αποφάσεις θεσπίζοντας νόμους και ψηφίσματα, μερικά από τα οποία βρέθηκαν χαραγμένα σε βάθρα μπροστά από τη ανατολική πλευρά  του Βουλευτηρίου και μπροστά από την ιωνική στοά του Πρυτανείου.

Βουλευτήριο.

Και τα δυο σώματα Βουλευτικό και Εκτελεστικό είχαν την έδρα τους μέσα στο χώρο του Πανηπειρωτικού ιερού, γεγονός που αποδεικνύει ότι η Δωδώνη, παράλληλα με τον θρησκευτικό της χαρακτήρα, διαδραμάτισε την εποχή αυτή  σημαντικό πολιτικό ρόλο ως διοικητικό κέντρο της Ηπείρου.

Ατυχώς για την εποχή αυτή, που ήταν η ενδοξότερη περίοδος της Ηπείρου, είναι πενιχρές οι σχετικές φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες μέσω των οποίων θα μπορούσε να τεκμηριωθεί η σύνδεση της κατασκευής των δυο κτιρίων με τον Πύρρο.  Ωστόσο η υπόθεση αυτή θα ήταν ιδιαίτερα δελεαστική αν αναλογισθεί κανείς το φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα του Πύρρου και παράλληλα να ληφθεί υπ’ όψη η αναγκαιότητα ίδρυσης κτιρίων πολιτικού χαρακτήρα εξαιτίας των αναγκών της διευρυμένης την εποχή αυτή Ηπειρωτικής Συμμαχίας.

Η κατασκευή του τεράστιου Βουλευτηρίου και του Πρυτανείου μάλλον συμπίπτει με την μεταφορά από τον Πύρρο της Πρωτεύουσας από τον Πασσαρώνα, για τον οποίο θα ασχοληθούμε εκτενέστερα, που ήταν έως τότε η Πρωτεύουσα των Μολοσσών στη Δωδώνη.

Στα πλαίσια βεβαίως του προσανατολισμού του Πύρρου και της σύνδεσής του με την Ελληνική Παιδεία, εντάσσεται και το Αρχαίο Θέατρο της Δωδώνης που κατασκευάσθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα.  Πρόκειται ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα της Ελλάδος με χωρητικότητα 17.000 θεατών και φυσικά η κατασκευή του είναι μνημειακή.

Το θέατρο είναι κατασκευασμένο έξω από τον περίβολο του ιερού και ο προσανατολισμός του είναι νότια προς την κοιλάδα. Το σχέδιο του οικοδομήματος ήταν απλό. Αποτελούνταν από το κοίλον με 55 σειρές εδωλίων την κυκλική ορχήστρα και την σκηνή με τα τετράγωνα παρασκήνια και με την δωρική στοά στην πρόσοψη. Έξι δυνατοί πύργοι ενίσχυαν την κατασκευή, ενώ παράλληλα αποκτούσαν πλαστικότητα οι μονότονες επιφάνειες. Έτσι ο αρχαίος προσκυνητής, που έφθανε από τον Νότο, εντυπωσιαζόταν από το θέαμα του λαμπρού αυτού οικοδομήματος του θεάτρου το οποίο ήταν το μεγαλοπρεπέστερο και εμφανέστερο μνημείο του ιερού.

Επομένως με τη μνημειακή κατασκευή του Θεάτρου εξυπηρετούνταν όχι μόνο οι πνευματικές ευαισθησίες του Πύρρου, αλλά με τον καλύτερο τρόπο και οι επιδιώξεις του ηγεμόνα για επίδειξη και πανελλήνια προβολή, αλλά και οι επιθυμίες του βασιλιά για λαμπρές τελετές και πολυάνθρωπες συγκεντρώσεις στις οποίες ο ίδιος θα είχε την προεξάρχουσα θέση, σε σκηνικό ενός μεγαλειώδους και εντυπωσιακού σε όγκο και πολυτέλεια πλαισίου.

Στο θέατρο λοιπόν αυτό ο Πύρρος ανανέωσε την γιορτή των Ναϊων, κατά τη διάρκεια των οποίων γίνονταν με λαμπρότητα δραματικοί, μουσικοί και γυμνικοί αγώνες και αρματοδρομίες.

Επομένως στο πρώτο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. το Ιερό της Δωδώνης εξομοιώθηκε πλέον αρχιτεκτονικά με τα μεγάλα Πανελλήνια Ιερά τα οποία είχαν ακολουθήσει την ίδια εξέλιξη αλλά πολύ ενωρίτερα από την Δωδώνη.

Βέβαια η εφαρμογή και υλοποίηση ενός τόσο εκτεταμένου οικοδομικού προγράμματος  στο ιερό της Δωδώνης, μαρτυρούσε περίοδο ακμής οικονομικής και πολιτιστικής. Δεν πρέπει να παραλείψουμε την παράλληλη με την θρησκευτική και πολιτιστική ανύψωση επιδίωξη του Πύρρου για Πανελλήνια αναγνώριση, καθώς επιθυμούσε να επιβάλλει στο Πανελλήνιο την άποψη ότι ήταν συνεχιστής του έργου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

 

Πασσαρώνα : Η Πρωτεύουσα των Μολοσσών

Λίγοι, μάλλον, έχουν ξανακούσει αυτή τη λέξη. Εκτός από τους ειδικούς και τους ιστορικούς, ο απλός λαός αγνοεί την Πασσαρώνα, απλούστατα γιατί δεν διδάσκεται η ιστορία της Ηπείρου, εκτός από λίγες σελίδες που αναφέρονται στον Πύρρο.

Η αρχαία Πασσαρώνα – Ο οχυρωμένος οικισμός – ακρόπολη Μεγάλου Γαρδικίου αποτελεί τη βορειότερη από τις τρεις ακροπόλεις που φύλασσαν το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων κατά την αρχαιότητα. Η θέση της ακρόπολης στην κορυφή του ψηλού κωνικού λόφου ”Καστρί” είναι στρατηγική, καθώς βρίσκεται στην πορεία ενός από τους κύριους οδικούς άξονες της αρχαίας Ηπείρου και ήλεγχε την είσοδο στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων από βορρά και δυτικά. Συγχρόνως επόπτευε απρόσκοπτα το κεντρικό τμήμα της πεδιάδας των Ιωαννίνων. Η ακρόπολη του Μεγάλου Γαρδικίου διασφάλιζε την άμυνα και προστασία των πολυάριθμων ατείχιστων οικισμών της γύρω περιοχής, ενώ δεν αποκλείεται να αποτελούσε και το διοικητικό τους κέντρο.Η ίδρυση της ακρόπολης τοποθετείται στο α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. και πιθανόν συνδέεται με το βασιλέα Πύρρο. Η ακμή του πολίσματος ωστόσο τοποθετείται προς το τέλος του 3ου αι. π.Χ., την περίοδο που η Ήπειρος ήταν διοικητικά οργανωμένη στο Κοινό των Ηπειρωτών (234/32 -168 π.Χ.).

Ποια λοιπόν είναι η Πασσαρώνα; Οι περισσότερες εγκυκλοπαίδειες την αγνοούν, τα λεξικά επίσης, πως είναι λοιπόν δυνατό να γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό μια άγνωστη Ελληνική Πρωτεύουσα;

Κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα π.Χ. τα πρώτα Μολοσσικά φύλλα κατέρχονται στην Ήπειρο και καταλαμβάνουν τα μεγάλα λεκανοπέδια των Ιωαννίνων και του Παρακαλάμου, περιοχή σημαντική διαχρονικά με μεγάλη στρατηγική και οικονομική σημασία.

Σύμφωνα με τους Αρχαίους Συγγραφείς και ιδίως τον Πλούταρχο, η Πασσαρώνα ήταν η Πρωτεύουσα του κράτους των Μολοσσών που από τις αρχές του 6ου αιώνα εξαπλώνεται και ισχυροποιείται. Για την ακριβή θέση της Πασσαρώνας τα ευρήματα είναι πενιχρά και η αρχαιολογική σκαπάνη ακόμη δεν μπορεί με βεβαιότητα να εντοπίσει το χώρο.

Στην πεδιάδα των Ιωαννίνων υπάρχουν δύο μεγάλες ακροπόλεις με σπουδαία τείχη που μαρτυρούν την ύπαρξη δύο ισχυρών πόλεων, της ακροπόλεως του Γαρδικιού και της ακροπόλεως της Καστρίτσας.

Ο Καθηγητής κ. Δάκαρης με βάση ορισμένους ιστορικούς συσχετισμούς και τοπογραφικά στοιχεία, ισχυρίζεται ότι η ακρόπολη του Γαρδικιού αντιστοιχεί  με την αρχαία Πασσαρώνα και η ακρόπολη της Καστρίτσας με την αρχαία Τέκμωνα.

Ο λόφος του Γαρδικιού που βρίσκεται 11 χλμ. Βορειοδυτικά των Ιωαννίνων, είναι φύσει και θέσει ισχυρή με εξέχουσα στρατηγική σημασία, καθώς ελέγχει ολόκληρο το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων.

Στην κορυφή του λόφου υπάρχει τείχος 800 μέτρων ερειπωμένο σήμερα, όχι μόνο από τις επιπτώσεις του χρόνου, αλλά και από τα  οχυρωματικά έργα των Τούρκων κατά τη διάρκεια  των Βαλκανικών πολέμων (1912).

Στις παρυφές του λόφου του Γαρδικιού βρίσκονται τα ερείπια αρχαίου ναού . Έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο ναός αυτός ήταν αφιερωμένος στον Άρειο Δία της Πασσαρώνας που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. με ριζικές επισκευές κατά την Ρωμαϊκή περίοδο, μετά την καταστροφή που πρέπει να υπέστη από τις λεγεώνες του Αιμίλιου Παύλου, ο οποίος το 167 π.Χ. εκτελώντας απόφαση της Συγκλήτου κατέστρεψε περίπου 70 πόλεις της Ηπείρου και εξανδραπόδισε 150 χιλιάδες νέους ανθρώπους.

Στο ιερό αυτό συγκεντρώνονταν οι άρχοντες και ο λαός την Άνοιξη, όταν κτηνοτρόφοι όντας εγκατέλειπαν τα πεδινά βοσκοτόπια και μετακινούνταν προς τα βουνά. Κάτι άλλωστε ανάλογο συμβαίνει και τώρα. Και κατά την σημερινή εποχή όπως και τότε μαζεύονται οι κτηνοτρόφοι, είτε πριν αναχωρήσουν για τα χειμαδιά τους, είτε πριν αναχωρήσουν για τα λιβάδια των βουνών για να δώσουν ευχές επανένωσης και να γλεντήσουν για τον χωρισμό ή το αντάμωμα.

Είναι πασίγνωστος ο τρανός χορός της Βλάστης και οι ανάλογες γιορτές στα βλαχοχώρια. ( ΣΣ και ύστερα ψάχνουν οι διάφοροι φωστήρες να βρουν την καταγωγή των Βλάχων). Η συγκέντρωση αυτή τότε είχε τον χαρακτήρα της ορκοδοσίας προς τους θεούς για την συνέχιση της υποταγής στην πολιτική εξουσία και στη διαφύλαξη των κανόνων καλής γειτονίας.

Η ίδρυση της Ακρόπολης της Πασσαρώνας τοποθετείται από τον Καθηγητή κ. Σ. Δάκαρη περίπου έναν αιώνα πριν από την ίδρυση του Ναού, στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. (425-450 π.Χ.). Ήταν η περίοδος της πολιτιστικής άνοιξης των Μολοσσών υπό την ηγεσία του ικανού Βασιλιά, του Θαρύπα, ο οποίος ήταν γενάρχης του οίκου των Αιακιδών.

 

Η αρχαία ακρόπολη της πόλεως Τέκμων στην Καστρίτσα Ιωαννίνων

Στην νοτιοανατολική πλευρά του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων βρίσκεται ο λόφος της Καστρίτσας. Εκεί· στην κορυφή του λόφου οι εργασίες της Εφορείας Κλασσικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων έφεραν στο φως τα ίχνη μια παλιάς οχυρωμένης πόλης των Ηπειρωτών.

Κατά πολλούς η πόλη αυτή ταυτίζεται με την αρχαία Ηπειρώτικη πόλη «Τέκμον» την οποία ο Στράβων αναφέρει ως μια από τις πολλές Ηπειρώτικες πόλεις που οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν όταν κατέλαβαν την περιοχή. Ο Έλληνας γεωγράφος-ιστορικός τοποθετεί την πόλη αυτή νότια και κοντά στην τότε πρωτεύουσα των Μολοσσών την Πασσαρώνα, θέση που αντιστοιχεί με την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται κτισμένη η αρχαία ακρόπολη του λόφου της Καστρίτσας.

Η περίμετρος των τειχών που περικλείουν την αρχαία πολιτεία φτάνει τα 3000 μέτρα και η είσοδος στην ακρόπολη γινόταν από 5 εισόδους. Από αυτές, η πύλη που βρίσκεται στην νοτιοανατολική πλευρά του λόφου εντυπωσιάζει τον επισκέπτη, εξαιτίας του ασυνήθιστου σχήμα της μιας της πλευράς, που θυμίζει πρώρα καραβιού.

Εντός της ακρόπολης έχουν έρθει στο φως τα ίχνη των θεμελίων πολλών αρχαίων οικοδομικών συγκροτημάτων αλλά και τοιχοποιίες κτηρίων καθώς και οχυρωματικές θέσεις από μεταγενέστερες περιόδους, κυρίως από τους χρόνους της Οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή.

Κτηριακό συγκρότημα Ε – διακρίνεται η δεξαμενή με το προστατευτικό ξύλινο στέγαστρο.

Σημαντική επίσης ανακάλυψη θεωρείται και η εύρεση της δεξαμενής της ακροπόλεως, που έγινε από τον αρχαιολόγο καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη αρκετές δεκαετίες πιο πριν, και που σήμερα για την προφύλαξη της, βρίσκεται καλυμμένη κάτω από σκέπαστρο.

Στον χώρο της ακροπόλεως γίνονται συνεχώς εργασίες για τον καθαρισμό και την ανάδειξη της. Ένα δίκτυο μονοπατιών κατασκευάζεται ώστε οι επισκέπτες να μπορούν να περπατήσουν στους χώρους της αρχαίας αυτής Ηπειρώτικης πόλης ενώ παράλληλα διαμορφώνονται και ειδικοί χώροι από τους οποίους θα δίνεται η ευκαιρία να απολαύσει κανείς τόσο τον αρχαιολογικό αυτόν χώρο αλλά και την όμορφη θέα προς την γύρω περιοχή.

Και από εκεί μπορεί κανείς να διαπιστώσει τον σημαντικό ρόλο που έπαιζε ο λόφος αυτός στην περιοχή του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων και γι’ αυτό τα στοιχεία που έρχονται συνεχώς στο φως μας δείχνουν ότι κατοικούνταν από την προϊστορική ακόμη περίοδο.

 

Ο  Θαρύπας 

Ο Βασιλιάς αυτός που είχε γαλουχηθεί με τον Αττικό πολιτισμό εισήγαγε στην Ήπειρο ριζοσπαστικές καινοτομίες. Ο Πλούταρχος  στο  βιβλίο  του  «Πύρρος 1.3»  αναφέρει ότι ο  Θαρύπας  «Πρώτος κόσμησε τις πόλεις με Ελληνικές συνήθειες και γραφή και δημοκρατικούς νόμους». Οι πρωτοβουλίες είχαν στόχο την πολιτική, πολιτιστική και στρατηγική ανάπτυξη των Μολοσσών, οι κυριότερες των οποίων ήταν, η συνένωση μικρών κωμών σε μεγάλες πόλεις, η ετήσια εκλογή αρχόντων, το κοινό νόμισμα, η γραφή και κυρίως η συγκρότηση σε ενιαία δύναμη των Μολοσσών.

Ωστόσο παρά τα μέτρα  το βασίλειο των Μολοσσών ήταν μικρό, επιτηρούμενο από τα υπόλοιπα Ηπειρωτικά φύλλα και από το βασίλειο των Μακεδόνων που επί Φιλίππου Β΄ και του Κασσάνδρου, προσάρτησαν περιοχές Ηπειρωτών, αλλά ήλεγχαν και τις διαβάσεις που οδηγούσαν στην Ήπειρο.

Στις αρχές  όμως του 3ου αιώνα π.Χ. ο Πύρρος ισχυροποιεί τη θέση των Μολοσσών ανακτώντας από τους Μακεδόνες τα εδάφη που είχαν απολέσει , επέκτεινε το κράτος προς Βορρά  σε βάρος των Ιλλυριών, κατέλαβε τα Ιόνια νησιά και δημιούργησε μια ενιαία και ισχυρή Ήπειρο, την οποία χρησιμοποίησε σαν ορμητήριο της επεκτατικής  πολιτικής του.

Για την ασφάλεια της Ηπείρου έγιναν σπουδαία οχυρωματικά έργα, αφού το κράτος μεγάλωσε πλέον αρκετά από τον Αχελώο έως το Δυρράχιο και ήταν λόγω του δύσβατου της περιοχής, δυσκολομετακίνητο το στράτευμα. Τα οχυρωματικά και τα τεχνικά έργα, όπως ευρύχωρες ακροπόλεις σε περιοχές στρατηγικής σημασίας, δρόμοι και γέφυρες για τον στρατό και οχυρωμένες πόλεις όπως η Αντιγόνεια προστέθηκαν στην υπηρεσία του νέου δυναμικού κράτους της Ηπείρου.

Την εποχή αυτή ενισχύθηκε το τείχος της Πασσαρώνας περιμετρικά πλην της νότιας πλευράς, γιατί τα απόκρημνα όρη προστάτευαν την πόλη.
Ο Πύρρος έδωσε μεγάλη προσοχή στην ενίσχυση της πόλης όχι μόνο γιατί ήταν η πρωτεύουσά του και το κέντρο εξουσίας του, αλλά γιατί ήταν η συνέχεια της διοίκησης των Μολοσσών. Παράλληλα το ιερό του Αρείου Διός ήταν το ιερό κέντρο των Μολοσσών στο οποίο φυλάσσονταν όλα τα αρχεία του κράτους και τα δημόσια ψηφίσματα, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τη Δωδώνη. Βέβαια οφείλουμε να καταδείξουμε την έλλειψη συστηματικών ανασκαφών στην περιοχή, ώστε να διερευνηθούν πλήρως τα πέριξ του ιερού οικοδομήματα, αλλά και οι κατοικίες των Μολοσσών.

Η σχέση του Πύρρου με την Πασσαρώνα και το Ιερό του Διός αποδεικνύεται και από άλλες πηγές. Όπως γράφει ο Πλούταρχος στο έργο του  «Πύρρος 5», σε μια από τις ετήσιες γιορτές  στο Ιερό κατά την άνοιξη πριν από το έτος 295 π.Χ. συνέβη το γνωστό επεισόδιο ανάμεσα στον Πύρρο και τον Γέλωνα. Η δωρεά δύο ζευγαριών βοών από τον Γέλωνα προς τον Πύρρο, έγινε αφορμή να εξυφανθεί δολοφονική απόπειρα κατά του Πύρρου, που κατέληξε όμως στο αντίθετα αποτέλεσμα, με τον φόνο του συμβασιλέα Νεοπτόλεμου.

Ένα άλλο περιστατικό επίσης συνδέεται με τον Πύρρο και τον Άρειο Δία. Κατά τον Πλούταρχο, όταν ο στρατός του νίκησε τους Μακεδόνες στην Αιτωλία το 289 π.Χ. ο Πύρρος αποκλήθηκε από τους στρατιώτες του Αετός. Ο ίδιος ανταποδίδοντας την φιλοφρόνηση απάντησε: « Δι’ υμάς… αετός ειμί πώς γαρ ου μέλλω, τοις υμετέροις όπλοις ώσπερ ωκυπτέροις επαιρόμενος;» παρομοιάζοντας με ωκύπτερα την ορμητικότητα των στρατιωτών τους και τα όπλα τους. Τα ωκύπτερα, δηλαδή οι μεγάλες φτερούγες του αετού, που πλαισιώνουν έναν κεραυνό, αποτελούν την βραχυγραφία της παράστασης του αετού που πατάει τον κεραυνό.

Μάλλον η παρομοίωση αυτή δεν μπορεί να ήταν απλή φιλοφρόνηση του Πύρρου προς τους στρατιώτες του. Ήταν βαθύτερο το νόημα, αφού το έμβλημα της Ηπειρωτικής Συμμαχίας ήταν ο φτερωτός αετός με δύο ωκύπτερα στο μέσον.
Επομένως ο Πύρρος χρησιμοποιώντας τη φράση ως λογοπαίγνιο και ανταποδίδοντας τους επαίνους και τον θαυμασμό των στρατιωτών του παρομοίαζε την ορμητικότητά τους και τα όπλα τους με τον φτερωτό κεραυνό, το σύμβολο του Αρείου Διός. Σ’ αυτόν τον θεό είχε ορκισθεί στο επίσημο Ιερό της Πασσαρώνας ότι θα τηρήσει τους νόμους κατά την ανάρρησή του στον θρόνο, όπως συνηθιζόταν από τους βασιλείς των Μολοσσών.

Την τήρηση των όρκων και των ενόρκων υποσχέσεων επέβλεπε ο Άρειος Δίας όπως απηχεί και επιγραφή ανάγλυφου «αρά τω Διί ου βέλος διίπταται» που βρέθηκε και φυλάσσεται στο Μουσείο των Ιωαννίνων και που συσχετίζει τον θεό με τη λέξη «αρά». Από την άλλη μεριά ο Πύρρος παράλληλα με τις άλλες του ιδιότητες ως βασιλιάς των Μολοσσών και αρχηγός του στρατού ήταν και ο θρησκευτικός ηγέτης του λαού του. Αυτή τη δύναμη αντλεί από την θεία του καταγωγή, καθώς θεωρείται απόγονος του Αχιλλέα, γι’ αυτό και διατηρεί ιαματικές ιδιότητες, ιδίως στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού που είχε θεραπευτική δύναμη.

Όμως παρά την στενή σύνδεση του Πύρρου με την αρχέγονη πρωτεύουσα των Μολοσσών, την Πασσαρώνα, με τον κατ’ εξοχήν σεβαστό θεό των Άρειο Δία, ο βασιλιάς δεν δίστασε τελικά να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους του στην Αμβρακία την σημερινή Άρτα για να εξυπηρετήσει το πρόγραμμα του για μια μεγάλη και ισχυρή Ήπειρο.

Για τον Πύρρο ήταν μεγάλη επιτυχία η παραχώρηση σ’ αυτόν της Αμβρακίας, παλιάς κορινθιακής αποικίας στον Αμβρακικό κόλπο, η οποία είχε μεγάλη ακτινοβολία σε όλη την Ελλάδα, αντάξια της αίγλης του Ηπειρώτη βασιλιά.

Ο Στράβων, σπουδαίος ιστορικός αναφέρει: «…μάλιστα δ’ εκόσμησεν αυτήν Πύρρος, βασιλείω χρησάμενος των τόπω».

Επί βασιλείας του Πύρρου η Αμβρακία λειτουργούσε ως πολιτικό κέντρο της Συμμαχίας των Ηπειρωτών, παράλληλα με την Δωδώνη, η οποία εκτός από θρησκευτικό κέντρο αποκτά ισχυρή υποδομή με την ίδρυση Βουλευτηρίου και Πρυτανείου.

Από το αρχαίο Λιλύβαιο[1] της Σικελίας προέρχονται δύο μολύβδινες καταραστικές επιγραφές που βρέθηκαν σε τάφο του 3ου αιώνα π.Χ. Είναι γραμμένες σε μια μίξη δωρικής διαλέκτου και Κοινής και πιθανώς από το ίδιο χέρι, αν και η μια είναι γραμμένη ανάδρομα. Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά τους είναι και τα ονόματα που αναφέρονται: η πρώτη απευθύνεται ενάντια σε κάποιον Απιθαμβ.αλ[2] και η δεύτερη ενάντια σε κάποιον Ζωπυρίωνα τᾶς Μυμβυρ (Μumbur). Τα δύο ξένα ονόματα, πιθανώς καρχηδονιακά, αντιμετωπίζονται ως άκλιτα. Ο Απιθαμβ.αλ (Αpithamb.al) είναι έτοιμος να αναλάβει νομική δράση (πρᾶξις), ενώ και ο Ζωπυρίων είναι σε διαδικασία δίκης.

[Ο Νυμήριος (Numerius) και ο Δαμέας είναι αυτοί που παρήγγειλαν τον μαγικό κατάδεσμο. Προσπαθούν να προστατέψουν τον εαυτό τους απέναντι στον Απιθαμβ.αλ, ο οποίος κινήθηκε δικαστικά εναντίον τους. Τον καταριούνται να μην μπορεί να μιλήσει στη δίκη που κίνησε, αλλά και σε ενδεχόμενη δίκη σε βάρος του (αυτό εξηγεί την διπλή επανάληψη «να μην μπορεί να μιλήσει ενάντια»).]

Δένω με μάγια στο όνομα των καταχθόνιων θεών
την δικαστική ενέργεια του Απιθαμβ.αλ ενάντια στον Νυμήριο
και τον Δαμέα, για να μην μπορεί να μιλήσει ενάντια,
να μην μπορεί να μιλήσει ενάντια σε κάθε δικαστική πράξη
ή να μισήσει.

Δένω με μάγια τον Ζωπυρίωνα της Μυμβυρ
στο όνομα της Περσεφόνης και των καταχθόνιων Τιτάνων[3]
και των καταραμένων νεκρών.[4] Τον δένω με μάγια στον τάφο των ατελέστων
και στο όνομα των ιερειών της Δήμητρας[5] και των καταραμένων νεκρών.
Τον δένω με μάγια σε μόλυβδο, τον ίδιο και τον νου του
και την ψυχή του, ώστε να μην μπορεί να μιλήσει ενάντια.
Την δένω με μάγια σε μόλυβδο, την Σ[ ]υν,[6] αυτήν και τον νου της και την ψυχή της.

ΠΗΓΕΣ:

Από το https://heterophoton.blogspot.com